Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012

Για την αγάπη της Γεωμετρίας

Αν κάποιος που αγαπά τη μαθηματική λογοτεχνία, παρασυρμένος από τον τίτλο, αγοράσει το τελευταίο αυτό βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, "Για την αγάπη της γεωμετρίας" (Πατάκης 2011) σίγουρα θα απογοητευτεί. Δεν βρίσκω να υπάρχει ουσιώδης σχέση μεταξύ τίτλου και περιεχομένου.
Η δεκαεξάχρονη, όταν αρχίζει το βιβλίο Ανατολή, αγαπά τα Μαθηματικά και ειδικά τη Γεωμετρία και αυτά επανέρχονται πότε-πότε στο βιβλίο, αλλά δεν συνδέονται ουσιωδώς με το μυθιστόρημα, ούτε αυτά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, όπως θα ανέμενε κανείς.
Η Ανατολή ανήκει σε μια μεγαλοαστική οικογένεια της Αθήνας του 1971. Δικηγόρος ο πατέρας, αλλά δηλωσίας, συντηριτικός, αυταρχικός, βίαιος, δεν διστάζει να χτυπά τη γυναίκα του και την κόρη του. Ένας μικρότερος αδελφός της Ανατολής, ο Τόυ, παύει να μιλά όταν γίνεται μάρτυρας μιας τέτοιας βίαιης σκηνής. Ζουν σ' ένα πεντάρι πίσω από το Χίλτον, διαθέτουν εξοχικό στην Ανάβυσσο, έχουν υπηρεσία καθώς και Αγγλίδα γκουβερνάντα που τους διδάσκει κατ' οίκον. Η Ανατολή ανυπόταχτη, απείθαρχη, ζώντας έξω από κάθε συμβατικότητα, κάποτε κλέβει το αυτοκίνητο του πατέρας της, μια φορά κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά δεν κατάλαβα γιατί εύχεται να πεθάνει η μάνα της και αλλού η γιαγιά της!
Εκτός από τα Μαθηματικά πιο πολύ εκφράζεται ένα άλλο πάθος της Ανατολής, το ροκ, το τουίστ, τα σχετικά τραγούδια και συγκροτήματα, τόσο που ο αναγνώστης αισθάνεται να σκοντάφτει καθώς διαβάζει.
Ένας κύκλος συγγενών, θείων και άλλων γνωστών αποτελούν τον κύκλο της οικογένειας. Εισαγωγείς, βιομήχανοι, έμποροι, απορείς τι τους κάνει (εκτός από ένα θείο που είναι γνήσια κομμουνιστής), να είναι αριστεροί ή σοβιετόφιλοι.
Περνούν πολλές σελίδες για να ξανασυναντήσουμε τα Μαθηματικά, τα οποία ήθελε να σπουδάσει, αλλά αποτυγχάνει να μπει στη σχετική σχολή, όταν ο πατέρας της τη χτυπά και την εξευτελίζει δημόσια την ημέρα των εισαγωγικών. Διαβάζει μόνη της και ως αυτοδίδακτη κατορθώνει να πάρει χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιάδα Μαθηματικών, Την καλούν στην Αμερική , μιλά και εντυπωσιάζει ένα πολυπληθές ακροατήριο Πανεπιστημίου.
Ως προς την ερωτική της ζωή, συνδέεται στενά με ένα παιδικό φίλο, τον Παύλο, αλλά όταν εκείνος φεύγει για σπουδές στο Λονδίνο, η Ανατολή παντρεύεται χωρίς πολλή σκέψη τον Γρηγόρη, ένα γνήσιο αριστερό, που περνά πολλές ώρες με τα σχετικά  στο κόμμα.
Το μυθιστόρημα φτάνει ως το 2000. Περνούν, βέβαια, εκτός από τη ζωή της ηρωίδας που μιλά άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, πολλά γεγονότα της εποχής, η χούντα, ο εμφύλιος, η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. αλλά όλα αυτά απλώς ως φόντο στην ιστορία της.
Το βιβλίο διαβάζεται με ενδιαφέρον γιατί η Τριανταφύλλου ξέρει να γράφει, στο τέλος όμως διερωτάται κανείς γιατί το έγραψε. Μοιάζει σαν παραλλαγή του δικού της  βιβλίου "Ο χρόνος πάλι".
Τέλος, βρίσκω κάπως αλαζονική την προμετωπίδα του βιβλίου: "Για όσους με συμπαθούν:να με πάλι. Για όσους με αντιπαθούν:να με πάλι".
Οι πραγματικοί βιβλιόφιλοι δεν κρίνουν τα βιβλία με το αν συμπαθούν ή αντιπαθούν κάποιον. Βιβλία του ίδιου συγγραφέα άλλα μπορεί να αρέσουν και άλλα όχι .


