Παρασκευή, Ιουνίου 26, 2020

Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός

Σταύρος Χριστοδούλου
Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός
Καστανιώτης noir, 2018
Διπλά βραβευμένο το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου, πρώτα με το Κυπριακό Βραβείο Μυθιστορήματος (2018) και αργότερα με το βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2020), δεν μπορούσε να μην αποτελέσει μέρος των αναγνωστικών μου επιλογών. Όχι γιατί τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τα βραβεία οποιουδήποτε είδους (ακόμη και για το Νόμπελ) αλλά γιατί πάντα ήθελα να έχω άποψη για τα βραβευμένα βιβλία.
Το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου χαρακτηρίζεται ως noir, δηλαδή μυθιστόρημα δυστοπίας, με αστυνομικά στοιχεία, αλλά και πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Σκοτεινιά (noir) ως προς τους ήρωες που είναι κατά κανόνα δυστυχισμένοι, φτωχοί, συχνά εγκληματίες, άνθρωποι γενικά του περιθωρίου, ενώ οι πιο υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων αποτελούν τον χώρο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Κι εκεί ακόμα που κάποιοι ήρωες πάνε να ξεφύγουν "απ' το κακό το ριζικό τους", να ονειρευτούν "ένα δρόμο με άσπρα σπίτια και βουκαμβίλιες", σύντομα βυθίζονται και πάλι στη σκοτεινιά και τη δυστυχία.
 Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Φεβρουαρίου του 1985, όταν ένα παιδί, ο Γιάνος, γεννιέται στη Βουδαπέστη. Χρόνια αργότερα θα τον βρούμε μετανάστη στην Ελλάδα, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Αυτός θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο στήνουν χορό πλήθος άλλα πρόσωπα, τόσα που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να συγκρατήσει και να θυμάται τις μεταξύ τους σχέσεις, προπάντων για πρόσωπα που φευγαλέα κάνουν την εμφάνισή τους. Αντιστάθμισμα στο εμπόδιο αυτό είναι η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι δηλαδή κινείται σ' ένα υπαρκτό κόσμο, ότι τριγυρίζει από τους κακόφημους δρόμους γύρω από την πλατεία Ομονοίας, σε μια αριστοκρατική γειτονιά στο Κολωνάκι, από τη Βουδαπέστη την οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά ο συγγραφέας στην επίσης γνώριμη Αθήνα.
Κεντρικό σημείο της ιστορίας γύρω από το οποίο κινούνται όλα αυτά τα πρόσωπα, άλλοτε πιο χαλαρά κι άλλοτε σε μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ τους, είναι η δολοφονία του μεσήλικα, ομοφυλόφιλου ζωγράφου, Μίλτου Αδριανού. Την εξιχνίαση της δολοφονίας αναλαμβάνει (όχι με μεγάλο ζήλο) ο αστυνόμος Σουρούνης, αλλά κυρίως ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος. Πρώτος ύποπτος, ο οποίος και συλλαμβάνεται, ο Ούγγρος Γιάνος, που διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση  με τον δολοφονηθέντα. Είναι άραγε αυτός; Είναι κάποιο άλλο από τα πάμπολλα πρόσωπα του έργου; Όπως σε κάθε αστυνομική ιστορία, η λύση βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες.
Ως τότε όμως ο συγγραφέας θα αναπτύξει πλήθος θεμάτων σε βαθμό που η δολοφονία να μοιάζει μάλλον το πρόσχημα για να πει άλλα πράγματα: Η μετανάστευση, η φτώχεια, ο κόσμος της νύχτας, τα ναρκωτικά και η εκμετάλλευση προσώπων, η ομοφυλοφιλία... θα τον απασχολήσουν εξίσου.
Μεγάλη είναι η περιγραφική δύναμη του συγγραφέα. Η συντομία των περιγραφών, χώρων και προσώπων, δεν εμποδίζει τη ζωντάνια τους. "Δεν θεωρούνταν ωραίος, με τον κλασικό τρόπο τουλάχιστον. Ήταν ψηλός, με οστεώδες πρόσωπο και σχιστά γκρίζα μάτια. Το βλέμμα του χανόταν πίσω από μια θαμπάδα που του προσέδιδε μια μάλλον χαμένη έκφραση", γράφει για τον Γιάνος. Για το "Acapulco", ένα ημιυπόγειο μαγαζί που αποτελεί κεντρικό σημείο της δράσης, γράφει: "Άντρες με βαριά σλάβικη προφορά. γυναίκες με έντονο μακιγιάζ, έξαλλα τραβεστί, πρόθυμες πόρνες και αγόρια που θα έκαναν πολλά για μερικά χαρτονομίσματα. Καθώς η νύχτα προχωρούσε και το κέφι άναβε, τα ελληνικά τσιφτετέλια εναλλάσσονταν με αλβανικά ποπ, βουλγάρικα, ρουμάνικα, ακόμα και τούρκικα λαϊκά σουξέ".
Με σύντομες, χαρακτηριστικές πινελιές μας τοποθετεί στο κλίμα της εποχής και στην ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Δεν λείπει ούτε η αναφορά στο Πολυτεχνείο, ούτε στην Κύπρο, ούτε στις ταραχές, τις διαδηλώσεις και τις φωτιές του 2012. Και μια πολύ σύντομη αναφορά, φόρος τιμής στον Καβάφη...
Το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Το μελαγχολικό ερώτημα όμως που με απασχόλησε τελειώνοντάς το ήταν:  Λοιπόν, αυτή είναι η Αθήνα, αυτός είναι ο κόσμος μας σήμερα; Τίποτα καλό δεν υπάρχει; Δεν ζουν ανάμεσά μας μετανάστες τίμιοι, εργατικοί, νομιμόφρονες; Η φτώχεια και η απόρριψη είναι άραγε επαρκείς δικαιολογίες για την καταφυγή στην παρανομία, το έγκλημα, τον πουλημένο έρωτα; Θέλω να ελπίζω πως όχι. Πως πέρα από τη noir πλευρά, που ο συγγραφέας την αναπαράστησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, υπάρχει και μια φωτεινή πλευρά που μας δίνει ελπίδες για το μέλλον.


