Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2008

Θαμμένα μυστικά

Από πολύ παλιά, μια αναγνωστική πολυτέλεια που επέτρεπα στον εαυτό μου τις μέρες αυτές των Χριστουγέννων, ήταν να βυθίζομαι στη μαγεία και το μυστήριο ενός καλού αστυνομικού μυθιστορήματος. Λέω "πολυτέλεια" γιατί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει να σου προσφέρει τίποτε ουσιαστικότερο πέρα από λίγες ώρες ευχαρίστησης. Κι όταν προπάντων ήμουν στη "μαχόμενη" εκπαίδευση, όταν πλήθος βιβλία που έπρεπε να διαβάσω στοιβάζονταν πλάι μου, ναι, ήταν πολυτέλεια τα αστυνομικά, για την οποία όχι σπάνια ένιωθα τύψεις. Όμως η συνήθεια έμεινε. Και τώρα, όταν όλοι φύγουν, ή όταν εγώ γυρίσω από μια πρόσκληση, αυτό το χριστουγεννιάτικο, κρύο κατά κανόνα απομεσήμερο, μες στην απόλυτη ησυχία του σπιτιού, βυθίζομαι με απόλαυση στις σελίδες του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Φέτος, αυτό που μου κράτησε συντροφιά (το τέλειωσα σ' ένα βράδυ και μια μέρα) ήταν το "Θαμμέμα μυστικά" της Ρουθ Ρέντελ (Μεταίχμιο, 2008, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος). Είναι το πρώτο βιβλίο αυτής της συγγραφέως που διαβάζω, αλλά μου φαίνεται δεν θα είναι και το τελευταίο. Γεννημένη το 1930, έχοντας γράψει πάνω από πενήντα μυθιστορήματα, θεωρείται κάτι σαν διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι. Μου άρεσε το βιβλίο, μου άρεσε το στυλ της γραφής της, μου άρεσε γιατί όπως και άλλα αστυνομικά στις μέρες μας δεν περιορίζονται στους φόνους και στην προσπάθεια ανεύρεσης των ενόχων, αλλά εμπλέκουν και άλλα στοιχεία, κοινωνικά, πολιτιστικά κ.λπ.
Στα "Θαμμένα μυστικά" ένας άντρας, ψάχνοντας με το σκύλο του για μανιτάρια-τρούφες σ' ένα χωράφι σε κάποια αγροτική περιοχή της Αγγλίας, αντί για τρούφες ξεθάβει ένα χέρι. Η αστυνομία ειδοποιείται, οι έρευνες αρχίζουν. Επικεφαλής είναι ο επιθεωρητής Γουέξφορντ. Η ιατροδικαστική έρευνα φανερώνει ότι ο σκελετωμένος νεκρός έχει πεθάνει πριν από 11 χρόνια περίπου, αλλά ούτε η αιτία θανάτου ούτε η ταυτότητα του νεκρού είναι γνωστά. Η ομάδα του Γουέξφορντ προσπαθεί να τα εξακριβώσει, πράγμα καθόλου εύκολο. Σε ποιον ανήκει το χωράφι; Τι συνέβαινε εκεί πριν από 11 χρόνια; Ποιες εξαφανίσεις προσώπων είχαν αναφερθεί τότε; Κι ενώ η έρευνα συνεχίζεται, ένα δεύτερο πτώμα εντοπίζεται στην αποθήκη ενός εγκαταλελειμμένου μικρόυ σπιτιού που ήταν κτισμένο στο ίδιο χωράφι. Ποιος είναι ο δεύτερος νεκρός; Συνδέονται οι δυο θάνατοι, νοουμένου ότι ο δεύτερος συνέβη τρία χρόναι μετά τον πρώτο; Σιγά-σιγά, μεθοδικά η έρευνα προχωρεί και βεβαίως, όπως συμβαίνει σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, το μυστήριο λύνεται στις τελευταίες σελίδες, αν και ένας έμπειρος αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται τη λύση πολύ νωρίτερα.