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2012

Ο κόσμος των παιδιών στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη



Γ. Χατζηκωστής

Ο κόσμος των παιδιών στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη
Λευκωσία 2012

Το 2011 συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και 100 χρόνια από το θάνατό του. Κι όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει επιλογικά στο βιβλίο του ο Γιώργος Χατζηκωστής, «Η παρέλευση εκατό χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα αφήνει αναλλοίωτη την αξία του έργου του, η οποία κατορθώνει να ξεπερνά τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα του σήμερα, εθνική, κοινωνική, αισθητική, γλωσσική και άλλη και να παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς για όσους, κατά τον ίδιο, εξακολουθούν να σωφρονούν».
Αφιερώματα περιοδικών, συνέδρια, μελέτες, μεταφράσεις, επανειλημμένες εκδόσεις, όχι μόνο σε έντυπη αλλά τώρα και σε ηλεκτρονική και ακουστική μορφή, επιβεβαιώνουν τη διαχρονική αξία του μεγάλου αυτού λογοτέχνη. Με μια πολύ πρόχειρη έρευνα, εντόπισα 199 βιβλία που σχετίζονται με τον Παπαδιαμάντη. Εκδόσεις των απάντων του, βιογραφίες, εκδόσεις μεμονωμένων διηγημάτων, εκδόσεις ομαδοποιημένων, όπως χριστουγεννιάτικα ή πρωτοχρονιάτικα διηγήματα. Πολύ πρόσφατα εκδόθηκαν από δυο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους συλλογές των ερωτικών του διηγημάτων: Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης (Πατάκης 2010) και Να είχεν ο έρωτας σαΐτες (Μεταίχμιο 2010). Και τα δύο κυκλοφορούν και σε ηλεκτρονική μορφή.
Έγινε ακόμη απόπειρα και «μεταγλώττισης», που όμως δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο Παπαδιαμάντης είναι άρρηκτα δεμένος με τη δική του, ιδιάζουσα γλωσσική διατύπωση. Η γλωσσική του έκφραση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γοητείας και της ανεπανάληπτης δημιουργίας του.
Πολλοί αγαπήσαμε τον Παπαδιαμάντη, αλλά λίγοι πιστεύω είναι αυτοί που έσκυψαν με αγάπη και προσοχή στο σύνολο του έργου του, πεζού, ποιητικού, δοκιμιακού και άλλου. Ένας απ’ αυτούς, ο Γιώργος Χατζηκωστής, ξαναδιάβασε μέσα στο 2011, όπως ο ίδιος ομολογεί, αργά και με προσοχή, το σύνολο των 2675 σελίδων του Παπαδιαμάντη, το έργο του οποίου είχε γνωρίσει και αγαπήσει ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Αποτέλεσμα της καινούρια αυτής θεώρησης το ευσύνοπτο  βιβλίο στο οποίο απομόνωσε, καταγράφει και μας παρουσιάζει τον κόσμο των παιδιών, όπως αυτός εμφανίζεται στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Αρχίζοντας στο πρώτο κεφάλαιο από διηγήματα του Παπαδιαμάντη, στα οποία ο ίδιος μας παρέχει στοιχεία της παιδικής του ηλικίας, προχωρεί σε άλλα 19 κεφάλαια και μας αποτυπώνει τον κόσμο των παιδιών της μακρινής εκείνης εποχής, που συχνά θα απορήσουμε πόσα κοινά στοιχεία θα βρούμε με την εποχή μας, παρ’ όλες τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά.
Η προκατάληψη για τα θηλυκά παιδιά, ορφανά παιδιά, υιοθετημένα, νόθα και έκθετα παιδιά, ασθένειες, θάνατοι και κηδείες παιδιών, υλικές συνθήκες της ζωής των παιδιών, φτώχεια, εξωτερική εμφάνιση, χαρακτήρες παιδιών, αταξίες, σκανταλιές, τιμωρίες, παιγνίδια, τα παιδιά στο σχολείο, είναι μόνο ελάχιστα από τα θέματα  που αφορούν στα παιδιά και  εξετάζονται και ταξινομούνται στα διάφορα κεφάλαια.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι διαβάζοντάς το είναι σαν να διαβάζεις Παπαδιαμάντη. Η συμβολή του συγγραφέα περιορίζεται στην ομαδοποίηση των θεμάτων που αφορούν τα παιδιά και σε ελάχιστο κείμενο ως εισαγωγή ή ως σύντομο σχόλιο στην κάθε ενότητα. Θα μπορούσε η μελέτη αυτή να έχει άλλο χαρακτήρα. Αλλά εκ προθέσεως, σκοπίμως ο Γ. Χατζηκωστής αφήνει τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει, για να μη στερήσει «από τον αναγνώστη το κλίμα, την ατμόσφαιρα, τη γοητεία, τη μαγεία του Παπαδιαμάντη».
Τα επιλεγμένα αποσπάσματα μας μεταφέρουν για άλλη μια φορά στη μαγεία που δίνει η υψηλή τέχνη, έστω κι αν μέσα από το βιβλίο προβάλλουν οι σκληρές για τα παιδιά συνθήκες της εποχής εκείνης. Η φτώχεια, οι αρρώστιες, οι συχνοί θάνατοι παιδιών. Είναι σελίδες που μας προκαλούν μια αβάσταχτη θλίψη, αλλά και άλλες που μας κάνουν να χαμογελάμε με τις σκανταλιές των παιδιών, ειδικά με τη συμπεριφορά τους στο σχολείο. Συχνά αυτή η συμπεριφορά δεν διαφέρει από των σημερινών παιδιών, όπως για παράδειγμα όταν κάποιος προσπαθεί να υποβάλει στον εξεταζόμενο συμμαθητή τη σωστή απάντηση ή άλλος να αντιγράψει τη μετάφραση!
Τελικά, ένα βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη που σε κάνει να θέλεις να  ξαναδιαβάσεις Παπαδιαμάντη.



Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Η κινηματογραφική λέσχη

Όπως ο ίδιος ο  Ντέιβιντ Γκίλμουρ εξομολογείται στο τέλος του βιβλίου του ¨Η κινηματογραφική λέσχη" (Πατάκης 2011, μετ. Γιώργος Καλαμαντής), πρόκειται για ένα βιβλίο που αφορά την οικογένειά του, ειδικά τη σχέση  με το γιο του, για ένα χρονικό διάστημα.
Ο συγγραφέας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής "αναπολεί με σχεδόν οδυνηρή νοσταλγία" τα τρία χρόνια που πέρασαν μαζί, εκείνος κι ο γιος του, ο Τζέσε. Ο Τζέσε, στη δευτέρα Λυκείου, όχι μόνο δεν έχει καμιά συμπάθεια για το σχολείο, αντιθέτως το αντιπαθεί και συχνά κάνει σκασιαρχείο. Ο πατέρας, που υπήρξε κινηματογραφικός κριτικός, έχει μια έμπνευση. Προτείνει στο γιο του να εγκαταλείψει το σχολείο, αν θέλει, με έναν όρο: Να βλέπουν μαζί τρεις ταινίες την εβδομάδα, τις οποίες θα διαλέγει ο πατέρας και να τις συζητούν. Ο νεαρός δέχεται και η κινηματογραφική μύηση αρχίζει.
Η πρώτη ταινία που βλέπουν είναι τα "400 χτυπήματα" (1959) του Φρανσουά Τρυφώ. Θα ακολουθήσει πληθώρα άλλων ταινιών στα τρία αυτά χρόνια. Μεταξύ άλλων, το "Βασικό ένστικτο" (1992), "Απιστίες κι αμαρτίες" (1989), "Πολίτης Κέιν" (1941), "Νύχτα της Ιγκουάνα" (1964), "Το λιμάνι της αγωνίας" (1954), "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ" (1966), "Ασυμβίβαστη" (1985), "Ο Γίγας" (1956), "Ξεφάντωμα με τους Μπητλς (1964) και άλλες και άλλες, παλιές και καινούριες, κλασικές και αποτυχημένες.
Οι δυο τους συζητούν, κάποτε ο πατέρας κάνει μια σύντομη εισαγωγή. Δεν κρίνουν πάντα την ταινία στο σύνολό της, ούτε επικεντρώνονται στο μύθο, στην ιστορία. Μιλάνε για ηθοποιούς, κάποιους από τους οποίους δεν είχε καν ακούσει ο νεαρός, όπως ο Τζέιμς Ντιν, για σκηνοθέτες, για ερμηνείες, για στοιχεία του γυρίσματος των ταινιών, για σκηνές που αξίζει να ξαναδούν. Συχνά γίνεται λεπτομερής ανάλυση κάποιας σκηνής
Πολλά τμήματα του βιβλίου αφορούν γενικότερα τη σχέση πατέρα-γιου, συζητήσεις για άλλα θέματα, όπως η απογοήτευση του νεαρού, όταν τον εγκαταλείπει η κοπέλα του. Λέει ο Ντέιβιντ: "Οι ταινίες χρησίμευαν απλώς ως ευκαιρία να περνάμε κάποιο χρόνο μαζί, εκατοντάδες ώρες, όπως κι ένα μέσο για κάθε είδους συζητήσεις".
Πολλά άλλα λέγονται γύρω από την τέχνη του κινηματογράφου. Μια σκέψη μου θύμισε κάτι που ισχύει και για τα βιβλία. "Το να διαλέγεις ταινίες για ανθρώπους είναι επικίνδυνη δουλειά.  Οπότε, όταν συστήνεις ανεπιφύλακτα μια ταινία σε έναν φίλο, όταν λες "καταπληκτική, θα τη λατρέψεις", η εμπειρία γίνεται εμετική όταν συναντάς τον φίλο σου την επομένη και σου λέει με σηκωμένο φρύδι "Για πλάκα το έκανες;" (Ομολογώ ότι κάτι ανάλογο ένιωσα και για βιβλία)
Πολύ ενδιαφέρουσα η "εξέταση" στην οποία υποβάλλει ο πατέρας το γιο στο τέλος της τριετίας. Ερωτήσεις όπως "Μπορείς να μου αναφέρεις τρεις καινοτομίες που εμφανίστηκαν με το γαλλικό νέο κύμα;", ή "Μπορείς να μου πεις τρεις σκηνοθέτες του νέου κύματος;", ή "Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή από τα "Πουλιά" του Χίτσκοκ; Γιατί;", ή "Ποιος ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας που προτιμούσε ο Μπέργκμαν;" και άλλες ανάλογες ερωτήσεις. Και φυσικά ο νεαρός περνά τις "εξετάσεις", αποφασίζει μάλιστα να συνεχίσει το σχολείο.
Φυσικά, στο τέλος του βιβλίου δεν έχουμε "βιβλιογραφία", αλλά μια εκτενή "φιλμογραφία".
Δεν θα το έλεγα εξαιρετικό βιβλίο, διαβάζεται όμως ευχάριστα και πιστεύω οι κινηματογραφόφιλοι θα το βρουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 07, 2012

Η χρονιά της μαγικής σκέψης


 Η ζωή αλλάζει γρήγορα.
Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει.
Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει.

