Παρασκευή, Δεκεμβρίου 27, 2019

Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό

Agatha Christie
Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό
Μετ. Χρήστος Καψάλης
Ψυχογιός, 2019 
 Έξω κρύο. Ψιλόβροχο. Μέσα η θαλπωρή του σπιτιού (αν υπάρχει και τζάκι ακόμα καλύτερα). Χριστουγεννιάτικη μουσική. Το ιδανικό σκηνικό για το διάβασμα μιας περιπέτειας του Ηρακλή Πουαρό που διαδραματίζεται κι αυτή χριστουγεννιάτικα. Κι ας ήταν ογδόντα χρόνια πριν...
Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Στο μεγάλο του σπίτι ο ηλικιωμένος και ιδιότροπος εκατομμυριούχος Σίμεον Λι, στο οποίο ζει με τον πρωτότοκο γιο του Άλφρεντ και τη σύζυγο του Άφρεντ Λίντια, καλεί και τα άλλα παιδιά του για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Τον Τζορτζ, βουλευτή, και τη σύζυγό του Μάγκταλεν, τον Ντέιβιντ, καλλιτέχνη, που είχε χρόνια να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, και τη σύζυγό του Χίλντα και τον Χάρι, "το μαύρο πρόβατο" της οικογένειας. Τέλος, προσκεκλημένη είναι και η Πιλάρ, εγγονή του Σίμεον, που τώρα θα την γνωρίσει μια και η μητέρα της, που τώρα έχει πεθάνει, παντρεύτηκε έναν Ισπανό και είχε φύγει από την Αγγλία. Στα πρόσωπα αυτά θα προστεθεί και ένα απρόσκλητο, ο Στίβεν, γιος ενός άλλοτε συνεταίρου του Σίμεον, που καταφθάνει από τη Νότιο Αφρική. Βεβαίως υπάρχει και πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. Κι ενώ ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, μια τρομερή κραυγή τους κάνει όλους να τρέξουν στο δωμάτιο του Σίμεον, όπου τον βρίσκουν νεκρό μέσα σε λίμνη αίματος. Καλείται η αστυνομία και μαζί έρχεται και ο Πουαρό, που έτυχε να φιλοξενείται από τον τοπικό διοικητή. Οι ανακρίσεις αρχίζουν. Ο καθένας από όσους βρίσκονταν στο σπίτι είχε λόγο, είχε κίνητρο να σκοτώσει τον γέρο Σίμεον. Κάποιος είχε οικονομικές δυσχέρειες και μια κληρονομιά θα ήταν ευπρόσδεκτη. Άλλος φοβάται  την αλλαγή της διαθήκης τώρα που εμφανίστηκε και άλλη κληρονόμος. Άλλος δεν μπορεί να ξεχάσει πόσο υπέφερε η μητέρα του (σύζυγος του Σίμεον Λι) από την κακή συμεριφορά του  πατέρα του. Άλλο ερώτημα. Θα μπορούσε ο φόνος να είχε διαπραχθεί από γυναίκα; Και ο Πουαρό, βοηθώντας την αστυνομία, να υποστηρίζει πως πέρα από όλα αυτά η αλήθεια θα βρεθεί προπάντων εξετάζοντας τον χαρακτήρα του θύματος. Βεβαίως ο ένοχος θα βρεθεί στο τέλος, δεν ξέρω όμως πόσοι από τους αναγνώστες θα το είχαν υποπτευθεί.
Πιστεύω ότι η αξία των μυθιστορημάτων της Άγκαθα Κρίστι δεν βρίσκεται μόνο στην αστυνομική πλοκή. Με σκόρπιες  πινελιές διανθίζει τα έργα της με πολλά στοιχεία, σύντομες και εύστοχες παρατηρήσεις. Γράφει για παράδειγμα: "Τα Χριστούγεννα συναντάμε μια έντονη υποκρισία, μια υποκρισία με κίνητρο αγαθό, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν παύει να συνιστά υποκρισία". Άλλοτε χαρακτηρίζει υποτιμητικά τους Άγγλους (κι ας είναι η ίδια Αγγλίδα) κι άλλοτε εκφράζει φεμινιστικές απόψεις: "Ο κόσμος είναι πολύ άδικος απέναντι στις γυναίκες" γράφει κάπου. 
Ένα έργο του 1938 που έχει γίνει ταινία, διασκευάστηκε για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το θέατρο και διατηρεί  την ίδια φρεσκάδα ενός σύγχρονου έργου. Αθάνατη Άγκαθα Κρίστι!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 19, 2019

Οι ρετσίνες του βασιλιά

Ισίδωρος Ζουργός
Οι ρετσίνες του βασιλιά
Πατάκης, 2019
Από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα (Η σκιά της πεταλούδας), ο Ισίδωρος Ζουργός με γοήτευσε και τον παρακολουθώ σε κάθε καινούρια του συγγραφική δημιουργία. Έτσι, παρ' όλες τις επιφυλάξεις μου λόγω του αινιγματικού, περίεργου τίτλου, διάβασα και το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Οι ρετσίνες του βασιλιά. Δεν φτάνει βέβαια ούτε ως περιεχόμενο ούτε ως λογοτεχνική γραφή το Λίγες και μια νύχτες, ούτε το Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, δεν παύει όμως να ελκύει και να διαβάζεται με ενδιαφέρον.
Έχει γραφτεί και είναι φανερό τόσο από τα αποσπάσματα που προτάσσει ο συγγραφέας όσο και από την ανάγνωση του μυθιστορήματος ότι αυτό αποτελεί μια αναγνώριση των οφειλών του συγγραφέα αφενός προς τον Σαίξπηρ και ειδικά τον Βασιλιά Ληρ και αφετέρου προς τον αναγεννησιακό Γάλλο γιατρό και συγγραφέα Φρανσουά Ραμπελαί. Δεν θα αναφερθώ στη σχέση αυτή. Το αφήνω για ειδικότερους κριτικούς.
Σ' ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται καταφθάνει ο ηλικιωμένος Λεόντιος Έξαρχος. Αποτραβηγμένος από την επαγγελματική του δραστηριότητα (υπήρξε επιτυχημένος επιχειρηματίας πολιτικός μηχανικός) έρχεται να περάσει τα τελευταία του χρόνια στον Πύργο του πενθερού του, όπως  ονομάζουν οι κάτοικοι του χωριού το χτισμένο σ' ένα ύψωμα σπίτι του πεθαμένου πια Γαβριήλ Ζαμάνη. Ο Ζαμάνης υπήρξε γιατρός, βουλευτής, αλλά  και με πολιτική ισχύ του παρασκηνίου. Πεθαμένη από χρόνια είναι και η Ουρανία, κόρη του Ζαμάνη και σύζυγος του Έξαρχου. Οι τρεις κόρες του Λεόντιου ζουν η μια στο Λονδίνο, η άλλη στις Βρυξέλλες, η τρίτη στην Αθήνα. Τίποτα δεν τον συνδέει μαζί τους. Τους γράφει μόνο ανεπίδοτα γράμματα όπως γράφει και στη νεκρή πια γυναίκα του, εκφράζοντας σε πρωτοπρόσωπη γραφή σκέψεις, συναισθήματα, αναφορές σε γεγονότα του παρόντος και του παρελθόντος. 
Στο υπόλοιπο βιβλίο παρακολουθούμε σε τριτοπρόσωπη γραφή τη ζωή του Έξαρχου στο χωριό κατά τη διάρκεια ενός χρόνου. Πολλά είναι τα πρόσωπα που διακινούνται: Ο ιερέας του χωριού, ο Φώτης ο καφετζής, βασικό πρόσωπο, το καφενείο του οποίου αποτελεί χώρο συνάντησης και κέντρο ζωής του χωριού και πλήθος άλλοι, γνωστοί με τα παρωνύμιά τους, συχνά προερχόμενα από το επάγγελμά τους. Ξεχωρίζει ο Ζαχαρίας ή Μασούρης, ο τρελός του χωριού, που προσκολλάται και αφοσιώνεται στον Λεόντιο Έξαρχο, ως ένα είδος υπηρέτη ή ακολούθου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μεγάλα τμήματα που ακολουθούν τις εποχές: Φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι. Ωραίες περιγραφές της φύσης, συγκεντρώσεις στο καφενείο και οινοποσία με αναφορά στη ρετσίνα όπως ωρίμαζε παλιά, σε βαρέλια και όχι η σύγχρονη βιομηχανοποιημένη. Πλήθος θέματα αναδεικνύονται. Παλιά μυστικά που ξεθάβονται, εξώγαμα παιδιά, εγκλήματα που ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν, η ερήμωση των χωριών, τα προβλήματα των γηρατειών, οι οικογενειακές σχέσεις. Πάνω απ' όλα ωραίες, χαρακτηριστικές εικόνες της φύσης με τις αλλαγές των εποχών που μόνο στην ύπαιθρο μπορούμε να δούμε.
Ένα απροσδόκητο τέλος επισφραγίζει το ενδιαφέρον μυθιστόρημα κι ο αναγνώστης απομένει να αναπολεί όλο αυτόν τον κόσμο με τον οποίο έζησε όσο διάβαζε το μυθιστόρημα. Τόσο φανταστικό αλλά και τόσο πραγματικό.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 07, 2019