Όμως, όπως ήδη ανέφερα, στην αστυνομική ιστορία εμπλέκονται και άλλα θέματα. Εδώ έχουμε το θέμα του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων που ορισμένοι λαοί, εδώ οι Σομαλοί, εξακολουθούν να τηρούν, έστω κι αν ζουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Αγγλία, που απαγορεύει με ποινή πολύχρονης φυλάκισης το άγριο αυτό έθιμο. Ακόμα τίθεται το θέμα του ρατσισμού, το θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας, της λογοκλοπής κ.ά.
Είμαι βέβαιη πως οι θιασώτες της αστυνομικής λογοτεχνίας θα απολαύσουν το βιβλίο.
Άλλη παρουσίαση επίσης εδώ.


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008

Οι γενιές της σιωπής

Φαίνεται ότι όσο και να θέλουμε να αποφύγουμε μερικά βιβλία, εκείνα μας καταδιώκουν και δεν ησυχάζουν ώσπου να 'ρθει η ώρα να ασχοληθούμε μαζί τους. Πρωτάκουσα για τις "Γενιές της σιωπής" της Άντρης Πολυδώρου (εκδ. Επιφανίου, Στ΄ έκδ. 2008) πριν από μερικά χρόνια. Μια φίλη, της οποίας το αναγνωστικό γούστο εμπιστεύομαι, μου μίλησε με ενθουσιασμό γι' αυτό το βιβλίο. Μου είπε ότι το βιβλίο αυτό απεικόνιζε με ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή στα χωριά της Κύπρου, όπως ήταν τις πρώτες δεκαετίες του 2ου αι., έτσι όπως και η ίδια η φίλη μου τη γνώριζε μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα της. Το αναζήτησα λοιπόν στο βιβλιοπωλείο, αλλά οι διάλογοι, γραμμένοι στο κυπριακό ιδίωμα με ενόχλησαν και με απέτρεψαν από την αγορά του. Όσο και να μιλώ στην καθημερινότητά μου την κυπριακή διάλεκτο, στο γραπτό λόγο δεν μπορώ να την αντέξω.
Πέρσι το ίδιο βιβλίο, γυρισμένο σε σίριαλ, συζητιόταν σαν μια πολύ καλή σειρά της κυπριακής τηλεόρασης. Και πάλι, ούτε τη σειρά είδα ούτε το βιβλίο διάβασα. Ε, τώρα, κατά κάποιο περίεργο τρόπο μου επιβλήθηκε και το διάβασα. Οι κυπριακοί διάλογοι στην αρχή, ομολογώ, με δυσκόλεψαν, στη συνέχεια όμως τους συνήθισα και δεν έδινα σημασία. Πραγματικά είναι ένα αξιόλογο βιβλίο και διαβάζεται με ενδιαφέρον, παρά τα τρωτά που του βρήκα.
Η ιστορία αρχίζει γύρω στα 1910 σ' ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Πάφου, χωμένο κάπου ανάμεσα στα βουνά και επικεντρώνεται στη ζωή τεσσάρων γενιών γυναικών. Σκληρή ζωή, φτώχια, ήθη αυστηρά. Ο άντρας αφέντης, η γυναίκα υποταγμένη, βασανισμένη, σιωπηλή μάρτυρας. Σκληρή ζωή στα χωράφια, πενιχρό εισόδημα, έλλειψη ιατρικής φροντίδας, θάνατοι. Μια λεχώνα πεθαίνει στη γέννα της (εξαιρετική η δύναμη της περιγραφής του δύσκολου τοκετού), παιδάκια πεθαίνουν από άγνωστες αιτίες, μεγάλοι πεθαίνουν από μολύνσεις στις οποίες δεν έδιναν σημασία. Μια ζωή σκληρή και βασανισμένη, που κάνει σκληρούς και τους ίδιους τους ανθρώπους.