Δεν ξέρω αν κάποιος που δεν βίωσε παρόμοιες εμπειρίες απώλειας και πένθους μπορεί να εκτιμήσει όσο του αξίζει το εξαιρετικό αυτό βιβλίο της Τζόαν Ντίντιον, "Η χρονιά της μαγικής σκέψης" (Κέδρος 2011, μετ. και επίμετρο Ξένιας Μαυρομμάτη). Η Τζόαν Ντίντιον, Αμερικανίδα συγγραφέας, αρθρογράφος και σεναριογράφος και ο επίσης συγγραφέας σύζυγός της Τζον Γκρέγκορι Νταν, το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου 2003, μόλις είχαν γυρίσει από το νοσοκομείο, όπου επισκέφθηκαν τη βαριά άρρωστη κόρη τους. Εκείνη ετοίμαζε το δείπνο. Εκείνος διάβαζε και κάτι σχετικό έλεγε. Ξαφνικά σταμάτησε. Εκείνη γύρισε και τον είδε να σωριάζεται χάμω. Ήταν νεκρός.
Περίπου εννιά μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2004, η Τζόαν αρχίζει να γράφει αυτό το βιβλίο. Γράφει η ίδια στις πρώτες σελίδες:
"Το παρόν κείμενο είναι η απόπειρα να βγάλω νόημα από την περίοδο που ακολούθησε, τις εβδομάδες και κατόπιν τους μήνες που ξερίζωσαν όποια ακλόνητη ιδέα είχα ποτέ σχηματίσει για το θάνατο, για την αρρώστια, για την τύχη και τις πιθανότητες, για τη μοίρα την καλή και την κακή, για το γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη, για το πένθος, για τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι χειρίζονται και δε χειρίζονται το γεγονός ότι η ζωή τελειώνει, για τη ρηχότητα της λογικής, για την ίδια τη ζωή".
Κι αυτό κάνει σ' ολόκληρο το βιβλίο. Τα σαράντα χρόνια του γάμου τους, η συγγραφική τους δουλειά, οι μετακομίσεις τους, τα ταξίδια τους, οι λεπτομέρειες της τελευταίας μέρας και των τελευταίων στιγμών που έζησαν μαζί, όλα περνούν και καταγράφονται σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τον πόνο της. Σ΄αυτή τη μακρά αφήγηση αναλογίζεται γιορτές, διακοπές, εντάσσει λογοτεχνικά κείμενα (εντυπωσιακή μια αναφορά στην τραγωδία του Ευριπίδη "Άλκηστις"), ιατρικές γνωματεύσεις, παιδικά τραγούδια, αναφορές σε φίλους. Με άλλα λόγια είναι η ενδιαφέρουσα εξιστόρηση μιας μακράς ευτυχισμένης ζωής, πάντα με άξονα τους όρους ζωή-θάνατος.
Καθετί που βλέπει της θυμίζει κάτι από την περασμένη της ζωή. Αποφεύγει να περάσει μπροστά από ένα κτήριο ή από ένα δρόμο ή να μείνει σ' ένα ξενοδοχείο που τα είχε συνδέσει με στιγμές ευτυχίας με το σύζυγό της.
Προβληματίζεται διαρκώς γύρω από το θέμα του θανάτου και του πένθους. Η παντοτινή απουσία, η μοναξιά είναι αφόρητη. "Και τι δε θα 'δινα να μπορούσα να συζητήσω οτιδήποτε με τον Τζον", γράφει. Και πόσο οδυνηρή είναι η συνειδητοποίηση του αμετάκλητου, του οριστικού γεγονότος. "Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι ότι τώρα είμαι χήρα. Θυμάμαι ότι δίστασα την πρώτη φορά που έπρεπε να σημειώσω το αντίστοιχο τετραγωνάκι στην "οικογενειακή κατάσταση" κάποιου εντύπου".
Δεν ξέρω αν με την παρουσίασή μου δίνω την εντύπωση ενός καταθλιπτικού βιβλίου. Όχι, δεν είναι καταθλιπτικό, έστω κι αν μιλάει για θάνατο. Είναι ένα βιβλίο προβληματισμού, αυτογνωσίας, κατάφασης της ζωής, ένα βιβλίο που ξεκινά σαν καταγραφή προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων, που είναι όμως διαχρονικά και πανανθρώπινα. Είναι η απάντηση της λογοτεχνίας στο φιλοσοφικό ερώτημα του θανάτου.

