Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2008

Θαμμένα μυστικά

Από πολύ παλιά, μια αναγνωστική πολυτέλεια που επέτρεπα στον εαυτό μου τις μέρες αυτές των Χριστουγέννων, ήταν να βυθίζομαι στη μαγεία και το μυστήριο ενός καλού αστυνομικού μυθιστορήματος. Λέω "πολυτέλεια" γιατί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει να σου προσφέρει τίποτε ουσιαστικότερο πέρα από λίγες ώρες ευχαρίστησης. Κι όταν προπάντων ήμουν στη "μαχόμενη" εκπαίδευση, όταν πλήθος βιβλία που έπρεπε να διαβάσω στοιβάζονταν πλάι μου, ναι, ήταν πολυτέλεια τα αστυνομικά, για την οποία όχι σπάνια ένιωθα τύψεις. Όμως η συνήθεια έμεινε. Και τώρα, όταν όλοι φύγουν, ή όταν εγώ γυρίσω από μια πρόσκληση, αυτό το χριστουγεννιάτικο, κρύο κατά κανόνα απομεσήμερο, μες στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού, βυθίζομαι με απόλαυση στις σελίδες του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Φέτος, αυτό που μου κράτησε συντροφιά (το τέλειωσα σ' ένα βράδυ και μια μέρα) ήταν το "Θαμμέμα μυστικά" της Ρουθ Ρέντελ (Μεταίχμιο, 2008, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος). Είναι το πρώτο βιβλίο αυτής της συγγραφέως που διαβάζω, αλλά μου φαίνεται δεν θα είναι και το τελευταίο. Γεννημένη το 1930, έχοντας γράψει πάνω από πενήντα μυθιστορήματα, θεωρείται κάτι σαν διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι. Μου άρεσε το βιβλίο, μου άρεσε το στυλ της γραφής της, μου άρεσε γιατί όπως και άλλα αστυνομικά στις μέρες μας δεν περιορίζονται στους φόνους και στην προσπάθεια ανεύρεσης των ενόχων, αλλά εμπλέκουν και άλλα στοιχεία, κοινωνικά, πολιτιστικά κ.λπ.
Στα "Θαμμένα μυστικά" ένας άντρας, ψάχνοντας με το σκύλο του για μανιτάρια-τρούφες σ' ένα χωράφι σε κάποια αγροτική περιοχή της Αγγλίας, αντί για τρούφες ξεθάβει ένα χέρι. Η αστυνομία ειδοποιείται, οι έρευνες αρχίζουν. Επικεφαλής είναι ο επιθεωρητής Γουέξφορντ. Η ιατροδικαστική έρευνα φανερώνει ότι ο σκελετωμένος νεκρός έχει πεθάνει πριν από 11 χρόνια περίπου, αλλά ούτε η αιτία θανάτου ούτε η ταυτότητα του νεκρού είναι γνωστά. Η ομάδα του Γουέξφορντ προσπαθεί να τα εξακριβώσει, πράγμα καθόλου εύκολο. Σε ποιον ανήκει το χωράφι; Τι συνέβαινε εκεί πριν από 11 χρόνια; Ποιες εξαφανίσεις προσώπων είχαν αναφερθεί τότε; Κι ενώ η έρευνα συνεχίζεται, ένα δεύτερο πτώμα εντοπίζεται στην αποθήκη ενός εγκαταλελειμμένου μικρόυ σπιτιού που ήταν κτισμένο στο ίδιο χωράφι. Ποιος είναι ο δεύτερος νεκρός; Συνδέονται οι δυο θάνατοι, νοουμένου ότι ο δεύτερος συνέβη τρία χρόναι μετά τον πρώτο; Σιγά-σιγά, μεθοδικά η έρευνα προχωρεί και βεβαίως, όπως συμβαίνει σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, το μυστήριο λύνεται στις τελευταίες σελίδες, αν και ένας έμπειρος αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται τη λύση πολύ νωρίτερα.
Όμως, όπως ήδη ανέφερα, στην αστυνομική ιστορία εμπλέκονται και άλλα θέματα. Εδώ έχουμε το θέμα του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων που ορισμένοι λαοί, εδώ οι Σομαλοί, εξακολουθούν να τηρούν, έστω κι αν ζουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Αγγλία, που απαγορεύει με ποινή πολύχρονης φυλάκισης το άγριο αυτό έθιμο. Ακόμα τίθεται το θέμα του ρατσισμού, το θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, της λογοκλοπής κ.ά.
Είμαι βέβαιη πως οι θιασώτες της αστυνομικής λογοτεχνίας θα απολαύσουν το βιβλίο.
Άλλη παρουσίαση επίσης εδώ.


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008

Οι γενιές της σιωπής

Φαίνεται ότι όσο και να θέλουμε να αποφύγουμε μερικά βιβλία, εκείνα μας καταδιώκουν και δεν ησυχάζουν ώσπου να 'ρθει η ώρα να ασχοληθούμε μαζί τους. Πρωτάκουσα για τις "Γενιές της σιωπής" της Άντρης Πολυδώρου (εκδ. Επιφανίου, Στ΄ έκδ. 2008) πριν από μερικά χρόνια. Μια φίλη, της οποίας το αναγνωστικό γούστο εμπιστεύομαι, μου μίλησε με ενθουσιασμό γι' αυτό το βιβλίο. Μου είπε ότι το βιβλίο αυτό απεικόνιζε με ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή στα χωριά της Κύπρου, όπως ήταν τις πρώτες δεκαετίες του 2ου αι., έτσι όπως και η ίδια η φίλη μου τη γνώριζε μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα της. Το αναζήτησα λοιπόν στο βιβλιοπωλείο, αλλά οι διάλογοι, γραμμένοι στο κυπριακό ιδίωμα με ενόχλησαν και με απέτρεψαν από την αγορά του. Όσο και να μιλώ στην καθημερινότητά μου την κυπριακή διάλεκτο, στο γραπτό λόγο δεν μπορώ να την αντέξω.
Πέρσι το ίδιο βιβλίο, γυρισμένο σε σίριαλ, συζητιόταν σαν μια πολύ καλή σειρά της κυπριακής τηλεόρασης. Και πάλι, ούτε τη σειρά είδα ούτε το βιβλίο διάβασα. Ε, τώρα, κατά κάποιο περίεργο τρόπο μου επιβλήθηκε και το διάβασα. Οι κυπριακοί διάλογοι στην αρχή, ομολογώ, με δυσκόλεψαν, στη συνέχεια όμως τους συνήθισα και δεν έδινα σημασία. Πραγματικά είναι ένα αξιόλογο βιβλίο και διαβάζεται με ενδιαφέρον, παρά τα τρωτά που του βρήκα.
Η ιστορία αρχίζει γύρω στα 1910 σ' ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Πάφου, χωμένο κάπου ανάμεσα στα βουνά και επικεντρώνεται στη ζωή τεσσάρων γενιών γυναικών. Σκληρή ζωή, φτώχια, ήθη αυστηρά. Ο άντρας αφέντης, η γυναίκα υποταγμένη, βασανισμένη, σιωπηλή μάρτυρας. Σκληρή ζωή στα χωράφια, πενιχρό εισόδημα, έλλειψη ιατρικής φροντίδας, θάνατοι. Μια λεχώνα πεθαίνει στη γέννα της (εξαιρετική η δύναμη της περιγραφής του δύσκολου τοκετού), παιδάκια πεθαίνουν από άγνωστες αιτίες, μεγάλοι πεθαίνουν από μολύνσεις στις οποίες δεν έδιναν σημασία. Μια ζωή σκληρή και βασανισμένη, που κάνει σκληρούς και τους ίδιους τους ανθρώπους.
Η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στους γυνακείους χαρακτήρες. Ξεκινά από την ηλικιωμένη γιαγιά Αναστασία που τη διακρίνει η σοφία της ηλικίας και που έχει μια ιδιαίτερη, συμπαθητική σχέση με την συνονόματη εγγονή της. Η εγγονή, έχοντας ζήσει μια αρμονική ζωή με το σύζυγό της, έστω κι αν παντρεύτηκε με συνοικέσιο, πεθαίνει στη γέννα, ενώ θα επιζήσει το κοριτσάκι, η Άννα. Κι έτσι προχωρούν οι γενιές από Αναστασία σε Άννα και από Άννα σε Αναστασία ως την τελευταία απόγονο που, συμβολικά σπάζοντας τις γενιές της σιωπής, ονομάζεται Κασάνδρα.
Από τις αρετές του πολυσέλιδου μυθιστορήματος (600 σελίδες) είναι και ο συνδυασμός του ρεαλισμού με το εξωλογικό στοιχείο. Μια ωραία φυσιογνωμία είναι ο Άρκος (κυπριακή προφορά του "Άγριος"). Είναι ένα είδος μάγου που ζει απομονωμένος έξω από το χωριό, με διαισθητικές και θεραπευτικές ικανότητες. Άλλοι τον φοβούνταν και άλλοι καταφεύγουν σ' αυτόν. Θα αποδειχτεί κάποια στιγμή η σχέση του με τις γυναίκες του έργου και μια απ' αυτές θα κληρονομήσει αυτές τις ιδιότητες, οι οποίες όμως θα ατονίσουν με τα χρόνια.
Τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν θα εμποδίσουν τους παράνομους έρωτες. Μια από τις γυναίκες του έργου θα ερωτευτεί ένα μοναχό, έρωτας που θα έχει ως αποτέλεσμα ένα νόθο παιδί και μια τραγική κατάληξη για τον μοναχό. Μια δολοφονία θα μείνει ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη και μια μάνα θα φανεί τόσο σκληρή με την κόρη της που την αντιμετωπίζει με ξυλοδαρμούς μέχρι αιματώματος, με ύβρεις και κατάρες σε βαθμό που ξεπερνά τα όρια της πειστικότητας.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του βιβλίου πιστεύω είναι το ότι μοιάζει να διαδραματίζεται στο κενό, εκτός χρόνου. Από το 1910 περνούν πάνω από επτά δεκαετίες κι όμως τίποτα από το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Τι γινόταν στην Κύπρο όλα αυτά τα χρόνια; Αναφέρεται ότι ένας από τους ήρωες πήγε στον πόλεμο. Ποιος πόλεμος ήταν αυτός; Στην Κύπρο έγινε μια εξέγερση το 1931 και μια πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη το 1955. Καμιά νύξη δεν γίνεται. Δεν επηρέασαν καθόλου τη ζωή των ηρώων της; Μοιάζουν όλα σαν να διαδραματίζονται σ' ένα κλειστό χώρο, πλήρως απομονωμένο από το υπόλοιπο περιβάλλον. Ακόμα κι όταν μια από τις ηρωίδες της μετακινείται στην πόλη, στο Βαρώσι και μετά στη Λευκωσία, ελάχιστα φαίνεται να διαφοροποιούνται οι εξωτερικές συνθήκες.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα που σίγουρα μπορεί να διαβαστεί με μεγάλο ενδιαφέρον από τον Κύπριο αναγνώστη, παρ' όλο που κι αυτός, προπάντων αν ανήκει στις νεότερες γενιές, θα συναντήσει άγνωστες λέξεις της κυπριακής διαλέκτου. Αλλά ο ελλαδίτης αναγνώστης σίγουρα θα βρει μεγάλη δυσκολία.