Φονικό στη Μεγάλη Εκκλησία

Τεύκρος Μιχαηλίδης
Φονικό στη Μεγάλη Εκκλησία
Πόλις, 2019
Αστυνομικό μυθιστόρημα; Ιστορικό; Μαθηματικό; Όλα αυτά μαζί. Αυτά που κάνουν το καινούριο μυθιστόρημα του Τεύκρου Μιχαηλίδη ένα γοητευτικό ανάγνωσμα και τον αναγνώστη να μην το αφήνει από τα χέρια του  (κι ας ξενυχτήσει) πρά μόνο όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα.
Για τους λάτρεις βέβαια των μαθηματικών ή/και των αστυνομικών μυθιστορημάτων ο Τεύκρος Μιχαηλίδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Καθηγητής Μαθηματικών ο ίδιος, αφιερωμένος στον κλάδο αυτόν της γνώσης και της φιλοσοφίας, έχει γράψει πλήθος βιβλία, άρθρα, μεταφράσεις, συνδυάζοντας επιστήμη και λογοτεχνία.
Αρχίζοντας από τα "Μαθηματικά Επίκαιρα" που μου χάρισε η αείμνηστη θεία του Μαρίκα Ρώσου (ο Τεύκρος είναι κυπριακής καταγωγής) τον παρακολουθώ ανελλιπώς και ανυπομονώ για κάθε καινούριο του βιβλίο. Πιστεύω το "Φονικό στη Μεγάλη Εκκλησία" είναι από τα καλύτερα. Συνδυάζοντας ιστορικά και μυθοπλαστικά πρόσωπα, ιστορία και φαντασία, δημιουργεί ένα ολοζώντανο περιβάλλον. Διαβάζοντάς το δεν έχεις την αίσθηση ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά ενός ολοζώντανου παρόντος του οποίου είσαι μέρος.
Αρχίζει στις 27 Δεκεμβρίου 537 μ.Χ. όταν η Κωνσταντινούπολη ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Θυρανοίξια της Εκκλησίας της του Θεού Σοφίας, που χτίστηκε στη θέση εκείνης που λίγα χρόνια πριν είχε καταστραφεί στη Στάση του Νίκα. Το αυτοκρατορικό ζεύγος, ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα, παρόντες. Παρούσα όλη η αριστοκρατία της Πόλης, παρόντες οι συντελεστές της δημιουργίας αυτού του θαύματος, παρόντα και τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, όπως η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Θεανώ. Μια ωραία νέα, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, παθιασμένη με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, με δίδυμη την εντελώς διαφορετική αδελφή της, Αναστασία. Κραυγαλέα όμως η απουσία του Ιωάννη, σημαντικού βοηθού του αρχιτέκτονα Ισίδωρου. Σε λίγο ο Ιωάννης θα βρεθεί νεκρός στο σπίτι της Θεανώς. Όμως δεν θα πάμε αμέσως στη λύση του μυστηρίου. Ο συγγραφέας μας πάει πρώτα αρκετά πίσω. Μας παρουσιάζει την αγάπη της Θεανώς για τα Μαθηματικά, τη σφοδρή επιθυμία της να φοιτήσει στην Ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα, τη μετάβασή της εκεί, τη φιλία της με μια άλλη αξιόλογη νέα, τη Σωσάννα, τη γνωριμία και τον δεσμό της με ένα νέο συμπατριώτη της, τον Ερμόδωρο. Βέβαια, τα Μαθηματικά πάντα παρόντα, με σχήματα και προβλήματα που και ο πιο άσχετος με τα Μαθηματικά μπορεί να κατανοήσει και να απολαύσει. Θα ακολουθήσουν πολλά επεισόδια, πολλές περιπέτειες, πολλά γεγονότα, θα φτάσουμε σχεδόν στο τέλος του μυθιστορήματος για να ξανασυνδεθούμε με την αρχή και να βρούμε τη λύση του μυστηρίου του φόνου του Ιωάννη που συναντήσαμε στις πρώτες σελίδες.
Ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανεύει στο βιβλίο του Τεύκρου Μιχαηλίδη. Τόσο διαφορετικός αλλά και τόσο όμοιος ο κόσμος του 6ου μ.Χ. αιώνα με τον κόσμο του 21ου! Οι φιλομαθείς και οι αρριβίστες, οι αφοσιωμένοι στην επιστήμη κι αυτοί που πλουτίζουν με τις απάτες, ο έρωτας και η συκοφαντία, ο αιώνιος άνθρωπος με τις αρετές και τις κακίες του. 
Ένα βιβλίο που προσφέρει όχι μόνο απόλαυση αλλά και γνώση. Ένα βιβλίο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην τάξη από τους διδάσκοντες Ιστορία. Να διαβάσουν, για παράδειγμα, μια ωραία περιγραφή του τρούλου της Αγίας Σοφίας, ή της Στάσης του Νίκα ή να γνωρίσουν μια πλευρά της προσωπικότητας της Θεοδώρας που (πέρα από όσα συκοφαντικά της αποδίδονται) δεν είναι και τόσο γνωστή. Όπως το ότι φρόντισε για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας, ότι οι νόμοι του Ιουστινιανού υπέρ των γυναικών έφεραν τη δική της σφραγίδα.
Οι σημειώσεις και η βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου όχι μόνο τεκμηριώνουν τα γεγονότα, αλλά πλουτίζουν τις γνώσεις μας και καθίστανται κίνητρα για περαιτέρω μελέτη. Εν ολίγοις: ένα εξαιρετικό βιβλίο.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 29, 2019

Εξιλέωση

Ιαν Μακ Γιούαν
Εξιλέωση
Μετ. Γιάννης Σκαρπέλος
Νεφέλη, 2002
Θεωρείται το καλύτερο έργο του Μακ Γιούαν, έχει γίνει μια επιτυχημένη ταινία, βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά. Από την πρώτη ανάγνωση που είχα κάνει όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά διατηρούσα μια αόριστη ανάμνηση: Ένα σιντριβάνι, δίπλα ένα ζευγάρι, μακριά ένα παράθυρο από όπου ένα κοριτσάκι κοιτάζει τη σκηνή, ύστερα μια επίπονη πορεία στρατιωτών που υποχωρούν, τέλος ένα νοσοκομείο με φριχτές σκηνές τραυματιών, ακρωτηριασμών, πόνου και θλίψης.
Πραγματικά άξιζε η δεύτερη ανάγνωση ύστερα από κάπου δεκαεφτά χρόνια. Ο χρόνος τώρα άπλετος (ένα από τα αγαθά των μεγάλων ηλικιών!) μου επέτρεψε το αργό διάβασμα, την απόλαυση της λεπτομέρειας, την παύση και τον συλλογισμό πάνω σ' αυτά που διάβαζα...
Το έργο αρχίζει το 1935, ένα καλοκαίρι, σ' ένα πλουσιόσπιτο στην αγγλική εξοχή. Ένοικοι η οικογένεια Τάλλις, αποτελούμενη από τον πατέρα (απόντα όταν αρχίζει το έργο), τη μητέρα Έμιλυ που οι ημικρανίες την κρατάνε για ώρες σε σκοτεινό δωμάτιο (πόσο καλά τα ξέρω αυτά τα συμπτώματα) και τα τρία παιδιά τους: Τον Λήον, που έρχεται για διακοπές με τον πλούσιο εργοστασιάρχη φίλο του, την Σεσίλια και τη δεκατριάχρονη Βρυώνη. Φιλοξενούνται ακόμη τρία ξαδέλφια τους, παιδιά της αδελφής της Έμιλυ. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει από την αρχή ως το τέλος, κεντρικός ήρωας θα λέγαμε, ο Ρόμπι, γιος της παραδουλεύτρας της οικογένειας, παιδικός φίλος των παιδιών και ερωτευμένος με τη Σεσίλια. Το καλοκαίρι κυλάει χαρούμενο, ο πόλεμος είναι ακόμα μακριά, αν και τα μαύρα σύννεφα έχουν αρχίσει να μαζεύονται.
Σε τρία μέρη χωρίζεται το μυθιστόρημα. Στο πρώτο, και πολύ εκτενέστερο από τα άλλα δύο, γνωρίζουμε τα πρόσωπα, τις σχέσεις τους, τα όνειρά τους, τις σκέψεις τους. Κυρίως τη Βρυώνη που γράφει ένα θεατρικό, αλλά απότομα το εγκαταλείπει, γιατί θέλει να γίνει μυθιστοριογράφος. Αργός ρυθμός, εξαντλητικές λεπτομέρειες στην περιγραφή του εξωτεερικού περιβάλλοντος αλλά και της εσωτερικής ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων. Η Βρυώνη παρεξηγεί μια σκηνή που βλέπει, καταγγέλλει για βιασμό τον Ρόμπι, ο οποίος και φυλακίζεται.
Το δεύτερο μέρος του έργου, πέντε  χρόνια αργότερα, περιγράφει με δυνατές, εντυπωσιακές στο ρεαλισμό τους εικόνες, το επίπονο βάδισμα του διαλυμένου συμμαχικού στρατού που υποχωρεί, στην προσπάθειά του να φτάσει στη Δουνγκέρκη για να επιβιβαστεί στα πλοία. Ανάμεσά τους και ο Ρόμπι.
Στο τρίτο μέρος η Βρυώνη που έχει αναγνωρίσει το λάθος της και μετανιώνει για το κακό που προκάλεσε με το ψέμα της, εγκαταλείπει τα όνειρα για σπουδές, μπαίνει στο νοσοκομείο ως εκπαιδευόμενη νοσοκόμα και επισκέπτεται την αδελφή της ζητώντας συγγνώμη.
Σε λίγες σελίδες σ' ένα τέταρτο μέρος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η εβδομηνταεπτάχρονη πια Βρυώνη γιορτάζει ανάμεσα σε πλήθος συγγενών-απογόνων κυρίως των προσώπων του μκαρινού εκείνου καλοκαιριού τα γενέθλιά της στο παλιό αρχοντικό που έχει γίνει ξενοδοχείο. Πάσχει ήδη από την αρχή μιας ασθένειας, της αγγειακής άνοιας. Μπορεί όμως ακόμα να αναλογίζεται το παρελθόν, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τη ζωή της. Προβληματίζεται με τη σκέψη μήπως μπορούσε να δώσει ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία. Και μας αφήνει με την απορία: Μήπως όλο αυτό που διαβάσαμε ήταν μια μυθιστορηματική δημιουργία της Βρυώνης;

Σάββατο, Νοεμβρίου 16, 2019

Βοτσαλωτή

Κώστας Λυμπουρής
Βοτσαλωτή
εκδ.Το Ροδακιό, 2019
Παρακολουθώ τη λογοτεχνική πορεία του Κώστα Λυμπουρή από το πρώτο του βιβλίο μέχρι σήμερα. Τις συλλογές διηγημάτων "Προσωρινά κλειστό", "Για μια μικρή παύλα", "Των ημετέρων άλλων" (Κρατικό βραβείο), το μυθιστόρημα "Επιβάτες φορτηγών" και τώρα ακόμα μια συλλογή διηγημάτων, "Βοτσαλωτή". Ελκυστικό ήδη από το ωραίο, πρωτότυπο εξώφυλλο και μ' ένα πρώτο ξεφύλλισμα από την εξαιρετική έκδοση, τέτοια που δεν συναντάμε συχνά.
Βοτσαλωτή. Ένας τίτλος που παραπέμπει σε πολλές εκδοχές. Συναντάμε τη λέξη ως επίθετο: βοτσαλωτή παραλία, παραλία γεμάτη βότσαλα, όμορφα, πολύχρωμα χαλίκια. Στη συλλογή του Λυμπουρή τη συναντάμε και ώς ουσιαστικό, όνομα χωριού που έχει οπωσδήποτε σχέση με τη θάλασσα και το δέσιμο των ανθρώπων μ' αυτή ("Η Σταυρούλα"). Ως τίτλος της συλλογής των διηγημάτων ανταποκρίνεται αφενός στην ποικιλία της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε, στην ποικιλία των θεμάτων, των χαρακτήρων, των εμπειριών που υποκίνησαν τη δημιουργικότητα και την έμπνευση του συγγραφέα, αλλά και την πολυμορφία των συναισθημάτων που κατακλύζουν τον αναγνώστη.
Όταν, εδώ και μερικές δεκαετίες, δίδασκα Νεοελληνική Λογοτεχνία, θυμάμαι τον ορισμό του διηγήματος που απαιτούσαμε να ξέρουν οι μαθητές: "Διήγημα είναι η εξιστόρηση ενός κομματιού ζωής, πραγματικής ή φανταστικής, με αρχή, μέση και τέλος...". Αυτό  τον ορισμό μου θύμισαν και τα 27 διηγήματα της "Βοτσαλωτής". Κομμάτια ζωής, άλλοτε πιο σύντομα, άλλοτε εκτενέστερα. Άλλοτε καταγραμμένα σε 5-6 γραμμές (διηγήματα "μπονζάι") που "σαν πρόκες" σου καρφώνονται στη σκέψη, άλλοτε σαν "facebook διήγημα- ("Μπιρίτσα στα σύννεφα"), άλλοτε πάλι σαν ταξιδιωτικό διήγημα, ένα συγκινητικό προσκύνημα στην κατεχόμενη γη μας, ("Τ' Αϊ-Συμιού τ' αέρι"). Κάποτε σαν χρονογραφικό διήγημα, ("Σε-Βιμ-Σε-Βιμ") κι άλλοτε πάλι σαν επιστολικό διήγημα ("Γράμμα στον Κυριάκο Μάτση").
Συντομότερα ή εκτενέστερα, μια στιγμιαία εικόνα σαν φωτογραφική απεικόνιση, ή κλασική αφήγηση μιας ιστορίας, τα διηγήματα του Λυμπουρή, σαν πολύχρωμα βότσαλα μιας ήρεμης παραλίας, διαβάζονται με ενδιαφέρον, ευχαρίστηση, συχνά με σγκίνηση. Έμπνευση αντλημένη από τη γύρω σύγχρονη ζωή, πλημμυρισμένη από αγάπη για τον τόπο, από κατανόηση για τα ανθρώπινα, τρυφερότητα. Παράδοση και πρωτοτυπία, συναίσθημα και ρεαλισμός συναντιούνται για να συνθέσουν αυτή την όμορφη,"βοτσαλωτή" λογοτεχνική παραλία.

Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2019

Τι χορούς να χορέψω


Αθηνά Τσάκαλου
Τι χορούς να χορέψω
Εκδ. Τόπος, 2019
Τέλειωνα την παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου της Αθηνάς Τσάκαλου «Οι λεηλάτες του μεσημεριού» με την εξής σκέψη: «Η καταπληκτική περιγραφική δύναμη, η συναισθηματική φόρτιση, οι αξεπέραστες εικόνες από τη φύση, η δύσκολη ζωή ενός ορεινού χωριού που σιγά-σιγά ερημώνει, οι διαλογικές συζητήσεις, η θρησκευτική αύρα, όλα με γοήτευσαν και με συνάρπασαν. Πώς να συνδυάσω τη γοητεία όλων αυτών με την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο δράσης των αναρχικών ομάδων; Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος με την ένοπλη δράση αυτών των ιδεολόγων; Μήπως υπάρχουν άλλοι τρόποι;»
Και να τώρα, σαν να έρχεται με το καινούριο της βιβλίο η συγγραφέας να δώσει απάντηση στο ερώτημά μου: Ναι, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Κεντρική ηρωίδα κι εδώ μια μάνα: (Στη μάνα της άλλωστε είναι αφιερωμένο το βιβλίο και η ωραία, ποιητική εισαγωγή). Η Ήρα. Βυθισμένη στη θλίψη, με τη σκέψη στραμμένη διαρκώς στον εξαφανισμένο, καταζητούμενο γιο της, ταυτίζεται μ’ όλους αυτούς που αναζητούν παντού τα παιδιά τους. «Στους σταθμούς των τρένων, στις αποβάθρες των λιμανιών, στις αίθουσες των αεροδρομίων». Να τα δουν έστω από μακριά, ν’ ακούσουν μ’ ένα τηλεφώνημα τη φωνή τους, να ξέρουν ότι είναι καλά κι ας μην είναι κοντά τους. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, υποφέρει κι αυτός, αλλά αντιμετωπίζει το θέμα πιο ρεαλιστικά, αποδεχόμενος τους λόγους για τους οποίους εξαφανίστηκε ο γιος τους: «Δεν εξαφανίστηκε από μια κακοτυχία, εξαφανίστηκε από δική του επιλογή, όπως δική του επιλογή ήταν και οι δρόμοι που ακολούθησε, δεν γίνεται ο καθένας μέλος μιας αναρχικής ένοπλης ομάδας έτσι απλά. Ήταν μια  απόφαση ζωής και ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Ήταν μια απόφαση που δεν είχε θέση για εμάς τους γονείς του στη ζωή που διάλεξε. Τα βρίσκω όλα αδιέξοδα, αλλά βαθιά μέσα μου σέβομαι την απόφασή του για τη δική του ζωή και με πόνο λέω, αφού αυτό ήθελε, ας είναι καλά». Η σχέση του ζεύγους διασαλεύεται. Θα ξανάρθουν όμως και πάλι κοντά, όταν κάποιες πληροφορίες για τον γιο τους φτάνουν. Ένα ονειρώδες, υπερφυσικό στοιχείο διαπνέει το έργο. Άραγε για να δώσει η συγγραφέας και έμπρακτα τον ιδεατό, ονειρικό κόσμο για τον οποίο οι ομάδες στις οποίες ο γιος τους ανήκει αγωνίζονται;
Συναντήσεις με τη μάνα της Ήρας, ιστορίες από τα παλιά, θρύλοι, αναμνήσεις, αγάπη για τη φύση διαπνέουν το βιβλίο. Μια μυστηριώδης γυναικεία μορφή οδηγεί τον Μιχάλη και την Ήρα σ’ ένα απόκοσμο τοπίο, όπου ομάδες ανθρώπων εργάζονται μυστικά για τη δημιουργία ενός καινούριου κόσμου. Είναι ένας κόσμος όπου πρυτανεύει η αγάπη, η ηρεμία, η καλοσύνη, τα φυτά, η φύση, οι ήρεμες συζητήσεις, οι χοροί της χαράς. Η Ήρα αποδέχεται αυτό τον κόσμο, αποδέχεται τις επιλογές του γιου της, έστω κι αν ξέρει πως εκείνος, προετοιμαζόμενος γι’ αυτό τον καινούριο κόσμο, θα ζει μακριά της.
Παρ’ όλο που ο κόσμος για τον οποίο οι ήρωες της Τσάκαλου εργάζονται είναι ο ιδεατός, ειρηνικός, καινούριος κόσμος τον οποίο ο καθένας μας ονειρεύεται, δεν μας πείθει ότι ο κόσμος αυτός μπορεί να πραγματωθεί. Θυμίζει κάπως τον κόσμο που το κομμουνιστικό ή το χριστιανικό ιδεώδες αποπειράθηκε να δημιουργήσει και ξέρουμε τα αποτελέσματα. Ο Θουκυδίδης, αθάνατος πάντα, μας το φωνάζει από τα βάθη των αιώνων: «Τα ίδια γίνονται και θα γίνονται όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια».


Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2019

Μηχανές σαν κι εμένα

Ίαν ΜακΓιούαν
Μηχανές σαν κι εμένα
Πατάκης, 2019
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας πάντα με γοήτευε. Όχι η φαντασία που αναφέρεται σε εξωγήινους, σε άλλους γαλαξίες και αστερισμούς, αλλά η φαντασία που τοποθετεί τα δημιουργήματά της στη γη μας, αυτόν τον μικρό πλανήτη που ξέρουμε και στον οποίο πολλά απ' αυτά που η φαντασία των λογοτεχνών δημιούργησε έχουν ήδη παραγματοποιηθεί.
Μικρή με συνάρπαζε ο Ιούλιος Βερν, αργότερα το "1984", ο "Θαυμαστός καινούριο κόσμος", το "Φάνεραϊτ 451", το "Μη μ' αφήσεις ποτέ", για ν' αναφέρω πρόχειρα μερικά που θυμάμαι. Με είχε επίσης συναρπάσει το "Εγώ το ρομπότ" του Ισαάκ Ασίμοφ, του οποίου  έχω μια έκδοση του 1974 (Κάκτος). Κατανοητή λοιπόν η ανυπομονησία μου να διαβάσω το "Μηχανές σαν και μένα", όχι μόνο για το θέμα, αλλά και γιατί προέρχεται από έναν ιδιαίτερα αγαπημένο συγγραφέα. Και πραγματικά δεν με απογοήτευσε. 
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής, κύριο πρόσωπο του βιβλίου, είναι ένας τριαντάχρονος νέος, ο Τσάρλι, με πτυχίο ανθρωπολογίας και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ηλεκτρονικά, που αφού πέρασε από διάφορες ασχολίες, καταφέρνει να εξασφαλίζει το πενιχρό του εισόδημα παίζοντας στο χρηματιστήριο μέσω υπολογιστή. 
Το έργο τοποθετείται στο 1982, σ' ένα Λονδίνο πιο πολύ όμοιο με το σημερινό παρά με το τότε. Ο συγγραφέας όμως αλλάζει την πραγματικότητα. Ο πόλεμος των Φώκλαντ λήγει με ήττα της Αγγλίας και η Θάτσερ χάνει τις εκλογές που ακολουθούν. Δεν ξέρω τη χρησιμότητα αυτών των αναχρονισμών. Στους οποίους προστίθεται ακόμα ένας, με ιδιαίτερο λόγο παρουσίας: Ο Άλαν Τιούρινγκ. Ιστορικό πρόσωπο, κρυπτογράφος με ξεχωριστή σημασία στο Β΄Π΄Πόλεμο, θεωρούμενος πατέρας των  υπολογιστών και της  τεχνητής νοημοσύνης, που είχε πεθάνει ήδη το 1950, εμφανίζεται στο βιβλίο να ζει, να συναντιέται και να συζητά με τον Τσάρλι, ο οποίος τον εκτιμά, τον θαυμάζει, τον σέβεται, πιθανότατα συναισθήματα του συγγραφέα για τον ξεχωριστό αυτόν επιστήμονα.
Μια κληρονομιά επιτρέπει στον Τσάρλι να αγοράσει έναν από τα 25 πανάκριβα ανθρωποειδή που μόλις έχουν δημιουργηθεί και διατέθηκαν στην αγορά: 12 άνδρες που ονομάζονται Αδάμ και 13 γυναίκες με το όνομα Εύα. Πανομοιότυπα με ανθρώπους, δεν ξεχωρίζουν καθόλου από πραγματικούς. Όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά στην όλη συμπεριφορά, στην ομιλία, στο τι μπορούν να κάνουν. Στις γνώσεις ανώτεροι. Μπορούν όμως να εφοδιαστούν και με συναισθήματα; Μπορεί για παράδειγμα ο Αδάμ να ερωτευτεί τη Μιράντα;
Μα πέρα από τα συναισθήματα είναι πολλά άλλα για τα οποία δημιουργείται προβληματισμός. Μπορούμε να τοποθετήσουμε στο δημιούργημά μας την ικανότητα να παίρνει αποφάσεις σε διλημματικές καταστάσεις; Μπορούμε να του διδάξουμε την ικανότητα να κρύβει τις σκέψεις του; Να λέει ψέματα; Τι κόσμος θα είναι αυτός που ό,τι σκεφτόμαστε θα λέγεται; Ελάχιστοι μόνο από τους προβληματισμούς που μέσα από την ενδιαφέρουσα πλοκή αλλά και τις συζητήσεις Τσάρλι-Ντιούρινγκ ή Τσάρλι-Μιράντα-Αδάμ ή άλλα ακόμα πρόσωπα δημιουργούνται Θα μπορούν τα ανθρωποειδή του μέλλοντος να γράψουν ποίηση; Ο Αδάμ του Τσάρλι μπορεί. Έχει γράψει χιλιάδες χαϊκού. Λίγο πριν το αναπάντεχο τέλος τους απαγγέλλει ακόμα ένα. Τους λέει: "Ελπίζω πως θ' ακούσετε...ένα τελευταίο χαϊκού. Χρωστάει οφειλές στον Φίλιπ Λάρκιν. Αλλά δεν είναι για φύλλα και δέντρα. Είναι για μηχανές σαν κι εμένα και ανθρώπους σαν κι εσάς και για το κοινό μας μέλλον...για τη θλίψη που αναπόφευκτα θα έρθει. Θα συμβεί. Με βελτιώσεις μέσα στο χρόνο...θα σας ξεπεράσουμε...και θα διαρκέσουμε περισσότερο από εσάς...Έστω κι αν σας αγαπάμε. Πιστέψτε με, αυτοί οι στίχοι δεν εκφράζουν θρίαμβο...Μόνο θλίψη και μεταμέλεια.
Πέφτουν τα φύλλα
Βγαίνουν για μας καινούρια.
Μα όχι για σένα.
Το απρόοπτο τέλος δεν λύνει βέβαια τις απορίες μας, δεν απαντά στους προβληματισμούς μας. Πολλά απ' όσα ζούμε σήμερα στον τομέα της τεχνολογίας τα θεωρούσαμε κάποτε μόνο επιστημονική φαντασία. Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί όταν εμείς δεν θα είμαστε πια εδώ;

Υ.Γ. "Υπάρχω". Τραγουδά ο Καζαντζίδης. Κι εγώ υπάρχω, νεκραναστημένη ύστερα από δυο μήνες απουσία. Κι αν ξανααπουσιάσω από το blog δεν θα' ναι από δική μου επιλογή. Εύχομαι να είμαι ακόμα για πολύ εδώ.

