Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2018

Τρεις μέρες, μια ζωή

Πιέτρ Λεμέτρ
Τρεις μέρες, μια ζωή
Μίνωας 2016
Μετ. Κλαιρ Νεβέ
Όσο περνούν τα χρόνια, όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι και βιβλιολάτρες ολοένα και πιο σπάνια βρίσκουμε βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας που να μας ικανοποιούν. Απεγνωσμένα ρωτάμε ο ένας τον άλλον: "Τι διαβάζεις; Βρήκες κάτι καλό;" Οι κριτικές ή τα ευπώλητα των εφημερίδων και των βιβλιοπωλείων μας απογοήτευσαν πολλές φορές με τις, κατά τη γνώμη μου, σκοπιμότητες που συχνά εξυπηρετούν. Πιο ασφαλής πηγή αναζήτησης καλών βιβλίων παραμένουν οι bloggers εκείνοι, των οποίων την αξιοπιστία εμπιστευόμαστε και οι φίλοι, των οποίων επίσης οι επιλογές δεν μας έχουν απογοητεύσει.
Μια τέτοια πηγή, μια καλή φίλη, υπήρξε το πιο πρόσφατο καλό ανάγνωσμά μου. Είναι το μυθιστόρημα του Πιέρ Λεμέτρ "Τρεις μέρες, μια ζωή". Φαινομενικά αστυνομικό, αλλά μόνο φαινομενικά. Πιο πολύ εστιάζεται στη δημιουργία της ατμόσφαιρας μιας μικρής, επαρχιακής, γαλλικής πόλης, με τους ποικίλους χαρακτήρες, τα μυστικά που δεν είναι μυστικά στις μικρές κοινότητες, τις φήμες που διαδίδονται γρήγορα, τις καθιερωμένες συνήθειες, τα κουτσομπολιά, γενικά ό,τι χαρακτηρίζει κάθε μικρή κοινότητα σ' όλο τον κόσμο. Είναι όμως προπάντων η καταβύθιση στην ψυχή ενός ανθρώπου (παιδιού ακόμα) που έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Είναι τα ερωτήματα και ο προβληματισμός που προκύπτουν. Μπορεί ένα έγκλημα να μην αποκαλυφθεί ποτέ; Μπορεί να μείνει ατιμώρητο; Μήπως τιμωρία δεν είναι μόνο η δίκη και καταδίκη του ενόχου αλλά και οι συνέπειες της πράξης του που τον καταδυναστεύουν μια ζωή;
Η μικρή γαλλική πόλη του Λεμέτρ είναι το Μποβάλ. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Αντουάν, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αρχίζει το 1999. Ένα μοναχικό αγόρι διαζευγμένων γονιών που ζει με τη μητέρα του. Συχνά καταφεύγει στο γειτονικό δάσος, όπου πολλές φορές τον ακολουθεί ο εξάχρονος γείτονάς του Ρεμί. Μια μέρα, απελπισμένος, λυπημένος, αλλά και εξοργισμένος για κάτι που έκανε ο πατέρας του Ρεμί, ο Αντουάν χτυπά τον Ρεμί στο κεφάλι μ' ένα ξύλο και ο μικρός πεθαίνει. (Δεν αποκαλύπτω τίποτα. Ο συγγραφέας μας δίνει αυτές τις πληροφορίες από τις πρώτες κιόλας σελίδες). Κανένας δεν έχει δει το ακούσιο έγκλημα. Ο Αντουάν φροντίζει να κρύψει το πτώμα του μικρού. Οι γονείς, όλο το χωριό, η αστυνομία, αρχίζουν ν' αναζητούν τον Ρεμί. Ποικίλες φήμες κυκλοφορούν. Μήπως χάθηκε και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει; Μήπως κάποιος τον απήγαγε; Μήπως κάποιος ανώμαλος τον σκότωσε; Γίνονται έρευνες, κάποιοι θεωρούνται ύποπτοι, συλλαμβάνονται, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Αντουάν δεν παύει να κατατρύχεται αφενός από το φόβο της αποκάλυψης και αφετέρου από τις αβάσταχτες τύψεις.
Το βιβλίο προχωρεί με συνεχείς ανατροπές που συμβάλλουν ώστε ο αναγνώστης να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος, που θα έρθει χρόνια αργότερα, το 2015, όταν ο Αντουάν θα έχει μεγαλώσει, θα έχει σπουδάσει γιατρός και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Μπορεί ύστερα από τόσα χρόνια να βρεθεί ο ένοχος του μακρινού εκείνου εγκλήματος; Μήπως μια τιμωρία άλλου είδους είναι χειρότερη και από την αποκάλυψη; Ένα τέλος που επιδέχεται πολλή συζήτηση.

