Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Για μια μικρή παύλα

Διαβάζοντας (σχεδόν χωρίς διακοπή) τα δεκαέξι διηγήματα της συλλογής του Κώστα Λυμπουρή "Για μια μικρή παύλα" (Κέδρος 2011) διερωτήθηκα γιατί άραγε το λογοτεχνικό αυτό είδος να είναι υποτιμημένο στις αναγνωστικές προτιμήσεις των βιβλιοφίλων, αφού ένα ωραίο διήγημα μπορεί να μας χαρίσει εξίσου με το μυθιστόρημα λογοτεχνική απόλαυση. Είναι κάποια διηγήματα που "σαν πρόκες", όπως θέλει τις λέξεις ο Αναγνωστάκης, καρφώνονται και στοιχειώνουν τη σκέψη μας για καιρό, κάποτε για πάντα.
Τέτοια υπήρξαν τα διηγήματα της πρώτης συλλογής του Λυμπουρή, "Προσωρινά κλειστό" (Πλανόδιο 2006), τέτοια είναι και τα διηγήματα της πιο πρόσφατης δουλειάς του. Δεκαέξι μικρές ιστορίες που μέσα από την καίρια στιγμή που, σαν φωτογράφος ο συγγραφέας αποτυπώνει για πάντα μ' ένα ανοιγοκλείσιμο του φακού, αποκαλύπτουν το δράμα μιας ζωής.
"Κατά μήκος του πεζοδρομίου ήταν παρκαρισμένα πολλά αυτοκίνητα"
Ο ηλικιωμένος Διονύσης Αρβανιτίδης ("Για μια μικρή παύλα") με την επιμονή του να διορθώσει μια πινακίδα της οδού Καραολή Δημητρίου, προσθέτοντας, όπως θα έπρεπε, μια μικρή παύλα ανάμεσα στα δυο ονόματα, αφού δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, ουσιαστικά αναθεωρεί και διορθώνει μια στάση ζωής.
Μεσήλικας και μονήρης και ο καθηγητής Τεύκρος Δελαπόρτας ("Μόνο με φρούτα"), αναλογιζόμενος την απογοητευτική του διαδρομή, μέσα σε μια στιγμή ξαναβρίσκει το νόημα της ζωής.
"Τον ανάπηρο τον πήγαιναν εκεί κάθε Σάββατο"
Ο καταπιεσμένος από τον αυταρχικό πατέρα του Παντελής ("Τσου Κάι") αποτυπώνεται τη στιγμή που κάνει τη δική του επανάσταση. "Σαν να ήταν η ώρα της", σκέφτηκε, "σαν να διαμορφωνόταν σιγά σιγά, με τον καιρό, για να φτάσει έτσι ολοκληρωμένη, έστω και ακραία, τη στιγμή που έπρεπε".
Μερικά μόνο δείγματα από τον κόσμο των ηρώων του Κώστα Λυμπουρή. Παιδιά, μετανάστες, νέοι και ηλικιωμένοι, πληγωμένοι άλλοι ψυχικά και άλλοι σωματικά αποτυπώνονται από τον συγγραφέα σε μια σημαδιακή, καίρια στιγμή της ζωής τους, ανατρέποντας, κάποτε ανακόπτοντας, την πορεία της ("Έγκλημα τιμής").
Κορυφαίο στην προτίμησή μου στέκεται το διήγημα "Η κηδεία του αγνοουμένου". Με τόνο καθόλου μελοδραματικό, θα έλεγα μάλλον ανάλαφρο, προβάλλουν όλες οι πτυχές του δράματος που έζησε και ζει ακόμα η Κύπρος με τις εκατοντάδες των αγνοουμένων, αυτών που δεν βρέθηκαν το 1974 ούτε νεκροί ούτε ζωντανοί. Πολλών τα οστά ανευρίσκονται τώρα και με τη μέθοδο του DNA γίνεται η αναγνώριση και τελείται η κηδεία τους. Με τη φωνή ενός αγνοούμενου που παρακολουθεί την ίδια την κηδεία του προβάλλεται το δράμα των οικείων του, στιγματίζεται η πολιτική υποκρισία, απομυθοποείται ο "ηρωισμός" και καθρεφτίζεται το παράδοξο και το παράλογο του πράγματος. "Μου φαίνεται παράξενη η ηλικία μου. Εντάξει, το '74 ήμουν είκοσι πέντε χρονών, όμως τι έγινε με τα ενδιάμεσα χρόνια; Αν δεν μεγάλωσα ποτέ, πώς μπορεί να θεωρούμαι πατέρας μιας κόρης σχεδόν τριάντα τεσσάρων χρόνων και παππούς;" αναλογίζεται ο αγνοούμενος, καθώς διαβάζει στο αγγελτήριο της κηδείας του "ετών 25".