Τετάρτη, Αυγούστου 21, 2019

Ο ξένος

Αλμπέρ Καμύ
Ο ξένος
Καστανιώτης, 1998
(L' Etranger, 1942)
μετ. Νίκη Καρακίτσου-Ντούζε
        Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν
Δεν υπάρχει, νομίζω, βιβλιόφιλος ή γενικά άνθρωπος που ασχολείται με τα Γράμματα και ειδικά τη φιλοσοφία, που δεν έχει διαβάσει το περίφημο αυτό βιβλίο. Πλείστες μελέτες έχουν γραφτεί γύρω από αυτό, έχει αναλυθεί, έχει συζητηθεί. Θεωρείται ένα από τα κείμενα που έθεσαν τις βάσεις της θεωρίας του παραλόγου. Τελευταίως ακόμα μελετήθηκε από την άποψη της πάθησης του συνδρόμου του Asperger, καθώς θεωρήθηκε ότι ο βασικός του ήρωας, ο Μερσώ, πάσχει απ' αυτό το σύνδρομο.
Τι μπορώ εγώ λοιπόν να προσθέσω με την παρουσίασή μου σ' όλες αυτές τις αναγνώσεις και αναλύσεις; Τίποτα καινούριο ασφαλώς. Θέλησα απλώς να καταγράψω κάποιες σκέψεις, να καταθέσω τις δικές μου εντυπώσεις. Βεβαίως δεν είναι η πρώτη φορά που το διαβάζω. Και λυπάμαι που έχασα (ή δεν βρήκα μέσα στο χάος των βιβλίων μου) την παλιά έκδοση από την οποία το πρωτοδιάβασα κι έτσι το ξαναγόρασα.
Δεν θυμάμαι ακριβώς τις τότε μου σκέψεις. Σίγουρα μια μελαγχολία πρέπει να με είχε καταλάβει. Το ίδιο και τώρα, αλλά για άλλους νομίζω λόγους. Τότε ήταν μια μελαγχολία, μια απαισιοδοξία. Ένας άνθρωπος, ο Μερσώ, που ζει στο Αλγέρι (ο Καμύ, 1913-1960, είναι Γαλλο-Αργερινός) σκοτώνει χωρίς ουσιαστικό λόγο έναν Άραβα. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Γύρω από αυτό και μόνο το περιστατικό χτίζεται όλο το σύντομο μυθιστόρημα. Μέσα από ελάχιστα περιστατικά, τον θάνατο της μητέρας του με τον οποίο και αρχίζει το έργο, τη συνάντηση με το κορίτσι του, αργότερα με έναν γέρο συγκάτοικο που βγάζει περίπατο τον σκύλο του, μετά έναν φίλο του, τέλος μια εκδρομή με φίλους στη θάλασσα, τελικά τον φόνο. Το δεύτερο μισό του βιβλίου καταλαμβάνει η δίκη. Γύρω απ' αυτά τα βασικά περιστατικά πλέκονται οι αντιδράσεις και οι σκέψεις του που χαρακτηρίζονται από μια ακραία αδιαφορία. Καλά-καλά δεν ξέρει πότε πέθανε η μητέρα του ("σήμερα, μπορεί και χτες, δεν ξέρω"). Όταν ένας φίλος του  ζητάει μια βοήθεια, δεν αρνείται ("εμένα το ίδιο μου έκανε"), λέει. Όταν ο προϊστάμενός του του ανακοινώνει την μετάθεσή του στο Παρίσι "κατά βάθος το ίδιο μου έκανε", ομολογεί. Όταν η φιλενάδα του, η Μαρί, τον ρωτάει αν ήθελε να παντρευτούν, της απάντησε ότι το ίδιο του έκανε και πως θα μπορούσαν να παντρευτούν αν εκείνη το ήθελε. Όταν ο δικαστής τον ρωταέι γιατί έκανε το έγκλημα, λέει: "...το έκανα εξαιτίας του ήλιου". Καμιά συνειδητή πρσπάθεια δικαιολόγησης του εγκλήματος. Όταν ζητά ο ιερέας να τον επισκεφθεί στη φυλακή, τρεις φορές αρνείται, "δεν έχω όρεξη να μιλήσω". Αυτή η αδιαφορία κορυφώνεται στην αντιμετώπιση του θανάτου:"Τι σημασία έχει αν πεθάνω σήμερα ή ύστερα από τριάντα χρόνια;".
Δεν μου είναι εύκολο να εξηγήσω γιατί η θλίψη (ίσως και κατάθλιψη) που ένιωσα διαβάζοντας τον ¨Ξένο" στα νιάτα μου, μετατράπηκε τώρα στην ώριμη (!) ηλικία σε μια εγκαρτέρηση, σε μια ήρεμη αποδοχή του αναπόφευκτου ζωής και θανάτου. Κι ίσως θα πρέπει, εκτός από όλες τις ερμηνείες και αναλύσεις που συσσωρεύτηκαν με τα χρόνια, να διαβάζουμε τον "Ξένο" έχοντας πρωτίστως υπ' όψιν τα λόγια του ίδιου του Καμύ: "...Αυτό που θα διαβάσει ο αναγνώστης στον Ξένο είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δίχως τίποτα ηρωικό στη συμπεριφορά του, δέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Ένιωσα εξάλλου την ανάγκη να πω, κι ας μοιάζει παράδοξο, πως προσπάθησα να αποδώσω με τον ήρωά μου το μόνο Χριστό που μας αξίζει. Είναι φανερό λοιπόν, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι το είπα χωρίς πρόθεση βλασφημίας, απλώς και μόνο με την κάπως ειρωνική τρυφερότητα που δικαιούται να νιώθει ένας καλλιτέχνης για τα πρόσωπα που δημιουργεί".

Πέμπτη, Αυγούστου 08, 2019

Καρκίνος

Περικλής Σφυρίδης
Καρκίνος
Εστία, 2018
Απορώ πώς στις λογοτεχνικές μου αναζητήσεις, στην περιδιάβασή μου σε βιβλιοπωλεία, blogs, ηλεκτρονικές σελίδες κ.λπ. δεν έτυχε να συναντήσω τον Θεσσαλονικιώτη γιατρό-συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη, που έχει ένα πλουσιότατο λογοτεχνικό έργο: Ποίηση, διηγήματα, μυθιστορήματα, ανθολογίες, μελέτες, είναι είδη με τα οποία έχει ασχοληθεί. Ούτε τώρα θυμάμαι ποια σύμπτωση έφερε στα χέρια μου το τελευταίο του μυθιστόρημα "Καρκίνος", το οποίο λόγω του ολιγοσέλιδου διάβασα μέσα σε μια μέρα.
 Το χαρακτηρίζει μυθιστόρημα, όμως πιστεύω ότι τα περισσότερα γεγονότα που αναφέρονται σ' αυτό είναι πραγματικά γεγονότα της προσωπικής του ζωής. Η όλη αφήγηση είναι δοσμένη σε πρώτο πρόσωπο, σαν μια συνέντευξη που δίνεται σε κάποιον, πιθανότατα δημοσιογράφο, που την ηχογραφεί. Τα περιστατικά δεν έχουν μεγάλη ενότητα μεταξύ τους. Αρχίζει με την ανάμνηση της πρώτης εμπειρίας καρκίνου που είχε ως νεαρός, ειδεικευόμενος γιατρός και που αφορούσε μια πολύ ωραία, νέα κοπέλα. Συνεχίζει με πολλά άλλα ιατρικά περιστατικά που δεν αφορούν μόνο τον καρκίνο. Συγχρόνως παρεμβάλλει ποκίλες σκέψεις, αναφέρεται επικριτικά στις φαρμακοβιομηχανίες, σε γιατρούς που χρηματίζονται, σε διλήμματα όπως για παράδειγμα αν πρέπει ο γιατρός να λέει την αλήθεια στον άρρωστο, ποιος ο ρόλος του περιβάλλοντος του αρρώστου, συγκρίνει τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία και τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια κ.λπ. Συχνότατα αναφέρεται στο οικογενειακό του περιβάλλον, τη γυναίκα, τα παιδιά, τους φίλους και στη Σκύρο, όπου έχουν το εξοχικό τους. Πολύ φαίνεται να αγαπά το νησί, στο οποίο και μας ξεναγεί. Κι όταν η ξενάγηση αυτή γίνεται ακόμα κι όταν η γυναίκα του παλεύει με τον καρκίνο, αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογηθεί: "Πώς να σου εξηγήσω με λόγια που δεν μπορώ να βρω ότι αυτές οι βόλτες μου με τον ποιητή, τη γυναίκα του και την καθηγήτρια ήταν η ψυχική μου αποφόρτιση στο νησί από τον καρκίνο της γυναίκας μου; Πώς να σου εξηγήσω με λόγια που δεν μπορώ να βρω ότι στις ώρες αυτής της περιδιάβασής μας στα αξιοθέατα της Σκύρου ο καρκίνος της έφευγε από το μυαλό μου και επανερχόταν με την επιστροφή στο σπίτι;"
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφορά αυτό ακριβώς, τον καρκίνο της γυναίκας του. Πώς άρχισε, πώς εξελίχθηκε, την πορεία της θεραπείας κι όσο πλησιάζει το τέλος, μήνα με τον μήνα, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα όλη την εξέλιξη.
Μας εντυπωσιάζει το ότι η περιγραφή αυτή, ακόμα και το τέλος, γίνεται χωρίς συναισθηματισμό. Άραγε γιατί επικράτησε ο ορθολογισμός του γιατρού ή μήπως γιατί θεώρησε βεβήλωση την έκθεση των συναισθημάτων του μπροστά στα μάτια του κάθε αναγνώστη; Ποιος ξέρει...
Είναι ένα βιβλίο που μας εξοικειώνει (όσο αυτό είναι δυνατό) με την αρρώστια και τον θάνατο και μας κάνει να αναρωτηθούμε πάνω στο μεγάλο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2019