Η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στους γυνακείους χαρακτήρες. Ξεκινά από την ηλικιωμένη γιαγιά Αναστασία που τη διακρίνει η σοφία της ηλικίας και που έχει μια ιδιαίτερη, συμπαθητική σχέση με την συνονόματη εγγονή της. Η εγγονή, έχοντας ζήσει μια αρμονική ζωή με το σύζυγό της, έστω κι αν παντρεύτηκε με συνοικέσιο, πεθαίνει στη γέννα, ενώ θα επιζήσει το κοριτσάκι, η Άννα. Κι έτσι προχωρούν οι γενιές από Αναστασία σε Άννα και από Άννα σε Αναστασία ως την τελευταία απόγονο που, συμβολικά σπάζοντας τις γενιές της σιωπής, ονομάζεται Κασάνδρα.
Από τις αρετές του πολυσέλιδου μυθιστορήματος (600 σελίδες) είναι και ο συνδυασμός του ρεαλισμού με το εξωλογικό στοιχείο. Μια ωραία φυσιογνωμία είναι ο Άρκος (κυπριακή προφορά του "Άγριος"). Είναι ένα είδος μάγου που ζει απομονωμένος έξω από το χωριό, με διαισθητικές και θεραπευτικές ικανότητες. Άλλοι τον φοβούνταν και άλλοι καταφεύγουν σ' αυτόν. Θα αποδειχτεί κάποια στιγμή η σχέση του με τις γυναίκες του έργου και μια απ' αυτές θα κληρονομήσει αυτές τις ιδιότητες, οι οποίες όμως θα ατονίσουν με τα χρόνια.
Τα αυστηρά ήθη της εποχής δεν θα εμποδίσουν τους παράνομους έρωτες. Μια από τις γυναίκες του έργου θα ερωτευτεί ένα μοναχό, έρωτας που θα έχει ως αποτέλεσμα ένα νόθο παιδί και μια τραγική κατάληξη για τον μοναχό. Μια δολοφονία θα μείνει ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη και μια μάνα θα φανεί τόσο σκληρή με την κόρη της που την αντιμετωπίζει με ξυλοδαρμούς μέχρι αιματώματος, με ύβρεις και κατάρες σε βαθμό που ξεπερνά τα όρια της πειστικότητας.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του βιβλίου πιστεύω είναι το ότι μοιάζει να διαδραματίζεται στο κενό, εκτός χρόνου. Από το 1910 περνούν πάνω από επτά δεκαετίες κι όμως τίποτα από το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Τι γινόταν στην Κύπρο όλα αυτά τα χρόνια; Αναφέρεται ότι ένας από τους ήρωες πήγε στον πόλεμο. Ποιος πόλεμος ήταν αυτός; Στην Κύπρο έγινε μια εξέγερση το 1931 και μια πολύ μεγαλύτερη και σημαντικότερη το 1955. Καμιά νύξη δεν γίνεται. Δεν επηρέασαν καθόλου τη ζωή των ηρώων της; Μοιάζουν όλα σαν να διαδραματίζονται σ' ένα κλειστό χώρο, πλήρως απομονωμένο από το υπόλοιπο περιβάλλον. Ακόμα κι όταν μια από τις ηρωίδες της μετακινείται στην πόλη, στο Βαρώσι και μετά στη Λευκωσία, ελάχιστα φαίνεται να διαφοροποιούνται οι εξωτερικές συνθήκες.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα που σίγουρα μπορεί να διαβαστεί με μεγάλο ενδιαφέρον από τον Κύπριο αναγνώστη, παρ' όλο που κι αυτός, προπάντων αν ανήκει στις νεότερες γενιές, θα συναντήσει άγνωστες λέξεις της κυπριακής διαλέκτου. Αλλά ο ελλαδίτης αναγνώστης σίγουρα θα βρει μεγάλη δυσκολία.


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008

Το show είναι των Ελλήνων

Ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη, το διήγημα ασφαλώς δεν έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις μου και, αν μπορώ να συμπεράνω από τις αναρτήσεις, ούτε και στις προτιμήσεις των άλλων bloggers. Όμως, τόσο η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του Μένη Κουμανταρέα, Η γυναίκα που πετάει , όσο και η πιο πρόσφατη, Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος 2008) μου προξένησαν την ίδια ευχαρίστηση με ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Ίσως γιατί τα θέματα είναι τέτοια, ίσως πάλι γιατί έχουν μια ενότητα, που με λίγη σύνδεση θα μπορούσαν να γίνουν μυθιστόρημα.
Με γοητεύει αυτή η ανάμιξη του πραγματικού με το φανταστικό, το φανταστικό που δεν ξεφεύγει από τα όρια του ρεαλισμού. Τρεις νουβέλες, τρεις καίριες στιγμές της νεότερη Ελλάδας. Η πρώτη, "Μια μέρα από τη ζωή τους", απεικονίζει το μεγαλοαστικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο του μεσοπολέμου. Σαν "αοράτως παρών" ο αφηγητής μας μεταφέρει μαζί του στις 20 Οκτωβρίου 1932 στο κοσμικό σαλόνι του Άλκη Θρύλου (Ελένης Ουράνη), όπου επίσημος προσκεκλημένος είναι ο Καβάφης. Γνωστός, αλλά όχι διάσημος ακόμη, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, θα διασκεδάσει τους καλεσμένους παίζοντας στο πιάνο τη μουσική που συνέθεσε σε ποιήματα του Αλεξανδρινού ποιητή. Εκτός από τον σύζυγο της οικοδέσποινας ("λογοτέχνης και μεγάλος ταξιδευτής") πολλά άλλα πρόσωπα "φωτογραφίζονται" από τον Κουμανταρέα ώστε, παρ' όλο ότι δεν αναφέρονται με το πλήρες ονοματεπώνυμό τους, να μη μας μένει καμιά αμφιβολία ως προς το ποιοι είναι. Συζητήσεις για επίκαιρα θέματα πολιτικά ή καλλιτεχνικά γεμίζουν τη βραδιά ενώ το φως του συγγραφικού προβολέα πέφτει πάνω στα κεντρικά πρόσωπα της σύναξης: Τον Καβάφη, που γέρος, άρρωστος, μ' ένα μηχάνημα στο λαιμό για να μπορεί να μιλά μετά την εγχείρηση, και τον ανερχόμενο, νέο μουσικό, που θα διαπρέψει διεθνώς, τον Μητρόπουλο. Η βραδιά τελειώνει. Οι καλεσμένοι φεύγουν. Όμως, η συγγραφική ματιά, ριγμένη πάνω τους ογδόντα χρόνια αργότερα, τους παρακολουθεί καθώς διασχίζουν τη νυχτερινή Αθήνα και ολοκληρώνει τους χαρακτήρες καταγράφοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, χωρίς να παραλείπει τη σεξουαλική τους ιδιαιτερότητα, ενώ αφήνει να διαφανεί το μέλλον που τους αναμένει.