"Δυσκολευτήκαμε πολύ να τους εξηγήσουμε γιατί κουβαλούσαμε τόσους ανθούς..."
Τοπικό πλαίσιο της δράσης άλλοτε η Αθήνα, άλλοτε η Κύπρος. Η Αθήνα του σήμερα με τα πεζοδρόμια στα οποία δεν μπορείς να κινηθείς, με σκηνές καθημερινότητας στο μετρό, τους ανάπηρους ζητιάνους, τους πλανόδιους πωλητές. Και η Κύπρος. Η Κύπρος του χτες με αναφορά στο 1955 και στο 1974, αλλά και η Κύπρος του σήμερα με την Τουρκική κατοχή που, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, δεν μπορεί να διαγράψει τις αναμνήσεις μας και την αγάπη για τους τόπους μας. Μια αγάπη που είναι τόσο έντονη ώστε κάποιοι να ταξιδέψουν στην κατεχόμενη γη μόνο και μόνο για να νιώσουν το άρωμα των ανθών από τις πορτοκαλιές του Μόρφου (" Κάλεσμα των ανθών").
Η τεχνική του Κώστα Λυμπουρή κρατάει την κλασική φόρμα του διηγήματος. Γλώσσα αποφορτωμένη από "ψιμύθια", λιτή αφήγηση, σύντομες περιγραφές, ελάχιστοι διάλογοι, κυριαρχία του ενδιάθετου λόγου. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτοι οι επίλογοι. Μέσα σε ελάχιστες γραμμές έρχεται το απρόοπτο τέλος, επιτελείται η ανατροπή, καθορίζεται το κέντρο βάρους του διηγήματος.
Μέσα στην πλημμυρίδα της εύπεπτης και ευπώλητης μυθιστορηματικής παραγωγής η διηγηματική φωνή του Κώστα Λυμπουρή έρχεται να δώσει μια ανάσα γνήσιας λογοτεχνικής γραφής.

Σημ. Ο Κώστας Λυμπουρής είναι φιλόλογος. Τώρα υπηρετεί ως μορφωτικός σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011

Ψεύτρα γλώσσα

Τελειώνοντας το μυθιστόρημα του Άντριου Γουίλσον "Ψεύτρα γλώσσα" (Μεταίχμιο 2008, μετ. Νίκη Προδρομίδου) προβληματίστηκα σε ποια από τις ετικέτες του ιστολογίου μου θα το ενέτασσα. Να το έβαζα στην ομάδα "Βενετία" μια και μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται στην ονειρική αυτή πόλη; Ή μήπως στα "αστυνομικά" αφού έχει και τέτοια πλοκή; Άραγε δεν θα ταίριαζε και σε μια ομάδα "βιβλιοβιβλίων", δηλ. βιβλίων που έχουν στο επίκεντρο της υπόθεσής τους το βιβλίο (αν και δεν έχω δημιουργήσει ακόμα μια τέτοια κατηγορία); Τελικά προτίμησα να το εντάξω στην κατηγορία "Βενετία", παρ' όλο που το μυθιστόρημα συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ακαταμάχητα γοητευτικό και ενδιαφέρον.
"Δεν είναι αυτό το βιβλίο που ήθελα να γράψω. Δεν έγινε τίποτα όπως είχα φανταστεί". Και μόνο οι δυο αυτές φράσεις ως μότο του βιβλίου είναι αρκετές για να κινήσουν την περιέργεια του αναγνώστη και να τον κάνουν ν' αρχίσει την ανάγνωση, την οποία και δεν θα εγκαταλείψει παρά μόνο φτάνοντας στην τελευταία σελίδα!