Στη ζωή νωρίς νυχτώνει

Ελένη Πριοβόλου
Στη ζωή νωρίς νυχτώνει
Καστανιώτης, 2019
Τόσο κοντά και τόσο μακριά μας! Ο Λίβανος, η Βηρυτός, μισή ώρα πτήση από την Κύπρο, ένα ευχάριστο σαββατοκυρίακο αναψυχής υπήρξε συχνά για μας κι όμως ποτέ δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε την  ταραγμένη ιστορία αυτής της λωρίδας γης. Ακούγαμε πάντα για τον πόλεμο στον Λίβανο, δεχτήκαμε κατά καιρούς Λιβανέζους πρόσφυγες, οι πιο πολλοί από μας επισκεφθήκαμε τη γειτονική χώρα κι όμως εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο.
Λίγο φως σ' αυτό το μυστήριο προσπαθεί να ρίξει με το ενδιαφέρον μυθιστόρημά της η Ελένη Πριοβόλου, αλλά ούτε κι αυτή το κατορθώνει νομίζω. Ίσως, αν δεν επεκτεινόταν χρονικά από το 1963 ως το 2015, ούτε τοπικά από Αθήνα ως Καναδά, ως Βηρυτό, ούτε σε τόσο πλήθος προσώπων, αν έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία του Λιβάνου, την οποία φαίνεται πολύ να μελέτησε, ίσως τότε να μας έδινε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα. Ίσως όμως πάλι ο στόχος της να μην ήταν αυτός, αλλά να θέλησε να μας δώσει την επίδραση και τις συνέπειες που έχουν οι εποχές και τα πολιτικά γεγονότα στις απλές, ανθρώπινες ζωές.
Το μυθιστόρημα αρχίζει αρχές της δεκαετίας του '60 στην Αθήνα. Ωραία δοσμένη η εποχή για όσους τη γνωρίσαμε. Η αυστηρότητα των ηθών, η πατριαρχική κοινωνία, αλλά και η αρχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης, τα νέα πνευματικά κινήματα, η Αθήνα της αντιπαροχής, η νεολαία των Λαμπράκηδων, η δικτατορία που θα ακολουθήσει... Μέσα σ' αυτό το κλίμα μια συγκυρία φέρνει κοντά δυο νεαρές, την Άρια, γεννημένη στην Αθήνα και την Οριάνθη, από τον Λίβανο. Η φιλία θα διακοπεί απότομα, με την Οριάνθη να γυρίζει στη Βηρυτό. Και οι δυο θα κάνουν τις οικογένειές τους, δεκαετίες θα τις χωρίσουν, ώσπου πάλι, κάπου πενήντα χρόνια αργότερα, μέσα από συμπτώσεις που  η ζωή συχνά δημιουργεί, εκεί προς το τέλος της ζωής τους θα ξανασυναντηθούν. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα γεμίζει με τις αναμνήσεις πότε της μιας, πότε της άλλης, αφηγημένες από τη συγγραφέα σε τρίτο πρόσωπο.
Πολυπρόσωπο έργο, τόσο που δεν είναι εύκολο να θυμόμαστε όλα τα πρόσωπα που περνούν μέσα απ' αυτό. Εκτός απ' τις δυο βασικές ηρωίδες ξεχωρίζουν δυο ανδρικές μορφές. Ο Εμίλ, σύζυγος της Οριάνθης και ο Γεώργιος Αργυριάδης, πατέρας της. Ο Εμίλ είναι Φαλαγγίτης, Χριστιανός Μαρωνίτης, παθιασμένος με την πατρίδα του, τον Λίβανο, ανήκει στις ένοπλες δυνάμεις που πολεμούν για την απελευθέρωση του Λιβάνου. Από ποιούς άραγε; Ένα συνονθύλευμα λαών πλημμυρίζει αυτή τη μικρή χώρα. Από αποικία των Άγγλων πέρασε στους Γάλλους, απέκτησε κάποτε την ανεξαρτησία της, αλλά ένα πλήθος λαών και θρησκευμάτων δεν την άφησε ποτέ να ησυχάσει. Χριστιανοί, Μαρωνίτες κυρίως, Μουσουλμάνοι Σουνίτες και Σιίτες, Δρούζοι, Αρμένιοι, Σύριοι, Παλαιστίνιοι πρόσφυγες...Και επιπλέον, Συρία από ανατολικά, Ισραήλ από νότια να εμπλέκονται στη διαμάχη. Ένα φρικτό τέλος περιμένει τον Εμίλ.
Η δεύτερη ανδρική μορφή που ξεχωρίζει είναι ο έλληνας διπλωμάτης Αργυριάδης. Μια ευγενκή μορφή, αγωνίζεται ματαιοπονώντας να φέρει τη διαλλαγή, τη συμφιλίωση, την ηρεμία σ' αυτή την παθιασμένη αντιπαλότητα.
Το μεγαλύτερο, νομίζω, πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η ατμόσφαιρα την οποία η συγγραφέας κτορθώνει να αποδώσει. Πειστική και η όλη πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα της Αθήνας, όμως δεν εντυπωσιάζει τον έλληνα αναγνώστη που τη γνωρίζει, είτε γιατί την έζησε ο ίδιος είτε από πλήθος άλλα διαβάσματα. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η ατμόσφαιρα του Λιβάνου. Τόσο η πολεμική με τις εχθροπραξίες, τους βομβαρδισμούς, τις σφαγές, την ερήμωση, όσο και οι εικόνες της ανοικοδόμησης, της ειρηνικής ζωής πριν τις συρράξεις και της προσπάθειας επανόδου σ' αυτήν.
Όταν οι δυο φίλες ξανασυναντώνται στην Αθήνα το 2015, λέει κάποια στιγμή η Οριάνθη στην Άρια: "Είπα πως κάποια στιγμή θα σε αναζητούσα, μα όλο το ανέβαλλα. Μπορεί και να πίστευα πως είχα άπλετο χρόνο. Τώρα συνειδητοποιώ πως στη ζωή νυχτώνει νωρίς".
Δυστυχώς, πρέπει όλοι μας να φτάσουμε στην τρίτη (ή και τέταρτη!) ηλικία για να συνειδητοποιήσουμε αυτή την τραγική αλήθεια.

Πέμπτη, Ιουλίου 25, 2019

Το αηδόνι

KRISTIN HANNAH
Το αηδόνι
Κλειδάριθμος, 2016
Μετ. Χριστίνα Σωτηροπούλου
Έχουμε διαβάσει τόσα και τόσα, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, ιστορία. βιογραφίες, έχουμε δει ταινίες για τον Β΄ Π΄ Πόλεμο, που πια ένα έργο με θέμα τη (σχετικά κοντινή) σκοτεινή αυτή περίοδο της ανθρωπότητας, πρέπει να 'ναι πολύ εξαιρετικό για να ελκύσει το ενδιαφέρον μας. Και "Το αηδόνι" της Αμερικανίδας Kristin Hannah δεν είναι. Διερωτώμαι γιατί (όπως διαφημίζεται τουλάχιστον) υπήρξε για 45 εβδομάδες στη λίστα best seller των New York Times και στα καλύτερα βιβλία της Amazon για το 2015!
Υπήρξαν στιγμές που ήθελα να διακόψω το διάβασμα, αλλά μη έχοντας άλλο βιβλίο, συνέχιζα, ίσως θέλοντας να του δώσω κι άλλη ευκαιρία. Δεν θα έλεγα ότι είναι κακογραμμένο. Όμως οι 630 σελίδες είναι πάρα πολλές για το θέμα του, που είναι η συμμετοχή δυο γυναικών-αδελφών στην Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στη Γαλλία. Αναπόφευκτα υπάρχουν επαναλήψεις, ανιαρές πληροφορίες, περιττές αναφορές. Δεν υπάρχουν κορυφώσεις ή ανατροπές που θα αναζωπύρωναν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Υπάρχει επίσης μια τεχνική που δεν καταλαβαίνω τι εξυπηρετεί. Πιο συγκεκριμένα. Το εισαγωγικό κεφάλαιο τοποθετείται χρονικά το 1995 στην Αμερική. Σε πρώτο πρόσωπο και επομένως ανώνυμα, μια γυναίκα εκθέτει τις σκέψεις της: "Τώρα τελευταία όμως, χωρίς να το θέλω, ο νους μου τρέχει στον πόλεμο, στους ανθρώπους που έχασα". Στη συνέχεια, σε τριτοπρόσωπη γραφή μεταφερόμαστε στο 1939, στην έναρξη του πολέμου, στην Κατοχή της Γαλλίας. Οι δυο βασικές πρωταγωνίστριες είναι η Βιαν, παντρεμένη με τον Αντουάν, με μια μικρή κόρη, τη Σοφί,, που ζει σ' ένα μικρό χωριό, το Καριβό. Ο Αντουάν φεύγει γγια το μέτωπο και μέσα από τις συνθήκες ζωής της Βιάν γνωρίζουμε (για άλλη μια φορά !) την Κατοχή, την πείνα, τις στερήσεις, την επίταξη των σπιτιών, τους θανάτους, τον εκτοπισμό των Εβραίων κ.λπ.
Η δεύτερη αδελφή είναι η Ιζαμπέλ. Διαφορετικός χαρακτήρας. Εντάσσεται στην Αντίσταση, οδηγεί τους  αεροπόρους των συμμάχων, Αμερικανούς, Καναδούς, Άγγλους, των οποίων τα αεροπλάνα καταρρίφθηκαν, να σωθούν διασχίζοντας τα Πυρηναία από τη Γαλλία προς την Ισπανία, παίρνοντας το ψυδώνυμο Ροσινιόλ (Αηδόνι).
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρώτου κεφαλαίου επανέρχεται μερικές φορές πολύ αργότερα, χωρίς να ξέρουμε ποια από τις δυο αδελφές μιλά, παρά μόνο εντελώς στο τέλος, πράγμα που δεν καταλαβαίνω τι εξυπηρετεί, αφού ώσπου να φτάσουμε από το πρώτο κεφάλαιο στο τέλος, σχεδόν το έχουμε ξεχάσει.
Δεν ξέρω αν από τις νεότερες γενιές αναγνωστών υπάρχουν κάποιοι  που ακόμα δεν έχουν κουραστεί να διαβάζουν για τον Β΄Π΄ Πόλεμο.Για τους μεγαλύτερους πολύ αμφιβάλλω.

Πέμπτη, Ιουλίου 11, 2019

Ισπανική Διαθήκη

Άρθουρ Καίστλερ
Ισπανική Διαθήκη
Κάκτος, 1975
Μετάφρ. Ανδρέας Ρικάκης
"Κανένα από τα πρόσωπα αυτής της διήγησης δεν είναι φανταστικό. Τα περισσότερα είναι σήμερα πεθαμένα. Ο συγγραφέας ήταν ανταποκριτής της λονδρέζικης εφημερίδας "Νιους Κρόνικλ", στην Ισπανία. Κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες οι Εθνικιστές τον συνέλαβαν και τον κατεδίκασαν σε θάνατο μετά τη πτώση της Μάλαγκα. Για τέσσερις περίπου μήνες περίμενε την εκτέλεσή του και είδε πώς τουφέκιζαν τους συντρόφους του της αιχμαλωσίας. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, αρχίζει σαν ρεπορτάζ, τελειώνει όμως τελείως διαφορετικά. Θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει "Παραλλαγές στο θέμα του θανάτου, ή  ακόμα καλύτερα: "στο θέμα του φόβου του θανάτου".
Έτσι αρχίζει τον πρόλογο αυτού του βιβλίου ο ίδιος ο συγγραφέας. Δεν φτάνει, βέβαια, το ύψος και τη φιλοσοφική σκέψη του "Το μηδέν και το άπειρο", όμως  οι σκέψεις γύρω από τη ζωή και τον θάνατο έχουν τη δική τους αξία. Τελικά σώζεται, απελευθερώνεται. Είναι ανταποκριτής εφημερίδας, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. Λέγεται ότι οι Ισπανοί τον αντάλλαξαν μ' ένα δικό τους.
Δεν υπάρχει υπόθεση. Υπόθεση είναι η φυλακή, οι στερήσεις και πάνω απ' όλα ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου. Λίγα αποσπάσματα μπορούν να δείξουν το στυλ και το ύφος του βιβλίου:

-Στοχαζόμουν αυτό το παράδοξο, καθώς περπατούσα απ΄το κρεβάτι στη λεκάνη, εξίμισι βήματα, μισή στροφή, εξίμισι βήματα στην άλλη κατεύθυνση. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτές οι μέρες που, με την έλλειψη γεγονότων και με το κενό τους, έμοιαζαν ατέλειωτες, συστέλλονταν μες τη μνήμη ακριβώς εξαιτίας αυτού του κενού τους. Όταν τις εξέταζες αναδρομικά δεν είχαν ούτε επιφάνεια ούτε όγκο, ούτε καθαρό βάρος. Είχανε μεταβληθεί σε γεωμετρικό σημείο, σε τρύπα, σε τίποτα. Όσο περισσότερο μια μέρα είναι άδεια, τόσο λιγότερο ζυγίζει στη ζυγαριά της ανάμνησης. Όσο ο χρόνος, όταν είναι παρόν, περνάει αργά. Τόσο, όταν γίνεται παρελθόν, φαίνεται να έχει περάσει γρήγορα.
-Το νόστιμο της ιστορίας είναι ότι δεν είμαστε ποτέ απόλυτα πεισμένοι, κι εμείς οι ίδιοι ακόμα, ότι όλα αυτά είναι η πραγματικόττα κι όχι ένα αμφίβολο παιχνίδι. Ποιος πιστεύει σοβαρά σττον ίδιό του τον θάνατο;
..........................
Ο καθένας ξέρει, φυσικά, ότι θα πεθάνει μια μέρα. Όμως το να το ξέρεις είναι ένα πράγμα και να το πιστεύεις ένα άλλο.
Αν δεν ήταν έτσι, πώς, μα πώς, θα είχα την εντύπωση, γράφοντας αυτά, ότι πρόκειται για μια θεωρητική πραγματεία που δεν με αφορά άμεσα;

Άλλοτε με ψυχρότητα καταγράφει τις εκτελέσεις: Απ' την Τρίτη στην Τετάρτη, τουφέκισαν δεκαεπτά.
Απ΄την Πέμπτη στην Παρασκευή, τουφέκισαν οχτώ.
Απ' την Παρασκευή στο Σάββατο, τουφέκισαν εννιά.
Απ' το Σάββατο στην Κυριακή, τουφέκισαν δεκατρείς.
Κάποια στιγμή, από το "τυφλό", στενόχωρο, βρώμικο κελλί, τον μεταφέρουν σ'ένα δωμάτιο με παράθυρο. Γράφει:

-Όταν κύταξα για πρώτη φορά απ' το παράθυρο κι είδα παρτέρια με λουλούδια και δέντρα σκεπασμένα με φύλλα, νόμισα πως ζω σ' ένα παραμύθι. Τα λουλούδια και τα δέντρα δεν είναι βέβαια υπέροχα. Η "όμρφη αυλή" μοιάζει αρκετά με τα αναιμικά περιβολάκια των εργαατικών συνοικιών. Όμως το υπέροχο είναι πως τα δέντρα και τα λουλούδια έχουν χρώματα. Αντιλήφθηκα, ξαφνικά, ότι όλοι εδώ μέσα ζούμε σ' ένα κόσμο γκρίζο και μαύρο.

