Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2020

Καλό μου παιδί


 Romy Hausmann
Καλό μου παιδί
Μεταίχμιο, 2020
Μετ. Δέσποινα Κανελλοπούλου
 Τα θρίλερ είναι μια κατηγορία βιβλίων που μ' αρέσει και αρκετά τέτοια βιβλία έχω παρουσιάσει στο blog μου (Η σιωπηλή ασθενής, Η γυναίκα στο παράθυρο, Αιχμηρά αντικείμενα κ.λπ.). Η αγάπη μου γι' αυτού του είδους τα βιβλία είναι που με οδήγησε στην αγορά του βιβλίου της (άγνωστής μου) Romy Hausmann, "Καλό μου παιδί". Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, με επηρέασαν και κάποιοι χαρακτηρισμοί για το βιβλίο, όπως αυτοί δημοσιεύονται από τον εκδοτικό οίκο: "Μια άφθαστη σπουδή στο σασπένς", "κλειστοφοβικό, "τρομακτικό και απόλυτα καθηλωτικό" κ.λπ.
Για όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς, όσο και γενικότερα για το βιβλίο έχω τις αντιρρήσεις μου. Αρχίζει με μια πληροφορία περί της εξαφάνισης μιας 23χρονης φοιτήτριας, ένα βράδυ, καθώς επέστρεφε στο σπίτι της από ένα πάρτι. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο σε πρωτοπρόσωπη γραφή, χωρίς να ααφέρεται το πρόσωπο που μιλά. Άδικα προσπαθεί ο αναγνώστης να καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο αποτελείται από σχετικά σύντομα κεφάλαια, στα οποία τα πρόσωπα του έργου, μιλώντας πάντα σε πρώτο πρόσωπο, προωθούν τον μύθο. Κατέβαλα φιλότιμες προσπάθειες για να καταλάβω τα πρόσωπα, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον ρόλο του καθενός στο έργο. Λένα, Άννα, Ματίας, Κάριν, κα Γκρατς, κα Χάμστεντ, Γιασμίν,  κα Μπαρ-Λεβ... Καθώς διάβαζα κρατούσα σημειώσεις, προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται, αλλά και πάλι υπήρξε δύσκολο να τοποθετήσω όλα αυτά τα πρόσωπα, τόσο χρονικά (αν δηλαδή ανήκουν στο παρόν ή το παρελθόν της ιστορίας) όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις.
Μια δεύτερη αντίρρησή μου είναι ως προς τη δημιουργία σασπένς και αγωνίας. Πώς μπορεί ο αναγνώστης να έχει τέτοια συναισθήματα (προκειμένου πάντα για θρίλερ) όταν από την αρχή ξέρει το τέλος; Και μια αμφισβήτηση για την πρωτοπρόσωπη γραφή. Πώς μπορεί ένα πρόσωπο-θύμα απαγωγής και κακοποίησης να έχει τη νοητική διαύγεια και την ψυχολογική αντοχή ώστε να μας εκθέτει σε παρόντα χρόνο και με κάθε λεπτομέρεια την όλη κατάσταση;
Σπάνια γράφω επικριτικά για ένα βιβλίο. Αυτή τη φορά όμως δεν άντεξα. Το συγκεκριμένο με ταλαιπώρησε για μέρες, τρεις φορές το ξανάρχισα προσπαθώντας να το κατανοήσω, αλλά στάθηκε μάταιο.
Εννοείται, βέβαια, πως είμαι πρόθυμη να συζητήσω κάθε αντίθετη άποψη.


Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

Η μυστική ιστορία


 Donna Tartt
Η μυστική ιστορία
Λιβάνης, 1995
Μετ. Σάντυ Παρίση
"Το χιόνι στα βουνά έλιωνε, και ο Μπάνι ήταν νεκρός αρκετές βδομάδες πριν ανιληφθούμε τη σοβαρότητα της κατάστασης, στην οποία είχαμε περιέλθει. Το πτώμα του βρέθηκε μετά από δέκα μέρες, ξέρετε".
Ο Μπάνι ήταν νεκρός. Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα μυθιστόρημα 632 σελίδων, όταν στην πρώτη κιόλας φράση, στην πρώτη γραμμή του κειμένου δηλώνεται ένας θάνατος, που θα αποτελέσει κεντρικό σημείο της ιστορίας; Αυτό μόνο η συγγραφική ικανότητα της καταπληκτικής Donna Tartt μπορεί να το κατορθώσει και οι χιλιάδες των αναγνωστών των κατά κανόνα πολυσέλιδων βιβλίων της να το επιβεβαιώσουν. 
Αφηγητής της "μυστικής ιστορίας" είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της, ο Ρίτσιαρντ Παπέν, ένα νεαρό παιδί που από το Πλέινο της Καλιφόρνιας έρχεται να φοιτήσει στο Κολλέγιο Χάμπτεν, στην Πολιτεία Βερμόντ. "Χάμπτεν:έτος ίδρυσης 1895 (Αυτό μόνο έφτανε να με καταπλήξει. Απ' ό,τι ήξερα, τίποτα στο Πλέινο δεν είχει ιδρυθεί πριν από το 1962). Αριθμός φοιτητών: πεντακόσιοι. Μεικτό. Προοδευτικό. Εξειδικευμένο στις ελευθέριες σπουδές. Αυστηρά επιλεκτικό".
Οι πρώτες εντυπώσεις του Παπέν δίνονται με συναισθηματική φόρτιση: "Εκείνες τις πρώτες μέρες, πριν αρχίσουν τα μαθήματα, τις πέρασα μόνος στο κάτασπρο δωμάτιό μου, στα ηλιόλουστα λιβάδια του Χάμπτεν. Κι ένιωθα ευτυχισμένος εκείνες τις πρώτες μέρες όσο δεν είχα νιώσει ποτέ στο παρελθόν, τριγυρίζοντας σαν υπνοβάτης, αποσβολωμένος και μεθυσμένος από ομορφιά".
Τα γεγονότα δεν τοποθετούνται χρονικά. Υποθέτουμε ότι πρόκειται για τη δεκαετία '70. Δεν υπάρχουν υπολογιστές, ούτε κινητά τηλέφωνα. Τότε, αλλά ίσως και σήμερα ακόμη, σε κάποια πανεπιστήμια, ορισμένοι καθηγητές είχαν τη συνήθεια να συγκεντρώνουν γύρω τους μια ομάδα επίλεκτων φοιτητών, για τους οποίους γίνονται μέντορες και καθοδηγητές. Μια τέτοια ομάδα πέντε φοιτητών διακρίνει ο νεαρός, επαρχιώτης και με πολύ περιορισμένα οικονομικά, Ρίτσιαρντ Παπέν και διακαώς επιθυμεί να γίνει μέλος της. Την αποτελούν οι Χένρι, ωραίος, πλούσιος, ηγετικός τύπος, ο Φράνσις, ο Μπάνι και τα δίδυμα Ταρλς και  Καμίλα. Καθηγητής τους ο Τζούλιαν Μόροου. Ειδικός και λάτρης της κλασικής αρχαιότητας, απορρίπτει την πρώτη προσπάθεια του Παπέν να ενταχθεί στην ομάδα, αλλά τελικά τον δέχεται. Έτσι τον χαρακτηρίζει ο Παπέν: "Ήταν υπέροχος ομιλητής, μαγικός ομιλητής, και μακάρι να μπορούσα νε μεταφέρω όσα έλεγε, μα ένας νους που πολεμάει να ξεφύγει από τη μετριότητα είναι αδύνατο να αποδώσει τα λόγια ενός ανώτερου πνεύματος-ειδικά όταν έχουν περάσει χρόνια-μένοντας απόλυτα πιστός στο πρωτότυπο".
Και σε πολλά άλλα σημεία της αφήγησης θα αναφερθεί ο Ρίτσιαρντ στον καθηγητή τους, στις συζητήσεις μαζί του, στα κοινά τους δείπνα, στη διδασκαλία του. Όμως δεν θα σχολιάσει τη στάση του Τζούλιαν όταν εκείνος μαθαίνει την εμπλοκή των μαθητών  του στον φόνο, στον οποίο έμμεσα τα μαθήματά του είχαν οδηγήσει. Απλώς αναφέρει ότι ο Τζούλιαν δίνει την παραίτησή του και φεύγει από το Χάμπτεν. Γιατί άραγε; Από τύψεις; Κατανοώντας τη δική του ευθύνη; Ο μαθητής δεν θέλει να αποδομήσει τον καθηγητή του; Ποιος ξέρει...
Η επίδραση των μαθημάτων ωθεί  τους τέσσερις φοιτητές από την ομάδα των έξι να επιχειρήσουν να αναπαραστήσουν τα Βακχικά μυστήρια. Ένα βράδυ (με ποτά; ναρκωτικά;) κατορθώνουν να περιπέσουν σε μια ασύνειδη κατάσταση και χωρίς πρόθεση, τυχαία, σκοτώνουν έναν άγνωστό τους αγρότη. Ο Μπάνι, που απουσίαζε από την ομάδα των "διονυσιαστών", υποψιάζεται, εκβιάζει, γίνεται επικίνδυνος. Μόνη λύση, η εξόντωσή του. Πουθενά δεν εκφράζονται τύψεις ή μεταμέλεια. Σκέψεις και συναισθήματα δεν αναλύονται. Ο αναγνώστης αφήνεται να συμπεράνει ο ίδιος τις επιπτώσεις που είχε ο φόνος για τους πέντε φοιτητές. Κάπνισμα, καταφυγή στο ποτό, στα ναρκωτικά, σωματική αρρώστια, μέχρι την ακραία πράξη της αυτοκτονίας. Οι σχέσεις της ομάδας δεν είναι πια οι ίδιες. Διαλύονται.
Το ενδιαφέρον που δημιουργεί το βιβλίο δεν εξαντλείται στην αστυνομική ιστορία, που δεν είναι το κύριο θέμα. Γι' αυτό άλλωστε ο φόνος δηλώνεται εξαρχής. Πλάι σ' αυτήν είναι τα μαθήματα φιλοσοφίας, η αγάπη της κλασικής αρχαιότητας, οι ελληνικές φράσεις (λιγότερες οι λατινικές) που ακούγονται, αν και θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη έμφαση στο κύριο αυτό θέμα διδασκαλίας. Πλάι σ' αυτά όμως το βιβλίο γίνεται αξιοδιάβαστο από πολλά άλλα θέματα που το πλημμυρίζουν. Η φοιτητική ζωή,  πάρτι,  συζητήσεις,  έρωτες,  φιλίες,  ναρκωτικά, εργασίες και εξετάσεις, η απώλεια και το πένθος κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Η ζοφερή ατμόσφαιρα διανθίζεται με ωραίες εικόνες από τη φύση, ανοιξιάτικα ή παγωμένα τοπία. "Ήταν χαρούμενη βραδιά, αξέχαστη βραδιά. Αναμμένα φώτα, ποτήρια που τσούγκριζαν, βροχή που έπεφτε δυνατά στη στέγη. Έξω οι κορυφές των δέντρων σείονταν κάνοντας ένα θόρυβο που θύμιζε άφρισμα σόδας σε ποτήρι. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι ένα υγρό δροσερό αεράκι χάιδευε τις κουρτίνες, σαγηνευτικά άγριο και γλυκό".
Τι είναι εν τέλει "Η μυστική ιστορία"; Ένα μυθιστόρημα φοιτητικής ζωής; Λατρείας της κλασικής αρχαιότητας; Φόνου; Νεανικής τρέλας; Απερισκεψίας; Ονείρων;  Πάνω απ' όλα είναι μια αξιοθαύμαστη λογοτεχνική δημιουργία.