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008

Το show είναι των Ελλήνων

Ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη, το διήγημα ασφαλώς δεν έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις μου και, αν μπορώ να συμπεράνω από τις αναρτήσεις, ούτε και στις προτιμήσεις των άλλων bloggers. Όμως, τόσο η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Μένη Κουμανταρέα, Η γυναίκα που πετάει , όσο και η πιο πρόσφατη, Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος 2008) μου προξένησαν την ίδια ευχαρίστηση με ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Ίσως γιατί τα θέματα είναι τέτοια, ίσως πάλι γιατί έχουν μια ενότητα, που με λίγη σύνδεση θα μπορούσαν να γίνουν μυθιστόρημα.
Με γοητεύει αυτή η ανάμιξη του πραγματικού με το φανταστικό, το φανταστικό που δεν ξεφεύγει από τα όρια του ρεαλισμού. Τρεις νουβέλες, τρεις καίριες στιγμές της νεότερη Ελλάδας. Η πρώτη, "Μια μέρα από τη ζωή τους", απεικονίζει το μεγαλοαστικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο του μεσοπολέμου. Σαν "αοράτως παρών" ο αφηγητής μας μεταφέρει μαζί του στις 20 Οκτωβρίου 1932 στο κοσμικό σαλόνι του Άλκη Θρύλου (Ελένης Ουράνη), όπου επίσημος προσκεκλημένος είναι ο Καβάφης. Γνωστός, αλλά όχι διάσημος ακόμη, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, θα διασκεδάσει τους καλεσμένους παίζοντας στο πιάνο τη μουσική που συνέθεσε σε ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή. Εκτός από τον σύζυγο της οικοδέσποινας ("λογοτέχνης και μεγάλος ταξιδευτής") πολλά άλλα πρόσωπα "φωτογραφίζονται" από τον Κουμανταρέα ώστε, παρ' όλο ότι δεν αναφέρονται με το πλήρες ονοματεπώνυμό τους, να μη μας μένει καμιά αμφιβολία ως προς το ποιοι είναι. Συζητήσεις για επίκαιρα θέματα πολιτικά ή καλλιτεχνικά γεμίζουν τη βραδιά ενώ το φως του συγγραφικού προβολέα πέφτει πάνω στα κεντρικά πρόσωπα της σύναξης: Τον Καβάφη, που γέρος, άρρωστος, μ' ένα μηχάνημα στο λαιμό για να μπορεί να μιλά μετά την εγχείρηση, και τον ανερχόμενο, νέο μουσικό, που θα διαπρέψει διεθνώς, τον Μητρόπουλο. Η βραδιά τελειώνει. Οι καλεσμένοι φεύγουν. Όμως, η συγγραφική ματιά, ριγμένη πάνω τους ογδόντα χρόνια αργότερα, τους παρακολουθεί καθώς διασχίζουν τη νυχτερινή Αθήνα και ολοκληρώνει τους χαρακτήρες καταγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς να παραλείπει τη σεξουαλική τους ιδιαιτερότητα, ενώ αφήνει να διαφανεί το μέλλον που τους αναμένει.
Η δεύτερη νουβέλα,"Ο κύριος Μπάτερφλαϋ" διαδραμτίζεται οχτώ χρόνια αργότερα. Ο συγγραφέας τώρα υποδύεται ένα φιλόμουσο δικηγόρο που ετοιμάζεται με τη σύζυγό του να παρακολουθήσουν το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1940 την πρεμιέρα της Λυρικής σκηνής με τη Μαντάμ Μπάτερφλαϋ του Πουτσίνι, στο Βασιλικό Θέατρο. Πριν απ' αυτό όμως, μετά από πρόσκληση του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι, τον επισκέπτεται στο σπίτι του για να συναντήσει τον Ιταλό συγγραφέα Μαλαπάρτε. Η πολιτική ατμόσφαιρα στην Αθήνα παραμονές του πολέμου, η ανέμελη "καλή" κοινωνία που απολάμβανε την όπερα, ο Μεταξάς και η βασιλική οικογένεια, γνωστά πρόσωπα της εποχής, το ίδιο το θέατρο και η λεπτομερής περιγραφή του, αναφορά στην όπερα και στην πρωταγωνίστρια Ζωή Βλαχοπούλου, μας μεταφέρουν ρεαλιστικά στην εποχή και το παρελθόν γίνεται ένα ολοζώντανο παρόν. Το κλίμα έντασης και ανησυχίας θα κορυφωθεί την επομένη, σε μια δεξίωση της Ιταλικής Πρεσβείας. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1949, ο συγγραφέας θα συναντήσει στη Ρώμη το φίλο του Γκράτσι και μέσα από την παραστατική αφήγηση του Ιταλού πρέσβη θα μάθει όσα διαδραματίστηκαν το βράδυ της 27ης-28ης Οκτωβρίου. Δεν ξέρω αν έχω λάθος, αλλά διακρίνω μια συμπάθεια εκ μέρους του συγγραφέα για τους δυο αυτούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αν όχι συμπάθεια, τουλάχιστον μια "άφεση αμαρτιών", προπάντων για τον Γκράτσι που " ήταν αναγκασμένος να υπακούει στο φασιστικό καθεστώς, αλλά βαθιά μέσα του ήταν δημοκράτης".
Η τρίτη νουβέλα είναι αυτή που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Εδώ ο συγγραφέας μετατρέπεται σ' ένα συνταξιούχο, πρώην υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, που καλείται να εξηγήσει σ' ένα νέο υπάλληλο το περιεχόμενο ενός αρχείου για να καταγραφεί ηλεκτρονικά. Εκεί, στα υπόγεια του Υπουργείου, ο ηλικιωμένος πρώην υπάλληλος θυμάται και ξαναζωντανεύει παριστώντας τη μάλιστα θεατρικά, τη μυστική σύσκεψη των Ελλήνων και ξένων πολιτικών και στρατιωτικών που έγινε στις 26 Δεκεμβρίου 1944, με σκοπό να βρει λύση στη διαμάχη που είχε ήδη αρχίσει. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο Σοφούλης των Φιλελευθέρων, ο Μάξιμος του Λαϊκού Κόμματος, ο στρατηγός Πλαστήρας, ο "ψηλέας και ανεμοδούρας" Παπανδρέου, ο Καφαντάρης, ο Σιάντος του ΚΚΕ, ο Παρτσαλίδης του ΕΑΜ, εκπρόσωποι των ξένων δυνάμεων με επικεφαλής τον Τσώρτσιλ, μαζεύονται για να "τα βρουν". Κι εκεί, στην προσπάθεια του φωτογράφου να αποθανατίσει φωτογραφικά τους πολιτικούς, ο Τσώρτσιλ του μπήγει μια αγριοφωνάρα: "Φωτογράφισε τους Έλληνες, όχι εμάς. The Greeks. Μ' ακούς; Το show είναι των Ελλήνων". Να εννοούσε άραγε πως η όλη σύναξη δεν ήταν παρά ένα show για το θεαθήναι και μόνο και ότι τα πράγματα είχαν ήδη αναπότρεπτα δρομολογηθεί ή μήπως ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που αρέσκονται στην επίδειξη;
Οι ξένοι φεύγουν, οι Έλληνες μένουν μόνοι να βρουν λύση, συζητούν, η σύναξη συνεχίζεται και την επομένη. Ο Δαμασκηνός ορίζεται αντιβασιλέας ενώ οι διαφωνίες διατηρούνται, προαναγγέλλοντας όσα θα ακολουθήσουν.
Τρεις νουβέλες, τρεις σταθμοί στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, ιστορία που μετασχηματίστηκε σε λογοτεχνία με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Ο Κουμανταρέας δεν έμεινε ένας απλός θεατής και χρονικογράφος. Κάτω από τη φαινομενικά αμερόληπτη αφήγηση, προβάλλει την προσωπική του θέση που συχνά μέσα από την υποβόσκουσα ειρωνεία του γίνεται διασκεδασιτκή.


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Ποιον να θρηνήσω;

Δεν ξέρω ποιον να θρηνήσω. Το δεκαπεντάχρονο παιδί που χάθηκε προτού ζήσει; Τους χαροκαμένους γονείς; Την καμένη, ρημαγμένη Ελλάδα; Θρηνώ πάνω απ' όλα το είδος ΑΝΘΡΩΠΟΣ.







Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

Eros

"Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από τη λογοτεχνία" . Μια φράση κριτικής από το οπισθόφυλλο του βιβλίου που αποδίδει πλήρως ό,τι ένιωσα διαβάζοντας απνευστί το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Helmut Krausser (γεν.1964). Τίτλος του πρωτοτύπου "Eros", η ακριβής απόδοση της ελληνικής λέξης "Έρως" (εκδ. Ίνδικτος, 2008, μετ. Ευαγγελία Τομπορή, επιμέλεια μετ.Δημήτρης Αθηνάκης).
Πραγματικά, δεν μπορεί να ζητήσει κανείς περισσότερο από ένα βιβλίο. Χρόνος, χώρος, θέμα, τεχνική, όλα συντελούν στη σπάνια λογοτεχνική απόλαυση. Η ιστορία:
Ένας νέος συγγραφέας που βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, προσκαλείται από ένα μυθικό μεγιστάνα του πλούτου, τον Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, στον πύργο του, κάπου στη Βαυαρία. Εκεί ο εβδομηντάχρονος και άρρωστος Αλεξάντερ του ανακοινώνει ότι θα του διηγηθεί τη ζωή του, όχι ακριβώς τη ζωή του, όπως λέει, αλλά "την ιστορία ενός έρωτα". Του ζητάει να την καταγράψει ως μυθιστόρημα, το οποίο όμως θα πρέπει να κυκλοφορήσει μετά το θάνατο του αφηγητή και οπωσδήποτε με αλλαγμένα τα ονόματα.
Η αφήγηση κρατάει οχτώ μέρες και ηχογραφείται. Αυτό που διαβάζουμε τώρα είναι ουσιαστικά η αφήγηση του φον Μπρύκεν, στην οποία παρεμβάλλεται και ο λόγος του συγγραφέα. Μια πρωτότυπη τεχνική που επιτείνει την αληθοφάνεια της ιστορίας, επαυξάνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον και δημιουργεί γόνιμο προβληματισμό για τη σχέση ζωής και λογοτεχνίας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική στιχομυθία, όταν ο συγγραφέας ζητά ένα βράδυ από τον έμπιστο γραμματέα του Μπρύκεν, τον Λούκιαν, που έχει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, να του διευκρινίσει ή να του συμπληρώσει κάποια σημεία της αφήγησης. Ο Λούκιαν του λέει:"Αυτό που σας εξομολογείται ο Αλεξάντερ είναι μια εκδοχή, και αν εγώ κάπου εκεί μέσα είχα μιαν άλλη, θα πρέπει να σας είναι αδιάφορο". Μαλάκωσε κάπως τον αυστηρό τόνο της φωνής του, έκανε γύρω από τον εαυτό του ένα κύκλο με τα χέρια στις τσέπες. Είπε πως για τα πάντα υπάρχει χώρος μόνο μια φορά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που αυτό το Πάντα συμβαίνει. Κάθε στιγμή είναι ανεπανάληπτη, και ακόμα και η πιο ικανή τέχνη την αποδίδει μόνο με θραύσματα. Επιπλέον, η ζωή έχει το κακό συνήθειο να είναι κατά βάση απογοητευτική. Εκτός από κάποιες στιγμές".
Η εξιστόρηση του φον Μπρύκεν αρχίζει από το τέλος του 1944, όταν η Γερμανία πλησιάζει ολοταχώς προς την ήττα και οι βομβαρδισμοί αρχίζουν. Ο μικρός τότε Αλεξάντερ συναντά στο αντιαεροπορικό καταφύγιο τη Σόφι, κόρη εργατών στα εργοστάσια του πατέρα του, και την ερωτεύεται. Αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας που θα καταλήξει έμμονη ιδέα, που θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή, που θα επηρεάσει τη ζωή πολλών ανθρώπων και που η ιστορία του θα συμβαδίσει με την ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας μέχρι την ανέγερση αλλά και την πτώση του τείχους, είναι η σπονδυλική στήλη του βιβλίου. Θυμίζει αμυδρά τον "¨Ερωτα στα χρόνια της χολέρας", αλλά σ' ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και με εντελώς διαφορετική κατάληξη.
Το 1945 ο πόλεμος τελειώνει. Η οικογένεια του Αλεξάντερ, οι γονείς και οι δυο αδελφές του πεθαίνουν σ΄ ένα βομβαρδισμό (ή μήπως οι γονείς αυτοκτονούν και τα παιδιά σώζονται; Δυο διαφορετικές εκδοχές, της ζωής και όπως αυτή μεταποιείται σε Τέχνη). Οπωσδήποτε ο ίδιος σώζεται στην Ιταλία με χαμένη τη μνήμη. Περνά κάποια χρόνια σε θεραπευτήριο, η μνήμη επανέρχεται, γυρίζει στην πόλη του και διεκδικεί την τεράστια περιουσία του από τον Κεφελρλόερ, διευθυντή των εργοστασίων, που κατά μία εκδοχή προσπάθησε να τα οικειοποιηθεί. Ο πάμπλουτος και παντοδύναμος λόγω του πλούτου Αλεξάντερ αρχίζει μια αγωνιώδη αναζήτηση σ' όλη τη Γερμανία της αγαπημένης του Σόφι, η οποία είχε σταλεί στην εξοχή λίγο πριν το τέλος του πολέμου, ενώ οι γονείς της σκοτώθηκαν σ' ένα βομβαρδισμό. Στρατολογεί πλήθος ανθρώπων να ψάξουν γι' αυτόν, η παντοδυναμία του πλούτου του επιτρέπει τα πάντα. Όταν την εντοπίζουν αποφασίζει να πάει να τη συναντήσει κι έτσι περιγράφει τα συναισθήματά του:"Δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω για να το καταλάβετε, θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε μυθικές υπερβολές. Έτσι θα πρέπει να ένιωσε ο Ορφέας όταν ξανείδε την Ευρυδίκη στον Άδη, όταν ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου του επέτρεψε διστακτικά ένα βλέμμα στη χαμένη του αγάπη, του υποσχέθηκε την επιστροφή της στο φως της ημέρας, έτσι ένιωσα τότε, στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού. Μέσα στο κεφάλι μου ατελεύτητα πυροτεχνήματα, το νόημα της ύπαρξής μου με σάρκα και οστά βρισκόταν μπροστά μου, και μπροστά μας η ζωή, η δική μου, η δική της, απίστευτοι ορίζοντες, λες και είχα ξαναγεννηθεί και μπορούσα να θυμηθώ το μεγαλέιο της ζωής μέσα στην κούνια μου, έτσι, τέτοια ευφορία, έκσταση. Συμφιλιωμένος με κάθε πόνο, προικισμένος με τη βαθύτερη γνώση του κόσμου, θα βρείτε λέξεις για όλ' αυτά που θα ηχούν πιστευτές και όχι πομπώδεις, αν και θα πρέπει να δρουν στον αναγνώστη με τρόπο πομπώδη, κάτι τέτοιο δεν μεταφέρεται λέξη προς λέξη, κάτι τέτοιο δεν μεταφέρεται, μένει ολόκληρο και αντιληπτό μόνο για τον μυημένο. Για να το πω τετριμμένα: Τόσο μεγάλη ανάταση ένιωσα μέσα μου".
Όμως για εκέινη παραμένει ένας άγνωστος, έστω κι αν θυμήθηκε τα καταφύγια κι ένα φιλί που του είχε δώσει με αντάλλαγμα χρήματα που είχαν ανάγκη οι γονείς της. Η επίδειξη του πλούτου του, αντί να τη φέρει κοντά του την τρομάζει και την απομακρύνει. Η παρακολούθησή της όμως δεν σταματά. Οι άνθρωποί του, χωρίς εκείνη να το ξέρει, είναι διαρκώς γύρω της, του αναφέρουν λεπτομερώς τι κάνει, πού βρίσκεται, επεμβαίνουν στη ζωή της, τη βοηθούν όταν έχει ανάγκη, τη σώζουν ακόμα όταν εκείνη, μπλεγμένη με τη σοσιαλιστική φιτητική ένωση, συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Μα η Σόφι δεν θα μείνει ως εκεί. Θα προχωρήσει και σε ένταξη σε παράνομες ομάδες, θα πάρει μέρος σε ληστείες, θα γίνει στο τέλος καταζητούμενη. Οι σύντροφοί της τη φυγαδεύουν στην Ανατολική Γερμανία. Ο Κράουσερ μας δίνει μια πολύ ζοφερή εικόνα του καθεστώτος, με τη Στάζι να βρίσκεται παντού, να παρακολουθεί τα πάντα, να ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων. Η Σόφι περιθωριοποιείται, απομονώνεται, βυθίζεται στην ανία, την απόγνωση. Ακόμα όμως κι εκεί το χρήμα μπορεί να πετύχει τα πάντα. Ο Αλεξάντερ κατορθώνει να τη βρει, έστω κι αν της έχουν αλλάξει το όνομα, και μεταβαίνοντας ο ίδιος στην Ανατολική Γερμανία να τη σώσει και να τη μεταφέρει στη Δύση, αφού σε συνεννόηση με το καθεστώς σκηνοθέτησαν το θάνατό της.
Όταν μπαίνουν στη Δυτική Γερμανία, εκείνη εξαφανίζεται. Ο φον Μπρύκεν δεν ψάχνει πια να τη βρει. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα διηγείται την ιστορία στο συγγραφέα. Αλλά έρχεται ο επίλογος σε μια σελίδα να μας δημιουργήσει την αμφιβολία για όλη την αφήγηση του Αλεξάντερ. Μήπως τα πράγματα δεν έγιναν καθόλου έτσι, μήπως όλη αυτή η αφήγηση ήταν προϊόν φαντασίας και μόνο;
Με το θαυμάσιο "Eros" δεν διαβάζουμε μόνο μια συναρπαστική ιστορία. Η ιστορία είναι το δόλωμα για να διασχίσουμε τη μεταπολεμική Γερμανία, να θυμηθούμε γεγονότα που σημάδεψαν αυτές τις δεκαετίες και να αφήσουμε τη σκέψη μας να περιπλανηθεί σε γόνιμο προβληματισμό. Με λίγα λόγια, ένα βιβλίο που έχει όλα όσα περιμένουμε από τη λογοτεχνία.


Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2008

Οι αλήθειες των άλλων

Παρακολουθώ τη συγγραφική πορεία του Νίκου Θέμελη από το πρώτο του βιβλίο, την "Αναζήτηση", μέχρι το πιο πρόσφατο, "Οι αλήθειες των άλλων" (Κέδρος, 2008) με αυξομειούμενη ικανοποίηση. Μετά τον ενθουσιασμό για την τριλογία "Αναζήτηση", "Ανατροπή", "Αναλαμπή" (το τελευταίο με κάπως λιγότερο ενθουσιασμό, ομολογώ) ήρθε η απογοήτευση για το "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας", η μέτρια ικανοποίηση από το "Μια ζωή δυο ζωές" και τώρα ικανοποίηση αλλά και προβληματισμός για το "Οι αλήθειες των άλλων".
Ο Θέμελης ξαναγυρίζει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μας μεταφέρει σε μια εποχή που όσα κι αν έχουμε ακούσει, όσα κι αν έχουμε διαβάσει γι' αυτήν, πάντα θα μας ενδιαφέρει και φαίνεται πως κι η λογοτεχνία θα εμπνέεται απ' αυτήν για καιρό ακόμη. Βρισκόμαστε στο Αϊβαλί, τις αρχαίες Κυδωνίες, ένα χρόνο μετά τη συμφορά του '22. Η πόλη είναι έρημη. Ανάμεσα στους λίγους Έλληνες που έχουν απομείνει είναι ο ηλικιωμένος Μανόλης Λινός και ο συνονόματος εγγονός του, που όμως με ψεύτικα χαρτιά είχε καταφέρει να πολιτογραφηθεί Τούρκος με το όνομα Μεχμέτ. Στο υπόγειο του σπιτιού τους φυλάνε 4 μπαούλα γεμάτα από βιβλία, έγγραφα, αρχεία, όλη την ιστορία του Ελληνισμού των Κυδωνιών, ψάχνοντας τρόπο να τα διασώσουν και να τα μεταφέρουν στην Ελλάδα. Μαζί μ' αυτά κι ένα παλιό χειρόγραφο που το περιεχόμενό του ανατρέπει την ηρωική εικόνα του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν θυσιάστηκε, αλλά μεταμφιεσμένος έφυγε κρυφά από την Πόλη.
Στο Αϊβαλί αρχίζουν να καταφθάνουν καραβιές με Τούρκους από τη Μυτιλήνη, την Κρήτη και αλλού. Είναι ο περίφημος "μπουμπαντελές", η ανταλλαγή πληθυσμών που έχει συμφωνηθεί. Σιγά-σιγά το Αϊβαλί εκτουρκίζεται. Όμως ο παππούς Μανόλης αρνείται να φύγει. Γι 'αυτόν η φυγή από τον τόπο του είναι χειρότερη από το θάνατο, γι' αυτό και τον προτιμά και τον επιλέγει.
Ο εγγονός κατορθώνει με τη βοήθεια ενός Τούρκου φίλου του, του Ισμαήλ, να φύγει σώζοντας και τα μπαούλα και το χειρόγραφο που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Στη Μυτιλήνη θα συναντήσει τους δικούς του. Οι σκηνές της προσφυγιάς, η αντίδραση των ντόπιων, ο ξεπεσμός των ανθρώπων που ως χτες ήταν άρχοντες στον τόπο τους και σήμερα ψωμοζητάνε, ίσως να μη λένε τίποτα στους σημερινούς Έλληνες. Για μας όμως στην Κύπρο που οι μνήμες του 1974 είναι ολοζώντανες, που υπάρχουν ακόμα προσφυγικοί συνοικισμοί, που οι άνθρωποι βλέπουν τα σπίτια, τα περιβόλια, τα χωράφια τους, βίαια αρπαγμένα, στα χέρια των Τούρκων οι περιγραφές του Θέμελη συγκινούν βαθύτατα υπομιμνήσκοντας "οικεία κακά".
Από κει και πέρα το μυθιστόρημα προχωρεί γοργά, κάνοντας σταθμούς ανά δεκαετία και φτάνοντας ως το 1958. Ο Μεχμέτ, ως Μανόλης πια, κατορθώνει να πάει στην Αθήνα, να σπουδάσει και τον συναντάμε στην Κομοτηνή να διδάσκει στο εκεί Γυμνάσιο. Το μυστικό του χειρογράφου δεν έχει πάψει ποτέ να τον βασανίζει. Σε μια σχολική γιορτή για την 25η Μαρτίου το αποκαλύπτει, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί και να φυγαδευτεί με τη βοήθεια ενός φίλου του Εβραίου. Κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχτεί μια "άλλη αλήθεια". Στη συνέχεια το χειρόγραφο θα αποτελέσει το θέμα της διδακτορικής διατριβής του γιου του Μανόλη, ο οποίος σπουδασμένος στο εξωτερικό θα προχωρήσει πιο πέρα, παίρνοντας θέση και στο περίφημο θέμα της αδιάλειπτης συνέχειας ή μη του Ελληνισμού.
Η αλήθεια για το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν είναι η μόνη που υπονομεύεται στο βιβλίο, άλλωστε αυτή είναι ένα συγγραφικό εύρημα. Υπονομεύεται ακόμη η αλήθεια των Ελλήνων, όταν αυτός που τον βοηθάει στο Αϊβαλί είναι ο Τούρκος Ισμαήλ, η αλήθεια των Εβραίων, όταν αυτός που τον σώζει στην Κομοτηνή είναι ο Εβραίος Αμπαχέρ, η αλήθεια της σεξουαλικής διαφορετικότητας, η αλήθεια των άλλων στον Εμφύλιο , όταν ο πιο στενός του φίλος, ο Αυγέρης, που ανήκει στο ΕΑΜ προδίδεται από πρόσωπο που πιστεύει στη δική του αλήθεια.
Άραγε όμως, συλλογίζομαι, δεν υπάρχει κάποτε και μια αλήθεια που δεν είναι ούτε δική μας ούτε των άλλων; Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικά η αλήθεια; Και πάλι το θέμα έχει μια ιδιαίτερη σημασία για το νησί μας, όταν Τούρκοι και Έλληνες, κάτοικοι αυτού του τόπου, προβάλλουμε ο καθένας τη δική του αλήθεια.
Αυτό και άλλα ερωτήματα μας δημιουργεί το βιβλίο του Θέμελη, παράλληλα βέβαια με την ικανοποίηση που προκαλεί ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Γιατί ο Θέμελης και στα λιγότερο επιτυχημένα βιβλία του δεν παύει να είναι ένας καλός αφηγητής που παρασύρει τον αναγνώστη. Η αφήγησή του έχει ζωντάνια, ρεαλιστικότητα, οι λεπτομέρειες, άχρηστες εν πολλοίς, κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη που μεταφέρεται σε χρόνο και τόπο, ζει τα γεγονότα, ακούει τους διαλόγους, βλέπει τους δρόμους, τις γειτονιές. Τι σημασία έχει για το θέμα ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο, ο σοφέρ που μυρίζει ιδρωτίλα, ο καφές που καίει στο φλιντζάνι, ένα σπαρματσέτο να τρεμοπαίζει το φως του, μια δυνατή βροχή, μια χειμωνιάτικη λιακάδα. Κι όμως αυτά τα μικρά κι σήμαντα μεταφέρουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του έργου. Η άρτια ηθογράφηση των ηρώων του και προπάντων η ιστορική γνώση και ο προβληματισμός που κινητοποιεί τη σκέψη είναι ακόμη πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος.
Για το έργο άχουν ήδη γραφτεί πολλά. Παραπέμπω μόνο στο μπλογκ της Άννας, από όπου μπορεί να οδηγηθεί κάποιος και σε άλλες συνδέσεις.


Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Για να δει τη θάλασσα

Σκέφτομαι ότι κάποτε τα βιβλία αδικούνται ή ευνοούνται και για εντελώς υποκειμενικούς λόγους. Ανάλογα δηλαδή με το πότε και πού τα διαβάζουμε, ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση κ.λπ. Για παράδειγμα, πιστεύω ότι το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου "Για να δει τη θάλασσα" (Καστανιώτης 2008) άλλη εντύπωση θα μου έκανε αν δεν το διάβαζα αμέσως μετά το φορτωμένο με νοήματα και προβληματισμό "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας". Δεν είναι άσχημο το μυθιστόρημα της Φακίνου, θα έλεγα μάλιστα ότι είναι πολύ καλύτερο από πολλά άλλα που κυκλοφορούν και ως ευπώλητα. Παραμένει όμως ένα απλό, μονοδιάστατο έργο, με μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη κεντρική ιδέα, που όμως, νομίζω, θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί καλύτερα.
Μια γυναίκα, μετά από μια χειρουργική επέμβαση, χάνει τη μνήμη της. Όχι γενικά τη μνήμη. Θυμάται τον άντρα, την αδελφή της, θυμάται χρονολογίες, γεγονότα, ιστορία, διαβάσματα, θυμάται ακόμα και τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της (εκτός αν τον είχε στη μνήμη του κινητού, δεν διευκρινίζεται!), δεν θυμάται όμως το όνομά της ούτε ποια είναι. Κάτι άλλο που δεν έχει ξεχάσει είναι το να μαγειρεύει κι έτσι μια μέρα βρίσκεται στην κουζίνα μιας μικρής ταβέρνας στον Κολωνό να μαγειρεύει επαγγελματικά για τη λιγοστή, ταχτική πελατεία της, που την αποτελούν κυρίως τεχνίτες, εργάτες, μάστορες της γύρω περιοχής. Τα φαγητά, των οποίων τις λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής μας δίνει η συγγραφέας, αρχίζουν κάτι να της θυμίζουν. Για παράδειγμα οι τηγανητές με αυγά πατάτες της θυμίζουν μια σχολική εκδρομή, ένα κομμάτι κερήθρας με μέλι της φέρνει στο νου τη γιαγιά της και τη Σύμη κ. ά. Κεφτεδάκια, σπανακόρυζο, φασολάδα, σουτζουκάκια, ντολμαδάκια, όλη η ελληνική κουζίνα παρελαύνει, φανερώνοντας τις μαγειρικές της ικανότητες, και ενθουσιάζοντας τον ιδιοκτήτη και την πελατεία της ταβέρνας. (Ομολογώ ότι οι συνταγές είναι πρακτικά χρήσιμες και για τους αναγνώστες, αν και προσωπικά εντοπίζω κάποιες διαφορές. Για παράδειγμα εγώ δεν βάζω στους κεφτέδες ή σε άλλο φαγητό και ρίγανη και δυόσμο ταυτόχρονα. Ή το ένα ή το άλλο. Λέτε να δοκιμάσω και τη συνταγή της Φακίνου;)
Δεν είναι μόνο η γεύση των φαγητών που αρχίζει να της θυμίζει κάτι. Είναι και τα πρόσωπα που περνούν από την ταβέρνα. Π.χ. κάποιος που μοιάζει με τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι της θυμίζει μια ταινία που είδε, μια γριά χορταρού της φέρνει στο νου τη θεια-Αχτίτσα του Παπαδιαμάντη, ένας πλανώδιος ζωγράφος είναι ίδιος με τον Θεόφιλο. Όταν πια πείθεται ότι η μνήμη της επανέρχεται σιγά-σιγά, αποχαιρετά την ταβέρνα, τον ιδιόρυθμο ιδιοκτήτη, έναν άντρα με το όνομα Ρούλα (καθόλου απίθανο δεδομένων των σεξουαλικών του αποκλίσεων) και δηλώνει ότι γυρίζει στο σπίτι της.
Βιβλίο με πολλά στοιχεία της αθηναϊκής λαϊκής γειτονιάς, της ελληνικής κουζίνας και γενικά του ελληνικού τρόπου ζωής, στέκεται αξιοπρεπώς ως μυθιστόρημα και μπορεί να χαρίσει ευχάριστες ώρες ανάγνωσης.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας

"Κοντολογίς, η μεγάλη κούραση της ύπαρξης μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο απ' τον τεράστιο μόχθο μας να παραμείνουμε εχέφρονες επί είκοσι, σαράντα χρόνια και βάλε, να μην είμαστε απλά, βαθιά ο εαυτός μας, δηλαδή σιχαμεροί, φρικαλέοι, παράλογοι. Είναι εφιάλτης να πρέπει πάντα να παρουσιάζουμε ως ένα μικρό παγκόσμιο ιδεώδες, ως έναν υπεράνθρωπο απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ, τον χωλό υπάνθρωπο που μας δόθηκε". (σ. 486).
Μου φαίνεται πως ολόκληρο το μυθιστόρημα του Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς (1894-1961), γνωστού ως Σελίν (Εστία, 2007, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, α΄ έκδ. στα Γαλλικά 1932) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιβεβαίωση της άποψής του πως δεν είμαστε τίποτ' άλλο παρά "χωλοί υπάνθρωποι".
Διερωτώμαι γιατί ο Σελίν μας ήταν τόσο άγνωστος ως τώρα. Ακόμα και συγγραφέων που δεν κατορθώσαμε να διαβάσουμε ως το τέλος, π.χ. Προυστ ή Τζόυς, στα ονόματα σκοντάφτουμε σχεδόν σε κάθε βήμα της αναγνωστικής μας περιδιάβασης. Όχι όμως του Σελίν. Να είναι άραγε ο αντισημιτισμός και ο φιλοναζισμός του για τον οποίο και δικάστηκε για εσχάτη προδοσία που τον "έθαψαν" ως συγγραφέα; Πολύ πιθανόν, αν και τίποτε απ' αυτά δεν διαφαίνεται τουλάχιστον σ' αυτό το μυθιστόρημα. Εγώ ομολογώ ότι παρακινήθηκα στο διάβασμά του από τα μπλογκς της Χριστίνας και της Άννας. Ανέτρεξα ύστερα στις δικές τους παραπομπές, μπήκα σε αφιερώματα εφημερίδων, διάβασα ό,τι μπόρεσα να βρω. Τίποτα όμως, ούτε το επίμετρο της μεταφράστριας, που φαίνεται να έκανε ένα πραγματικό μεταφραστικό άθλο, δεν με έβαλε στην ουσία του βιβλίου. Όλα ήταν γύρω από και όχι το βιβλίο. Πιο βοηθητικά μπορώ να πω πως ήταν τα ποστ των μπλόγκερς, ίσως γιατί είναι γραμμένα από απλούς αναγνώστες και όχι από "ειδικούς", που συχνά προβάλλουν περισσότερο το δικό τους λόγο παρά το ίδιο το έργο.
Καιρός όμως να καταθέσω και τη δική μου άποψη γι' αυτό το μυθιστόρημα που ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων και αντιπαραθέσεων το 1932, όταν πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία. Το "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" είναι ένα ογκώδες έργο 586 σελίδων για το οποίο νομίζω θα χρειαζόταν ένα βιβλίο "Οδηγίες προς ναυτιλλομένους", όπως αυτό του Άρη Μαραγκόπουλου για τον "Οδυσσέα" του Τζόυς. Δύσκολα βγαίνεις από μέσα. Όταν έφτασα στο τέλος ένιωσα την ανάγκη να το ξαναπιάσω από την αρχή. Και το 'κανα για αρκετά κομμάτια του. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Μπαρνταμού, φοιτητής ιατρικής στο Παρίσι. Βρισκόμαστε στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ κάθεται σ' ένα καφενείο με κάποιο φίλο του, βλέπει να περνά μπροστά τους ένα σύνταγμα. Με μια αυθόρμητη κίνηση ενθουσιασμού τους ακολουθεί και πάει εθελοντής στον πόλεμο. Εκεί βέβαια γρήγορα ο ενθουσιασμός του εξαφανίζεται. Ο Μπαρνταμού δεν πιστεύει στον πόλεμο, στον ηρωισμό, στην παράλογη ανθρωποσφαγή. Οι περιγραφές του είναι περιγραφές των δεινών, γεμάτες αποδοκιμασία και ειρωνεία, μια ειρωνεία που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Νομίζω πως τα διάφορα περιστατικά του ήρωά του, του Μπαρνταμού, χρησιμεύουν στον Σελίν μόνο και μόνο για να εκφράσει τις δικές του ιδέες και απόψεις για τα ανθρώπινα. Πόσο μοιάζουν όλοι οι πόλεμοι! Πόση ομοιότητα της περιγραφής του Σελίν και του "Πορεία προς το μέτωπο" του Ελύτη: "Παρ' όλα αυτά ξαναπαίρναμε δρόμο. Ήταν μεγάλος μπελάς να τα βάλεις σε πηλάλα τα ψωράλογα. Φοβόνταν να κουνήσουν εξαιτίας των πληγών πρώτα απ' όλα, κι έπειτα φοβόνταν εμάς και τη νύχτα επίσης, όλα τα φοβόνταν τέλος πάντων! (...) Α! η όρεξη να φύγεις! Για να κοιμηθείς! Πρώτα απ' όλα! Κι όταν δεν υπάρχει πια στ' αλήθεια τρόπος να πας κάπου να κοιμηθείς, τότε η όρεξη να ζήσεις σου φεύγει από μόνη της" (σ.39).
Ο Μπαρνταμού χάνεται σε μια αποστολή. Συναντά έναν άλλο χαμένο στρατιώτη, τον Ροβινσώνα, τραυματίζεται και γυρίζει στο Παρίσι, όπου παρασημοφορείται, αλλά και νοσηλεύται σ' ένα νοσοκομείο, γιατί δεν είναι καλά στο μυαλό. Ζει για λίγο στο Παρίσι ενώ ο πόλεμος διαρκεί ακόμη. Η περιγραφή των μετόπισθεν είναι μια εξίσου απομυθοποιητική και εικονοκλαστική εικόνα όπως αυτή του πολέμου. "Κληρονομούσαν τους φαντάρους στα μετόπισθεν, είχαν γρήγορα εξοικειωθεί με τη δόξα και με τον σωστό τρόπο να την υπομένουν θαρραλέα κι ανώδυνα (...)Στις κηδείες πολυτελείας, είσαι βέβαια περίλυπος, μα σκέφτεσαι όσο να' ναι την κληρονομιά, τις επόμενες διακοπές, τη χήρα που 'ναι νοστιμούλα κι έχει φλογερό ταμπεραμέντο, καταπώς λένε, κι επίσης σκέφτεσαι να ζήσεις εσύ, εν αντιθέσει, πάρα πού καιρό, να μην ψοφήσεις ποτέ σου ίσως...ποιος ξέρει..." (σ. 64).
Ο Ροβινσώνας είναι το μόνο πρόσωπο που συνοδεύει τον Μπαρνταμού από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου. Όχι μόνιμα. Χάνεται κι εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς να μας δίνονται πολλές εξηγήσεις για το πώς. Συναντιούνται για πρώτη φορά στον πόλεμο. Θα συναντηθούν στις αφρικανικές αποικίες, θα ξαναβρεθούν στη Ν. Υόρκη, θα είναι μαζί στο Παρίσι, όταν ο Μπαρνταμού θα επιστρέψει κάνοντας όλο αυτό τον κύκλο ζωής και με το τραγικό του τέλος θα τελειώσει το βιβλίο.
Ένα άλλο πλήθος προσώπων εμφανίζονται για λίγο κι ύστερα χάνονται από τη ζωή του Μπαρνταμού, τόσα που αποκλείεται να τα θυνάται ο αναγνώστης. Ο συμφοιτητής Γκανάτ, ο Βουαρέζ με τον οποίο δουλεύουν μετά τον πόλεμο στο Παρίσι, ο λοχίας Αλσίντ στις αποικίες, ο λοχαγός Γκραπά, ο καθηγητής Παραπίν, ένας ιερέας, μια θυρωρίνα, ο μικρός Μπεμπέρ, το ζεύγος Ανρούιγ, η γριά Ανρούιγ, για να αναφέρω ελάχιστα μόνο απ' όσα θυμάμαι, κάνουν την εμφάνισή τους και φεύγουν, όπως ένας ηθοποιός εμφανίζεται μόνο σε μια σκηνή του έργου και μετά χάνεται, χωρίς καν να βγει για την υπόκλιση του τέλους.
Κι όσο για τις γυναίκες...κι αυτές παίζουν το μικρό ή μεγάλο ρόλο τους στο έργο του Σελίν. Θα χρειαζόταν ίσως μια ειδική μελέτη μόνο για τη γυνακεία παρουσία στο έργο. Η Μαντάμ Ερώτ, η Μαντάμ Πουτά περνούν για λίγο και χάνονται, το ίδιο η Μουζίν, η Λόλα, Η Μόλλυ, η Μανταλένα, η Σοφία...
Μετά τη νοσηλεία του ο Μπαρνταμού φεύγει για την Αφρική. "¨Οσο μακρύτερα τόσο καλύτερα", λέει. Οι κάπου εκατό σελίδες της ζωής στις αποικίες περιλαμβάνουν μερικές πολύ δυνατές σκηνές. Έμποροι, στρατιωτικοί, διοικητές, εκμεταλλεύονται και τη θέση τους και τον ντόπιο πληθυσμό. Μια σκηνή όπου μια οικογένεια φτωχών μαύρων πάει να πουλήσει λίγο ακατέργαστο καουτσούκ που' χε με κόπο μαζέψει για μήνες και φεύγει μ' ένα χρωματιστό πανί και...μια κλωτσιά, ή ένας γέρος που προσφεύγει στη δικαστική εξουσία του διοικητή και τιμωρείται με 20 βουρδουλιές, είναι σκηνές που σε ταράζουν και μόλο που 'ναι αφηγημένες με τον ανάλαφρο, αποστασιοποιημένο τρόπο όλου του βιβλίου, σε κάνουν να εξανίστασαι.
Ταλαιπωρημένος από χίλιες δυο στερήσεις και προπάντων από τους πυρετούς, μπαρκάρει σ' ένα πλοίο, στον καπετάνιο του οποίου τον είχε...πουλήσει ένας παπάς και φτάνει στη Ν. Υόρκη. Προσπαθώντας να επιβιώσει πάει στο Ντητρόιτ και πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο Φορντ. Σε μια εποχή που η μηχανοποίηση της εργασίας δεν είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα, ο λόγος του Σελίν γίνεται προφητικός: "Δεν θα σου χρησιμεύσουν σε τίποτα εδώ οι σπουδές σου, λεβέντη! δεν ήρθες εδώ για να σκέφτεσαι, αλλά για να κάνεις τις κινήσεις που θα σε διατάξουν να εκτελέσεις...Δεν έχουμε ανάγκη από ευφάνταστους στο εργοστάσιό μας. Από χιμπαντζήδες έχουμε ανάγκη...Μια συμβουλή ακόμα. Μη μας ξαναμιλήσεις ποτέ για την εξυπνάδα σου! Θα σκεφτόμαστε εμείς για λογαριασμό σου, φίλε μου! Βαλ 'το καλά στο μυαλό σου" (σ. 270). Και λίγο παρακάτω θα πει το καταπληκτικό: "Άλλο τίποτα δεν μετρούσε πέρα απ' την εκκωφαντική εμμονή των χιλιάδων εργαλείων που χειρίζονταν τους ανθώπους".
Σύντομα εγκαταλείπει και αυτή την πόλη κι αυτή την ήπειρο. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι, τελειώνει τις σπουδές του, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτές, προσπερνώντας τις με μια φράση. Είναι πια γιατρός. Ούτε όμως η κοινωνική του θέση ούτε η ματιά με την οποία βλέπει τον κόσμο αλλάζει σε τίποτα. Είναι ένας γιατρός στις φτωχογειτονιές του Παρισιού, που με δυσκολία βγάζει τα προς το ζην. "Επί μήνες δανειζόμουνα χρήματα από δω και από κει. Ήταν τόσο φτωχοί και τόσο δύσπιστοι οι άνθρωποι στη συνοικία μου, που 'πρεπε να νυχτώσει για να με καλέσουν εμένα, τον φτηνό,παρ' όλα αυτά, γιατρό. Διέσχισα έτσι νύχτες και νύχτες, για δέκα και δεκαπέντε φράγκα, μέσα από αφέγγαρες αυλίτσες" (σ. 290).
Αρρώστιες, θάνατοι, θλιβερές ιστορίες των φτωχοδιάβολων που αποτελούν τον περίγυρό του κι ανάμεσα σ' αυτά οι απόψεις του, τόσο απαξιωτικές για όλα τα ανθρώπινα. Αποφθεγματικές ρήσεις που θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν ιδιαίτερη πραγματεία. Να μερικές:
-"Ίσως να 'ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου προτού πεθάνεις".
-"Χειρότερος τύραννος απ' το μυαλό δεν υπάρχει".
-"Δεν σου κακοφαίνεται ποτέ ιδιαίτερα να φεύγει ένας ενήλικας, είναι ένα καθίκι λιγότερο επί της γης, αυτό λες, ενώ μ' ένα παιδί δεν είναι και τόσο σίγουρο. Υπάρχει το μέλλον".
-"Γέρος" σημαίνει να μη βρίσκεις φλογερό ρόλο να παίξεις, να ξεπέφτεις στο ανούσιο τίποτα, όπου το μόνο που περιμένεις πια είναι ο θάνατος".
Την αστική τάξη την περιφρονεί και την γελοιοποιεί. Σε κάποιες σελίδες περιγράφει μια εκδρομή που έκανε με τον Ροβινσώνα και τη φίλη του Μανταλένα, με την οποία όμως και ο Μπαρνταμού είχε σχέσεις. Εκεί προσκαλούνται από τον ιδιοκτήτη ενός ποταμόπλοιου που γιόρταζε με την παρέα του. Τρώνε, πίνουν, διασκεδάζουν, μα κάτω από την επιφανειακή ικανοποίηση της συμμετοχής σ' αυτή την αριστοκρατική συντροφιά προβάλλει πάλι η δηκτική ειρωνεία του: "Είχα καιρό ν' ακούσω τόσο αριστοκρατικές φωνές. Έχουν ένα κάποιο τρόπο να μιλάν οι αριστοκράτες που σε κάνει να νιώθεις άσχημα και που εμένα με τρομάζει, απλούστατα, προπαντός οι γυναίκες τους, κι όμως τα λόγια τους δεν είναι παρά ασουλούπωτες και επιτηδευμένες φράσεις, καλοστιλβωμένες όμως σαν παλιά έπιπλα" (σ. 469).
Δεν θέλω να μακρηγορήσω άλλο, αν και ξέρω πόσο ελλιπές είναι αυτό το ποστ για ένα τόσο μεγάλο (από κάθε άποψη) έργο. Οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί που το συνόδευσαν στην πορεία του μέσα στο χρόνο (¨"αριστούργημα", "ανοσιούργημα" κ.λπ.) είναι όλοι ακριβείς. Εξαρτάται από ποια οπτική το αντικρίζει κανείς.


Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

Ένα "διδακτικό" μυθιστόρημα

"Το μυθιστόρημα αυτό δε θέλει να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες, αλλά να αποδεικτεί ένα διδακτικό κείμενο. Στόχος του δηλαδή είναι η αλλαγή τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, γνώμης και αντίληψης. Συνεπώς, η ανάγνωσή του πρέπει να γίνει κυρίως με σκοπό ν' αντλήσει συγκεκριμένα διδάγματα που πρακτικά θ' αποδειχτούν χρήσιμα για σας".
Κρινόμενο το βιβλίο του Δημήτρη Μπουραντά "Όλα σου τα 'μαθα μα ξέχασα μια λέξη" (Πατάκης, 2008) σύμφωνα με την "προγραμματική" δήλωση του ιδίου, όπως αυτή εκτίθεται στον πρόλογό του, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένο. Όμως μέσα στη δήλωση αυτή ενυπάρχει μια αντίφαση. Πώς μπορεί ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει και ο ίδιος και οι εκδότες του να έχει σκοπό "να διδάξει"; Τέτοιο σκοπό έχουν τα θρησκευτικά κηρύγματα ή τα βιβλία αυτοβοήθειας που τόσο αφθονούν στην εποχή μας. Η λογοτεχνία δεν θέλει να διδάξει τίποτα, όπως δεν θέλει να διδάξει καμιά άλλη μορφή τέχνης, ούτε η μουσική, ούτε η ζωγραφική, ούτε η αρχιτεκτονική κ.λπ. Αν ο κοινωνός μιας μορφής τέχνης γίνει καλύτερος άνθρωπος, αν καλλιεργήσει και αναπτύξει τον εαυτό του, αυτό γίνεται έμμεσα και όχι με την προσχεδιασμένη διδασκαλία.
Ο Δημήτρης Μπουραντάς, γνωστός και καταξιωμένος καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας, προσπάθησε να "ντύσει" λογοτεχνικά τις ιδέες και τις απόψεις του που αφορούν τους ηγέτες και τα στελέχη επιχειρήσεων, για να τις κάνει έτσι πιο ελκυστικές. Το βιβλίο, επομένως, παραπαίει ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο δοκίμιο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και στις θεωρίες περί ηγεσίας και μάνατζμεντ με τη ζυγαριά να βαραίνει προς το δεύτερο σκέλος και να αποτυγχάνει ως λογοτεχνικό κείμενο.
Χρονικά η υπόθεση αρχίζει και τελειώνει το 2003, αφού με πολύ σύντομες αναφορές καλυφθεί η χρονική περίοδος από το 1930 και με κάπως εκτενέστερες αναφορές από το 1971 και μετά. Κύρια πρόσωπα του έργου είναι ένας καθηγητής του μάνατζμεντ, ο Νίκος Αλεξίου, και η φοιτήτριά του, Άννα. Μέντορας, καθοδηγητής, σύμβουλος και εμψυχωτής της, τη βοηθά και την ενθαρρύνει όχι μόνο για να πάρει το πρώτο πτυχίο, αλλά και για να βρει ταυτόχρονα με τις σπουδές της δουλειά, να πάρει ύστερα υποτροφία για τη Γαλλία, να κάνει διδακτορικό και αφού περάσει από εμπόδια, δυσκολίες, απογοητεύσεις να γίνει τελικά μια καταξιωμένη πρωτοβάθμια καθηγήτρια. Παράλληλα, μέσα από ένα κείμενο που ο Αλεξίου της δίνει να διαβάσει όταν εκείνη ήταν ακόμη δευτεροετής φοιτήτρια, μαθαίνουμε και τη δική του πορεία ζωής, την καταγωγή του από μια εργατική οικογένεια, τις επιλογές του, τον αγώνα του, τη θέλησή του να επιτύχει και τελικά την καταξίωσή του.
Φυσικά απαραίτητη η ερωτική μεταξύ τους έλξη που όμως δεν καταλήγει σε σχέση, παρά μόνο μετά από χρόνια, χωρίς η εξήγηση που δίνει γι' αυτό ο συγγραφέας να είναι κατά τη γνώμη μου επαρκής. Το βιβλίο γενικά κινείται σ' ένα πολύ ιδεαλιστικό επίπεδο. Θέση που προβάλλεται είναι ότι όλα είναι κατορθωτά, ότι τα πάντα εξαρτώνται από μας κι ότι ο εργατικός, ο τίμιος, ο ακέραιος, ο άξιος και ικανός, όσα εμπόδια κι αν παρεμβληθούν στο δρόμο του στο τέλος δικαιώνεται. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στις αδυναμίες του βιβλίου ως λογοτεχνικού κειμένου, χάριν οικονομίας χρόνου, δικού μου και πιθανών αναγνωστών του ποστ, παρά μόνο στο τέλος, όπου οι περί ηγεσίας και μάνατζμεντ διδαχές αποκορυφώνονται. Διαβάζοντας τις μακροσκελείς ομιλίες σ΄ ένα εργαστήρι που ίδρυσαν οι δυο τους, Νίκος και Άννα, το CLI (Circle of the Lost Ideas) έπιασα τον εαυτό μου να πρέπει να προσέχει σαν να επρόκειτο να διάβαζα πανεπιστημιακό σύγγραμμα στο οποίο θα εξεταζόμουν! Δεν ξέρω όμως αν τελικά ήμουν απρόσεχτη, γιατί δεν θυμάμαι τι ήταν η μοναδική λέξη που ο δάσκαλος ξέχασε να μάθει στη μαθήτριά του!
Παραμένει όμως η απορία. Γιατί ένα τέτοιο βιβλίο βρίσκεται συνεχώς στα ευπώλητα; Νομίζω αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: Στο ωραίο εξώφυλλο, στον "πιασάρικο" τίτλο και στις καλές κριτικές. Γι' αυτό το τελευταίο αδυνατώ να δώσω εξήγηση.
Άλλες απόψεις για το ίδιο βιβλίο:


Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008

Δυο ζευγάρια στο Μανχάτταν




Αν διάβαζα αυτό το βιβλίο χωρίς να ξέρω τον συγγραφέα, θα ήταν αδύνατο να πιστέψω πως αυτή την ωραία, ρομαντική ιστορία του 1946, τη γυρισμένη σε μια εξίσου ωραία ταινία το 1965, την έγραψε ένας πασίγνωστος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Ζωρζ Σιμενόν (1903-1989).
Αγόρασα το βιβλίο "Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν" (Άγρα 2007, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, α΄ έκδ.1946) όχι για άλλο λόγο παρά μόνο για το "Μανχάτταν" του τίτλου. Ένα έργο που διαδραματίζεται στην καρδιά της Νέας Υόρκης ασκεί πάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία. Και, ω, τι σύμπτωση! Το βιβλίο που άρχισα αμέσως μετά, πριν ακόμα προλάβω να γράψω τις σκέψεις μου για τον Σιμενόν, ήταν κι αυτό ένα βιβλίο που στο μεγαλύτερο μέρος του διαδραματιζόταν στο Μανχάτταν. Ήταν το βιβλίο του Fabio Volo "Το κορίτσι του τραμ" (Λιβάνης 2008, μετ. Μάτα Σαλογιάννη, τίτλος πρωτοτύπου Il giorno in piu). Τα δυο βιβλιά δεν τα ενώνει μόνο ο χώρος αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Να πήρε άραγε ο νεαρός Ιταλός (γεν. 1972) την ιδέα από τον Σιμενόν;
Και στα δυο βιβλία έχουμε ένα ζευγάρι, έναν άτρα και μια γυναίκα, που τριγυρίζουν στους δρόμους και τις γειτονιές, στα μπαρ και στα εστιατόρια του Μανχάτταν, που κάνουν έρωτα, μιλούν για το παρελθόν τους, που αναζητούν τη συντροφικότητα και την αγάπη και που η ιστορία τους έχει ένα happy end. Όμως η εποχή δεν είναι ίδια. Το 2007 δεν είναι ίδιο με το 1946. Δεν είναι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία, τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ και το ι-μέιλ, το i-pod και τα CD, έννοιες ανύπαρκτες στο παλιό μυθιστόρημα, όπου το ζευγάρι ακούει το αγαπημένο του τραγούδι στο "αυτόματο γραμμόφωνο" (τζουκ-μποξ) ενώ η κοπέλα καπνίζει το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο (πράγμα αδιανόητο σήμερα στην Αμερική, σε κλειστούς χώρους). Είναι και η όλη ατμόσφαιρα, η νοοτροπία, η ελευθερία στις σχέσεις και πολλά άλλα που χαρακτηρίζουν τη νεότερη εποχή. Κι όμως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.
Στο "Τρία δωμάτια" ένας πενηντάρης Γάλλος, παλιός ηθοποιός, ο Φρανσουά Κομπ, "χωίς δεσμούς οικογένειας, επαγγέλματος, πατρίδας ούτε καν κατοικίας", συναντά τυχαία ένα βράδυ σ΄ ένα μπαρ την Καίυ, ένα εξίσου μοναξιασμένο πλάσμα. Αυθόρμητα, χωρίς συνεννόηση, φεύγουν μαζί από το μπαρ. Καταλήγουν σ' ένα ξενοδοχείο, μια σχέση αρχίζει, σχέση στην οποία οδηγούνται πιο πολύ από απόγνωση, από την αναζήτηση μιας συντροφιάς. Εκείνη, όπως του λέει, είναι Βιεννέζα, είχε πολύ νέα παντρευτεί έναν Ούγγρο κόμη, απέκτησε μια κόρη, έζησε μαζί του στο Βερολίνο, όπου εκείνος ήταν ακόλουθος στην Ουγγρική πρεσβεία, στο Παρίσι, αλλά τώρα χωρισμένη μοιράζεται το δωμάτιο με μια φίλη. Διηγείται τη ζωή της, τις σχέσεις της κι ο Φρανσουά νιώθει να ζηλεύει το παρελθόν της, αν και δεν ξέρει τι απ' όσα του λέει είναι αλήθεια και τι ψέματα. Κι εκείνος κάποια στιγμή θα αφηγηθεί τη δική του πονεμένη ιστορία.
Το δωμάτιο του ξενοδοχείου θα διαδεχτεί το δωμάτιο που κρατάει εκείνος κι ύστερα το δικό της. Τα τρία δωμάτια. Μα πάνω απ' όλα όμως οι δρόμοι της Νέας Υόρκης στους οποίους περιπλανώνται, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η θλίψη για μια ζωή γεμάτη ψυχολογικά τραύματα, οι αμφιβολίες για το παρόν και το μέλλον γεμίζουν το βιβλίο. Γενικά, παρά το ευτυχισμένο (;) τέλος, ένα σύννεφο κατήφειας και θλίψης φαίνεται να σκιάζει όλο το μυθιστόρημα.
Κάπου 60 χρόνια αργότερα, στους ίδιους δρόμους τριγυρίζει το ζευγάρι του Τζιάκομο και της Μικέλας, στο μυθιστόρημα του Fabio Volo. Όμως η ιστορία τους έχει όχι μόνο μια πολύ διαφορετική έναρξη, αλλά και μια άλλη ατμόσφαιρα. Είναι μια ανάλφρη, διασκεδαστική, θα έλεγα, ατμόσφαιρα, που τη δημιουργεί τόσο το περιβάλλον και η εποχή, όσο και ο χαρακτήρας και η αφήγηση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή.
Ο Τζιάκομο, ένας τριανταπεντάχρονος Ιταλός, συναντά κάθε μέρα στο πρωινό τραμ που παίρνει για τη δουλειά του, μια κοπέλα. Του αέσει. Την παρακολουθεί και οι λεπτομέρειες αυτής της παρατήρησης είναι απίθανα ρεαλιστικές και διασκεδαστικές. Ποτέ δεν τολμά όμως να της μιλήσει, όταν ξαφνικά μια μέρα εκείνη τον προσκαλεί για έναν καφέ και τον πληροφορεί ότι την επομένη φεύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Τζιάκομο συνεχίζει τη ζωή του. Μας μιλά για την οικογένειά του, για σκηνές από την παιδική του ηλικία, με ιδιαίτερη αγάπη και τρυφερότητα αναφέρεται στη γιαγιά του, μας αναφέρει τις ερωτικές του σχέσεις, όχι και λίγες και την αδιατάρακτη και σταθερή φιλία του με μια κοπέλα, τη Σίλβια. Όμως η Μικέλα δεν φεύγει από τη σκέψη του. Παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Πάει στη Νέα Υόρκη, τη βρίσκει (η σύγχρονη τεχνολογία έπαιξε όχι μικρό ρόλο σ' αυτό) κι αρχίζει μεταξύ τους μια όλο πάθος ερωτική σχέση. Κάποια στιγμή εκείνη του προτείνει να παίξουν ένα παιγνίδι. Τις λίγες μέρες που εκείνος θα μείνει στη Ν. Υόρκη να τις ζήσουν τελείως ελέυθερα, χωρίς το φόβο τι να κάνουν ή να μην κάνουν, τι να πουν και τι όχι, χωρίς φόβο μήπως απογοητεύσουν το σύντροφό τους, έχοντας συμφωνήσει ότι αυτή η σχέση έχει ημερομηνία λήξης. Πραγματικά ζουν πολύ όμορφα αυτές τις μέρες. Τριγυρίζουν στην πόλη, πέμπτη λεωφόρος, όγδοη λεωφόρος, Σέντραλ Παρκα, δρόμοι και δρομάκια με τα ονόματά τους, εστιατόρια και σινεμά γίνονται το περιβάλλον της σχέσης τους. Όμως μια μέρα πριν τελειώσει το παιγνίδι εκείνος αναγκάζεται να φύγει, γιατί η αγαπημένη του γιαγιά είναι ετοιμοθάνατη. Πώς θα τελειώσει αυτή η όμορφη σαν παραμύθι ιστορία, προπάντων που εκκρεμεί μια μέρα που δεν την έχουν ζήσει;
Εκ πρώτης όψεως το μυθιστόρημα του Ιταλού συγγραφέα δεν φαίνεται να έχει μεγάλη πρωτοτυπία. Το καθιστούν όμως ενδιαφέρον η γοργή, γεμάτη ανάλφρο χιούμορ αφήγηση και η λεπτομέρεια. Ο Fabio Volo φωτίζει κοινότοπες λεπτομέρειες της ζωής μας, λεπτομέρειες των σχέσεων, των συναισθημάτων, της καθημερινότητας, που όμως τις κάνει ελκυστικές ο τρόπος με τον οποίο τις απεικονίζει.
Δυο ωραία μυθιστορήματα που τα απόλαυσα και τα δυο εξίσου παρά τις διαφορές τους. Κι αναλογίζομαι πόσο πιο ωραίο θα ήταν να μπορούσε κανείς να γνωρίσει το Μανχάτταν μέσα από τις διαδρομές και τα στέκια των δυο ζευγαριών αντί μέσα από τις στερεότυπες τουριστικές περιηγήσεις. Η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας...