Η δεύτερη νουβέλα,"Ο κύριος Μπάτερφλαϋ" διαδραμτίζεται οχτώ χρόνια αργότερα. Ο συγγραφέας τώρα υποδύεται ένα φιλόμουσο δικηγόρο που ετοιμάζεται με τη σύζυγό του να παρακολουθήσουν το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1940 την πρεμιέρα της Λυρικής σκηνής με τη Μαντάμ Μπάτερφλαϋ του Πουτσίνι, στο Βασιλικό Θέατρο. Πριν απ' αυτό όμως, μετά από πρόσκληση του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι, τον επισκέπτεται στο σπίτι του για να συναντήσει τον Ιταλό συγγραφέα Μαλαπάρτε. Η πολιτική ατμόσφαιρα στην Αθήνα παραμονές του πολέμου, η ανέμελη "καλή" κοινωνία που απολάμβανε την όπερα, ο Μεταξάς και η βασιλική οικογένεια, γνωστά πρόσωπα της εποχής, το ίδιο το θέατρο και η λεπτομερής περιγραφή του, αναφορά στην όπερα και στην πρωταγωνίστρια Ζωή Βλαχοπούλου, μας μεταφέρουν ρεαλιστικά στην εποχή και το παρελθόν γίνεται ένα ολοζώντανο παρόν. Το κλίμα έντασης και ανησυχίας θα κορυφωθεί την επομένη, σε μια δεξίωση της Ιταλικής Πρεσβείας. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1949, ο συγγραφέας θα συναντήσει στη Ρώμη το φίλο του Γκράτσι και μέσα από την παραστατική αφήγηση του Ιταλού πρέσβη θα μάθει όσα διαδραματίστηκαν το βράδυ της 27ης-28ης Οκτωβρίου. Δεν ξέρω αν έχω λάθος, αλλά διακρίνω μια συμπάθεια εκ μέρους του συγγραφέα για τους δυο αυτούς πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αν όχι συμπάθεια, τουλάχιστον μια "άφεση αμαρτιών", προπάντων για τον Γκράτσι που " ήταν αναγκασμένος να υπακούει στο φασιστικό καθεστώς, αλλά βαθιά μέσα του ήταν δημοκράτης".
Η τρίτη νουβέλα είναι αυτή που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Εδώ ο συγγραφέας μετατρέπεται σ' ένα συνταξιούχο, πρώην υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, που καλείται να εξηγήσει σ' ένα νέο υπάλληλο το περιεχόμενο ενός αρχείου για να καταγραφεί ηλεκτρονικά. Εκεί, στα υπόγεια του Υπουργείου, ο ηλικιωμένος πρώην υπάλληλος θυμάται και ξαναζωντανεύει παριστώντας τη μάλιστα θεατρικά, τη μυστική σύσκεψη των Ελλήνων και ξένων πολιτικών και στρατιωτικών που έγινε στις 26 Δεκεμβρίου 1944, με σκοπό να βρει λύση στη διαμάχη που είχε ήδη αρχίσει. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο Σοφούλης των Φιλελευθέρων, ο Μάξιμος του Λαϊκού Κόμματος, ο στρατηγός Πλαστήρας, ο "ψηλέας και ανεμοδούρας" Παπανδρέου, ο Καφαντάρης, ο Σιάντος του ΚΚΕ, ο Παρτσαλίδης του ΕΑΜ, εκπρόσωποι των ξένων δυνάμεων με επικεφαλής τον Τσώρτσιλ, μαζεύονται για να "τα βρουν". Κι εκεί, στην προσπάθεια του φωτογράφου να αποθανατίσει φωτογραφικά τους πολιτικούς, ο Τσώρτσιλ του μπήγει μια αγριοφωνάρα: "Φωτογράφισε τους Έλληνες, όχι εμάς. The Greeks. Μ' ακούς; Το show είναι των Ελλήνων". Να εννοούσε άραγε πως η όλη σύναξη δεν ήταν παρά ένα show για το θεαθήναι και μόνο και ότι τα πράγματα είχαν ήδη αναπότρεπτα δρομολογηθεί ή μήπως ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που αρέσκονται στην επίδειξη;
Οι ξένοι φεύγουν, οι Έλληνες μένουν μόνοι να βρουν λύση, συζητούν, η σύναξη συνεχίζεται και την επομένη. Ο Δαμασκηνός ορίζεται αντιβασιλέας ενώ οι διαφωνίες διατηρούνται, προαναγγέλλοντας όσα θα ακολουθήσουν.