Ο νεαρός Άνταμ Γουντς, τελειόφοιτος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στην ιστορία της τέχνης, ονειρευόμενος να γίνει συγγραφέας και να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, φτάνει στη Βενετία, για να γράψει ήσυχος, μακριά από τους περισπασμούς του Λονδίνου. Εξασφαλίζει διαμονή και μισθό φροντίζοντας έναν ηλικιωμένο, εκκεντρικό Άγγλο, τον Γκόρτον Κρέις, ο οποίος ζει εντελώς απομονωμένος σ' ένα παλάτσο. Ο Κρέις είναι ένας συγγραφέας που είχε γίνει διάσημος για το ένα και μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, το οποίο είχε γίνει παγκόσμιο μπεστ-σέλερ. Από τότε όμως αποτραβήχτηκε από τον κόσμο και δεν έγραψε τίποτα πια. Ζώντας κοντά του ο Γουντς και τακτοποιώντας τα χαρτιά του συλλαμβάνει την ιδέα, αντί του δικού του μυθιστορήματος που δεν προχωρεί και πολύ, να γράψει τη βιογραφία του ιδιόρρυθμου συγγραφέα, πάντα βέβαια εν αγνοία του, ονειρευόμενος να αποκτήσει φήμη και δόξα. Για την έρευνά του γυρίζει για λίγες μέρες στο Λονδίνο και ανατρέχει στα αρχεία του σχολείου στο οποίο υπήρξε καθηγητής ο Κρέις. Τα θαμμένα μυστικά αρχίζουν να έρχονται ένα-ένα στο φως. Για να κρατήσει μυστικό το σχέδιό του μηχανεύεται τα πάντα, χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα, με το ψέμα να είναι διαρκώς στο στόμα του. Η δράση προχωρεί γοργά, οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη ως το απρόοπτο, αναπάντεχο τέλος που έρχεται μόνο στην τελευταία σελίδα του βιβλίου.
Η Βενετία με τα αδιέξοδα δρομάκια, τα κανάλια, το σκοτεινό παλάτσο δημιουργούν το τέλειο σκηνικό γι' αυτό το έργο που εξελίσσεται σε θρίλερ. Αλλά το βιβλίο δεν είναι μόνο αυτό. Προβλήματα συγγραφής, όπως η αγωνία του συγγραφέα, η επιδίωξη της φήμης με οποιοδήποτε μέσο, η λογοκλοπή, οι πηγές έμπνευσης είναι θέματα που ανακύπτουν και προβληματίζουν.
Καιρό είχα να διαβάσω βιβλίο που να με συνεπάρει τόσο ώστε να το τελειώσω σε δυο μέρες. Ατμοσφαιρικό, ευρηματικό σε παρασύρει σε μια χωρίς διακοπή ανάγνωση ως το απρόσμενο τέλος.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011

Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο

Ο Γιάννης Σπανός είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πνευματικού ανθρώπου. Φιλόλογος-ιστορικός, δημοσιογράφος, αρθρογράφος σε κυπριακές και ελλαδικές εφημερίδες, με καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές και επιπλέον συγγραφέας τριάντα βιβλίων. Μια πληθωρική προσωπικότητα που αναζητά έκφραση με ποικίλους τρόπους. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ιστορικά βιβλία, προπάντων γύρω από τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, λογοτεχνικές μελέτες, θεατρικά, σενάρια ταινιών και εσχάτως μυθιστορήματα. Από τα ιστορικά του έργα ιδιαίτερης σημασίας και μνείας, προϊόν πολύχρονης μελέτης, το έργο του "Οι Κύπριοι εθελοντές στους εθνικούς αγώνες" (Ιωνικές εκδόσεις 2008).
Τελευταία δουλειά του το ενδιαφέρον μυθιστόρημα "Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο" (Ιωνικές εκδόσεις 2011). Είχαν προηγηθεί τα μυθιστορήματα "Μάρκος Βρανάς. Ο εκδικητής της Σμύρνης" και "Η δύναμη της μοναξιάς".