Κυριακή, Ιουνίου 21, 2020

Το blog μου γίνεται δεκατεσσάρων χρονών


Τα πνευματικά μου παιδιά
 Πόσο μακρινή μου φαίνεται εκείνη η μέρα, 21 Ιουνίου 2006, μέρα που "γέννησα" αυτό το πνευματικό παιδί! Με ελάχιστες γνώσεις διαδικτύου, με άγνοια ακόμα και βασικών όρων, όμως με μια έντονη επιθυμία που την ενίσχυε η θέληση να συμβαδίσω με την εποχή μου (κι ας μην ήμουν πλέον στην πρώτη, αλοίμονο, ούτε και στη δεύτερη νεότητα!), ψάχνοντας, ρωτώντας, ζητώντας βοήθεια,  δημιούργησα αυτόν τον βιβλιοφιλικό χώρο.
Δεκατέσσερα χρόνια κλείνουν σήμερα. Σημαδιακή μέρα. Η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου, παγκόσμια μέρα μουσικής. Πόσα συνέβησαν όλα αυτά τα χρόνια! Χαρές και λύπες, μέρες ταραγμένες και μέρες ήρεμες, γαλήνη και τρικυμίες, αρρώστιες κι ευτυχίες...Και τα βιβλία και τα διαβάσματα και το blog πάντα εδώ, σταθεροί σύντροφοι. Και τώρα ακόμα, που από τον περασμένο Σεπτέμβρη "ζω στην παράταση", το blog κι οι αναγνώστες του με συνοδεύουν στην αναγνωστική περιδιάβαση. Ευγνώμων για όσα η ζωή μου χάρισε, συνεχίζω.
Χρόνια πολλά και στο συνεορτάζον Βιβλιοκαφέ και στους ιδιοκτήτες Πατριάρχη Φώτιο και Πάπισσα Ιωάννα.