Τρεις νουβέλες, τρεις σταθμοί στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, ιστορία που μετασχηματίστηκε σε λογοτεχνία με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Ο Κουμανταρέας δεν έμεινε ένας απλός θεατής και χρονικογράφος. Κάτω από τη φαινομενικά αμερόληπτη αφήγηση, προβάλλει την προσωπική του θέση που συχνά μέσα από την υποβόσκουσα ειρωνεία του γίνεται διασκεδασιτκή.


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Ποιον να θρηνήσω;

Δεν ξέρω ποιον να θρηνήσω. Το δεκαπεντάχρονο παιδί που χάθηκε προτού ζήσει; Τους χαροκαμένους γονείς; Την καμένη, ρημαγμένη Ελλάδα; Θρηνώ πάνω απ' όλα το είδος ΑΝΘΡΩΠΟΣ.







Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

Eros

"Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από τη λογοτεχνία" . Μια φράση κριτικής από το οπισθόφυλλο του βιβλίου που αποδίδει πλήρως ό,τι ένιωσα διαβάζοντας απνευστί το βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Helmut Krausser (γεν.1964). Τίτλος του πρωτοτύπου "Eros", η ακριβής απόδοση της ελληνικής λέξης "Έρως" (εκδ. Ίνδικτος, 2008, μετ. Ευαγγελία Τομπορή, επιμέλεια μετ.Δημήτρης Αθηνάκης).
Πραγματικά, δεν μπορεί να ζητήσει κανείς περισσότερο από ένα βιβλίο. Χρόνος, χώρος, θέμα, τεχνική, όλα συντελούν στη σπάνια λογοτεχνική απόλαυση. Η ιστορία:
Ένας νέος συγγραφέας που βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, προσκαλείται από ένα μυθικό μεγιστάνα του πλούτου, τον Αλεξάντερ φον Μπρύκεν, στον πύργο του, κάπου στη Βαυαρία. Εκεί ο εβδομηντάχρονος και άρρωστος Αλεξάντερ του ανακοινώνει ότι θα του διηγηθεί τη ζωή του, όχι ακριβώς τη ζωή του, όπως λέει, αλλά "την ιστορία ενός έρωτα". Του ζητάει να την καταγράψει ως μυθιστόρημα, το οποίο όμως θα πρέπει να κυκλοφορήσει μετά το θάνατο του αφηγητή και οπωσδήποτε με αλλαγμένα τα ονόματα.
Η αφήγηση κρατάει οχτώ μέρες και ηχογραφείται. Αυτό που διαβάζουμε τώρα είναι ουσιαστικά η αφήγηση του φον Μπρύκεν, στην οποία παρεμβάλλεται και ο λόγος του συγγραφέα. Μια πρωτότυπη τεχνική που επιτείνει την αληθοφάνεια της ιστορίας, επαυξάνει το αναγνωστικό ενδιαφέρον και δημιουργεί γόνιμο προβληματισμό για τη σχέση ζωής και λογοτεχνίας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική στιχομυθία, όταν ο συγγραφέας ζητά ένα βράδυ από τον έμπιστο γραμματέα του Μπρύκεν, τον Λούκιαν, που έχει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, να του διευκρινίσει ή να του συμπληρώσει κάποια σημεία της αφήγησης. Ο Λούκιαν του λέει:"Αυτό που σας εξομολογείται ο Αλεξάντερ είναι μια εκδοχή, και αν εγώ κάπου εκεί μέσα είχα μιαν άλλη, θα πρέπει να σας είναι αδιάφορο". Μαλάκωσε κάπως τον αυστηρό τόνο της φωνής του, έκανε γύρω από τον εαυτό του ένα κύκλο με τα χέρια στις τσέπες. Είπε πως για τα πάντα υπάρχει χώρος μόνο μια φορά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που αυτό το Πάντα συμβαίνει. Κάθε στιγμή είναι ανεπανάληπτη, και ακόμα και η πιο ικανή τέχνη την αποδίδει μόνο με θραύσματα. Επιπλέον, η ζωή έχει το κακό συνήθειο να είναι κατά βάση απογοητευτική. Εκτός από κάποιες στιγμές".