Ο λόγος του πληθωρικός όπως η προσωπικότητά του, θυμίζει την πληθωρικότητα του Καζαντζάκη, η φαντασία του οργιαστική. Γεμάτη η γραφή του από μνήμες ιστορικές, από μυθολογικές αναφορές, από αναμνήσεις της αγαπημένης του γης της Καρπασίας. Οι ήρωές του αγωνιστές της ζωής, ακέραιοι, εφευρετικοί, συχνά γίνονται υπερήρωες, θυμίζοντας ανάλογους Καζαντζακικούς χαρακτήρες. Πολλά κοινά στοιχεία επισημαίνονται και στα τρία μυθιστορήματά του, θα επικεντρωθώ όμως στο τελευταίο. Στο "Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο" κεντρική μορφή είναι ο Νικόλας Λιονταράς που στις αρχές του 20ου αιώνα, φεύγοντας από τη φτώχεια του μικρού του νησιού και τη φυματίωση που εξόντωσε πολλά μέλη της οικογένειάς του, καταλήγει μετανάστης στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Εκεί θα συναντήσει τον συγχωριανό του Αμβρόσιο. Μαζί θα ζήσουν περιπέτειες, αλλά και συχνά  θα βυθίζονται στις αναμνήσεις από τη μακρινή τους πατρίδα.
Η μεγάλη όμως φιλία και ο σύνδεσμος του Νικόλα που θα κρατήσει μια ζωή θα είναι με τον Κρητικό Στάθη Καλογεράκη, καπετάνιο του πλοίου "Κρήτη". Μαζί θα κάνουν δουλειές, θ' αποκτήσουν και δεύτερο καράβι που θα ονομάσουν "Κύπρο" και ο Κρητικός θα βαφτίσει αργότερα και το γιο του Νικόλα. Ο Στάθης είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Θέρισου. Λάτρης του Βενιζέλου, τον οποίο οι δυο φίλοι θα συναντήσουν χρόνια αργότερα στη Μασσαλία, όταν το ίνδαλμά τους θα πορευόταν στο Παρίσι, να διαπραγματευτεί τα δίκαια της Ελλάδας στη συνθήκη των Σεβρών. Θα παρευρεθούν και στην υποδοχή του στην Αθήνα, αλλά θα ζήσουν και τη θλιβερή ήττα του στις εκλογές του 1920.
Κι ο έρωτας όμως δεν λείπει από τη ζωή του Νικόλα. Θα ερωτευτεί την Εβίτα Φιορά, της οποίας ο σύζυγος δολοπλόκος, εκμεταλλευτής, απατεώνας, συνδεδεμένος με τον υπόκοσμο θα γίνει για χρόνια ο κακός δαίμονας του Νικόλα, ωσότου ο Κύπριος κατορθώσει να απαλλαγεί από αυτόν.
Το βιβλίο τελειώνει το 1922, παραμονές της μεγάλης συμφοράς του Ελληνισμού με μια φράση που την προαναγγέλλει: "Το αόρατο χέρι της ιστορίας άνοιγε την αυλαία του επερχόμενου εφιάλτη".
Όμως η ζωή και οι περιπέτειες των ηρώων του Γιάννη Σπανού, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν φαίνεται να είναι ο κύριος στόχος του. Μοιάζουν να είναι μονάχα ο καμβάς για να ζωγραφιστούν επάνω του μνήμες, ιστορικές αναφορές, σκηνές από τη ζωή της Κύπρου και ειδικά της Καρπασίας, στοιχεία λαογραφικά, μυθολογικά, πολιτιστικά του Ελληνισμού. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο συγγραφέας κατορθώνει να δένει φυσιολογικά στην αφήγησή του, χωρίς να φαίνονται παρέμβλητα, τόσα στοιχεία. Να αναφέρει τους Κενταύρους, τον Ανταίο, τις Αμαζόνες, τον Οιδίποδα, τον Ξέρξη και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον Διγενή Ακρίτα, ωραίες περιγραφές της φύσης του χωριού του, παραδόσεις και έθιμα, πρόσωπα που χαράσσονται και στη δική μας μνήμη. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι η μορφή του παππού του, του φλογερού παπα-Μιχάλη, που μόλις άρχιζε ένας ξεσηκωμός ορμούσε να ελευθερώσει την Πόλη και την Αγια- Σοφιά, για να βρει τελικά το θάνατο σ' ένα μακεδονικό χωριό.
Δεν παραλείπονται βέβαια και αναφορές σε σύγχρονα με το μυθιστόρημα ιστορικά γεγονότα. Στην επανάσταση του Θέρισου, στη βύθιση του Τιτανικού, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ιστορία της Ουρουγουάης.