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2018

Λολίτα

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Λολίτα
Εκδ. Δωρικός, χ. χ.
Μετ. Ανδρέα Πάγκαλου
Πρόλογος Ν. Γ. Σταθάτου
Κοίταζα αυτές τις μέρες τα λίγες δεκάδες βιβλία που με τα χρόνια έχουν συσσωρευτεί στο μικρό μου εξοχικό διαμέρισμα. Βιβλία που τυχαία, όχι από επιλογή,  βρέθηκαν εκεί. Βιβλία αγορασμένα ή χαρισμένα, μισοδιαβασμένα ή αδιάβαστα, μια ποικιλόμορφη σύναξη. Βιβλία αγγλικά και ελληνικά, μυθιστορήματα και μελέτες, οΤζόυς πλάι στην Άγκαθα Κρίστι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πλάι στον Ντοστογιέφσκι, ο Laurence Durrel συντροφιά με τη Μάρω Δούκα κ.λπ. κλπ. Ανάμεσά τους και η "Λολίτα" του Ναμπόκοφ. Μια έκδοση με κιτρινισμένες σελίδες, με πολύ μικρά τυπογραφικά στοιχεία, σε πολυτονικό βέβαια, χωρίς χρονολογία έκδοσης και μόνη ένδειξη τη χειρόγραφη, ασφαλώς ημερομηνία αγοράς, 23 Νοεμβρίου 1963. Δεν το θυμόμουνα καθόλου. Το είχα άραγε διαβάσει; Είχα φτάσει ως το τέλος ή το άφησα στη μέση; Αμυδρά μόνο θυμόμουν (ίσως και από το θόρυβο της κινηματογραφικής μεταποίησης) πως το θέμα ήταν ο έρωτας ενός ενήλικα με μια δωδεκάχρονη κοπελίτσα.
Άρχισα να το διαβάζω. Η γραφή του Ναμπόκοφ με συνεπήρε. Το ύφος του, σύμφωνα με μια κριτική "συνδυάζει την ευφράδεια του Τζόυς με την απόδοση της ατμόσφαιρας και του κλίματος του Προυστ". Στον Προυστ άλλωστε, όπως και σε άλλους συγγραφείς αναφέρεται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ εξιστορεί τη ζωή του. Όλο το κείμενο είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση που απευθύνεται σε ενόρκους, σε κάποιο δικαστήριο. Τι έχει κάνει ο Χούμπερτ; Για ποιο πράγμα απολογείται; 
Αρχίζει με μια λεκτική έξαρση, σαν ένα δυνατό κρεσέντο που από μόνο του δικαιολογεί το τι θα ακολουθήσει: " Λολίτα φως της ζωής μου, φλόγα των σωθικών μου. Αμαρτία μου-ψυχή μου. Λο-Λι-Τα: η άκρη της γλώσσας μου κάνει ένα ταξίδι τριών βημάτων στον ουρανίσκο για να χτυπήσει στο τρίτο, επάνω στα δόντια. Λο-Λι-Τα". Ο ίδιος ανάγει τις ρίζες αυτού του έρωτα στο έντονο συναίσθημα που ένιωσε μικρός για μια συνομήλική του δωδεκάχρονη νεαρή. Την Αναμπέλλα. Από τότε όσο κι αν μεγάλωσε, αναζητεί αυτήν που θα ενσαρκώνει εκείνο το συναίσθημα. Το όνομα Αναμπέλλα δεν είναι τυχαίο. "Ω, Λολίτα,είσαι το κορίτσι μου, όπως η Βη ήταν του Πόε και η Μπέα του Δάντη", θα πει κάποια στιγμή, αναζητώντας  ίσως δικαιολογία σε αντίστοιχους έρωτες. Τη χαμένη του Αναμπέλλα ενσαρκώνει η Ντολόρες-Λολίτα, κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Για να είναι κοντά στο κοριτσάκι παντρεύεται τη χήρα μητέρα του, τη Σαρλότ Χαίηζ, που σύντομα πεθαίνει από ατύχημα. Και ο Χούμπερτ αναλαμβάνει ως πατέρας-κηδεμόνας.