Η εξιστόρηση του φον Μπρύκεν αρχίζει από το τέλος του 1944, όταν η Γερμανία πλησιάζει ολοταχώς προς την ήττα και οι βομβαρδισμοί αρχίζουν. Ο μικρός τότε Αλεξάντερ συναντά στο αντιαεροπορικό καταφύγιο τη Σόφι, κόρη εργατών στα εργοστάσια του πατέρα του, και την ερωτεύεται. Αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας που θα καταλήξει έμμονη ιδέα, που θα κρατήσει μια ολόκληρη ζωή, που θα επηρεάσει τη ζωή πολλών ανθρώπων και που η ιστορία του θα συμβαδίσει με την ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας μέχρι την ανέγερση αλλά και την πτώση του τείχους, είναι η σπονδυλική στήλη του βιβλίου. Θυμίζει αμυδρά τον "¨Ερωτα στα χρόνια της χολέρας", αλλά σ' ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και με εντελώς διαφορετική κατάληξη.
Το 1945 ο πόλεμος τελειώνει. Η οικογένεια του Αλεξάντερ, οι γονείς και οι δυο αδελφές του πεθαίνουν σ΄ ένα βομβαρδισμό (ή μήπως οι γονείς αυτοκτονούν και τα παιδιά σώζονται; Δυο διαφορετικές εκδοχές, της ζωής και όπως αυτή μεταποιείται σε Τέχνη). Οπωσδήποτε ο ίδιος σώζεται στην Ιταλία με χαμένη τη μνήμη. Περνά κάποια χρόνια σε θεραπευτήριο, η μνήμη επανέρχεται, γυρίζει στην πόλη του και διεκδικεί την τεράστια περιουσία του από τον Κεφελρλόερ, διευθυντή των εργοστασίων, που κατά μία εκδοχή προσπάθησε να τα οικειοποιηθεί. Ο πάμπλουτος και παντοδύναμος λόγω του πλούτου Αλεξάντερ αρχίζει μια αγωνιώδη αναζήτηση σ' όλη τη Γερμανία της αγαπημένης του Σόφι, η οποία είχε σταλεί στην εξοχή λίγο πριν το τέλος του πολέμου, ενώ οι γονείς της σκοτώθηκαν σ' ένα βομβαρδισμό. Στρατολογεί πλήθος ανθρώπων να ψάξουν γι' αυτόν, η παντοδυναμία του πλούτου του επιτρέπει τα πάντα. Όταν την εντοπίζουν αποφασίζει να πάει να τη συναντήσει κι έτσι περιγράφει τα συναισθήματά του:"Δεν ξέρω πώς να σας το περιγράψω για να το καταλάβετε, θα έπρεπε να ανατρέξουμε σε μυθικές υπερβολές. Έτσι θα πρέπει να ένιωσε ο Ορφέας όταν ξανείδε την Ευρυδίκη στον Άδη, όταν ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου του επέτρεψε διστακτικά ένα βλέμμα στη χαμένη του αγάπη, του υποσχέθηκε την επιστροφή της στο φως της ημέρας, έτσι ένιωσα τότε, στο τέλος ενός μεγάλου ταξιδιού. Μέσα στο κεφάλι μου ατελεύτητα πυροτεχνήματα, το νόημα της ύπαρξής μου με σάρκα και οστά βρισκόταν μπροστά μου, και μπροστά μας η ζωή, η δική μου, η δική της, απίστευτοι ορίζοντες, λες και είχα ξαναγεννηθεί και μπορούσα να θυμηθώ το μεγαλέιο της ζωής μέσα στην κούνια μου, έτσι, τέτοια ευφορία, έκσταση. Συμφιλιωμένος με κάθε πόνο, προικισμένος με τη βαθύτερη γνώση του κόσμου, θα βρείτε λέξεις για όλ' αυτά που θα ηχούν πιστευτές και όχι πομπώδεις, αν και θα πρέπει να δρουν στον αναγνώστη με τρόπο πομπώδη, κάτι τέτοιο δεν μεταφέρεται λέξη προς λέξη, κάτι τέτοιο δεν μεταφέρεται, μένει ολόκληρο και αντιληπτό μόνο για τον μυημένο. Για να το πω τετριμμένα: Τόσο μεγάλη ανάταση ένιωσα μέσα μου".