Στην πλούσια και εκφραστική γλώσσα που χρησιμοποιεί, κάποτε κυπριακές λέξεις ξεπετάγονται δίνοντας μια ιδιαίτερη χροιά στο όλο ύφος: Κόξα (η μέση), βουνάρι (σωρός), στρούθος (σπουργίτι), ζαπτιές (αστυνομικός) κ. ά. Άλλοτε πάλι αβίαστα εμφανίζονται λέξεις και φράσεις ποιητικές, αφομοιωμένη ποιητική παρακαταθήκη του συγγραφέα, όπως "το λάμπασμα" (Σικελιανός), "της τύχης η καταφορά", "θείος Ιούλιος μην" (Καβάφης). Προτάσεις σύντομες, το ασύνδετο σχήμα λόγου κυριαρχεί, προσδίδοντας ένα γοργό ρυθμό στην όλη αφήγηση.
Διαβάζοντας τα μυθιστορήματα του Γιάννη Σπανού έχεις την αίσθηση ότι καθώς τα έγραφε τα απολάμβανε πρώτα ο ίδιος. Ότι τα έγραφε για τον εαυτό του, για τη χαρά της καταγραφής και της αναπόλησης. Μαζί του όμως αυθόρμητα παρασύρεσαι και η δική σου απόλαυση δεν είναι μικρότερη καθώς περιδιαβάζεις στο λογοτεχνικό του σύμπαν.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Η εποχή της στάχτης

Το 1966 ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε. Με το πρωτοποριακό "Εν ψυχρώ" (In cold blood) του Τρούμαν Καπότε καθιερώθηκε η λογοτεχνία του "non fiction novel", του μυθιστορήματος που δεν έχει τίποτα επινοημένο, αλλά αποτελεί λογοτεχνική μετάπλαση ενός πραγματικού γεγονότος.
Στο είδος αυτό ανήκει εν μέρει το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του νέου (γεν. 1968) Μεξικανού συγγραφέα Χόρχε Βόλπι "Η εποχή της στάχτης" (Ωκεανίδα 20011, μετ. Λεωνίδας Καρατζάς). Οι διαφορές βέβαια με το "Εν ψυχρώ" είναι πολλές. Εκεί είχαμε μόνο υπαρκτά πρόσωπα. Εδώ τα ιστορικά πρόσωπα συμφύρονται με τα μυθιστορηματικά. Εκεί υπήρχε μόνο ένα γεγονός που διαδραματίστηκε σε λίγα εικοσιτετράωρα, εδώ το χρονικό πλαίσιο καλύπτει περίπου 70 χρόνια του εικοστού αιώνα. Εκεί ο χώρος της δράσης ήταν μια αγροτική αμερικανική κατοικία, εδώ η δράση απλώνεται από την Αμερική στη Ρωσία, στο Μεξικό, στο Ζαΐρ, στην Παλαιστίνη, στο Βερολίνο και αλλού.
Μέσα στις 630 σελίδες του μυθιστορήματός του ο Βόλπι θέλησε να περιλάβει τα κυριότερα γεγονότα που αφορούν την οικονομία, τις κοινωνικές αναταραχές, τα επιστημονικά επιτεύγματα, ειδικά αυτά που σχετίζονται με τη μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος. Μετά από ένα προοίμιο με τίτλο "Ερείπια" και που αποτελεί μια λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής του πυρηνικού εργοστασίου στο Τσερνόμπιλ το 1986, το έργο, ως ένα είδος δράματος, επιμερίζεται σε τρεις πράξεις: Εποχή πολέμου (1929-1985), Μεταλλάξεις (1985-1991) και Η ουσία του ανθρώπου (1991-2000).
Οι χρόνοι και οι τόποι συνυφαίνονται. Η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται βασικά με χρονική σύμπτωση, αλλά με διαρκή τοπική μετατόπιση. Τα πρόσωπα προστίθενται κατά δεκάδες. Στον κατάλογο προσώπων που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου μέτρησα περίπου 140! Τα πλείστα υπαρκτά πρόσωπα. Ο Στάλιν, ο Γκορμπατσόφ, ο Γιέλτσιν, ο Κάρτερ, ο Κλίντον, ο Μπους, όλοι οι Γενικοί Γραμματείς της Σοβιετικής Ένωσης ή Αμερικανοί πρόεδροι της περιόδου, επιστήμονες όπως ο Ζαχάροφ ή ο βιολόγος Λισένκο, οικονομολόγοι όπως ο Γκαλμπρέιθ, οικολόγοι, ακτιβιστές, ποιητές (ειδικά η Άννα Αχμάτοβα), χρηματιστές, και δεκάδες άλλοι.
