Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2018

Αναφορά στην Άγκαθα Κρίστι



Μια συνήθεια παλαιόθεν μ' έκανε αυτές τις μέρες των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να βυθίζομαι στην απόλαυση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Έξω το κρύο και το βουητό του πολυάσχολου αυτές τις μέρες κόσμου και μέσα η θαλπωρή του σπιτιού και η απόλαυση του διαβάσματος. Διαβάσματος όχι κλασικής λογοτεχνίας ούτε του σοβαρού βιβλίου που δίνει γνώση και προβληματισμό, αυτά είναι για άλλες ώρες, αλλά διάβασμα για την απόλαυση του "άχρηστου", αυτού που μοιάζει με τη ματαιότητα του αφρού της σαμπάνιας ή των χριστουγεννιάτικων στολιδιών. Κι απ' όλα, βέβαια, τα αστυνομικά μυθιστορήματα κορυφαία ανάμεσα στα κορυφαία, τα μυθιστορήματα της αγαπημένης μου Άγκαθα Κρίστι. Κι όμως, αν και έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα εξήντα τόσα μυθιστορήματά της, μόνο μια σύντομη ανάρτηση έκανα σ' αυτό εδώ το δωδεκάχρονο blog για το μυθιστόρημα "Αυλαία", στο οποίο ο περίφημος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό πεθαίνει. Καιρός νομίζω, ως μικρή ανταπόδοση της ευχάριστης συντροφιάς που μου χάρισε από τα χρόνια της νεότητάς μου ως τώρα, να κάνω μια ανάρτηση. Προπάντων τώρα που οι καινούριες εκδόσεις από τον Ψυχογιό, που κυκλοφορούν ταυτόχρονα και ηλεκτρονικά, μας δίνουν την ευκαιρία να τα ξαναδιαβάσουμε.
Αναρωτιέμαι πού να οφείλεται η τόσο μεγάλη απήχηση, η τόση αναγνωσιμότητα, η τόσο μεγάλη επιτυχία αυτών των μυθιστορημάτων που έχουν κάνει την Άγκαθα Κρίστι (1890-1976) τη δημοφιλέστερη συγγραφέα όλων των εποχών, που τα βιβλία της έχουν πουλήσει ένα δισεκατομμύριο στην αγγλική γλώσσα και ένα δισεκατομμύριο στις άλλες γλώσσες! Μυθιστορήματα που διαδραματίζονται σε μια άλλη χώρα, σε μια εποχή περασμένη, με καθαρά αστυνομική πλοκή (έγκλημα-εξιχνίαση) χωρίς τα στοιχεία με τα οποία έχει περιβληθεί το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, κοινωνικά, ψυχολογικά, ιστορικά κ.λπ. Μια πιθανή εξήγηση νομίζω είναι το ότι το κάθε τι σ' αυτά τα μυθιστορήματα περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανθρώπινη ψυχολογία, την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ανθρώπινα συναισθήματα κι αυτά φαίνεται πως δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν ποτέ. Και οι αγαπημένοι της ντετέκτιβ, αυτοί που δίνουν τη λύση, που βρίσκουν τον ένοχο, στον άνθρωπο εστιάζουν. Όχι στα δακτυλικά αποτυπώματα ή στα ίχνη που αφήνουν οι δολοφόνοι, στις πατημασιές ή στα ευρήματα, αλλά στην έρευνα γύρω  από τον χαρακτήρα, τις σχέσεις, την ψυχολογία τόσο του θύματος όσο και του πιθανού ενόχου. Χαρακτηριστικά ο μικρόσωμος Βέλγος (που θίγεται όταν τον περνούν για Γάλλο!), πασίγνωστος, κεντρικό πρόσωπο στα πλείστα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι Ηρακλής Πουαρό, λέει σε κάποιο σημείο στο μυθιστόρημα "Φόνοι με αλφαβητική σειρά": "Δεν είναι τα δεδομένα αυτά που αναλογίζομαι αλλά ο νους του δολοφόνου. Μόλις καταλάβω τι άνθρωπος είναι ο δολοφόνος, τότε θα μπορέσω να ανακαλύψω ποιος είναι". Κι αλλού πάλι ("Πέντε μικρά γουρουνάκια") λέει: "Δεν έχω ανάγκη να σκύψω και να μετρήσω τα αποτυπώματα των υποδημάτων, να μαζέψω τις γόπες των τσιγάρων και να εξετάσω τα τσακισμένα αγριόχορτα. Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ. Αυτό", είπε, χτυπώτας ελαφρά με τον δείχτη το κεφάλι του, που το σχήμα του θύμιζε αυγό, "αυτό είναι που λειτουργεί!" Ή, όπως αλλού λέει, αρκεί να βάλει σε λειτουργία τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου του.
Σε πολλά βέβαια μυθιστορήματα δεν υπάρχει ο Πουαρό, αλλά η περίφημη, πασίγνωστη ηλικιωμένη γεροντοκόρη, η αξιαγάπητη μις Τζέιν Μαρπλ, που όχι λίγες φορές συνέβαλε στον εντοπισμό του ενόχου. Αυτή, περισσότερο κι από τον Πουαρό ίσως στηρίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις. "Κανένας αστυνόμος στην Αγγλία δεν μπορεί να συναγωνιστεί μια γεροντοκόρη απροσδιόριστης ηλικίας που δεν έχει τι να κάνει όλη μέρα", ακούγεται  στο μυθιστόρημα "Φόνος στο πρεσβυτέριο". Στο μικρό αγγγλικό (φανταστικό) χωριό της, το Σεντ Μέρι Μιντ, μελετά τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις και σ' αυτά στηρίζει τα συμπεράσματά της. Είχε την ικανότητα να συνδέει ασήμαντα συμβάντα του μικρού χωριού με σοβαρότερα προβλήματα, σε βαθμό που οι γύρω της συχνά έβρισκαν ακατανόητες τις σκέψεις της. Μπροστά σ' ένα πτώμα για παράδειγμα μπορούσε να πει "μου θυμίζει την κόρη της κυρίας Τάδε που έτρωγε τα νύχια της..." κ.λπ.
Κάτι που επίσης με ελκύει στα μυθιστορήματα της Κρίστι είναι η όλη ατμόσφαιρα. Τα σπίτια, που κατά την αγγλική συνήθεια έχουν όνομα, η αγγλική εξοχή, η βροχή, το απαραίτητο τσάι στην ώρα του, οι μπάτλερ και οι υπηρέτες, αφού πολλές από τις υποθέσεις τοποθετούνται σ΄ένα μεγαλοαστικό έως αριστοκρατικό περιβάλλον, κι ακόμα ένα σχεδόν παραμυθιακό στοιχείο σε σχέση με την πεζότητα της εποχής μας.
Φέτος στις χριστουγεννιάτικες διακοπές απόλαυσα τέσσερα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι. Δεν εξυπηρετεί να μιλήσω λεπτομερώς για το καθένα. Παραθέτω μόνο τα λίγα λόγια που τα εισάγουν, έτσι όπως δίνονται από τον εκδοτικό οίκο.


Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη
Στις επτά το πρωί, ο συνταγματάρχης Μπάντρι και η σύζυγός του έρχονται αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη έκπληξη: υπάρχει ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη τους. Είναι μια νέα ξανθιά γυναίκα, με βραδινό φόρεμα κι έντονο μακιγιάζ, που τώρα πια έχει ξεβάψει στα μάγουλά της. Ποια είναι; Πώς βρέθηκε εκεί μέσα; 
 Ο συνταγματάρχης Μπάντρι ειδοποιεί την αστυνομία. Η κυρία Μπάντρι ειδοποιεί… τη φίλη της, τη μις Μαρπλ. Η μις Μαρπλ είναι πολύ καλή σ’ αυτά, ίσως εξιχνιάσει πρώτη το μυστήριο. Αυτό, σκέπτεται η κυρία Μπάντρι, δε θα ήταν συναρπαστικό; 
Η μις Μαρπλ αναλαμβάνει δράση, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως δεν υπάρχει δολοφόνος ούτε ντετέκτιβ που να μπορεί να τα βάλει με μια γηραιά κυρία η οποία ξέρει όλα τα κουτσομπολιά της περιοχής…

Φόνοι με αλφαβητική σειρά   
Ένας δολοφόνος τρομοκρατεί τη χώρα. Διαλέγει το ποιον και πού θα δολοφονήσει με αλφαβητική σειρά: Πρώτα μια ηλικιωμένη καπνοπώλισσα, ύστερα μια σερβιτόρα που της άρεσε να φλερτάρει, κατόπιν έναν πλούσιο άνδρα... Το μόνο κοινό τους είναι ότι ότι τα αρχικά των ονομάτων τους είναι διαδοχικά γράμματα. 
Με κάθε φόνο δείχνει και πιο σίγουρος. Τόσο σίγουρος, που μπαίνει στον πειρασμό να περιπαίξει και να μπερδέψει τον μεγάλο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Αλλά αυτό ίσως να είναι το ένα –και το μοιραίο– λάθος του… 
Ένα εξαιρετικά δομημένο μυθιστόρημα, από τα πρώτα της αστυνομικής λογοτεχνίας που έχουν θέμα έναν serial killer, προτού καν καθιερωθεί ο όρος.

