Πολύ λίγη τηλεόραση βλέπω και σχεδόν ποτέ κατά τη διάρκεια της μέρας. Όμως χτες, λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι, στήθηκα μπροστά της. Εν μέρει από περιέργεια, εν μέρει από ενδιαφέρον, αλλά κυρίως από ανησυχία. Τι θα γινόταν στις τράπεζες μετά από δύο σχεδόν εβδομάδες που ήταν κλειστές;
Ήδη, αρκετές ώρες πριν, οι ουρές είχαν σχηματιστεί. Ουρές από ανθρώπους που ήρεμα, υπομονετικά, περίμεναν ν' ανοίξουν οι πόρτες. Ο ρεπόρτερ, έκπληκτος κι αυτός από την τόση ηρεμία, πλσίασε να πάρει κάποιες δηλώσεις. Ένας κοστουμαρισμένος, βλοσυρός κύριος, του γύρισε την πλάτη. Ένας άλλος του έκανε νόημα με το χέρι "όχι, όχι". Ώσπου πλησίασε μια μαυροντυμένη, ηλικιωμένη γυναίκα. "Γιατί ήρθατε στην Τράπεζα; Τι θα κάνετε;", ρώτησε ο δημοσιογράφος. Κι εκείνη μ' ένα ήρεμο, ευγενικό χαμόγελο, είπε: "Δεν είχα κάρτα για να πάρω μετρητά. Έχω μόνο δευτεράκι (βιβλιάριο καταθέσεων) και όσες μέρες ήταν κλειστές οι τράπεζες πέρασα δύσκολα, δεν είχα καθόλου χρήματα".
Διαμαντή, Ο κόσμος της Κύπρου |
Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν, τα δάκρυα ετοιμάζονται να κυλήσουν κι αυτή τη στιγμή που γράφω. Εκείνη την ώρα η ήρεμη, μαυροφορεμένη, απλή γυναίκα, μου φάνηκε πως έβγαινε κατευθείαν από τον πίνακα του Διαμαντή "Ο κόσμος της Κύπρου". Πως ενσάρκωνε όλες τις βασανισμένες, ταλαιπωρημένες γυναίκες της Κύπρου. Μου φάνηκε πως εκπροσωπούσε την ίδια την Κύπρο, τα διαχρονικά της βάσανα και τους καημούς, αλλά και την αντοχή και την καρτερία της.
Στη μακραίωνη ιστορία της μόλις τα τελευταία χρόνια έζησε στιγμές ελευθερίας. Κι όμως άντεξε. Κι όμως όπου σκάψεις στη γη της θα βρεις σημάδια των ελληνικών της καταβολών. Διωγμένοι από το μισό μας νησί είμαστε εδώ, αμτακίνητοι, κρατημένοι σφιχτά απ' αυτό το βράχο, το ακραίο σύνορο του ελληνισμού. Κάποιοι ίσως χαρακτηρίσουν αυτή τη στάση ως απάθεια, συμβιβασμό, μοιρολατρία. Εγώ το λέω προσαρμογή στις συνθήκες που δεν εμποδίζει την αγωνιστικότητα, την προσπάθεια να βγούμε από τα δεινά.
Πολύ κοντά στην τράπεζα που παρακολουθούσα στην τηλεόραση υπάρχει ένας προσφυγικός συνοικισμός. Αυτή η απλή, μαυροφορεμένη γυναίκα ίσως προερχόταν απ' αυτό το συνοικισμό. Ίσως ήταν μια πρόσφυγας που είχε χάσει το σπίτι και ό,τι άλλο είχε. Αλλά στεκόταν εκεί στην ουρά, χωρίς διαμαρτυρία, χωρίς έστω μια λέξη εναντίον των υπευθύνων. Στεκόταν εκεί στην ουρά, με το ήρεμο χαμόγελό της να στέλλει ένα μήνυμα αισιοδοξίας: "Θ' αντέξουμε κι αυτή τη φορά".