Τα κύρια μυθιστορηματικά πρόσωπα είναι τρεις γυναίκες, οι σύζυγοι, οι εραστές τους, η ευρύτερη οικογένειά τους, οι συνεργάτες τους. Η πρώτη είναι η Σοβιετική βιολόγος Ιρίνα Γκράνινα, της οποίας ο σύζυγος έχει επίσης σημαίνοντα ρόλο στο βιβλίο. Βιολόγος κι αυτός, αντικαθεστωτικός, εκτοπίζεται για πέντε χρόνια ζώντας σε απάνθρωπες συνθήκες, για να γίνει αργότερα από τους πρωτοπόρους του μετασχηματισμού της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η δεύτερη είναι η Αμερικανίδα Τζένιφερ, σημαντικό στέλεχος του ΔΝΤ, που η ιδιότητά της την οδηγεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Με τη σύγχρονη οικονομία σχετίζεται και ο σύζυγός της Τζακ Γουέλς, επιχειρηματίας στη βιοτεχνολογία, μέσα από τις δραστηριότητες του οποίου προβάλλεται ο κόσμος των εταιρειών, του χρηματιστηρίου και των μετοχών.
Σε ποικίλα μέρη κυκλοφορεί και η αδελφή της Τζένιφερ, η Άλισον, υπό μια εντελώς διαφορετική ιδιότητα. Μέλος της Greenpeace, συμμετέχει σε αποστολές όπως αυτή του γνωστού πλοίου "Rainbow Warrior" που βυθίστηκε στον Ειρηνικό κατά τη δράση του εναντίον των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών, για να βρει τελικά τραγικό θάνατο στην Παλαιστίνη.Τέλος, η τρίτη γυναίκα είναι η Εύα Χαλάς, ουγγρικής καταγωγής, κορυφαία στην πληροφορική, που γίνεται ερωμένη του Γουέλς αλλά και του συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος εμφανίζεται κατά διαστήματα μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, διακόπτοντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας βρίσκει τρόπο να συσχετίσει όλα αυτά τα πρόσωπα και μέσω αυτών να φωτίσει τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής. Η σταλινική εποχή, η σταδιακή αποσταλινοποίηση, η περεστρόικα και η γκλάσνοτ, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, η συγκολινιστική καταστροφή του διαστημοπλοίου Τσάλεντζερ, η οικονομία του Τρίτου Κόσμου, η αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι μερικά μόνο από τα θέματα που τον απασχολούν. Ειδικά αυτό το τελευταίο φαίνεται να κατέχει δεσπόζουσα θέση στο βιβλίο. Σ' αυτό επανέρχεται συνεχώς, αποδίδοντας σχεδόν όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο στα γονίδιά του.
Σαφώς εναντίον του κομμουνιστικού συστήματος ο Βόλπι δεν χαρίζεται ούτε στο καπιταλιστικό σύστημα. Το μόνο στο οποίο φάινεται να εναποθέτει κάποιες ελπίδες για το μέλλον του ανθρώπου είναι η πιθανή δυνατότητα ανακατασκευής μας. Γράφει: "Όπως και τα άλλα έμβια όντα είμαστε απλές μηχανές επιβίωσης, εφήμερα οχυρά απέναντι στο χάος, υπάκουοι φύλακες των γονιδίων μας. Αυτό μόνο. Χώμα και σκιά. Χρειάστηκε να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να το καταλάβουμε. Ποια είναι λοιπόν η ουσία μας; Ποια είναι η ουσία του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας κάνει τυφλούς, υπερόπτες, δειλούς, σκληρούς, στενόμυαλους, οξυδερκείς, φιλόδοξους, φιλάσθενους, μελαγχολικούς, συμπονετικούς, ανέντιμους; Η απάντηση είναι μπροστά μας: κρύβεται στο γονιδίωμά μας, σ' αυτή την τρελή βάση δεδομένων, η οποία, τουλάχιστον στη θεωρία, θα μπορούσε να επιτρέψει την ανακατασκευή μας".