 Ξαναδιαβάζω τούτες τις σελίδες, γραμμένες πάνω από ογδόντα χρόνια πριν, με κείνον που τις έγραψε νεκρόν απ' το ίδιό του το χέρι εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν οπαδός της ευθανασίας.

Δευτέρα, Ιουλίου 01, 2019

Εκεί που δεν με σπέρνουν

Στέφανος Παντελίδης
Εκεί που δεν με σπέρνουν
Εκδόσεις Βακχικόν, 2019
Στην τρίτη του ποιητική συλλογή ο Στέφανος Παντελίδης εξακολουθεί να στοχάζεται: "Εκτός νόρμας", συνεχίζει να  "πηγαίνει γυρεύοντας" ψάχνοντας "πάνω σε βράχους και γκρεμούς" με την ίδια απελπισμένη αναζήτηση. Με ποίηση ολιγόστιχη, μ' ένα πικρό χαμόγελου σαρκασμού, συχνά αυτοσαρκασμού, με την αγωνία αυτού που δεν έχει βρει (ακόμα) το νόημα της ζωής (και ποιος το βρήκε άραγε;).
Αυτό το νόημα εξακολουθεί να ψάχνει. Άλλοτε καταφάσκοντας και άλλοτε αρνούμενος τη ζωή. Γι' αυτό κλαίνε τα νεογέννητα, ξέρουν σε ποιο σκληρό κόσμο έρχονται (Εκ γενετής σοφία). Όμως τι υπέροχη αντίφαση όταν λίγο παρακάτω γράφει:

Προς τον βαρκάρη για τον άλλο κόσμο
Εμένα αλέ ρετούρ
παρακαλώ

Υμνεί την αληθινή ζωή σε αντίθεση με τη θεωρία: Τα όμορφα κορίτσια κι η άνοιξη ακυρώνουν τη θεωρία της ποίησης (Λύκειο 1989) κι οι δυο ερωτευμένοι νέοι, με τη φλόγα του έρωτα έτοιμη να λαμπαδιάσει τα κορμιά τους, εκμηδενίζουν και τους πιο σπουδαίους ερωτικούς ποιητές (Οι πιο ερωτικοί ποιητές).
Εξακολουθεί να αναζητά το Θείο. Το αναζητά εκλογικεύοντάς το - μα το ξέρει κι ό ίδιος, η λογική δεν συνδυάζεται με την πίστη (Δύσκολη η ζωή των θνητών). Κάποτε φαίνεται να αρνείται τη θρησκεία (τι Δίας, τι Ιησούς). Πώς όμως είναι δυνατό να απευθύνεται στον Θεό παρακαλώντας τον να τον βοηθήσει στην απιστία (Πικρόν ποτήριον: Θεέ μου/δώσε μου/ σοφία ν' αντιληφθώ πως δεν υπάρχεις/και δύναμη να ζήσω/με τούτη την επίγνωση) ή να ζητά από τον Ιησού να μεσολαβήσει στον Πατέρα ( Παράκληση);
Φανερή η απογοήτευσή του για την εκλογίκευση και την απομυθοποίηση των πάντων στην εποχή μας, στην οποία όχι λίγο συμβάλλει ο τεχνολογικός μας πολιτισμός (Έρωτας εν έτει 2018 Ι, ΙΙ).
Το ολιγόστιχο, η ανέκκλητη συμπύκνωση "το να μη χρησιμοποιείς δυο λέξεις όταν στη θέση τους μπορείς μια", κατά μία ωραία ρήση του Σεφέρη, ο φιλοσοφικός στοχασμός, η αγωνία για το "Εδώ" και το "Επέκεινα" είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Στέφανου, που κατορθώνει να διατυπώσει με άκρα συντομία σκέψεις και συναισθήματα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Και πάνω απ' όλα η προμετωπίδα που συμπυκνώνει το νόημα όλης της συλλογής" : Δεν είναι όλα μια μάχη με τη θνητότητα;

Κυριακή, Ιουνίου 23, 2019

Εκεί που ζούμε

Χρίστος Κυθρεώτης
Εκεί που ζούμε
Πατάκης, 2019
"Το διδακτικό προσωπικό των λυκείων και των πανεπιστημίων είναι σε θέση να μας πληροφορήσει με πάσαν ακρίβεια  ποιες και πόσες παραλλαγές από κάθε στίχο του Σολωμού υπάρχουν, όπως επίσης-και ακόμα καλύτερα-τι ήτανε η Σχολή του Αμμωνίου Σακκά. Να μας πει όμως για ποιο λόγο συνιστά ποίηση "της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι" και, από το άλλο άκρο, το "μια κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν", ποτέ. Ούτε θα ήταν δυνατό".
Αυτή η σκέψη του Οδυσσέα Ελύτη από το δοκίμιό του "Η μέθοδος του "ΑΡΑ" με κυνηγούσε καθώς διάβαζα και προπάντων όταν τέλειωσα το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που ζούμε". Γιατί μου  άρεσε αυτό το βιβλίο; Γιατί το διάβαζα με τόση απόλαυση και ενδιαφέρον, ένα βιβλίο που δεν έχει συγκλονιστικά γεγονότα, ούτε ιστορικές πληροφορίες, ούτε πρωτότυπη πλοκή, ένα βιβλίο που καταγράφει απλώς μια μέρα από τη ζωή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, του νέου δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη; Εκτός από τον "Οδυσσέα" του Τζόυς, πολύ λίγα βιβλία ξέρω που η διάρκειά τους είναι μόνο ένα εικοσιτετράωρο. Θυμάμαι τώρα το "Στην ακτή" του ΜακΓιούαν, ή την "Κυρία Νταλλογουαίη", της Βιρτζίνια Γουλφ, ή το "Η δεξιά τσέπη του ράσου" του Μακριδάκη, αλλά, αν εξαιρέσουμε τον "Οδυσσέα", τα υπόλοιπα είναι ολιγοσέλιδα. Όμως το βιβλίο του Κυθρεώτη αριθμεί 440 σελίδες κι ούτε στιγμή βαριέσαι κι ούτε θέλεις να διακόψεις την ανάγνωση πριν φτάσεις στο τέλος.
Τέσσερις μόνο υποχρεώσεις προγραμματίζει για μια Παρασκευή του 2014 ο Αντώνης: Να παραστεί στο δικαστήριο ως συνήγορος μιας κυρίας που εξαπατήθηκε από ένα Ινστιτούτο Αισθητικής και έφτασε να χρωστάει 75 χιλιάδες ευρώ, τα οποία βέβαια αδυνατεί να πληρώσει, να συναντήσει ύστερα σε μια καφετέρια τη Στέλλα, ένα παλιό του δεσμό, τον οποίο είχε από καιρό διακόψει, ακολούθως να συνοδέψει τον πατέρα του που έπρεπε να παραδώσει το γεωτρύπανό του στον Ορχομενό για να τον μεταφέρει πίσω και, τέλος, αν προλάβει, να περάσει αργά το βράδυ από ένα μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας, όπου θα είχε μαζέψει κάποιους φίλους η Άννα που, όπως λέει ο ίδιος, "είναι ό,τι πιο κοντινό σε "δική μου γυναίκα είχα ποτέ".
Πώς γύρω απ' αυτά τα τέσσερα γεγονότα εμπλέκονται ενέργειες, σκέψεις, συναισθήματα, αναπολήσεις που κρατούν αιχμάλωτο τον αναγνώστη, είναι ένα μυστήριο παράλληλο με την ανερμήνευτη μαγεία της ποίησης, εξού και η συσχέτιση με τη σκέψη του Ελύτη. Έχουμε εδώ τη μαγεία της πεζογραφίας, που αν γνωρίζαμε τα συστατικά της στοιχεία, θα μπορούσαμε όλοι να γράφουμε καλή πεζογραφία. Θα προσπαθήσω να επισημάνω κάποια στοιχεία που αναλογίζομαι (εκ των υστέρων, βέβαια) ότι δημιούργησαν αυτό το γοητευτικό, λογοτεχνικό παράδοξο.
Η αφηγηματική και περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα πρώτα απ' όλα. Με απλό, θα έλεγα κουβεντιαστό, ύφος αποδίδεται η ατμόσφαιρα των αθηναϊκών δικαστηρίων, η περιγραφή της διαδρομής από τον Ορωπό στον Ορχομενό, οι δρόμοι της Αθήνας, η ατμόσφαιρα του νυχτερινού μπαρ κ.λπ. Έπειτα οι ανατροπές. Όσο λίγα και συνήθη είναι τα τέσσερα γεγονότα, δεν λείπουν οι ανατροπές, αυτά που συμβαίνουν χωρίς να το περιμένει ούτε ο αφηγητής ούτε, ασφαλώς, ο αναγνώστης. Αυτές οι ανατροπές ανανεώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη: "Για να δούμε τι θα γίνει μετά από αυτό;" σκέφτεται και προχωρεί. Είναι ύστερα οι αναδρομές στο παρρελθόν. Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, γεγονότα και πρόσωπα της περασμένης του ζωής κ.λπ. Και τέλος κυρίως, σκέψεις. Σκέψεις που λειτουργούν σαν σταθμός, που θέτουν σε λειτουργία και του αναγνώστη τη σκέψη. Για παράδειγμα: "Αν αυτά που κάναμε συμφωνούσαν πάντα με αυτά που πιστεύαμε η ζωή θα ήταν πολύ απλούστερη απ' όσο ξέρουμε ότι είναι". Ή, "Η χρονολογική σειρά είναι ο τρόπος που επιλέγει το μυαλό μας συνήθως για να συνδέει τα γεγονότα, όμως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, μέσα στους οποίους έννοιες όπως πριν ή μετά ή παλιά χάνουν τη σημασία τους-και τότε μπορεί να βρεθείς σε μια κατάσταση όπου δεν αναπολείς απλώς το παρελθόν, αλλά είσαι στο παρελθόν".
Και ο τίτλος; Ανέτρεξα στους στίχους  του ομότιτλου ραπ τραγουδιού."Εκεί που ζούμε". Τους διαβάζω και τους ξαναδιαβάζω προσπαθώντας να τους συνδέσω με το μυθιστόρημα. Είναι άραγε μια άρνηση όχι μόνο όσων συμβαίνουν στη ζωή του ήρωα εκείνη τη μέρα, προπάντων υπό τη σκιά της απόφασής του να εγκαταλείψει τα πάντα και να φύγει για το Λουξεμβούργο; Ή μήπως άρνηση της ζωής γενικότερα όπως την έχουμε καταντήσει, αλλά ταυτόχρονα και μια πίστη στη δύναμη του ανθρώπου, αν δεχτούμε τους στίχους του τραγουδιού:
.........................................................................................................................
Ό,τι κι αν γίνει όμως δεν παύουμε να ελπίζουμε
Μέσα στη χώρα των θαυμάτων εκεί ζούμε 
Και με αυτά τα θαύματα θα σε διαλύσουμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2019