Φόνος στο πρσβυτέριο
"Αν κάποιος δολοφονούσε τον συνταγματάρχη Πρόδερο, θα έκανε μεγάλη χάρη στον κόσμο γενικότερα». 
Ο εφημέριος του Σεντ Μέρι Μιντ ξεστομίζει αστόχαστα αυτά τα λόγια στο τραπέζι, κραδαίνοντας ένα κουζινομάχαιρο. Λόγια που δεν ταιριάζουν σε ιερωμένο. Και θα τον φέρουν σε κάπως δύσκολη θέση όταν λίγο αργότερα ο συνταγματάρχης θα βρεθεί όντως δολοφονημένος μέσα στο πρεσβυτέριο! 
Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, όλο το φιλήσυχο, γραφικό χωριό θα ήθελε να έχει σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο. Ποιος θα μαντέψει τον δολοφόνο; Η μις Μαρπλ, ασπρομάλλα, γλυκομίλητη και πονηρή σαν αλεπού, κάνει σ’ αυτή την ιστορία την πρώτη της εμφάνιση, αποδεικνύοντας πως… ο καλύτερος ντετέκτιβ είναι αυτός που ξέρει όλα τα κουτσομπολιά! Στο εξής, κανένας εγκληματίας –αλλά και κανένας αστυνομικός! – δε θα μπορέσει να κάνει ανενόχλητος τη δουλειά του…

Πέντε μικρά γουρουνάκια
"Δεν έχω ανάγκη να σκύψω και να μετρήσω τα αποτυπώματα των υποδημάτων, να μαζέψω τις γόπες των τσιγάρων και να εξετάσω τα τσακισμένα γρασίδια. Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ». 
 Δεκαπέντε χρόνια πριν, η όμορφη Κάρολαϊν Κρέιλ καταδικάστηκε για τον φόνο του συζύγου της. Τώρα η κόρη της αναθέτει στον Πουαρό να αποκαταστήσει τη μνήμη της. Υπήρχαν ακόμη πέντε ύποπτοι και όσο το σκέφτεται ο Πουαρό τόσο επανέρχεται στο μυαλό του εκείνο το παιδικό τραγουδάκι με τα πέντε γουρουνάκια – το ένα πήγε στην αγορά, το άλλο στο σπίτι κλείστηκε καλά, και πάει λέγοντας. Κάποιο από τα πέντε γουρουνάκια, όμως, ίσως έκανε έναν φόνο και μένει ακόμη ατιμώρητο. 
Αν είναι έτσι, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, όσα αποδεικτικά στοιχεία κι αν έχουν καταστραφεί, ο δαιμόνιος ντετέκτιβ θα το βρει, βάζοντας τη λογική του να δουλέψει…