Τετάρτη, Ιουνίου 10, 2020

Θάνατος στη Βενετία

Τόμας Μαν
Θάνατος στη Βενετία
γράμματα, 1990
Μετ. Κλαίρη Τρικεριώτη
Νομίζω δεν υπάρχει άλλο λογοτεχνικό έργο τόσο σύντομο, ουσιαστικά μια νουβέλα, που να έχει γνωρίσει τόσες πολλές εκδόσεις και διαφορετικές μεταφράσεις, ακόμα και στα ελληνικά, που έχει τόσο πολύ αναλυθεί, που έχει γίνει κινηματογραφική ταινία (Λουκίνο Βισκόντι, 1971) όσο ο "Θάνατος στη Βενετία" του Τόμας Μαν (1875-1955). Κι ας είναι ένα έργο που στο γερμανικό πρωτότυπο πρωτοκυκλοφόρησε το 1912.
Το διακρίνει περισσότερο σκέψη παρά δράση, ελάχιστοι είναι οι διάλογοι, επικρατεί κυρίως ο ενδιάθετος λόγος και η σκέψη του πρωταγωνιστή Γουσταύου φον Άσενμπαχ, όπως μας τα αποκαλύπτει ο τριτοπρόσωπος, παντογνώστης αφηγητής. Ο Άσενμπαχ είναι ένας μεσήλικας, καταξιωμένος, διάσημος συγγραφέας, αφοσιωμένος στην Τέχνη. Μια μέρα, κουρασμένος από τη συγγραφή, ξεκινάει για έναν περίπατο στους δρόμους του Μονάχου. Κάποια στιγμή, έξω από ένα νεκροταφείο (προϊδεασμός άραγε;) συναντά έναν άγνωστο. "Η ταξιδιωτική εμφάνιση του ξένου ερέθισε τη φαντασία του, είτε βρέθηκε κάτω από κάποια άλλη φυσική ή ψυχική επιρροή, ένιωσε σαστισμένος ένα παράξενο άνοιγμα μέσα του, κάτι σαν διάχυτη αναστάτωση, μια νεανική δίψα και λαχτάρα για τόπους μακρινούς". Μια σφοδρή επιθυμία για ταξίδια τον κατέλαβε. Πηγαίνει πρώτα σ' ένα νησί της Αδριατικής. Πολύ σύντομα νιώθει ότι ο προορισμός αυτός δεν τον ικανοποιεί και φεύγει για τη Βενετία. "Αχ, η Βενετία! Υπέροχη πόλη! Μια πόλη με ακαταμάχητη γοητεία για τους μορφωμένους ανθρώπους, και για την ιστορία της και για τα σημερινά της θέλγητρα!"
Η Βενετία συμπρωταγωνιστεί, θα λέγαμε, σ' όλο το βιβλίο με τον Άσενμπαχ. Τόπος ομορφιάς με τα παλαιικά, μυστηριώδη κτίρια και τους νερένιους δρόμους, αλλά και τόπος που αποπνέει μια δυσωδία και κρύβει ένα μυστήριο. Πολλές οι αναφορές στο βιβλίο για την αινιγματική πόλη. Έτσι την αντίκρισε ο Άσενμπαχ με την άφιξή του: "Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ' τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σαν να μπαίνεις σ' ένα παλάτι από την πίσω πόρτα κι ότι δε θα 'πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ' τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ' την ανοιχτή θάλασσα".
Κι αλλού πάλι θα πει: "Αυτή ήταν η Βενετία, η κολακευτική και ύποπτη καλλονή-αυτή η πόλη μισή παραμύθι μισή παγίδα για τους ξένους, που μέσα στον πνιγηρό και υγρό αέρα της η τέχνη θέριεψε κάποτε οργιαστική κι ενέπνευσε στους μουσικούς μελωδίες λικνιστικές κι ερωτικά νανουρίσματα".