Τρίτη, Οκτωβρίου 14, 2008

Τι ζητούν οι βάρβαροι

"Τι ζητούν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, τι ζητούν οι βάρβαροι στα ελληνικά χωριά..." (τη συνέχεια δεν τη θυμάμαι) ήταν ένα τραγούδι που με πατριωτικό ενθουσιασμό τραγουδούσαμε μικροί στα κατηχητικά. Και την περασμένη ακόμα δεκαετία διαδηλώναμε εναντίον των διεκδικήσεων των Σκοπιανών φωνάζοντας "Το όνομά μας είναι η ψυχή μας".
Με όλη αυτή τη βαθιά μέσα μου χαραγμένη προϊστορία δυσκολεύομαι να δεχτώ τη θέση του βιβλίου του Κούρτοβικ "Τι ζητούν οι βάρβαροι" (Ελληνικά Γράμματα, 2008) που θέλει τη Μακεδονία και γενικά τα Βαλκάνια κοινή μήτρα και κοινή κληρονομιά των λαών που τα κατοικούν. Βεβαίως, αυτό δεν αναιρεί την άποψή μου ότι το βιβλίο αυτό είναι άκρως ενδιαφέρον, ένα από τα καλύτερα, πιστεύω, δείγματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Είναι ένα βιβλίο που "σηκώνει συζήτηση" για πάρα πολλά θέματα που θίγει. Η σχέση λογοτεχνίας-ιστορίας, οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί και τα βραβεία, οι κριτικές επιτροπές των οποίων τα μέλη συχνά δεν διαβάζουν τα βιβλία που κρίνουν, η ιστορική μνήμη και η ιστορική αλήθεια, οι σημερινές διακρατικές σχέσεις, θέματα τεχνικής του λογοτεχνικού κειμένου και άλλα ακόμα, μπορούν να δώσουν αφορμή για γόνιμες συζητήσεις σε λογοτεχνικές συντροφιές.
Ας έρθω όμως στην υπόθεση του βιβλίου. Σε μια κωμόπολη στη βόρειο Ελλάδα, την Τιρύμμεια, κάπου στη Μακεδονία, συγκεντρώνονται τα μέλη μιας κριτικής επιτροπής που θα αποφασίσει για το βραβείο του λογοτεχνικού διαγωνισμού Interbalkan, ένα διαγωνισμό τον οποίο θέλουν να αναβαθμίσουν για να λειτουργήσει ως μέσο κατανόησης και συνεργασίας των Βαλκανικών λαών. Οι επικρατέστερες υποψηφιότητες είναι τρεις: του Έλληνα συγγραφέα Αντώνη Ρωμανού (που δεν εμφανίζεται στο βιβλίο), της Βουλγάρας Νίνας Ντάνεβα, που όχι μόνο είναι διαρκώς παρούσα αλλά και λειτουργεί ως σεξουαλικό σύμβολο, και του Σέρβου Λιούμποφ Βρατσάνοβιτς. Οι υποψηφιότητες συζητούνται σε συνεδρίες της κριτικής επιτροπής που διαρκούν πέντε μέρες, ενώ διανθίζονται και με συζητήσεις που διεξάγονται εκτός των επισήμων συνεδριών, μια και τα μέλη της κριτικής επιτροπής, που και αυτά προέρχονται από τις Βαλκανικές χώρες, συνδέονται μεταξύ τους με γνωριμίες και φιλίες, αλλά και με εορταστικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από το δήμαρχο της φιλοξενούσας πόλης.
Με έκπληξη η κριτική επιτροπή διαπιστώνει ότι και τα τρία επικρατέστερα μυθιστορήματα έχουν κοινό θέμα. Ένα παλιό επεισόδιο που συνέβη το 1913, μεταξύ Α΄ και Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, έναν άτυχο γάμο και το βομβαρδισμό ενός χωριού στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, το οποίο όμως επεισόδιο ο καθένας επεξεργάζεται από τη δική του σκοπιά. Στις συνεδρίες διαβάζονται αποσπάσματα και γίνονται σχόλια και στα τρία μυθιστορήματα. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα αρκετά να συγκρατήσω και να διαχωρίσω στη σκέψη μου τα μέλη της κριτικής επιτροπής, τους συγγραφείς των υπό κρίση έργων και τους μυθιστορηματικούς ήρωες, αφού όλοι προέρχονται από όλες τις Βαλκανικές χώρες. Ο καθένας απ' αυτούς υπερασπίζεται τη δική του αλήθεια, που έχει να κάνει με την ιστορική πορεία της ταραγμένης αυτής περιοχής της Ευρώπης, και που η Ευρώπη αδυνατεί να κατανοήσει. Χαρακτηριστική είναι η στάση της εκροσώπου ενός γαλλογερμανικού καναλιού, της Ούτα Ράουντερμπεργκ, που παρακολουθεί το συνέδριο, αλλά που κάποια στιγμή απηυδησμένη το εγκαταλείπει χαρακτηρίζοντας όλη αυτή τη σύναξη ως "τρελοκομείο".
Πού θα δοθεί τελικά το βραβείο; Δεν θα το αποκαλύψω. Μήπως άραγε υποβάλλεται η ιδέα μιας δύναμης που θα επικρατήσει τελικά στα Βαλκάνια;
Το μυθιστόρημα του Κούρτοβικ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μήπως όμως θα ήταν προτιμότερο να μην εμπλέξει τόσα θέματα; Δηλαδή πέραν του κεντρικού στο οποίο έχω αναφερθεί, πλήθος άλλα θέματα και σκηνές παρεμβάλλονται. Π.χ. απεργία γεωργών και αποκλεισμός με τρακτέρ, μια έντονα χρωματισμένη σεξουαλική συνεύρεση, εικόνες που δεν έχουν άμεση σχέση με το θέμα, όπως όταν η Ούτα βλέπει κάποιον να ξύνει το αυτί του με το ξύλινο πόδι του ή όταν ο χορηγός του βραβείου, ο ισχυρός οινοβιομήχανος Ξινός χαϊδεύει στα γόνατά του έναν τεράστιο...αρουραίο. Σε δυο κεφάλαια μιλούν δυο νεκροί, ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος (λογοτεχνική συγγένεια με τον "Σέργιο και Βάκχο" του Καραγάτση) ενώ ένας τρίτος νεκρός γέρος σαν να μας δίνει στο τέλος το διδαχτικό επιμύθιο: "Αχ, πώς αναγαλιάζει η ψυχή μου που σας βλέπω μονοιασμένους!"
Οπωσδήποτε όμως το "Τι ζητούν οι βάρβαροι" ξεχωρίζει μέσα στην πληθώρα της νεοελληνικής εκδοτικής παραγωγής.


Κυριακή, Οκτωβρίου 05, 2008

Ανάμεσα στους τοίχους

Για όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς που αγαπάμε τη λογοτεχνία, είτε ανήκουμε στη "στρατευμένη" είτε στη "θριαμβεύουσα" εκπαιδευτική ζωή (για να δανειστώ δυο εκκλησιαστικούς όρους) τα βιβλία που έχουν θέμα το δάσκαλο και το σχολείο αποτελούν πόλο έλξης ακαταμάχητο. Είτε πρόκειται για την παλαιότερη "Κυρία Ντορεμί" της Λιλίκας Νάκου, είτε για το έξοχο "Η δασκάλα των Γαλλικών" του Άντονι Λιμπέρα, είτε για τον απολαυστικό "Δάσκαλο" του Φρανκ ΜακΚορτ, είτε για "Το παλιό σχολείο" του Tobias Wolff, όλα ασκούν την ίδια ακατανίκητη έλξη. Φυσικό λοιπόν να αναζητήσουμε και να διαβάσουμε μόλις εξεδόθη άλλο ένα βιβλίο σχολικής ζωής. Πρόκειται για το "Ανάμεσα στους τοίχους" του Φρανσουά Μπεγκοντό (Μεταίχμιο 2008), στο οποίο βασισμένη η ομότιτλη ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Πολύ διαφορετικό απ' όλα όσα διάβασα ως τώρα και ως περιεχόμενο και ως τεχνική, πολύ σύγχρονο, πολύ ρεαλιστικό, είναι πραγματικά απολαυστικό και διασκεδαστικό. Αποτυπώνει τη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία της Γαλλίας, λίγο πολύ όμοιας με τη δική μας.
Σ' ένα Γυμνάσιο, σε μια εργατική συνοικία του Παρισιού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής-καθηγητής αγωνίζεται να διδάξει Γαλλικά σε μια τάξη δεκατετράχρονων παιδιών. Παιδιών προερχόμενων από ποικίλες χώρες και διαφορετικούς πολιτισμούς: την Κίνα, την Αλγερία, την Τυνησία, το Μαλί, το Μαρόκο...ο Μινγκ και ο Σουλεϊμάν, ο Ντζιμπρίλ και ο Ντικό, ο Μοχάμεντ, ο Κέβιν, η Κούμπα, η Ζιάζια...πιο λίγοι οι Γάλλοι από τους ξένους. Στο βιβλίο, εκτός από ελάχιστα υπαινικτικά ίχνη, δεν υπάρχει αφήγηση ή περιγραφή. Η ματιά του συγγραφέα μετατοπίζεται διαρκώς από την τάξη στην αίθουσα καθηγητών και προχωρεί μόνο με διαλόγους. Μέσα απ' αυτή τη συνεχή εναλλαγή διαλόγων μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών ή μεταξύ των καθηγητών καλύπτεται μια σχολική χρονιά. Αρχίζει με την έναρξη της καινούριας χρονιάς και τη βαρεμάρα με την οποία επιστρέφουν. Στην ερώτηση του διευθυντή για τις καλοκαιρινές διακοπές "Το πλήθος μουρμούρισε ένα καλά ήταν, αλλά τέλειωσε, επιδεικτικά χρωματισμένο από τη μελαγχολία της επιστροφής".
Ο Μπεγκοντό δεν προσπαθεί καθόλου να εξωραϊσει ή να εξιδανικεύσει τα πράγματα. Οι καθηγητές παραπονιούνται όταν έχουν μάθημα την Παρασκευή το απόγευμα, ή για το χαλασμένο μηχάνημα του καφέ, ή για τη δυσκολία να βγάλουν φωτοτυπίες διπλής όψης και φυσικά για τα τμήματα που τους έτυχαν ή τις αδυναμίες των μαθητών τους. Καθυστερούν όσο μπορούν να πάνε στην τάξη, κάνουν πως δεν άκουσαν το κουδούνι "Χτύπησε;" ρωτούν δήθεν απορημένοι και πανηγυρίζουν όταν λογαριάζουν τις αργίες: "Με λίγα λόγια, δεν μένει πια καμιά εβδομάδα που να'ναι ολόκληρη(...) Λοιπόν εδώ κάνουμε σκάντζα αυτή την ημέρα, ανάμεσα στην αργία και το Σαββατοκύριακο, την άλλη εβδομάδα έχει προκηρυχτεί απεργία, τη μεθεπομένη η Δευτέρα είναι αργία, τέλος πάντων πάντα υπάρχει κάτι".
Οι μαθητές ζωηροί, αυθόρμητοι, με πειράγματα μεταξύ τους, που συχνά σχετίζονται και με τη διαφορετική τους καταγωγή, και επιπλέον με την άγνοια της γλώσσας που ο καθηγητής αγωνίζεται να τους διδάξει. Συχνά, ενώ διδάσκει ένα κανόνα γραμματικής ή της έκφρασης, τον διακόπτουν με μια άσχετη ερώτηση για μια λέξη που δεν καταλαβαίνουν:"Κύριε, τι σημαίνει προσυπογράφω, τι σημαίνει μοναδικότητα, πώς γράφεται η λέξη ισότητα;"
Ο δάσκαλος, καθόλου ιδανικός, σε τίποτα δεν μοιάζει με τον Σίτνεϊ Πουατιέ "Στον κύριό μας με αγάπη". Κάνει με ευσυνειδησία τη δουλειά του, δεν του λείπει μια οικειότητα και μια αγάπη για τους μαθητές του, αλλά δεν αποφεύγει την ειρωνεία ή να φωνάξει "σκασμός" ή με την παραμικρή αφορμή να καταγγείλει στο διεθυντή.
Από το βιβλίο, που αποδίδει ανάλαφρα, με χιούμορ, με πολλή φυσικότητα, κάποτε με κωμικοτραγικά επεισόδια την καθημερινή σχολική ζωή, αντλούμε πολλά στοιχεία για το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τη δομή της εκπαίδευσης, για τις σχέσεις των γονιών με το σχολείο, για το Σχολικό Σύμβουλο που οφείλει να είναι ενήμερος για ό,τι αφορά τους μαθητές πέραν των μαθημάτων (διαγωγή, απουσίες, οικογενειακά προβλήματα κ.λπ.,) για τη συζήτηση που γίνεται για να χαρακτηριστεί η διαγωγή ή η επίδοση ενός μαθητή, ή ακόμη αν θα τον ωφελούσε "η αλλαγή περιβάλλοντος" (εύσχημος τρόπος αποβολής), για συνεδρίες στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι των γονιών και των μαθητών, για τον καταμερισμό των ωρών διδασκαλίας της επόμενης σχολικής χρονιάς που γίνεται από την ομάδα των καθηγητών, όταν τους δίνονται 7 ώρες επιπλέον, δείγμα μιας μεγαλύτερης αυτονομίας του γαλλικού σχολείου και πολλά άλλα.
Ένα σύγχρονο γαλλικό σχολείο. Τόσο διαφοετικό αλλά και τόσο όμοιο με τα σχολεία όλου του κόσμου.