Δεκατριών χρονών σήμερα

Σαν σήμερα, 13 χρόνια πριν, γεννήθηκε το blog μου. Ο προσωπικός μου χώρος στο αχανές πέλαγος του διαδικτύου. Σε 593 αναρτήσεις κατέθεσα προσωπικές στιγμές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά προπάντων σκέψεις για βιβλία, βιβλία, βιβλία... Ο χώρος άνθιζε τα πρώτα χρόνια. Σχόλια, συζητήσεις, ομοφωνίες ή διαφωνίες με άλλους βιβλιόφιλους. Λυπάμαι γιατί τα blogs δεν είναι πια αυτό που ήταν άλλοτε. Άλλα μέσα επικοινωνίας, πιο εύχρηστα μεν αλλά πιο ρηχά (και συχνά ανόητα), το face book, twitter κ.λπ.  επισκίασαν τα blogs. Γι'αυτό κι εμείς, οι επιζώντες bloggers, καταφεύγουμε και σ' αυτά τα μέσα για αναδημοσίευση των αναρτήσεών μας.
"Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ", κατά τον αγαπημένο Κοσμοκαλόγερο, δεν θα πάψω να καταφεύγω στην ομορφιά, τη γοητεία και την παρηγοριά του blog, έστω κι αν πολλοί αγαπημένοι bloggers έχουν χαθεί στο δρόμο.
Χρόνια πολλά και σ' εσένα, Πατριάρχη Φώτιε, αν και τώρα πια, φαίνεται υπερβαίνοντας το Σχίσμα, συνοδοιπορείς με την Πάπισσα Ιωάννα.

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2019

Το Το Χρονικό ενός Πολυταξιδεμένου Γάτου

Χίρο Αρικάουα
Το Χρονικό ενός Πολυταξιδεμένου Γάτου
Μετάφρ. Αλεξάνδρα Κονταξάκη
Μίνωας, 2018
Αν εξαιρέσω τον "Παπουτσωμένο γάτο" που μας γοήτευε στο παιδικό παραμύθι, ποτέ δεν συμπάθησα τα βιβλία στα οποία αφηγητής είναι ένα ζώο. Κι αυτός ακόμα " Ο Μάγκας" της αγαπημένης μου Πηνελόπης Δέλτα, δεν ήταν από τα πιο προσφιλή μου έργα της. Έτσι, με κάποια επιφύλαξη άρχισα να διαβάζω "Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου" που μου δάνεισε φίλη, ενθουσιασμένη με την ανάγνωσή του.
Η επιφύλαξη σύντομα έδωσε τη θέση της στο ενδιαφέρον, στην περιέργεια για τη συνέχεια, εν τέλει στην απόλαυση ενός ωραίου, τρυφερού, γεμάτου ευγένεια και καλοσύνη έργου. Πολλοί, πιστεύω, ήταν οι λόγοι γι' αυτή τη μεταστροφή. Εν πρώτοις, δεν αποτελεί ολόκληρο το έργο αφήγηση του πρωταγωνιστή γάτου. Η δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όσα έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες, οι διάλογοι, η άκφραση σκέψεων και συναισθημάτων κ.λπ. δίνονται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, αναξάρτητη από τη "φωνή" του γάτου. Και όσα λέει ο γάτος είναι ακριβώς αυτά που παρατηρούμε όσοι αγαπάμε τα ζώα, ειδικά τους γάτους, και έχουμε μια επικοινωνία μαζί τους. Π.χ. ότι δεν τους αρέσει να τους αγγίζουμε την ουρά, ότι αγαπάνε τις ζεστές γωνιές, ότι δεν συμπαθούν το νερό, ότι έχουν μια έχθρα με τα σκυλιά, τι φαγητά προτιμούν κ.ο.κ. Ένας ακόμα λόγος που καθιστά ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται. Η Ιαπωνία, η φύση της, οι συνήθειες των ανθρώπων, οι νόμοι στους οποίους με απόλυτη φυσικότητα οι άνθρωποι υπακούουν (π.χ. αν δεν επιτρέπονται κάπου τα ζώα, δεν τίθεται θέμα συζήτησης. Αν  ένας μαθητής μετακινούμενος από ένα σχολείο σε άλλο πρέπει να δώσει εξετάσεις, τελεία και παύλα. Δεν ξενίζει κανένα. Αναφέρεται απλώς ως στοιχείο της ιστορίας. Και πολλά άλλα παρόμοια δείγματα υπακοής στον νόμο, από την οποία υπακοή τόσο απέχουμε...).
Ο Σατόρου είναι ένας νέος που ζει και εργάζεται στο Τόκιο. Μια μέρα περιποιείται ένα πληγωμένο γατί κι εκείνο δέχεται, αναγκάζεται καλύτερα, να εγκαταλείψει την ελευθερία του δρόμου που απολάμβανε και να ζήσει στο διαμέρισμα με τον Σατόρου. Τον ονομάζει Νάνα, που στα Ιαπωνικά σημαίνει επτά, από το σχήμα της ουράς του. Σατόρου και Νάνα ζουν μαζί πέντε χρόνια, όμως για κάποιους λόγους που δεν μας διευκρινίζονται, ο Σατόρου πρέπει να στερηθεί τον αγαπημένο του γάτο. Ξεκινάει λοιπόν ένα ταξίδι στη χώρα αναζητώντας παλιούς γνωστούς με τους οποίους τον έδεναν φιλικοί δεσμοί, για να εμπιστευθεί τον γάτο του. Η κάθε συνάντηση γίνεται αφορμή μιας αναδρομής στο παρελθόν, μέσα από την οποία αναπλαθεται η ζωή του Σατόρου. Αναζητά πρόσωπα που ξέρει ότι αγαπούν τα ζώα κι ότι ο γάτος του θα βρει ένα φιλικό περιβάλλον, ότι θα έχει την αγάπη και τη φροντίδα που απολάμβανε και κοντά του. Όμως όλες οι προσπάθειες αποδεικνύονται ατελέσφορες, κυρίως γιατί ο πανέξυπνος Νάνα, μη θέλοντας να αποχωριστεί τον Σατόρου, βρίσκει τρόπο να γίνει ανεπιθύμητος στο νέο περιβάλλον.
Ένα βιβλίο που πλημμυρίζεει από αγάπη, τρυφερότητα, φιλικούς δεσμούς, ήρεμη αποδοχή των συμβάντων του βίου. Ένα βιβλίο που οι ζωόφιλοι οπωσδήποτε θα απολαύσουν, αλλά που θα 'πρεπε να διαβάσουν κι όσοι αντιπαθούν ή, ακόμα χειρότερα, συμπεριφέρονται άσπλαχνα και σκληρά στα ζώα. Αν και αμφιβάλλω αν υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη λογοτεχνία και εχθρεύονται ή βασανίζουν τα ζώα...

Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2019

Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα

Roberto Vecchioni
Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Μετάφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική, 2019
Αν είναι ποτέ δυνατό, να δω ένα βιβλίο που  απεικονίζει στο εξώφυλλό του έναν τοίχο γεμάτο βιβλία, μπροστά του έναν άσχημο, ηλικιωμένο άντρα ανεβασμένο σ' ένα σκαμπώ, να τακτοποιεί (;) να ψάχνει (;) να τοποθετεί (;) βιβλία και να μην το αγοράσω χωρίς δεύτερη σκέψη! Τίτλος του, "Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα". Είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, νουβέλα θα έλεγα, που μέσα στις 124 σελίδες του δίνει στον αναγνώστη πολλές αφορμές για προβληματισμό γύρω από το θέμα της γλώσσας, των εννοιών, της σκέψης, της λογοτεχνίας.
Σε μια πόλη που κάποτε ονομαζόταν Σελινούντας, οι κάτοικοι έχουν ξεχάσει τη σημασία των λέξεων. Χρησιμοποιούν μόνο ένα πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, τόσο μόνο όσο να συνεννοούνται για απλές, καθημερινές ανάγκες. Η σκέψη τους δεν αναπλάθει το παρελθόν, δεν μπορεί να εκφράσει συναισθήματα. Σ' αυτή την πόλη εμφανίζεται μια μέρα ένας βιβλιοπώλης. Ο Νικολίνο, ο φίλος του συγγραφέα που του αφηγείται την ιστορία, περιγράφει την πρώτη φορά που είδε τον βιβλιοπώλη: "Μόνος, σ' ένα τραπεζάκι, με μια δυσθεώρητα μεγάλη στοίβα βιβλίων μπροστά του, καθόταν ο πιο άσχημος άντρας που είχα δει ποτέ". Μα το πιο παράξενο δεν ήταν η άσχημη εμφάνιση αυτού του ξένου, μοναχικού βιβλιοπώλη. Το παράξενο ήταν πως δεν πουλούσε βιβλία. Μόνο κάποιες αφίσες που κυκλοφορούν στην πόλη γράφουν: "Κάθε βράδυ στις 9, στην οδό Τρεμόντι, λογοτεχνικές αναγνώσεις, είσοδος δωρεάν". Κάποιοι πάνε από περιέργεια να τον ακούσουν. Είναι όμως οι πρώτοι και οι τελευταίοι. Ο μόνος που μαγεύεται από την ανάγνωση του παράξενου βιβλιοπώλη είναι ο δεκατριάχρονος Νικολίνο, που κάθε βράδυ το σκάει κρυφά από το σπίτι του και κρυμμένος ακούει τις παράδοξες αναγνώσεις. Τις ακούει μαγεμένος έστω κι αν δεν καταλαβαίνει το νόημά τους. "Ο βιβλιοπώλης ήταν καθισμένος και διάβαζε. Διάβαζε χωρίς κοινό. Η γλώσσα ήταν ακατάληπτη, ελληνικά, σκέφτηκα και μου ράγισε η καρδιά. Μα τι φωνή ήταν αυτή; Προκαλούσε ανατριχίλα, όμοιά της δεν είχα ξανακούσει. Έμοιαζε με νανούρισμα, λιτανεία, προσευχή, όχι όμως μονότονη, ούτε πάντα ίδια (...) σαν να τραγουδούσε με λόγια χωρίς μουσική".
Κάθε βράδυ ο Νικολίνο ακούει τα αποσπάσματα που διαβάζει ο παράξενος βιβλιοπώλης. Αποσπάσματα, πολλών, ακόμα και χωρίς τις παραπομπές του τέλους, αναγνωρίζουμε την προέλευσή τους: Πεσσόα, Σοφοκλής, Τολστόη, Σαπφώ, Προυστ κ.ά. Ώσπου μια νύχτα μια πυρκαγιά καταστρέφει τα πάντα. Δεν μένει τίποτα από το παράξενο βιβλιοπωλείο κι ο βιβλιοπώλης εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνος. Όμως, κατά περίεργο τρόπο, τα βιβλία (αυτά ή άλλα;) δεν χάθηκαν. Το άλλο βράδυ "στον ουρανό πετούσανε βιβλία. Δεν έκανα λάθος, ήταν αληθινά βιβλία, όλα όμοια, με το ίδιο μπλε κάλυμμα που γνώριζα καλά (...) Από δεξιά, από αριστερά, από κοντά ή μακριά, τα βιβλία κατέφθαναν, άλλα αργά, άλλα πιο γρήγορα. Αρκετά απ' αυτά περνούσαν ξυστά από το παράθυρό μου, έπαιρναν ύψος και γύρευαν να βρουν τα υπόλοιπα βιβλία που ήτανε συγκεντρωμένα στην πλατεία". Ένας μικρός αυλητής, σαν άλλος Πήτερ Παν εμφανίζεται και στο άκουσμα του αυλού του τα βιβλία τον ακολουθούν πέφτοντας στη θάλασσα.
Κι όμως τα βιβλία δεν θα πεθάνουν. Κάηκαν, πνίγηκαν, όμως ο Νικολίνο γεμάτος αισιοδοξία, τα περιμένει: "Το πατρικό μου θα 'ναι γεμάτο βιβλία, θα' ναι γεμάτο με τα συγκεκριμένα βιβλία με το μπλε εξώφυλλο. Θ' αντικρίσω ένα βουνό, έναν ωκεανό βιβλίων να έχει κατακλύσει το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο, την κουζίνα, το μπάνιο, το μπαλκόνι. Όπου κι αν στρέφω το βλέμμα θα υπάρχουν μόνο βιβλία, αραδιασμένα σε στοίβες, πεταμένα, το ένα πάνω στο άλλο, κλειστά, ανοιχτά, στο πλάι ή μπροστά μου..."
Δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε ερμηνεία των αλληγοριών του βιβλίου, ούτε να παραθέσω το  πλήθος των σκέψεων που μου προκάλεσε. Μια τελευταία μόνο σκέψη: Πόσο ευγνώμων αισθάνομαι γι' αυτούς που με μύησαν στην απόλαυση της καλής λογοτεχνίας ( ή μήπως άραγε είναι κάτι που φέρουμε στο DNA μας;) και πόσο λυπάμαι γι' αυτούς που δεν μπόρεσαν να αισθανούν την απόλαυση που χαρίζει η καλή λογοτεχνία. Εύχομαι, στη διδακτική μου πορεία, να μπόρεσα να μεταδώσω αυτή τη δίψα και τη χαρά σε κάποιους έστω από τους μαθητές μου.