Το πρώτο βράδυ της παραμονής του στο ξενοδοχείο, ανάμεσα σε ποικίλους άλλους ξένους, διακρίνει μια οικογένεια Πολωνών και ειδκά τα τρία κορίτσια και το αγόρι της οικογένειας. Η αψεγάδιαστη ομορφιά του δεκατετράχρονου αγοριού τον συναρπάζει. "Το πρόσωπό του χλομό, με μια γλυκιά εσωστρέφεια, πλαισιωμένο από μαλλιά στο χρώμα του μελιού, ίσια μύτη, ένα χαριτωμένο στόμα, με μια έκφραση γλυκιάς και θεϊκής σοβαρότητας, θύμιζε ελληνικά αγάλματα της χρυσής εποχής, και με την ολοκάθαρη τελειότητα της μορφής είχε μια τόσο σπάνια προσωπική γοητεία, που ο παρατηρητής νόμιζε πως δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο ούτε στη φύση μα ούτε και στην τέχνη".
Μια αλλαγή του καιρού δημιουργεί στον Άσενμπαχ την επιθυμία να εγκαταλείψει τη Βενετία. Όμως οι αποσκευές του φορτώνονται κατά λάθος σε τραίνο για άλλο προορισμό και, ερμηνεύοντάς το σαν επέμβαση της μοίρας, αποφασίζει να μείνει περιμένοντας την επιστροφή των αποσκευών του. Η παρακολούθηση του ωραίου αγοριού είναι συνεχής. Με λεπτομέρειες περιγράφει το ντύσιμό του, τις κινήσεις του, τη συμπεριφπρά του με άλλους συνομίληκους, τα παιγνίδια στη θάλασσα. Μαθαίνει το όνομά του: Τάτζιο. Τα συναισθήματά του φτάνουν στον συγκλονισμό όταν αναπάντεχα ένα βράδυ ο Τάτζιο αυθόρμητα του χαμογελά. "...χαμογελούσε σ' αυτόν ανοίγοντας αργά τα χείλη του, σαν να του μιλούσε, εμπιστευτικά, θελκτικά κι ανυπόκριτα. Ήταν το χαμόγελο του Νάρκισσου που σκύβει πάνω από τον καθρέφτη του νερού, εκείνο το μαγεμένο, βαθύ και παρατεταμένο χαμόγελο καθώς απλώνει τα χέρια στο είδωλο της ομορφιάς του..."
Βλέπει τον εαυτό του και τον νεαρό σαν τον Σωκράτη και τον Φαίδρο στον ομώνυμο διάλογο. Φαντάζεται το ειδυλλιακό τοπίο της Αττικής στο οποίο ο Πλάτωνας τοποθετεί το έργο, στη σκέψη του επαναλαμβάνει τα λόγια του Σωκράτη για τη σχέση της ομορφιάς με τις ιδέες.
Ακολουθούν γεγονότα που θα 'λεγε κανείς ότι περιγράφουν σημερινές καταστάσεις. Η Βενετία απολυμαίνεται. Στις ερωτήσεις του Άσενμπαχ απαντούν πως πρόκειται απλώς για ένα προληπτικό μέτρο. Στην πραγματικότητα έχει ενσκήψει  η Ινδική χολέρα, αλλά οι αρχές το αποκρύπτουν φοβούμενες τις οικονομικές καταστάσεις. Πολλοί φεύγουν, αλλά ο Άσενμπαχ, παρ' όλες τις προτροπές, δεν φεύγε. Για να τον βρει ξαφνικά ο θάνατος χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν από την επιδημία ή για άλλο λόγο.
Ο "Θάνατος στη Βενετία" είναι ένα βιβλίο που απαιτεί αργό διάβασμα, που η φιλοσοφική σκέψη επισκιάζει τη δράση, που επιδέχεται πολλές ερμηνείες και συμβολισμούς. Όπως για παράδειγμα η γόνδολα που περιγράφεται ως φέρετρο, ή μια δυσοίωνη γενικά ατμόσφαιρα ή η πιθανότητα το όλο έργο να συμβολίζει τον θάνατο της Ευρώπης, που από τον Διαφωτισμό εξέπεσε σταδιακά στην παρακμή και στον Α΄και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ότι και να συμβαίνει, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το σύντομο αυτό έργο δίκαια αξίζει την προσοχή και τη σημασία που του αποδίδεται.

Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2020

Συνομιλίες του Αιγαίου




 Δημήτρης Λεβέντης
Συνομιλίες του Αιγαίου
Το Ροδακιό, 2020
Διηγήματα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας τα εικοσιτέσσερα κείμενά του που φιλοξενούνται στην πρόσφατη έκδοση "Συνομιλίες του Αιγαίου". Εγώ μάλλον θα τα χαρακτήριζα "στιγμιότυπα". Μοιάζουν με φωτογραφίες που αποτυπώνουν με λόγια ισάριθμες στιγμές. Που σε κάνουν, όπως ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ με αναμνηστικές φωτογραφίες και αναπολείς και θυμάσαι και νοσταλγείς, το ίδιο να νιώθεις γυρίζοντας τη μια σελίδα του βιβλίου μετά την άλλη. Χρώματα, με το γαλάζιο να κυριαρχεί ασφαλώς, μυρωδιές και ακούσματα, γεύσεις και αγγγίγματα, όλες οι αισθήσεις σε συναγερμό.
Εικοσιτέσσερις συνομιλίες, εικοσιτέσσερα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Και ο συγγραφέας, ευδιάκριτος αν και σε τρίτο πρόσωπο πάντα, πότε σαν φοιτητής, πότε σαν μέλος φιλικής συντροφιάς, πότε σαν παππούς, μας παίρνει μαζί του, αναμοχλεύει δικές μας αναμνήσεις, ξυπνάει "πόθους παλιούς που μέσα μας κοιμούνται".
Και μ' όλη τη συντομία τους, τα εικοσιτέσσερα στιγμιότυπα κατορθώνουν να αποτυπώσουν την ιδιαιτερότητα κάθε νησιού, ενώ συχνά, υποδόρια, υπολανθάνουν κυπριακές και ειδικά αμμοχωστιανές αναμνήσεις. Η Σαλαμίνα της Κύπρου σμίγει με τη Σαλαμίνα του Αιγαίου, η Αφροδίτη των Κυθήρων με την Κύπριδα, οι Ιππότεςς της Ρόδου ανακαλούν στη μνήμη την κουμανταρία των Ιπποτών της Κύπρου, η Εκατονταπυλιανή στην Πάρο μετεωρίζει τη σκέψη στο Σταυροβούνι και την Αγία Ελένη...
Στη Σαντορίνη ο συγγραφέας γοητεύεται  από το πασίγνωστο ηλιοβασίλεμα της Οίας. ΣτηνΤήνο, εκτός από τη Μεγαλόχαρη, αναδεικνύεται και το Καθολικό στοιχείο με τη Μονή των Ουρσουλινών, στην Αίγινα προβάλλει από το ύψος του και την υπέροχη θέα ο ναός της Αφαίας και οι Χαλεπιανές, στις Σπέτσες συγκίνηση  στο σπίτι της Μπουμπουλίνας, νοσταλγία στο σπίτι του Βαμβακάρη ακούγοντας τη γλυκιά Φραγκοσυριανή. Ονομασίες ψαριών, κουρκούνες και προσφυγούλες, στρίλιες και μπαρμπούνια και καλαμάρια, ένας καφές ή μια παγωμένη μπίρα αντικρίζοντας το απέραντο γαλάζιο, αναμνηστικά φλιντζάνια και το τεράστιο, ξαπλωμένο, ημιτελές άγαλμα στη Νάξο, το μικρό, διώροφο σπιτάκι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο...Πόση Ιστορία, πόσος μύθος, πόση φύση αναδεύονται μέσα από μνήμες παλιές και πιο πρόσφατες!
Οι "Συνομιλίες του Αιγαίου" είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι στην Ιστορία, στον μύθο, στη φύση, στο φως και προπάντων στη μοναδική, την ανεπανάληπτη γαλάζια ομορφιά του Αιγαίου.