Σημ. Το πιο τραγικό είναι ότι 20 μήνες μετά το θάνατο του συζύγου πεθαίνει και η (υιοθετημένη) κόρη τους.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 01, 2012

Ο κίτρινος στρατιώτης

Μου το είχε δανείσει μια φίλη μου. Για μέρες κειτόταν σ' ένα έπιπλο στην είσοδο του σπιτιού. Το έβλεπα μπαίνοντας, το έβλεπα βγαίνοντας, αλλά καθόλου δεν με ενέπνεε για να το αρχίσω. Αφενός γιατί το μοναδικό άλλο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου που είχα διαβάσει, "Ο κύριος Επισκοπάκης", κάθε άλλο παρά με είχε ενθουσιάσει. Και αφετέρου, γιατί η πρώτη φράση του οπισθοφύλλου "Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος", λειτουργούσε αποτρεπτικά. Πόσα βιβλία γι' αυτό τον πόλεμο, φτάνει πια, σκεφτόμουν.
Και ξαφνικά, μια μέρα βιβλιοστέρησης, το άρχισα. Και δεν μπορούσα να το αφήσω. Το τέλειωσα μέσα σε μια μέρα. Μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Πιο πολύ απ' όλα με τράβηξε το ύφος. Κι άρχισα να αμφιβάλλω για την αξιοπιστία της περίφημης ρήσης του Μπυφόν, "το ύφος είναι ο άνθρωπος". Καμιά σχέση με τον "Κύριο Επισκοπάκη".
Το ύφος του Ανδρέα Μήτσου στον "Κίτρινο στρατιώτη" (Καστανιώτης, 2012) είναι τόσο συνταιριασμένο με τον απλοϊκό ήρωά του που ξεχνάς τον συγγραφέα. Μικροπερίοδος λόγος, παρατακτική σύνταξη, είναι σαν ν' ακούς να σου μιλά ένας ολίγον αφελής, πανέμορφος νεαρός, που από ένα ορεινό χωριό, βρίσκεται νεοσύλλεκτος να υπηρετεί στην παραμεθόριο του Έβρου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά  σε λίγο, θα τον οδηγήσει μέσω Τουρκίας στην Αίγυπτο, θα πολεμήσει στο Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν. Στην Αίγυπτο, στη μέση του πολέμου, θα γνωρίσει την πανέμορφη Τζαμίλα και μαζί της θα ζήσει έναν παράφορο έρωτα. Όμως ο έρωτας δεν θα τον εμποδίσει να φύγει για να συνεχίσει τον πόλεμο. Στην Ιταλία, στο Ρίμινι, θα ανδραγαθήσει, αλλά θα χάσει το ένα χέρι και μεγάλο μέρος του ποδιού του.
Όταν ο πόλεμος τελειώνει και γυρίζει στο χωριό του, βρίσκει τα πάντα αλλαγμένα. Τ' αδέλφια του, όλο το χωριό, τον είχαν για πεθαμένο, του είχαν κάνει τα μνημόσυνα, δεν τον αναγνωρίζουν. Όμως ο Γιάννος νιώθει ο ίδιος άνθρωπος που είχε φύγει πριν από χρόνια. Το ίδιο όμορφος, με τον ίδιο εσωτερικό εαυτό. Αλλά οι άνθρωποι και ο τόπος είχαν αλλάξει."Μόνο όποιος φεύγει, μόνο αυτός μένει γαντζωμένος στον παλιό του εαυτό. Στον παλιό χρόνο. Αυτό λέω σήμερα. Και μονάχα μακριά μένεις ανέγγιχτος. Στον ίδιο τόπο παραλλάσσεσαι, μέρα με τη μέρα. Γερνάς και,  καθώς μεγαλώνεις, σαπίζεις, χάνεις κι εσύ την αθωότητά σου. Την αφέλεια", παρατηρεί πολύ εύστοχα.
