"Εάλω η Πόλις. Η Πόλη έπεσε.
"Αυτή η κραυγή θ' αντηχεί όσο υπάρχει ο κόσμος. Αν έπειτα από αιώνες ξαναγεννηθώ, αυτές οι λέξεις θα γεμίζουν τα μάτια μου τρόμο και οι τρίχες των μαλλιών μου θα ορθώνονται. Θα τις θυμάμαι αυτές τις λέξεις και θα τις αισθάνομαι πάντα, ακόμα κι αν δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, ακόμα κι αν από τη μνήμη μου σβηστεί κάθε άλλη ανάμνηση. Αυτές τις λέξεις θα τις αναγνωρίζω πάντα. Εάλω η Πόλις".
Τώρα που έφτασα στο τέλος, νομίζω πως δεν ήταν μόνο οι οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις αυτών των ημερών, ούτε το ογκώδες, πυκνογραμμένο βιβλίο και οι 500 σελίδες που απαιτούσαν αμέριστη την προσοχή του αναγνώστη που καθυστέρησαν τόσο πολύ την ανάγνωση του μυθιστορήματος "ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ" του Μίκα Βαλτάρι (Καλέντης, 2003, μετ. Μαρία Μαρτζούκου). Υποσυνείδητα ίσως χρονοτριβούσα σκόπιμα, καθυστερούσα να φτάσω σ' αυτές τις τελευταίες σελίδες, πληγή αγιάτρευτη στις καρδιές γενιών και γενιών Ελλήνων, πληγή που για μας εδώ στην Κύπρο ξαναμάτωσε πριν 34 χρόνια κι ακόμα αιμορραγεί. Κι όμως, να που σ' αυτές τις ανείπωτα τραγικές στιγμές φτάνω σήμερα, 29 Μαΐου 2008, 555 ακριβώς χρόνια μετά την αποφράδα εκείνη μέρα του 1453.
Το μυθιστόρημα αρχίζει στις 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα που διαβάαστηκε στην Αγία Σοφία η διακήρυξη της Ένωσης των Εκκλησιών. Αφηγητής και κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι μια περίεργη, μυστηριώδης μορφή, ο Ιωάννης Άγγελος. Βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη έχοντας ξεφύγει από την αυλή του Μωάμεθ, όπου βρέθηκε αιχμάλωτος μετά τη συμμετοχή του σε σταυροφορία. Η ιστορία της ζωής του συμπληρώνεται σιγά-σιγά στο βιβλίο για να μάθουμε προς το τέλος ότι ήταν γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας, γεννημένος όμως στη Δύση από Έλληνα πατέρα.
Την ώρα που ο κόσμος βγαίνει από την εκκλησία, μετά την ανάγνωση της διακήρυξης, ερωτεύεται κεραυνοβόλα μια κοπέλα που αργότερα θα αποδειχτεί ότι είναι η Άννα , κόρη του άρχοντα Λουκά Νοταρά. Μέρα με τη μέρα, από τις 12 Δεκεμβρίου μέχρι την κατάληψη της Πόλης στις 29 Μαΐου και τα γεγονότα της επομένης, ως είδος ημερολογίου, καταγράφει όλη τη ζωή στην ετοιμοθάνατη Πόλη, την προσωπική του ιστορία με την Άννα Νοταρά, αλλά και τη ζωή γύρω του. Τις πολιτικές διαφορές, τους ενωτικούς με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που πίστευε ότι έτσι θα είχε τη βοήθεια της Δύσης και τους ανθενωτικούς, με κύριο εκπρόσωπο τον Λουκά Νοταρά, που είχε ρίξει το σύνθημα "Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα".
Στην Πόλη υπάρχουν και την υπερασπίζονται Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι κι αυτοί με διαφορές μεταξύ τους. Ξεχωριστή προσωπικότητα, γενναίος και τίμιος, παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ο Γενοβέζος Ιουστινιάνης που πολεμά μέχρι την τελευταία στιγμή και πληγωμένο τον μεταφέρουν οι άνδρες του. Τι απέγινε δεν ξέρουμε.
Πώς ο Μωάμεθ ξεκινά από την Ανδριανούπολη, πώς σφίγγει μέρα με τη μέρα ο κλοιός γύρω από την Πόλη, οι επιθέσεις και η απόκρουσή τους, το γκρέμισμα και η επιδιόρθωση των τειχών, οι προλήψεις σύμφωνα με τις οποίες θα έμπαιναν οι Τούρκοι αλλά όταν θα έφταναν στη στήλη του Κωνσταντίνου άγγελος Κυρίου θα τους εξολόθρευε, θρησκοληψία, οράματα, διαδόσεις, όλα τα ανθρώπινα πάθη, η τελευταία συγκινητική λειτουργία, η Κερκόπορτα και η προδοσία, όλα όσα ξέρουμε και από άλλες πηγές, δίνονται από τον Βαλτάρι με λεπτομέρειες, σαν να τα κοιτάζει με μεγεθυντικό φακό. Από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές η περιγραφή της εισόδου του Μωάμεθ στην Αγία Σοφία. Σφαγές. λεηλασίες, αίμα παντού. Από τη σφαγή δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που είχαν προσπαθήσει να έρθουν σε συνεννόηση με τον Μωάμεθ για να του παραδώσουν την Πόλη, πιστεύοντας ότι θα τη γλιτώσουν έτσι από την καταστροφή κι ότι σ' αυτούς θα εμπιστευθεί ο Μωάμεθ τη διοίκησή της! Όλοι οι άρχοντες, ανάμεσά τους ο Νοταράς και οι δύο γιοι του αποκεφαλίζονται.
Ένα μυθιστόρημα που αναμοχλεύει επώδυνες μνήμες, που για μας είναι ένα εξίσου οδυνηρό παρόν. Όταν, πριν από 4 χρόνια, επισκέφθηκα την Κωνσταντινούπολη, δεν είχα υπ' όψιν το μυθιστόρημα του Βαλτάρι. Όμως είχα αισθανθεί έντονα αυτό που ως προτροπή λέει σε κάποια στιγμή ο Ιωάννης Άγγελος: "Εσύ διαβάτη, που θα περάσεις κάποτε από τα ερείπια αυτού του τείχους, να ξέρεις πως μέσα από τα κίτρινα λουλούδια και τη σκόνη θα σε κοιτάζουν βαθιά και λυπημένα τα μάτια των τελευταίων Ελλήνων".