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008

Πίσω από τους Καταρράκτες


Άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα της Τζόις Κάρολ Όουτς (Μεταίχμιο, 2004) με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για δυο κυρίως λόγους: πρώτα, γιατί μ' αρέσει η γραφή της, οι παράξενοι χαρακτήρες της, κυρίως οι γυνακείοι, η ψυχολογική ανάλυση και εμβάθυνση των ηρώων της. Και δεύτερο, γιατί είχα πολύ νωπή, από ένα ταξίδι του καλοκαιριού, την εικόνα των Καταρρακτών του Νιαγάρα, που ουσιαστικά πρωταγωνιστούν στο βίβλίο (διερωτώμαι, γιατί στην ελληνική μετάφραση ο τίτλος του πρωτοτύπου "The Falls" αποδόθηκε ως "Πίσω από τους Καταρράκτες". Θεωρήθηκε άραγε πιο εμπορικός;) Και είναι, πράγματι πολύ χαρακτηριστική μια φράση που διάβασα σε μια κριτική για το βιβλίο, που όχι χωρίς κάποια λανθάνουσα ειρωνεία, μας παροτρύνει:"Διαβάστε το φορώντας το αδιάβροχό σας". Νομίζεις πως τους βλέπεις, πως ακούς αυτό το αδιάκοπο βουητό, πως βλέπεις το λευκό πέπλο της ομίχλης που δεν είναι τίποτε άλλο από τα σταγονίδια που πετιούνται από τα εκατομμύρια τους τόνους του νερού. Οι καταράκτες είναι το κομβικό σημείο και τοπικά αλλά και θεματικά, γύρω από το οποίο όλα διαδραματίζονται.
Όμως το ενδιαφέρον με το οποίο είχα αρχίσει την ανάγνωση του βιβλίου σταδιακά μειωνόταν, για να φτάσω τελικά στο τέλος των 609 σελίδων με πολύ κόπο. Προσπαθώ να εξηγήσω το γιατί. Νομίζω πως η Όουτς έγραψε περισσότερα απ' όσα χρειάζονταν. Μου φαίνεται πως σκόπιμα είχε αποφασίσει να γράψει ένα ογκώδες μυθιστόρημα και όχι γιατί το απαιτούσε το θέμα της. Πολλές άχρηστες λεπτομέρειες, για παράδειγμα η λεπτομερής αναφορά στην ενδυματολογία των ηρώων της, πολλές επαναλήψεις, πολλά γεγονότα που δεν συνδέονται άμεσα με το θέμα της, που μοιάζουν σαν τυφλές πάροδοι στο κύριο ρεύμα της αφήγησης και που δεν οδηγούν πουθενά.
Αρχίζει προϊδεάζοντάς μας με το να παραθέσει ένα απόσπασμα από το ημερολόγιο ενός γιατρού, που γύρω στο τέλος του 19ου αι. μιλούσε για τη νοσηρή επίδραση που ασκούν οι καταρράκτες, μια επίδραση που λέγεται "υδροψυχισμός", που αφαιρεί τη βούληση και οδηγεί στην αυτοκτονία.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με μια αυτοκτονία. Ένας νέος άντρας, ο Γκιλ Έρσκιν, Πρεσβυτεριανός ιερέας, το πρωί μετά την πρώτη νύχα του γάμου του, ρίχνεται στους Καταρράκτες και αυτοκτονεί. Βέβαια, δεν τον οδήγησε σ' αυτό το σημείο μόνο η νοσηρή σαγήνη του νερού. Την πρώτη γαμήλια νύχτα (η περιγραφή της και η ψυχολογία των ηρώων θυμίζει έντονα το "Στην Ακτή" του ΜακΓιούαν) διαπιστώνει την απέχθειά του στο γυναικείο σώμα και τις ομοφυλοφυλικές του τάσεις. Η νεαρή γυναίκα του, η Αρία, κόρη και αυτή μιας αυστηρά θρησκευόμενης οικογένειας, "η νεόνυμφη χήρα των Καταρρακτών", όπως την αποκάλεσε ο Τύπος, για μια βδομάδα δεν κάνει τίποτε άλλο παρά άγρυπνη, αμίλητη, να παρακολουθεί τις έρευνες για ανεύρεση του πτώματος, θα 'λεγε κανείς για να βεβαιωθεί για το θάνατο του συζύγου της. Όλο αυτό το διάστημα ένας δικηγόρος, ο Ντερκ Μπάρναμπι, επιτυχημένος στη δουλειά του, από γνωστή και πλούσια οικογένεια της περιοχής, γοητεύεται από την παράξενη, κοκκινομάλλα γυναίκα, την ακολουθεί στην πατρίδα της και μεταξύ τους αρχίζει μια έντονη ερωτική ζωή, που μέσα σε λίγες μέρες καταλήγει στο γάμο τους. Ένα παιδί, ο Τσάντλερ, γεννιέται μια-δυο βδομάδες πρόωρα και η Αρία δεν θα πάψει ποτέ να βασανίζεται από την αμφιβολία μήπως είναι παιδί της μοναδικής νύχτας που πέρασε με τον πρώτο σύζυγο (κάπως παράξενο μια και η σχέση δεν ολοκληρώθηκε...κανονικά!). Στη συνέχεια αποκτώνται δυο ακόμα παιδιά, ο Ρόγιαλ και η Τζούλιετ.
Η συγγραφική ματιά της Όουτς μετατοπίζεται τώρα σε άλλο θέμα. Στη χρησιμοποίηση των Καταρρακτών για παραγωγή ενέργειας, στη δημιουργία εργοστασίων και στα χημικά απόβλητα που μόλυναν την περιοχή με αποτέλεσμα αρρώστιες και θανάτους. Ο Ντερκ, επηρεασμένος από μια γυναίκα της οποίας ένα παιδί είχε πεθάνει και δυο άλλα είναι άρρωστα, αρχίζει μια δικαστική διαμάχη εναντίον ισχυρών παραγόντων της περιοχής. Αυτό όχι μόνο θα οδηγήσει στη διάλυση του γάμου του αλλά και στο θάνατό του.
Παρεμβάλλεται η εξέλιξη της ζωής των τριών παιδιών αλλά και της παράξενης, εκκεντρικής Αρίας, που παραμένει κεντρική ηρωίδα του βιβλίου. Η Αρία δεν είχε πάψει ποτέ να πιστεύει ότι "είναι καταραμένη". Κλειστή στον εαυτό της, νευρωτική, μεγαλώνει μόνη τα παιδιά της διδάσκοντας πιάνο. Διακατέχεται από φοβίες, δεν θέλει να έχει καμιά σχέση με την οικογένεια του συζύγου της και απαγορεύει κάθε μνεία του ονόματός του. Τα παιδιά μεγαλώνουν με προβληματικές σχέσεις μεταξύ τους και με τη μητέρα τους και μόνο στο τέλος, το 1978, αφού διανύθηκε ένα διάστημα 28 χρόνων από τότε που ξεκίνησε η ιστορία, επέρχεται ένα είδος κάθαρσης και δικαίωσης, όταν όλοι παρακολουθούν μια τελετή που γίνεται για να τιμηθεί η μνήμη του Ντερκ Μπάρναμπι, του οποίου ο αγώνας και ο άδικος χαμός δικαιώνεται τελικά.
Η περίπτωση της Όουτς είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Η γεννημένη το 1938 συγγραφέας, θεωρούμενη από τις πιο καταξιωμένες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της Αμερικής, γράφει πάνω από ένα βιβλία το χρόνο, κατορθώνοντας να είναι σχεδόν όλα επιτυχίες. Ενδιαφέρον βιβλίο "Οι Καταρράκτες", πιστεύω όμως ότι θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτοδεμένο, λιγότερο φλύαρο.






Τρίτη, Σεπτεμβρίου 16, 2008

Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα

Για να εκτιμήσει και να απολαύσει κάποιος το βιβλίο του Ζιλ Λερουά "Ένα μπλουζ για τη Ζέλντα" (Μεταίχμιο, 2008), θα πρέπει έστω και στοιχειωδώς να έχει υπ' όψιν τη ζωή του διάσημου ζευγαριού, του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σάιερ-Φιτζέραλντ. Ένα εμβληματικό ζευγάρι, ενσαρκωτές αυτού που αποκλήθηκε Χαμένη Γενιά, εκπρόσωποι της Τζαζ Εποχής. Εκείνος, θεωρούμενος σήμερα από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες του 20ου αι., εκείνη, σύντροφος και μούσα του, με ένα μόνο βιβλίο στο ενεργητικό της (Save me the Waltz-από τον τίτλο του οποίου πιθανότατα εμπνεύστηκε το δικό του ο Λερουά).
Ο Ζιλ Λερουά θέλει να δούμε το βιβλίο του ως "μυθιστορηματική βιογραφία". Δεν είναι όμως καθόλου τέτοια με την κλασική έννοια του όρου. Είναι ένας μονόλογος-παραλήρημα της Ζέλντα, μέσα από τον οποίο με ακανόνιστη χρονολογική σειρά, μετατοπιζόμενη από το 1918 και τα χρόνια της γνωριμίας της με τον Σκοτ, στη δεκαετία του '40 και στα διάφορα νοσοκομεία όπου νοσηλευόταν για διανοητική διαταραχή, πηγαινοερχόμενη διαρκώς από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, αποκαλύπτει κυρίως τον εσωτερικό της κόσμο, τις σκέψεις, τα συναισθήματά και σκόρπια και ανάκατα επεισόδια της ζωής της που ο αναγνώστης θα πρέπει να συναρμολογήσει σε μια ενιαία χρονολογική σειρά.
Γεννημένη στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, κόρη δικαστή, εγγονή ενός Γερουσιαστή και ενός Κυβερνήτη, όπως επαναλαμβάνει στο βιβλίο, η Ζέλντα, μια καλλονή του Νότου, συναντά τον υπολοχαγό Σκοτ Φιτζέραλντ που βρίσκεται εκεί στα πλαίσια στρατιωτικής εκπαίδευσης, αλλά που το όνειρό του είναι να γίνει συγγραφέας. Ένας θυελλώδης και σκανδαλιστικός έρωτας θα ενώσει το ζευγάρι. Θα αρραβωνιαστούν, θα χωρίσουν, θα ξανασμίξουν και η ζωή τους θα γίνει για την εποχή τους μια πρόκληση κι ένα σκάνδαλο. Νέοι, πλούσιοι και ωραίοι, εκείνος ένα Είδωλο μετά την επιτυχία του πρώτου του κιόλας μυθιστορήματος, εκείνη το Ιδεώδες του. "Ήμασταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, τα πορτρέτα μας κοσμούσαν τις προμετωπίδες των θεάτρων και των σινεμά στο Μανχάταν. Μας πλήρωναν ολόκληρες περιουσίες για διαφημιστικά όπου όλη η προσπάθεια συνίστατο στο να φτάσουμε στην ώρα μας, ξεμέθυστοι, χαμογελαστοί και καθαροί. Εμείς εφηύραμε της έννοια της διασημότητας, και κυρίως το εμπόριό της", γράφει ο Λερουά-Ζέλντα.
Έζησαν μια ταραγμένη ζωή, ταξιδεύοντας από την Αμερική στην Ευρώπη, με ξενύχτια, δοσμένοι στο ποτό και τη διασκέδαση, με ομοφυλοφιλικές τάσεις και οι δύο, με ακρότητες ασυνήθιστες για την εποχή τους. "Είχα χορέψει πάνω σ' όλα τα τραπέζια όλων των κλαμπ του Μανχάταν, με το φόρεμά μου σηκωμένο μέχρι τη μέση, σταύρωνα τα πόδια πολύ ψηλά, κάπνιζα δημόσια, μάσαγα τσίχλα και γινόμουν τόσο φέσι, που αλλού πατούσα κι αλλού βρισκόμουν. και του άρεσαν όλα αυτά, ενθάρρυνε μάλιστα τούτες τις ακρότητες, χάρη στις οποίες το όνομά μας έπαιρνε μυθικές διαστάσεις και κερδίζαμε επικερδή δημοσιότητα", θα πει πάλι η Ζέλντα.
Το έργο τους, για το οποίο αλληλοκατηγορούνταν ότι έκλεβε ο ένας τον άλλο και στο οποίο ενέπλεκαν κομμάτια από τη ζωή τους, κυρίως βέβαια το έργο εκείνου, αφού γνώρισε μια ύφεση, μεταθανάτια γνωρίζει μια τεράστια φήμη, εμπνέει λογοτέχνες, κινηματογραφικά έργα, διδάσκεται στα σχολεία.
Ο Φιτζέραλντ πέθανε το 1940, αλκοολικός, σε ηλικία μόλις 44 χρόνων κι εκείνη που "αγάπησε τόσο ώστε να τρελαθεί", το 1947 (47 χρόνων) σε μια πυρκαγιά που έκαψε το άσυλο στο οποίο νοσηλευτόταν.
Πιστεύω ότι ο Λερουά κατορθώνει με το βιβλίο του να γίνει η πειστική φωνή της Ζέλντα, η φωνή της τρέλας που διακόπτεται από διαλείμματα διαύγειας. Με αδιάπτωτο ενδιαφέρον παρακολουθούμε μια εποχή και μια ζωή, τη ζωή δυο ανθρώπων που γνώρισαν την ευτυχία και τη δυστυχία στην ακρότατή τους μορφή. Ίσως γι' αυτό δεν χρειαζόταν να ζήσουν πέρα από τα 44 και τα 47 τους χρόνια.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 10, 2008