Στην Ελλάδα ο εμφύλιος έχει αρχίσει. Ο Γιάννος στέκεται απόμακρα, αν και έμμεσα θα επηρεαστεί και η δική του ζωή. Αυτή η αποστασιοποίηση του επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα απ' έξω, πιο αντικειμενικά, σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής. Κι έτσι  βλέπει ακόμα και τον πόλεμο στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος. Η φρίκη του πολέμου δίνεται μέσα από μικρές, ανθρώπινες στιγμές από τις οποίες κάποτε δεν λείπει το χιούμορ. Με την απλοϊκότητα της σκέψης και της έκφρασης, συχνά με ποιητικότητα, διατυπώνει απόψεις που μας σταματούν. "Ξένοι τόποι που τους δίναμε νόημα από τα ονόματα των νεκρών μας. Καρφωμένοι σταυροί μες το νεκροταφείο του μυαλού". ("ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας"-Σεφέρης).
Μια ωραία ποιητική εικόνα μας δίνει με το ξημέρωμα στην έρημο: "Να χαράζει ο ουρανός πάνω από την άμμο, μικρά ροζ συννεφάκια να φεύγουν βιαστικά, να σκάει απροσδόκητα ένας ήλιος τεράστιος, τόσο, που να θέλεις να σηκώσεις και τα δυο σου χέρια ψηλά να τον αρπάξεις μέσα στις χούφτες σου, και να νιώθεις τότε πανύψηλος, σαν να έχει χαμηλώσει ο ουρανός κι εσύ να φεύγεις, ν' απογειώνεσαι. Όποιος δεν έχει δει αυτή την εικόνα, όποιος δεν έχει ελαφρύνει τόσο, δεν έχει ζήσει, σκέφτηκα, κι αμέσως κοπήκανε τα ποδια μου από την αγωνία. "Θεέ μου, πόσα δεν έχω δει", ψιθύρισα. "Τίποτα δεν έχω δει ακόμα".
Άλλοτε πάλι κάποιες σκηνές έχουν στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Όταν, μικρός, με τον αδελφό του, συναντούν έναν άγνωστο ιερέα να λειτουργεί σε μια άδεια εκκλησία, πιστεύουν ότι είδαν έναν άγιο. Ή πάλι, σε μια άλλη σκηνή, όταν κινδυνεύει να κατασπαραχτεί από ένα κοπάδι λυσσασμένων σκυλιών, γράφει: "Σηκώθηκα όρθιος μπροστά τους κι έλαμπα στο πρώτο φως της αυγής. Ένας άγιος. Έφεγγα με φωτοστέφανο στο κεφάλι, πάνω στα ωραία μαλιά με τις σκάλες. Τα σκυλιά σχημάτισαν γρήγορα έναν κύκλο γύρω μου. Κανένα δεν χύμιξε να με κατασπαράξει. Έβαλαν την ουρά στα σκέλια  και έφυγαν βιαστικά, το ένα κατόπιν του άλλου. Σαν δαρμένα".
Γιατί πολεμάει αυτός ο αγνός, σχεδόν "σαλός", απλοϊκός άνθρωπος; Όταν, ενώ βρισκόταν στο στρατό του Έβρου, ο Μέραρχος τους ανακοινώνει την κατάρρευση του μετώπου και την υποδούλωση της Ελλάδας, λέει: "Επειδή, καθώς είπα, μερικές φορές ήμουνα αργός στη σκέψη και δεν τα καταλάβαινα τα μεγάλα, προσπαθούσα απεγνωσμένα, εκείνη τη στιγμή, να εννοήσω τι συνέβαινε. Τι σήμαινε πατρίδα, η Ελλάδα, για τον καθένα φαντάρο που σπάραζε βουβά γι' αυτήν δίπλα μου. Κι αφού δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό, πήρα κι εγώ έναν όρκο μέσα μου. Αυτή την πατρίδα, που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, δεν θα την εγκαταλείψω ποτέ. Δεν θα την προδώσω". Κι αυτό θα κάνει όλη του τη ζωή. 
Το μόνο που με απογοήτευσε στο μυθιστόρημα του Μήτσου είναι ο επίλογος. Θα προτιμούσα να σταματήσει εκεί που ο ήρωας, χωρίς χέρι και με μισό πόδι, παρουσιάζεται με μια χειροβομβίδα στην επιτροπή που του έχει αρνηθεί τη σύνταξη, επειδή έχει αραβωνιαστεί μια κομμουνίστρια. Δεν θα 'θελα να ξέρω πως όλο αυτό που διάβασα ήταν η εξομολόγηση ενός γέρου κλεισμένου στο ψυχιατρείο.
Όμως, ακόμα κι έτσι, απόλαυσα ένα ωραίο μυθιστόρημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.