Παρασκευή, Μαΐου 24, 2019

Ο παίχτης

Φ. Ντοστογιέφσκη
Ο παίχτης
Εκδ. Δαρεμά, 1957
Μετάφρ. Τάσου Ζομπόλα
Πρόλογος, Μα. Βατάλα
Είναι γνωστή, νομίζω, η αγάπη μου για το ebook, το ηλεκτρονικό ή ψηφιακό βιβλίο και στο ipad μου διαθέτω δεκάδες τέτοια βιβλία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπώ το παραδοσιακό χάρτινο ή έντυπο βιβλίο. Προπάντων αισθάνομαι ιδιαίτερη αγάπη, στοργή και αφοσίωση, θα έλεγα, στα πολύ παλιά, κιτρινισμένα από τον καιρό βιβλία μου. Τα κοιτάζω και θλίβομαι στη σκέψη πως ίσως κάποτε θα κακοπέσουν, πως αυτοί που θα τα κληρονομήσουν ποτέ δεν θα μπορέσουν να νιώσουν την αγάπη που νιώθω εγώ γι' αυτά.
Τις σκέψεις αυτές μου προκάλεσε ακόμα μια φορά ένα τέτοιο παλιό βιβλίο που θέλησα να ξαναδιαβάσω, να το δω τώρα με τη ματιά της συσσωρευμένης με τα χρόνια εμπειρίας. Εμπειρίας διαβασμάτων αλλά και εμπειρία ζωής. Πρόκειται για τον "Παίχτη" του Ντοστογιέφσκι. Είναι πράγματι εκπληκτικό. Ένα βιβλίο γραμμένο πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια πριν, το 1866, να διαβάζεται άνετα και σήμερα και, τηρουμένων των αναλογιών, να συναντά σ' αυτό κανείς χαρακτήρες και καταστάσεις που άνετα μπορεί να συναντήσει και σήμερα.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ένας νεαρός παιδαγωγός των παιδιών ενός απόστρατου Ρώσου στρατηγού, τον συνοδεύει στην (φανταστική) γερμανική πόλη Ρουλέττενμπουργκ. Ερωτευμένος με την Πολίνα, θετή κόρη του στρατηγού, υπακούει στην προτροπή της να παίξει στο καζίνο. Είναι γνωστό βέβαια το πάθος του ίδιου του Ντοστογιέφσκι για τον τζόγο και τη ρουλέτα (Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφεται το πάθος αυτό στο βιβλίο του Λεονίντ Τσίπκιν "Καλοκαίρι στο Μπάντεν Μπάντεν). Βουτηγμένος στα χρέη ο Ντοστογιέφσκι, απειλούμενος από τον εκδότη του ότι θα του αφαιρούσε τα πνευματικά δικαιώματα από προηγούμενα βιβλία του, αν δεν παρέδινε μέσα σ' ένα μήνα καινούριο βιβλίο, γράφει μέσα σ' ένα μήνα το σχεδόν αυτοβιογραφικό "Ο παίχτης". Κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις, συγκρίσεις του χαρακτήρα των Γάλλων, Άγγλων, Γερμανών, Ρώσων, όλου του πολυποίκιλου πλήθους που ενδημεί στη γερμανική πόλη, αλλά προπάντων παρατηρήσεις των παθιασμένων παιχτών, άνετα θα μπορούσαν να αφορούν τους σημερινούς παίχτες. Ο παίχτης συχνά γίνεται προληπτικός, άλλοτε παρατηρεί και καταγράφει τη σειρά με την οποία βγαίνουν οι αριθμοί, για να ανακαλύψει τελικά ότι τίποτε δεν ισχύει. Όταν χάνει επιμένει ποντάροντας ξανά και ξανά, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα κερδίσει κι όταν κερδίζει, ξαναποντάρει ελπίζοντας ότι θα κερδίσει περισσότερα. Βάζει ενέχυρα ή δανείζεται για να συνεχίσει.
Ο στρατηγός, στον οποίο δουλεύει ο Αλεξέι, χρωστάει πολλά. Εναποθέτει τις ελπίδες του στην πλούσια, γριά θεία του που βρίσκεται στη Ρωσία και την οποία περιμένει να κληρονομήσει. Αντί όμως της είδησης του θανάτου της, καταφθάνει πάνω στην αναπηρική της καρέκλα η ίδια η ηλικιωμένη θεία που κι αυτή παρασύρεται από τη ρουλέτα. Χάνει, κερδίζει και πάλι χάνει αλλά δεν σταματά να παίζει. "Εγώ απόρησα που μπόρεσε να κρατηθεί έτσι εφτά οχτώ ώρες στην πολυθρόνα της, σχεδόν χωρίς ν' αφήσει καθόλου τη θέση της. Είχε πραγματικά τρεις φορές κερδίσει μεγάλα ποσά. Τότε ο εαυτός της παραδίνονταν σε μια καινούρια ελπίδα, που δεν την άφηνε να φύγει από το παιχνίδι. Άλλωστε οι παίχτες ξέρουν καλά ότι μπορεί κανείς να καθίσει σχεδόν για εικοσιτέσσερις ώρες στην ίδια θέση, με τα χαρτιά στα χέρια, χωρίς να στρέψει τα μάτια του δεξιά ή αριστερά."
Το έργο μεταφέρθηκε τόσο  στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, δείγμα και αυτό της διαχρονικότητάς του.

Τρίτη, Μαΐου 14, 2019

Τα τάπερ της Αλίκης

Έλενα Ακρίτα
Τα τάπερ της Αλίκης
Διόπτρα, 2019
"Ο χρόνος εκδικείται τις αναμνήσεις μας. Τις συμπιέζει και τις καταχωνιάζει όλο και πιο βαθιά στις εσοχές της μνήμης. Παλιές φωτογραφίες κιτρινίζουν και θαμπώνουν μέχρι που δεν μπορείς πια να διακρίνεις πρόσωπα. Μέχρι που δεν σε νοιάζει πια να διακρίνεις πρόσωπα. Κι είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά. Όταν δεν ζουν στην καρδιά μας, όταν κανένας δεν τους θυμάται πια. Ο χρόνος εκδικείται".
Σαν να θέλει να αντιπαλαίψει την εκδίκηση του χρόνου, σαν να επιδιώκει να πάει κόντρα και να εκδικηθεί αυτή τον χρόνο, η Έλενα Ακρίτα γράφει αυτό το μυθιστόρημα. Μια εικοσετία, 1980-2000, περνάει και καταγράφεται μνημειώνοντας πρόσωπα και γεγονότα. Πρόσωπα φανταστικά που θα μπορούσαν όμως να είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας, πρόσωπα που όλοι γνωρίζουμε, πρόσωπα που θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας.
Τρεις γενιές γυναικών περνούν μέσα από το βιβλίο. Είναι η Κοραλία που, εγκαταλελειμμένη από τον μετανάστη-εξαφανισμένο σύζυγό της, έρχεται από την επαρχία στην Αθήνα μ' ένα μικρό κοριτσάκι σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Είναι το κοριτσάκι της, η Ελένη, που μεγαλώνοντας εργάζεται ως πωλήτρια στο πρώτο γνωστό πολυκατάστημα της Αθήνας, το Μινιόν, που πολλοί από μας της...κάποιας ηλικίας γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε, ενώ παράλληλα κάνει κι επιδείξεις τάπερ (ήταν τόσο διαδεδομένες αυτές οι επιδείξεις κάποτε, δεν ξέρω, υπάρχουν ακόμα;). Είναι η μικρή Αλίκη, εξώγαμο παιδί της Ελένης, με όνομα δοσμένο από την άλλη Αλίκη, τη λατρεμένη ηθοποιό, που στο θέατρό της δούλευε ως ταξιθέτρια η γιαγιά Κοραλία.
Τι και τι δεν περνάει από την ελκυστική, μοναδική γραφή της Ακρίτα! Έρωτες και γάμοι, χωρισμοί κι επανασυνδέσεις, φιλίες κι έχθρες, bullying (που τότε βέβαια δεν το λέγαμε έτσι), ένας ομοφυλόφιλος έρωτας, ταινίες και τραγούδια, ηθοποιοί και θεατρικά έργα, γεγονότα που σημάδεψαν την εικοσετία. Η πυρκαγιά που όχι μόνο αποτέφρωσε το Μινιόν στις 18 Οκτωβρίου του 1980, αλλά έβαλε τέλος σε ολόκληρη εποχή, ο μεγάλος σεισμός της Καλαμάτας στις 22 Σεπτεμβρίου του 1986, η εκλογή του Σημίτη το 1997, η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά το 1991, η Κυψέλη και ο Βύρωνας, τα "σπίτια" της οδού Φυλής, τα θερινά σινεμά, το ουζερί του Απότσου...Όλα συνδεδεμένα με τους ήρωές της. Και πάνω απ' όλα η Αλίκη. Η μια και μοναδική Αλίκη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη που έδωσε τ' όνομα στη βαφτιστήρα της, που εμφανίζεται σε καίριες στιγμές του έργου σαν για να προσδώσει λίγη από τη λάμψη της. Κι ο θάνατός της. Εκεί η εύθυμη, σατιρική γραφή της Ακρίτα δίνει τη θέση της σε μια λιτή, θλιμμένη, απέριττη γραφή που άθελά σου σε κάνει να βουρκώνεις. Ένα καταπληκτικό requiem της συγγραφέως για την αγαπημένη της φίλη.
 Την πολύ γνωστή έναρξη του μυθιστορήματος του Τσαρλ Ντίκενς βάζει η Έλενα Ακρίτα ως προμετωπίδα του μυθιστορήματος της. Και με μια παραλλαγή της κλείνει το έργο: "Ήταν οι μέρες από φως, ήταν οι μέρες από σκοτάδι. Ήταν οι μέρες του γλεντιού κι ήταν οι μέρες του θρήνου. Ήταν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια που τρεις γυναίκες, η Κοραλία, η Ελένη και η Αλίκη, βαδίσανε μαζί σ' αυτό τον κόσμο κρατώντας σφιχτά η μια το χέρι της άλλης".