Ο καινούριος Ίρβιν Γιάλομ και ο θάνατος

"Σε κάποια στιγμή της ζωής-μερικές φορές στα πρώτα μας χρόνια, άλλοτε όψιμα-είναι βέβαιο ότι όλοι μας θα ξυπνήσουμε και θ' αντιληφθούμε τη θνητότητά μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που την πυροδοτούν: μια ματιά στον καθρέφτη που δείχνει το σαγόνι μας να κρεμάει, τα μαλλιά μας ν' ασπρίζουν, τους ώμους μας να καμπουριάζουν. Η παρέλαση των γενεθλίων, ιδίως όσων αφορούν στρογγυλές δεκαετίες-πενήντα, εξήντα, εβδομήντα. Η συνάντηση, μ' έναν φίλο που έχεις πολύ καιρό να τον δεις και σε σοκάρει το πόσο έχει γεράσει. Όταν βλέπεις παλιές φωτογραφίες του εαυτού σου και των ανθρώπων που γέμιζαν την παιδική σου ηλικία κι είναι πια από καιρό νεκροί. Μιά συνάντηση με τον Κύριο Θάνατο σ' ένα όνειρο".
Το τελευταίο βιβλίο του γνωστότατου και δημοφιλούς ψυχιάτρου-συγγραφέα Ίρβιν Γιάλομ "Στον κήπο του Επίκουρου-Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου" (Άγρα,2008,μετ.Ευαγγελία Ανδριτσάνου-Γιάννης Ζέρβας) όπως λέει ο ίδιος, "είναι ένα βιβλίο βαθιά προσωπικό που πηγάζει από την αναμέρησή μου με τον θάνατο", τόσο από την προσωπική του εμπειρία όσο και από τη δουλειά με τους ασθενείς του. Δεν είναι στοχασμοί γύρω από το θάνατο (αν και δεν λείπουν κι αυτοί), δεν είναι μια φιλοσοφία θανάτου. Αφορά περισσότερο κλινικές περιπτώσεις ανθρώπων που η συνείδηση του θανάτου τους δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα και ανάγκη ψυχοθεραπείας.
Αρχίζει με την αιτιολόγηση του τίτλου δίνοντάς μας κάποιες σχετικές πληροφορίες: Ο Επίκουρος (4ος αι. π. Χ.), το όνομα του οποίου έχει ταυτιστεί με τις απολαύσεις των αισθήσεων (επικούρειος), πίστευε ότι αιτία της δυστυχίας του ανθρώπου είναι ο αδιάλειπτος φόβος μας για το θάνατο. Πρότεινε λοιπόν στη φιλοσοφία του διάφορα διανοητικά πειράματα, τα οποία, λέει ο Γιάλομ, βοήθησαν και τον ίδιο τον Γιάλομ, αλλά και του πρόσφεραν εργαλεία για να βοηθήσει τους ασθενείς του. Ακολουθούν διάφορες σκέψεις γύρω από το θέμα του θανάτου, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο ο Γιάλομ συζητά τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αναγνωρίσουμε το συγκαλυμμένο άγχος του θανάτου. Δηλαδή διερευνά το άγχος ή την κατάθλιψη που μπορεί να προέρχονται από ένα μη συνειδητοποιημένο φόβο θανάτου. Ιστορίες ασθενών, παραδείγματα από τον κινηματογράφο ή τη λογοτεχνία δίνουν μια πιο πρακτική διάσταση στο θέμα του. Στο επόμενο κεφάλαιο υποστηρίζει ότι η συνάντηση με το θάνατο μπορεί, αντί να μας οδηγήσει στο φόβο και το άγχος, να γίνει αφετηρία για μια πιο πλήρη ζωή.
Στη συνέχεια αναφέρει και συζητά μερικές από τις σπουδαιότερες ιδέες συγγραφέων,, ψυχοθεραπευτών, φιλοσόφων κ.λπ. που σχετίζονται με το πώς μπορεί κάποιος να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου. Για παράδειγμα, το πολύ γνωστό του Επίκουρου " όπου είμαι εγώ δεν είναι ο θάνατος, όπου είναι ο θάνατος δεν είμαι εγώ. Επομένως γιατί να τον φοβόμαστε;" Για να προσθέσει και το αντίστροφο ευφυολόγημα του Γούντυ Άλλεν "δεν φοβάμαι το θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν θα έρθει."
Αρκετές είναι οι αυτοβιογραφικές σελίδες του Γιάλομ, δηλ. πότε ήρθε ο ίδιος για πρώτη φορά σ' επαφή με το θάνατο-όταν πέθανε η γάτα του, ύστερα ένας συμμαθητής, ένας θείος και πώς πήρε την απόφαση να γίνει γιατρός για να δίνει ανακούφιση, την ίδια ανακούφιση που ένιωσε ο ίδιος, όταν, δωδεκάχρονο παιδί, μέσα στον τρόμο που δημιούργησε στο σπίτι το έμφραγμα του πατέρα του, είδε να μπαίνει ήρεμος και καθησυχαστικός ο γιατρός.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου απευθύνεται στους ψυχοθεραπευτές, δίνοντάς τους συμβουλές για το πώς να χειρίζονται το άγχος του θανάτου, αλλά βέβαια δεν στερείται ενδιαφέροντος για κάθε αναγνώστη.
Σ' όποιον άρεσαν τα προηγούμενα βιβλία του Γιάλομ σίγουρα θα βρει και σ' αυτό μεγάλο ενδιαφέρον. Βέβαια, δεν υπάρχει καμιά μεταφυσική άποψη, καμιά θρησκευτική αντίκριση του θέματος. Άλλωστε ο ίδιος, αν και Εβραίος που πήγαινε κάποιες φορές στη συναγωγή, δηλώνει πολύ ορθολογιστής για να έχει οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη. Ούτε, νομίζω, ασχολείται με την πλειοψηφία των ανθρώπων, που έστω κι αν έχουν συνείδηση του θανάτου δεν είναι κάτι που τους δημιουργεί άγχος. Στηριγμένος στην ψυχανάλυση, δίνοντας έμφαση στην ερμηνεία των ονείρων, ασχολείται κυρίως με παθολογικές περιπτώσεις. Ο ίδιος, αν και 77 χρονών, έτσι αντικρίζει το θάνατο: "Ο θάνατος με κάνει να ζω περισσότερο την κάθε στιγμή-να εκτιμώ και ν' απολαμβάνω και μόνη τη χαρά του να έχω τις αισθήσεις μου, του να είμαι ζωντανός".


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 02, 2008

Γυμνός

Όχι μόνο οι συστάσεις μιας φίλης αλλά και τα αποσπάσματα από εξαιρετικές κριτικές στο οπισθόφυλλο, καθώς και το διαφημιστικό "Νούμερο 1 best seller των New York Times", με ώθησαν στην αγορά αυτού του βιβλίου. Μοναδικό κέρδος, πιστεύω, η γνωριμία μου με ένα σύγχρονο Ελληνοαμερικανό συγγραφέα που χαίρει μεγάλης φήμης, αλλά που εμένα δεν με άγγιξε καθόλου. Το βιβλίο "Γυμνός" του David Sedaris (Μελάνι, 2007, μετ. Μυρσίνη Γκανά) περιλαμβάνει 17 αυτοβιογραφικές ιστορίες που μια κριτική χαρακτηρίζει ως ένα "ξεκαρδιστικό, αλλόκοτο, ελεγειακό, εξωφρενικό κόσμο". Ομολογώ ότι τίποτα συναρπαστικό δεν βρήκα σ' αυτό τον κόσμο, ούτε μπόρεσα να εκτιμήσω τη σάτιρα ή το χιούμορ του και συχνά αυτό που ένιωθα ήταν αηδία με τη συχνή αναφορά και τη μανία που έχει ο συγγραφέας με τις ανθρώπινες εκκρίσεις και την ανατομία του σώματος. Μερικά από τα θέματά του: Η οικογένειά του και οι ελπίδες του να γίνει μια μέρα πλούσιος και διάσημος. Η παιδική συνήθεια να ...γλύφει διακόπτες ή να φιλά άψυχα πράγματα όταν ήταν παιδί, πράγμα που του δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο. Η Ελληνίδα γιαγιά του που την έβλεπαν σαν "μια πρωτόγονη μορφή ΑΤΜ" αφού τους έδινε πάντα ένα δυο δολλάρια, αλλά που αναγκάστηκαν να τη βάλουν σε γηροκομείο, η φοίτησή του σε Κολλέγιο, η εθελοντική του εργασία σ' ένα ψυχιατρείο, η παραμονή του σε μια κατασκήνωση γυμνιστών κ.λπ.
Δεν ξέρω αν το χιούμορ και η σάτιρα του Sedaris προσιδιάζει περισσότερο στην αμερικανική ψυχολογία ή αν είμαι εγώ που δεν το καταλαβαίνω και δεν μπορώ "να ξεκαρδιστώ στα γέλια", όπως γράφει κάποιος. Για παράδειγμα δεν μπορώ να διασκεδάσω με ιστορίες ακρωτηριασμών, όπως "η αδελφή μου Τίφανι μου έχωσε στο μάτι ένα φρεσκοξυσμένο μολύβι. Το αίμα κυλούσε ποτάμι", ούτε με ένα φίλο του πατέρα του που η μηχανή του γκαζόν του έκοψε το πόδι και εκείνος "οδήγησε δέκα, δεκαπέντε χιλιόμετρα με το πόδι του αγκαλιά" και άλλα παρόμοια.
Ούτε μπορώ να δεχτώ τη σάτιρα σε βάρος των παραπληγικών. Π.χ. ο συγγραφέας περιγράφει τα πλεονεκτήματα από τη φιλία του με ένα παραπληγικό κορίτσι, το ότι κλέβουν εύκολα πράγματα κρύβοντάς τα στο αναπηρικό καρότσι ή ότι αυτό τους διευκόλυνε να κάνουν ώτοστοπ. Αλλά πέστε μου, αλήθεια, πόσο γέλιο μπορεί να προκαλέσει η εξής σκηνή: "Πήγα στην πισίνα σήμερα το πρωί και παρακολουθούσα έναν άντρα να αφαιρεί τη σακούλα κολοστομίας από την παρά φύση έδρα του και να κολλάει στην τρύπα ένα κομμάτι πλαστικό προτού μπει στο νερό"! ή η περιγραφή μιας τεράστιας συλλογής από τεχνητά πέη ή η πρώτη περίοδος της αδελφής του που συνέβη να της έρθει σ' ένα παιγνίδι γκολφ!
Δεν είναι βέβαια ότι με τη λογική μου δεν καταλαβαίνω τη σάτιρά του και το ανατρεπτικό του χιούμορ. Πολύ καλά κατανοώ τι σατιρίζει με τις ιστορίες και τις υπερβολές του. Απλώς δεν βρίσκω τίποτα αστείο στο ότι κάποιος από τα μέλη της οικογένειάς του "είχε αρχίσει να σκουπίζει τον κώλο του ή της με τις πετσέτες του μπάνιου. Αυτό που έκανε την κατάσταση ιδιαίτερα ενοχλητική ήταν ότι όλες μας οι πετσέτες ήταν καφέ. Μπορεί να σκούπιζες τα μαλλιά σου, όταν, πολύ αργά, ένιωθες τη χαρακτηριστική μυρωδιά στα χέρια, το κεφάλι και το πρόσωπό σου"! Ούτε με έκανε να χαμογελάσω καν η περιγραφή της προσπάθειάς του, όταν βρισκόταν στην κατασκήνωση γυμνιστών, να αυνανισεί με το καμένο από τον ήλιο πέος του!
Αν, με όσα ανέφερα βρίσκετε κι εσείς το βιβλίο "ιδιοφυές...Μια νέα κωμική φωνή...Κρύβεται σοφία σε αυτές τις ιστορίες", δάβάστε το. Πολύ θα ήθελα να ακούσω κι άλλες απόψεις.


Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Το άλλο μου μισό

Τα μεγάλα, τα τραυματικά ιστορικά γεγονότα, αυτά που αφήνουν τα ματωμένα αχνάρια τους αποτυπωμένα για πάντα στη σκέψη και το συλλογικό ασυνείδητο, δεν παύουν ποτέ να αποτελούν πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, το τραγικό εκείνο γεγονός εξακολουθεί να υποκινεί τη λογοτεχνική έμπνευση, πολύ περισσότερο γιατί οι οδυνηρές συνέπειες δεν έχουν εξαλειφθεί. Οι πρόσφυγες εξακολουθούν να είναι πρόσφυγες, να βλέπουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, βίαια αρπαγμένα, στην κατοχή άλλων, αγνοούμενοι εξακολουθούν να είναι αγνοούμενοι, ενώ καθημερινά κάποιων η τραγική κατάληξη διαπιστώνεται και 34 χρόνια μετά γίνεται η κηδεία τους...Παράλληλα όμως η ζωή προχωρεί. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, καινούριες νοοτροπίες διαμορφώνονται χωρίς οι εφιάλτες να εγκαταλείπουν αυτούς που τους βίωσαν.
Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου, γνωστή και βραβευμένη πεζογράφος, με το τελευταίο της μυθιστόρημα "Το άλλο μου μισό" (Πατάκης, 2008) επιχειρεί να εικονογραφήσει μια πλατιά τοιχογραφία της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας. Οι ήρωές της, άνθρωποι του σήμερα, βιώνουν ακόμη τις συνέπειες της τραγικής μοίρας του '74. Ο Γιάννης και η Αριάδνη, ο Υβ και ο Αχμέτ, η Μάρα, η Θάλεια και ο Αλέκος, ο Ανδρέας και ο Ισμαήλ, ο Νίκος και άλλα ακόμη πρόσωπα, γίνονται οι φορείς και οι εκπρόσωποι της κυπριακής κοινωνίας.
Η Αριάδνη, μια νέα ζωγράφος και γλύπτρια, ζει "ευτυχισμένη" με τον άνδρα της, το Γιάννη. Εκείνος, γόνος μιας πλούσιας οικογένειας, δοσμένος στις οικογενειακές επιχειρήσεις, με προσπάθεια, όπως πολλοί άλλοι Κύπριοι, να επεκταθεί και στα Βαλκάνια, δεν παύει να βασανίζεται από νυχτερινούς εφιάλτες, στους οποίους ξαναζεί όλα όσα ως οχτάχρονο παιδί βίωσε στην Κερύνεια κατά την εισβολή:Το βιασμό και το θάνατο της μητέρας του, το χαμό του πατέρα και του μικρού του αδελφού. Επίμονα αρνείται να επισκεφθεί τα Κατεχόμενα όταν οι Τούρκοι άνοιξαν τα οδοφράγματα και επέτρεψαν, με έλεγχο διαβατηρίων, επισκέψεις των Ελλήνων σ' αυτό που ονομάζουν δικό τους κράτος κι ας είναι στην ουσία αρπαγμένη ελληνική γη. Η γυναίκα του, η Αριάδνη, ούτε κι αυτή έχει πάει ακόμα, αλλά δεν είναι τόσο αρνητική. Παίρνει μέρος σε μια κοινή έκθεση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων καλλιτεχνών κι εκεί γνωρίζει τον Αχμέτ, με ον οποίο θα δημιουργηθεί μια έλξη που θα καταλήξει σ' έναν έρωτα. Θ' αρχίσει να επισκέπτεται την άλλη πλευρά, κάποια στιγμή μάλιστα θα δικαιολογήσει τη μητέρα της που πιστεύει πως "αφού είναι δικά μας, γιατί να τα χαίρονται μονάχα αυτοί;" Η μητέρα της, η κυρία Θάλεια, γίνεται εκπρόσωπος μιας άλλης μερίδας της κυπριακής κοινωνίας. Μια πλουτοκρατία που ζει σε συμβατικούς γάμους και που η ζωή της εξαντλείται στη χαρτοπαιξία και στην ανέμελη ψυχαγωγία. Ο άντρας της, ο Αλέκος, είναι ο επιχειρηματίας του οποίου τα ταξίδια στο εξωτερικό κρύβουν τις ξωσυζυγικές του σχέσεις. Ο Ανδρέας είναι ο Κύπριος που με ελαφρά ή καθόλου συνείδηση μπλέκεται σε αγοραπωλησίες περιουσιών στα Κατεχόμενα. ο Υβ είναι ο γκέι καλλιτέχνης, πιστός φίλος της Αριάδνης. Ο Ισμαήλ είναι ο εκμεταλλευτής Τουρκοκύπριος που από υπάλληλος γίνετια ο κάτοχος του εργοστασίου. Η κυρία Μάρα είναι η σοβαρή, αξιοπρεπής κυρία, η γιαγιά που με τη σοφία και τη σοβαρότητά της γίνεται ο αντίποδας της Θάλειας. Κι ο Αχμέτ...ο Αχμέτ γίνεται το κεντρικό πρόσωπο, αυτός που αντιπροσωπεύει "το άλλο μου μισό" και το μυθιστόρημα βρίσκει μια ευτυχή κατάληξη.
Σωστή ψυχολογία των προσώπων, αναμνήσεις από την εισβολή, έρωτας, περιπέτεια, εικόνες της όμορφης κυπριακής γης, προβλήματα και προβληματισμοί, συνθέτουν μια επιτυχημένη εικόνα της σύγχρονης κυπριακής κοινωνίας και ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.