Σταύρος Χριστοδούλου
Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός
Καστανιώτης noir, 2018
Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός
Καστανιώτης noir, 2018
Διπλά βραβευμένο το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου, πρώτα με το Κυπριακό Βραβείο Μυθιστορήματος (2018) και αργότερα με το βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2020), δεν μπορούσε να μην αποτελέσει μέρος των αναγνωστικών μου επιλογών. Όχι γιατί τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τα βραβεία οποιουδήποτε είδους (ακόμη και για το Νόμπελ) αλλά γιατί πάντα ήθελα να έχω άποψη για τα βραβευμένα βιβλία.
Το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου χαρακτηρίζεται ως noir, δηλαδή μυθιστόρημα δυστοπίας, με αστυνομικά στοιχεία, αλλά και πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Σκοτεινιά (noir) ως προς τους ήρωες που είναι κατά κανόνα δυστυχισμένοι, φτωχοί, συχνά εγκληματίες, άνθρωποι γενικά του περιθωρίου, ενώ οι πιο υποβαθμισμένες περιοχές των πόλεων αποτελούν τον χώρο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Κι εκεί ακόμα που κάποιοι ήρωες πάνε να ξεφύγουν "απ' το κακό το ριζικό τους", να ονειρευτούν "ένα δρόμο με άσπρα σπίτια και βουκαμβίλιες", σύντομα βυθίζονται και πάλι στη σκοτεινιά και τη δυστυχία.
Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Φεβρουαρίου του 1985, όταν ένα παιδί, ο Γιάνος, γεννιέται στη Βουδαπέστη. Χρόνια αργότερα θα τον βρούμε μετανάστη στην Ελλάδα, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Αυτός θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο στήνουν χορό πλήθος άλλα πρόσωπα, τόσα που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να συγκρατήσει και να θυμάται τις μεταξύ τους σχέσεις, προπάντων για πρόσωπα που φευγαλέα κάνουν την εμφάνισή τους. Αντιστάθμισμα στο εμπόδιο αυτό είναι η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι δηλαδή κινείται σ' ένα υπαρκτό κόσμο, ότι τριγυρίζει από τους κακόφημους δρόμους γύρω από την πλατεία Ομονοίας, σε μια αριστοκρατική γειτονιά στο Κολωνάκι, από τη Βουδαπέστη την οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά ο συγγραφέας στην επίσης γνώριμη Αθήνα.
Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Φεβρουαρίου του 1985, όταν ένα παιδί, ο Γιάνος, γεννιέται στη Βουδαπέστη. Χρόνια αργότερα θα τον βρούμε μετανάστη στην Ελλάδα, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Αυτός θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο στήνουν χορό πλήθος άλλα πρόσωπα, τόσα που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να συγκρατήσει και να θυμάται τις μεταξύ τους σχέσεις, προπάντων για πρόσωπα που φευγαλέα κάνουν την εμφάνισή τους. Αντιστάθμισμα στο εμπόδιο αυτό είναι η εντύπωση που αποκομίζει ο αναγνώστης, ότι δηλαδή κινείται σ' ένα υπαρκτό κόσμο, ότι τριγυρίζει από τους κακόφημους δρόμους γύρω από την πλατεία Ομονοίας, σε μια αριστοκρατική γειτονιά στο Κολωνάκι, από τη Βουδαπέστη την οποία φαίνεται να γνωρίζει καλά ο συγγραφέας στην επίσης γνώριμη Αθήνα.
Κεντρικό σημείο της ιστορίας γύρω από το οποίο κινούνται όλα αυτά τα πρόσωπα, άλλοτε πιο χαλαρά κι άλλοτε σε μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ τους, είναι η δολοφονία του μεσήλικα, ομοφυλόφιλου ζωγράφου, Μίλτου Αδριανού. Την εξιχνίαση της δολοφονίας αναλαμβάνει (όχι με μεγάλο ζήλο) ο αστυνόμος Σουρούνης, αλλά κυρίως ο δημοσιογράφος Στράτος Παπαδόπουλος. Πρώτος ύποπτος, ο οποίος και συλλαμβάνεται, ο Ούγγρος Γιάνος, που διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση με τον δολοφονηθέντα. Είναι άραγε αυτός; Είναι κάποιο άλλο από τα πάμπολλα πρόσωπα του έργου; Όπως σε κάθε αστυνομική ιστορία, η λύση βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες.
Ως τότε όμως ο συγγραφέας θα αναπτύξει πλήθος θεμάτων σε βαθμό που η δολοφονία να μοιάζει μάλλον το πρόσχημα για να πει άλλα πράγματα: Η μετανάστευση, η φτώχεια, ο κόσμος της νύχτας, τα ναρκωτικά και η εκμετάλλευση προσώπων, η ομοφυλοφιλία... θα τον απασχολήσουν εξίσου.
Μεγάλη είναι η περιγραφική δύναμη του συγγραφέα. Η συντομία των περιγραφών, χώρων και προσώπων, δεν εμποδίζει τη ζωντάνια τους. "Δεν θεωρούνταν ωραίος, με τον κλασικό τρόπο τουλάχιστον. Ήταν ψηλός, με οστεώδες πρόσωπο και σχιστά γκρίζα μάτια. Το βλέμμα του χανόταν πίσω από μια θαμπάδα που του προσέδιδε μια μάλλον χαμένη έκφραση", γράφει για τον Γιάνος. Για το "Acapulco", ένα ημιυπόγειο μαγαζί που αποτελεί κεντρικό σημείο της δράσης, γράφει: "Άντρες με βαριά σλάβικη προφορά. γυναίκες με έντονο μακιγιάζ, έξαλλα τραβεστί, πρόθυμες πόρνες και αγόρια που θα έκαναν πολλά για μερικά χαρτονομίσματα. Καθώς η νύχτα προχωρούσε και το κέφι άναβε, τα ελληνικά τσιφτετέλια εναλλάσσονταν με αλβανικά ποπ, βουλγάρικα, ρουμάνικα, ακόμα και τούρκικα λαϊκά σουξέ".
Με σύντομες, χαρακτηριστικές πινελιές μας τοποθετεί στο κλίμα της εποχής και στην ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Δεν λείπει ούτε η αναφορά στο Πολυτεχνείο, ούτε στην Κύπρο, ούτε στις ταραχές, τις διαδηλώσεις και τις φωτιές του 2012. Και μια πολύ σύντομη αναφορά, φόρος τιμής στον Καβάφη...
Το βιβλίο του Σταύρου Χριστοδούλου διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Το μελαγχολικό ερώτημα όμως που με απασχόλησε τελειώνοντάς το ήταν: Λοιπόν, αυτή είναι η Αθήνα, αυτός είναι ο κόσμος μας σήμερα; Τίποτα καλό δεν υπάρχει; Δεν ζουν ανάμεσά μας μετανάστες τίμιοι, εργατικοί, νομιμόφρονες; Η φτώχεια και η απόρριψη είναι άραγε επαρκείς δικαιολογίες για την καταφυγή στην παρανομία, το έγκλημα, τον πουλημένο έρωτα; Θέλω να ελπίζω πως όχι. Πως πέρα από τη noir πλευρά, που ο συγγραφέας την αναπαράστησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, υπάρχει και μια φωτεινή πλευρά που μας δίνει ελπίδες για το μέλλον.