Όμως για εκέινη παραμένει ένας άγνωστος, έστω κι αν θυμήθηκε τα καταφύγια κι ένα φιλί που του είχε δώσει με αντάλλαγμα χρήματα που είχαν ανάγκη οι γονείς της. Η επίδειξη του πλούτου του, αντί να τη φέρει κοντά του την τρομάζει και την απομακρύνει. Η παρακολούθησή της όμως δεν σταματά. Οι άνθρωποί του, χωρίς εκείνη να το ξέρει, είναι διαρκώς γύρω της, του αναφέρουν λεπτομερώς τι κάνει, πού βρίσκεται, επεμβαίνουν στη ζωή της, τη βοηθούν όταν έχει ανάγκη, τη σώζουν ακόμα όταν εκείνη, μπλεγμένη με τη σοσιαλιστική φιτητική ένωση, συμμετέχει σε διαδηλώσεις. Μα η Σόφι δεν θα μείνει ως εκεί. Θα προχωρήσει και σε ένταξη σε παράνομες ομάδες, θα πάρει μέρος σε ληστείες, θα γίνει στο τέλος καταζητούμενη. Οι σύντροφοί της τη φυγαδεύουν στην Ανατολική Γερμανία. Ο Κράουσερ μας δίνει μια πολύ ζοφερή εικόνα του καθεστώτος, με τη Στάζι να βρίσκεται παντού, να παρακολουθεί τα πάντα, να ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων. Η Σόφι περιθωριοποιείται, απομονώνεται, βυθίζεται στην ανία, την απόγνωση. Ακόμα όμως κι εκεί το χρήμα μπορεί να πετύχει τα πάντα. Ο Αλεξάντερ κατορθώνει να τη βρει, έστω κι αν της έχουν αλλάξει το όνομα, και μεταβαίνοντας ο ίδιος στην Ανατολική Γερμανία να τη σώσει και να τη μεταφέρει στη Δύση, αφού σε συνεννόηση με το καθεστώς σκηνοθέτησαν το θάνατό της.
Όταν μπαίνουν στη Δυτική Γερμανία, εκείνη εξαφανίζεται. Ο φον Μπρύκεν δεν ψάχνει πια να τη βρει. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα διηγείται την ιστορία στο συγγραφέα. Αλλά έρχεται ο επίλογος σε μια σελίδα να μας δημιουργήσει την αμφιβολία για όλη την αφήγηση του Αλεξάντερ. Μήπως τα πράγματα δεν έγιναν καθόλου έτσι, μήπως όλη αυτή η αφήγηση ήταν προϊόν φαντασίας και μόνο;
Με το θαυμάσιο "Eros" δεν διαβάζουμε μόνο μια συναρπαστική ιστορία. Η ιστορία είναι το δόλωμα για να διασχίσουμε τη μεταπολεμική Γερμανία, να θυμηθούμε γεγονότα που σημάδεψαν αυτές τις δεκαετίες και να αφήσουμε τη σκέψη μας να περιπλανηθεί σε γόνιμο προβληματισμό. Με λίγα λόγια, ένα βιβλίο που έχει όλα όσα περιμένουμε από τη λογοτεχνία.