Η μικρή είναι ένα νυμφίδιο, όρο που επενόησε και χρησιμοποίησε πρώτος ο Ναμπόκοφ. Γράφει ο Νικ. Σταθάτος στην εισαγωγή του: "Το νυμφίδιο δεν είναι ένα πλάσμα διαλεχτό οποιασδήποτε αφροδισιακής ηδονής. Είναι κάτι πολύ περισότερο. Είναι το "σεξουαλικό δαιμονάκι", που συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον συγκλονίζει". 
"Πατέρας" και "κόρη" μετακινούνται από πολιτεία σε πολιτεία της Αμερικής. Ο Χούμπερτ της συμπεριφέρεται σαν σε παιδί παρά σαν την ερωμένη του. Της αγοράζει ρούχα, γλυφιντζούρια, παγωτό. Τη θααυμάζει, την αγαπά, τη ζηλεύει. Ένα χρόνο, 1946-47, κρατάει η περιπέτεια. Εκείνος κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι το κορίτσι αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται, υποπτεύεται τους πάντες, φοβάται μήπως τη χάσει. Ένα όπλο εμφανίζεται που τον συνοδεύει συνεχώς. Θα σκοτώσει τελικά και ποιον;
Τολμηρές σκηνές σεξ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Αρκεί να διαβάσουμε τη σκηνή όπου για πρώτη φορά  έκαναν έρωτα. Αφού περιγράψει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τις κινήσεις εκείνης στον ύπνο της, τις μυρωδιές, τους ήχους, το φως, τις σκέψεις του, καταλήγει: "Στις έξι είχε ξυπνήσει ολότελα και στις έξι και δεκαπέντε είμαστε ουσιαστικά εραστές". Εκείνο που καταξιώνει το έργο, του οποίου αρχικά η έκδοση απαγορεύτηκε, που θεωρήθηκε ανήθικο αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνικό επίτευγμα από τα σημαντικότερα του 20ου αι. (πρώτη έκδοση το 1958) είναι κυρίως η έκφραση, το ύφος, ο τρόπος γραφής. Λεπτομερέστατη ανάλυση ψυχικών καταστάσεων, σκέψεων, ολόκληρες παράγραφοι για να περιγράψει μια κίνηση, μια πιθανή ενέργεια, μια υποψία, συσσώρευση επιθέτων. "Άστατη, άκεφη, χαρούμενη, ιδιότροπη, χαριτωμένη, με την αυθάδικη χάρη πουλαριού, βασανιστικά λαχταριστή από το κεφάλι μέχρι τα πόδια", μια από τις πλήθος περιγραφές του.
Τελειώνοντας τη "Λολίτα" σκεφτόμουν πως κάποια βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε μόνο όταν έρθει η ώρα τους.


Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2018

Εγώ ο Σίμος Σιμεών



Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ ο Σίμος Σιμεών
Διόπτρα, 2017
Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπήρξε ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν εξαιρέσω το "Ο γιος του δάσκαλου", τα άλλα του βιβλία δεν είχαν πολλά να μου πουν. Δεν τον υποτιμώ ως συγγραφέα, απλώς αναζητώ κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Γι' αυτό και  δεν σκόπευα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, αν δεν μου το πρότειναν δυο φίλες των οποίων τα αναγνωστικά γούστα εκτιμώ.
Δυστυχώς η ανάγνωσή του ήρθε αμέσως μετά τον Γιάλομ κι όπως συχνά συμβαίνει, ό,τι και να διαβάσει κανείς μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο, θα το βρει κατώτερο και από την πραγματική του αξία. Η αναπόφευκτη σύγκριση το αδικεί. Ύστερα λοιπόν από την ευρύτητα της ματιάς του Γιάλομ που αφενός απλώνεται, αν όχι σε πέντε, τουλάχιστον σε τρεις ηπείρους ενώ του Ξανθούλη περιορίζεται στα όρια μιας βορειοελλαδίτικης κωμόπολης, ύστερα από την καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής που επιχειρεί ο Γιάλομ στην επιφανειακή καταγραφή ενεργειών και σκέψεων που χαρακτηρίζει τον Ξανθούλη, τι περιθώριο σου μένει για να εκτιμήσεις σωστά τον δεύτερο;
Ας προσπαθήσω όμως, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να μην τον αδικήσω. Το βιβλίο του έχει πράγματι μια πρωτοτυπία. Η ανάμιξη της σάτιρας με το εξωλογικό στοιχείο προσδίδει αρκετό ενδιαφέρον στο βιβλίο. Χώρος δράσης είναι μια μικρή κωμόπολη, η Χαλκόπολη, μεταξύ Καβάλλας, Σερρών και Δράμας. Φανταστική, βέβαια, αλλά που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε ελληνικής κωμόπολης του 1964. Στη χρονιά αυτή τοποθετείται το έργο. Ο κύριος ήρωας, ο Σίμος Σιμεών (έτσι με ι  για να διαφέρει από το κανονικό με υ) είναι ένα 11χρονο αγόρι. Εξώγαμο παιδί της Αναστασίας-Σάσας, μιας από πέντε αδερφές. Πανέξυπνος ο μικρός Σίμος, με γνώσεις κατά πολύ υπέρτερες της ηλικίας του, άριστος μαθητής βέβαια, αλλά και εφοδιασμένος με διαίσθηση και μαντικές ικανότητες με τις οποίες βοηθά τη μητέρα του, που επαγγέλλεται την αστρολόγο, να κάνει προβλέψεις που επαληθεύονται.
Η σάτιρα του Ξανθούλη αγγίζει τα πάντα. Το σχολείο, τις σχολικές επιδείξεις, τα λαϊκά πανηγύρια, τον Μητροπολίτη, τις πολιτικές φιλοδοξίες (ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται στους ψηφοφόρους του καινούριο, ευάερο και ευήλιο νεκροταφείο!). Και όλα αυτά με χιούμορ που όμως στην προσπάθειά του να το σκορπίζει παντού και διαρκώς ο συγγραφέας συχνά το εκβιάζει, με αποτέλεσμα ενίοτε να μην προκαλεί ούτε χαμόγελο.
Ιστορικά στοιχεία της εποχής, τραγούδια ή ταινίες, η μορφή του "γέρου της δημοκρατίας", του Γεώργιου Παπανδρέου, η καθιέρωση της δημοτικής, υπαινιγμοί ακόμα και για τη δικτατορία που θα ακολουθήσει σε τρία χρόνια, είναι διάσπαρτα στο μυθιστόρημα. Τα ένοχα μυστικά των μικρών  κοινοτήτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες ανατροπές. Το σεξουαλικό στοιχείο βρίσκεται κι αυτό εν αφθονία περιβλημένο με την ανάλογη σάτιρα.
Εν τέλει, περνάς καλά με τον Ξανθούλη και τον Σίμο του, αν δεν έχεις πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία.