Τετάρτη, Αυγούστου 28, 2013

Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.

Jean-Michel Guenassia
Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.
Πόλις, 2013
Μετ. Ανδρέας Παππάς-Βάνα Χατζάκη
Η φίλη που μου δάνεισε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο μου είπε: "Είναι ακόμα καλύτερο από τη
"Λέσχη  των αθεράπευτα αισιόδοξων". Δέχτηκα την άποψή της με επιφύλαξη. Το θεωρούσα δύσκολο ο ίδιος συγγραφέας να γράψει μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δυο καλά βιβλία. Κι όμως, "Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ" είναι εξίσου, αν όχι καλύτερο από τη "Λέσχη...".
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πώς ο γεννημένος στην Αλγερία Guenassia κατορθώνει να συνδυάσει σ' αυτό το μυθιστόρημα το ατομικό με το καθολικό. Πώς μέσα από τη ζωή του ήρωά του "διαβάζουμε" έναν ολόκληρο αιώνα, από το 1910 ως το 2010. Πώς κατορθώνει να δώσει τέτοια αληθοφάνεια στα πρόσωπα και στα γεγονότα ώστε να έχεις συνεχώς την αίσθηση ότι αυτό που διαβάζεις δεν είναι μυθιστόρημα αλλά κομμάτι αληθινής ζωής και ιστορίας. Εν μέρει ίσως γιατί πλάι στα μυθιστορηματικά περαλαύνουν και ιστορικά πρόσωπα, αλλά δεν νομίζω ότι είναι μόνο αυτός ο λόγος. Είναι, πιστεύω, το ύφος, το στυλ γραφής, οι ολοζώντανοι χαρακτήρες, η ρεαλιστική απεικόνιση του περιβάλλοντος. Παρίσι, Αλγέρι, Πράγα, οι κύριοι χώροι της δράσης, δίνονται με ρεαλισμό και πειστικότητα, συνδυάζοντας αρμονικά το τοπικό με το εκάστοτε χρονικό πλαίσιο: Το προσφυγικό Παρίσι με τη ξένοιαστη ζωή της νεολαίας που νόμιζε πως είχε αφήσει για πάντα πίσω της το αιματοκύλισμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Αλγέρι κατά την έναρξη του Β΄, τη μεταπολεμική Πράγα, το κομμουνιστικό καθεστώς, τη "βελούδινη επανάσταση", το γκρέμισμα του τείχους...
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Γιόζεφ Κάπλαν. Η επιλογή του ονόματος δεν νομίζω ότι είναι τυχαία. Πολύ φυσικά ανακαλεί στη σκέψη τον ήρωα της "Δίκης" του Κάφκα, τέκνου κι αυτού της Πράγας και οι παραλληλισμοί δεν σταματούν στο όνομα, όπως θα ανακαλύψει κάποια στιγμή ο αναγνώστης. 
Ο Κάπλαν είχε γεννηθεί το 1910 στην Πράγα. Γόνος οικογένειας Εβραίων γιατρών, ακολουθεί κι αυτός τον ίδιο κλάδο. Η απώλεια της μητέρας του σε μικρή ηλικία, τον συνέδεσε πιο πολύ με τον επίσης γιατρό πατέρα του. Όταν τελειώνει τις σπουδές του, θέλοντας να ασχοληθεί κυρίως με την έρευνα, πηγαίνει στο Παρίσι και παρακολουθεί βιολογία. είναι τα χρόνια του μεσοπολέμου, χαρούμενα, ξένοιαστα με το ταγκό να κυριαρχεί στη διασκέδαση της νεολαίας. Όταν αρχίζει ο εμφύλιος στην Ισπανία, ο Γιόζεφ περνά ένα στάδιο προβληματισμού, τελικά όμως προτιμά να μην ακολουθήσει πολλούς νέους που έσπευδαν να καταταγούν στις δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά να δεχτεί μια θέση στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Αλγέρι.
Το "λευκό Αλγέρι ", όπως προβάλλει μέσα από τη ματιά του του Γιόζεφ, προδίνει όλη την αγάπη του Guenassia για τη γενέθλια πόλη. Γνωριμίες, φιλίες και έρωτες γεμίζουν τη ζωή του παράλληλα με την εργασία του στο Ινστιτούτο, ενώ τρία σχεδόν χρόνια τα περνάει σ' ένα απομακρυχμένο χωριό, στη μέση του πουθενά, με αφάνταστα δύσκολες συνθήκες.
Με το τέλος του πολέμου γυρίζει στην Πράγα μαζί με τη σύντροφό του, μια ηθοποιό, την Κριστίν. Όμως άδικα θ' αναζητήσει τον πατέρα του, εκείνος έχει χαθεί σε κάποιο από τα ναζιστικά στρατόπεδα.
Η άνοδος του κομμουνιστικού κόμματος στην εξουσία θα τον γεμίσει με ελπίδες για ένα καλύτερο, δικαιότερο, ευτυχέστερο κόσμο, αλλά σύντομα οι προσδοκίες του θα διαψευστούν. Οι συλλήψεις, οι κατηγορίες για συνωμοσία και προδοσία είναι στη Τσεχοσλοβακία όπως και στα υπόλοιπα κομμουνιστικά καθεστώτα. Παντρεύεται την Κριστίν, αποκτά δυο παιδιά, αλλά εκείνη τον εγκαταλείπει ξαφνικά γυρίζοντας στη Γαλλία,  παίρνοντας μαζί της τον εξάχρονο γιο τους και ο Γιόζεφ, μόνος πια μεγαλώνει την κόρη τους. Ένας ακόμα στενός του φίλος, ο διπλωμάτης Πάβελ, εγκαταλείπει ξαφνικά (και κρυφά βεβαίως) τη χώρα, όμως ο Γιόζεφ, παρ' όλη την απογοήτευση που αισθάνεται, δεν θέλησε ποτέ να εγκαταλείψει τη χώρα του.
Το 1966, ενώ διευθύνει ένα σανατόριο στη Βοημία, του φέρνουν ένα βαριά άρρωστο, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο, με το ψευδώνυμο Ραμόν, που δεν είναι άλλος από τον Τσε Γκεβάρα. Μια δυνατή ερωτική σχέση θα αναπτυχθεί μεταξύ Γκεβάρα και Έλενας, της κόρης του Γιόζεφ, αλλά η επέμβαση του καθεστώτος θα είναι καθοριστική στη ζωή των δυο ερωτευμένων.
Είναι κάπως περίεργο πώς, ενώ ο Γκεβάρα δεν είναι το κύριο πρόσωπο του μυθιστορήματος, πώς ενώ εμφανίζεται μετά το πρώτο μισό του βιβλίου, απ' αυτόν εμπνέεται ο συγγραφέας τον τίτλο. Ίσως γιατί "Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ." ήταν η ζωή που ονειρεύτηκαν εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλο τον κόσμο. Κι όπως εκείνος διαψεύστηκε στους οραματισμούς του (πράγμα που ο συγγραφέας εκφράζει στους μονολόγους του Τσε που παρεμβάλλονται) την ίδια διάψευση αισθάνθηκαν και οι ήρωες του βιβλίου. Λέει κάπου ο Τσε: "Μπορεί μια μέρα, αν έχω το κουράγιο, και κυρίως την υπομονή, να γράψω αυτά που ξέρω, αυτά που έχω δει, που έχω ακούσει και ανεχτεί. θα καταγγείλω τότε τη μεγαλύτερη απάτη της εποχής μας:την ιδιοποίηση και την καταβαράθρωση του κομμουνιστικού ιδεώδους απ' το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Κανείς δεν είναι λιγότερο κομμουνιστής απ' αυτούς τους ανθρώπους. Είναι καρεκλοκένταυροι, δειλοί, γραφειοκράτες, που κατάφεραν να αναρριχηθούν στην κορυφή της εξουσίας, και που ένα ελπίζουν και περιμένουν:να κρατηθούν εκεί όσο περισσότερο γίνεται".
Ο Τσε δεν πρόλαβε βέβαια ούτε να καταγγείλει ούτε να ολοκληρώσει τα επαναστατικά του σχέδια. Ο θάνατος τον βρήκε στη Βολιβία το 1967.
Το βιβλίο, χωρίς να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, συνοψίζει την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αι. ενώ ταυτόχρονα προκαλεί ένα γόνιμο προβληματισμό γύρω από πλήθος θέματα.

Τρίτη, Αυγούστου 20, 2013

Το κορίτσι που εξαφανίστηκε

Τζίλιαν Φλιν
Το κορίτσι που εξαφανίστηκε
Μεταίχμιο, 2012
Μετ. Βάσια Τζανακάρη
Οι εγκωμιαστικές κριτικές, το προηγούμενο βιβλίο της Τζίλιαν Φλιν που είχα διαβάσει (Αιχμηρά αντικείμενα), και το ότι κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή, ήταν οι τρεις λόγοι που με ώθησαν στην αγορά του βιβλίου "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε".
Και δεν με απογοήτευσε. Είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό θρίλερ που μπορεί να αρέσει ακόμα και σ' αυτούς που δεν συμπαθούν τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Εμπλέκονται τόσα άλλα θέματα που ο χαρακτηρισμός "αστυνομικό" φαντάζει πολύ ανεπαρκής για να το προσδιορίσει. Θέματα συζυγικών και ευρύτερα οικογενειακών σχέσεων, η επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση χαρακτήρων, η οικονομική κρίση, η αμερικανική ατμόσφαιρα μιας μικρής επαρχιακής πόλης κ.ά. Πάνω απ' όλα όμως η σχέση του ζευγαριού. Γιατί παντρεύονται δυο άνθρωποι, τι προσδοκούν, γιατί συχνά οι προσδοκίες τους διαψεύδονται, πώς η αγάπη μπορεί να γίνει μίσος;
Είναι τρομερά δύσκολο να μιλήσει κανείς για το περιεχόμενο, γιατί είναι τόσες οι ανατροπές που κινδυνεύει να αποκαλύψει στοιχεία που θα μείωναν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Πολύ-πολύ αδρομερώς μπορώ μόνο να πω τα εξής: Δυο νέοι άνθρωποι, ο Νικ και η Έιμι, και οι δυο "γραφιάδες" όπως αυτοπροσδιορίζονται, γνωρίζονται στη Νέα Υόρκη, ερωτεύονται και παντρεύονται. Η οικονομική κρίση τους επηρεάζει άμεσα. Χάνουν και οι δυο τις δουλειές τους. Μετακομίζουν τότε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Μιζούρι, από όπου κατάγεται ο Νικ και όπου ζουν οι γονείς του και η δίδυμη αδερφή του. Και ξαφνικά, το πρωί της πέμπτης επετείου του γάμου τους, η Έιμι εξαφανίζεται. Δεν βρίσκεται πουθενά, ούτε νεκρή ούτε ζωντανή. Οι πρώτες υπόνοιες στρέφονται φυσικά εναντίον του συζύγου. Μάταια εκείνος επιμένει στην αθωότητά του. Η αστυνομία, τα μέσα ενημέρωσης, η τοπική κοινωνία, ρίχνονται στην αναζήτηση της Έιμι.
Όσα συμβαίνουν στο παρόν, την εξαφάνιση, την αναζήτηση κ.λπ. τα μαθαίνουμε μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Νικ. Τη γνωριμία, τον έρωτα, τα πέντε χρόνια γάμου, τα πληροφορούμαστε από το προσωπικό ημερολόγιο (κι αυτό βεβαίως σε πρώτο πρόσωπο) της Έιμι.
Τι έχει γίνει η Έιμι; Πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία; Από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ο αναγνώστης στέκεται δίβουλος ανάμεσα στον Νικ και την Έιμι, δεν ξέρει ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο. Όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και η τεχνική που ακολούθησε η Φλιν συμβάλλουν σ' αυτή την ασθματική ανάγνωση. Κάθε κεφάλαιο σε αφήνει σ' ένα κρίσιμο σημείο (μια τεχνική που ακολουθούν συνήθως και οι τηλεοπτικές σειρές) κι εκεί που γυρίζεις σελίδα παρεμβάλλεται η αφήγηση του άλλου συζύγου, με αποτέλεσμα να θέλεις να το προσπεράσεις γρήγορα για να δεις τη συνέχεια του προηγούμενου κεφαλαίου.
Παρ' όλο ότι οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες, το βιβλίο μου θύμισε μια παλιά ταινία, "The war of the roses", στηριγμένη στο ομώνυμο βιβλίο. Αγάπη και μίσος, η αιώνια πάλη των φύλων, δοσμένη αριστοτεχνικά από τη Τζίλιαν Φλιν.

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2013

Μέρες εγκατάλειψης

ELENA FERRANTE
Μέρες εγκατάλειψης
Άγρα 2004
Μετ. Σταύρος Παπασταύρου
"Ένα απόγευμα του Απρίλη, αμέσως μετά το φαγητό, ο άντρας μου μου ανακοίνωσε ότι ήθελε να με παρατήσει".
Ακόμα κι αν η αγαπητή Κατερίνα δεν δήλωνε  ότι αυτό ττο βιβλίο την ξενύχτησε για να το τελειώσει, η εναρκτήρια πρόταση  του μυθιστορήματος καθώς και η εγγύηση του "Άγρα", θα ήταν αρκετά για να το αναζητήσω και να το διαβάσω.
Θέμα κοινό, κοινότατο. Όμως, όπως συχνά συμβαίνει, δεν είναι το θέμα που έχει σημασία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας το χειρίζεται: η γλώσσα (έστω κι αν πρόκειται για μετάφραση), οι χαρακτήρες, η ψυχολογική εμβάθυνση.
Μια γυναίκα, μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, με δύο παιδιά εφτά και δέκα χρόνων, εγκαταλείπεται ξαφνικά. Χιλιάδες βρέθηκαν και θα βρεθούν στη θέση της. Πώς αντιδρά η καθεμιά; Πώς το αντιμετωπίζει; Πώς ξεπερνά το τραύμα; Πώς επουλώνει (αν επουλώνει) τις πληγές της; Θυμάμαι, πριν από χρόνια, μια φίλη που είχε την ίδια τύχη, μου είπε: "Η εγκατάλειψη είναι χειρότερη από το θάνατο". Μου φάνηκε υπερβολικό τότε. Τώρα όμως, "πλούσια με όσα κέρδισα στο δρόμο", θα συμφωνούσα με τη φίλη εκείνη.
Η ηρωίδα της Ferrante, η τριανταοχτάχρονη Όλγα, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, αναλύει όλα τα στάδια που περνά μια εγκαταλελειμμένη γυναίκα. Είναι σαν να σου ανακοινώνουν ότι πάσχεις από μια ανίατη ασθένεια. Στην αρχή είναι η άρνηση. Όχι, δεν μπορεί να είναι οριστικό. Εκείνος θα ξαναγυρίσει. Ύστερα είναι ο θυμός, είναι η απορία, γιατί σε μένα, τι έφταιξε, ζούσαμε τόσο ευτυχισμένοι, οι αναμνήσεις από την κοινή ζωή την πλημμυρίζουν. Για χάρη του είχε εγκαταλείψει την πόλη της, τη Νάπολη, τον είχε ακολουθήσει στο Τορίνο, είχε στερηθεί το γράψιμο στο οποίο είχε αρχίσει να διακρίνεται. Κι ύστερα έρχονται οι πρακτικές δυσκολίες. Το να έχει να κάνει μόνη της όσα ως τώρα μοιράζονταν σε δυο. Να πάει τα παιδιά στο σχολείο, να αντιμετωπίσει την αρρώστια τους, να φροντίσει το σπίτι, να φτιάξει το χαλασμένο τηλέφωνο, να βγάλει ακόμη και  το σκύλο περίπατο. Παραμελεί τον εαυτό της, εκνευρίζεται με τα παιδιά, χρησιμοποιεί μια γλώσσα χυδαία και πρόστυχη που δεν συνήθιζε πριν, δοκιμάζει ακόμη και μια θλιβερή και αποτυχημένη σεξουαλική συνεύρεση μ' ένα γείτονα.
Τηλεφωνεί σε γνωστούς και φίλους να μάθει ποια είναι αυτή για την οποία ο άντρας της την εγκατέλειψε, τριγυρίζει απελπισμένη ένα βράδυ σε μια γειτονιά όπου υποψιάζεται ότι εκείνος έχει εγκατασταθεί. Οι σκηνές που περιγράφονται όταν ένα παιδί της είναι άρρωστο, ο σκύλος τους (δηλητηριασμένος;) ψυχορραγεί, το τηλέφωνο δεν λειτουργεί και η πόρτα του διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο όπου βρίσκεται έχει πάθει εμπλοκή και δεν ανοίγει, δίνουν και συμβολικά τον εγκλεισμό και την απελπισία της εγκαταλειμμένης γυναίκας, μεταδίδοντάς μας όλο το άγχος της.
Το κοινότοπο θέμα της απιστίας και της εγκατάλειψης, που θα μπορούσε να είναι απλώς άλλη μια "ροζ ιστορία" έγινε με την τέχνη της συγγραφέως λογοτεχνία.

Σημ. για την Ιταλίδα συγγραφέα δεν έχουμε καμιά πληροφορία. Το Elena Ferrante είναι πιθανώς ψευδώνυμο.