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2018

ΟΛΓΑ

Bernhard Schlink
Όλγα
Μετ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική, 2018
Παρακολουθώ τον Bernhard Schlink από τότε που μαγεύτηκα με το εξαιρετικό Διαβάζοντας στη Χάννα. Το Σαββατοκύριακο, Ερωτικές αποδράσεις, Απόδοση δικαιοσύνης, Τα ίχνη του χρήματος, Ο γόρδιος φιόγκος, Ο γυρισμός, είναι μερικά από τα βιβλία του που μου κράτησαν ωραία αναγνωστική συντροφιά. Σε όλα σχεδόν, όποιο κι αν είναι το κύριο θέμα, πάντα παρεισφρέει, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, η αναφορά στο γερμανικό παρελθόν. Σαν να αισθάνεται να τον βαραίνει μια ενοχή για την οποία θέλει να εξιλεωθεί. Σαν να κουβαλάει τη συλλογική ευθύνη του έθνους του από την οποία θέλει να το απαλλάξει. Ίχνη αυτής της τάσης διακρίνουμε και σ' αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο στο οποίο κάτω από την ερωτική ιστορία που δεσπόζει, υποβόσκει ένας αιώνας ιστορίας.
Κι εδώ, όπως και στη Χάννα, κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα, η Όλγα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής της δεν αναφέρεται, εικάζουμε όμως ότι πρέπει να γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Από φτωχή οικογένεια, με πατέρα φορτοεκφορτωτή και μητέρα πλύστρα, μένοντας από μικρή ορφανή, μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά της με την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί. Μικρή η Όλγα κάνει παρέα με δυο αδέλφια, τη Βικτώρια και τον Χέρμπερτ, παιδιά ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, από μια άλλη κοινωνική τάξη, πολύ διαφορετική από τη δική της. Καθώς μεγαλώνουν η αρχική συμπάθεια και φιλία Όλγας-Χέρμπερτ εξελίσσεται σ' ένα μεγάλο έρωτα. Η οικογένεια εκείνου βέβαια δεν μπορεί να εγκρίνει έναν τέτοιο δεσμό, πολύ περισσότερο έναν γάμο.
Καθώς τα χρόνια περνούν η Όλγα κατορθώνει να σπουδάσει, να γίνει δασκάλα, ενώ ο Χέρμπερτ κατατάσσεται στη φρουρά του πεζικού και εθελοντικά συμμετέχει στη "δύναμη προστασίας της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής". Ουσιαστικά στην υπεράσπιση των Γερμανικών αποικιών. Της γράφει υπερασπιζόμενος την ιδέα της ανωτερότητας της Γερμανικής φυλής: "Οι μαύροι εξεγείρονται και προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία. Δεν πρέπει να το πετύχουν. Η νίκη μας θα είναι ευλογία και για κείνους και για εμάς. Αποτελούν μια φυλή που βρίσκεται ακόμα στη χαμηλότερη πολιτισμική στάθμη (...) ακόμα κι αν τους παρείχαμε μόρφωση, δεν θα έφτανε ποτέ στην ψυχή τους. Αν επικρατήσουν οι μαύροι, η εξέλιξη αυτή θα 'ναι τρομερό πλήγμα για ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο". 
Οι συναντήσεις των δυο ερωτευμένων είναι πια αραιές, σύντομες και με κάθε μυστικότητα. Ο Χέρμπερντ δεν διακρίνεται μόνο από το πνεύμα της υπεροχής. Είναι κι ένα ανήσυχο πνεύμα. Γυρίζει για λίγο μόνο στη Γερμανία (Πρωσία) για να ξαναφύγει άλλοτε για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Σιβηρία και αλλού. Όταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά, εκείνος βρίσκεται στην Αρκτική επιδιώκοντας να φτάσει στον Βόρειο Πόλο. Με αδρές πινελιές ζωγραφίζεται η φρίκη του πολέμου, ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος δηλώνει: "Ξανά ο στόχος ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η Γερμανία, περισσότερο απ' όσο το ήθελε και το κατόρθωσε ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του. Και για να επιτευχθεί τούτο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τον ακολουθήσει ένας δεύτερος".
Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Έχουν περάει αρκετά χρόνια, έχει περάσει και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αφηγητής τώρα είναι το παιδί μιας οικογένειας στην οποία η Όλγα, έχοντας απολυθεί από δασκάλα, δούλευε ως μοδίστρα. Εκείνη του αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της, για τον Χέρμπερτ που χάθηκε στη Αρκτική, για τους πολέμους...Καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, η σχέση του με την Όλγα εξελίσσεται σε μια ωραία φιλία. Κάνουν περιπάτους, επισκέπτονται μουσεία, συζητούν, ανταλλάσσουν σκέψεις, ως το θάνατό της.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου πιστεύω είναι το πιο ωραίο, το πιο ενδιαφέρον, το πιο συναισθηματικό. Αποτελείται ουσιαστικά από ανεπίδοτες επιστολές της Όλγας προς τον Χέρμπερτ που έστελλε σε ποστ ρεστάντ στο Τρόμσο της Νορβηγίας, σταθμό των αποστολών της Αρκτικής και τις οποίες ο αφηγητής (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του) αξασφάλισε από ένα παλαιοπωλείο. Πρόκειται για 31 επιστολές που εκτείνονται χρονικά από το 1913 ως το 1915, ενώ υπάρχουν και δύο του 1936,  μία του 1939, μία του 1956 και μία του 1971. Η Όλγα εξακολούθησε να γράφει κι όταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος δεν ζούσε πια.
Μέσα από τις επιστολές όχι μόνο ξεδιπλώνεται μια μεγάλη αγάπη αλλά αποκαλύπτονται και πλήθος άλλα γεγονότα της προσωπικής και της συλλογικής ζωής. Ο καρός, οι εποχές, η φύση, συνήθειες, ο πολέμος, τα όνειρά της, οι αναμνήσεις της. Γράφει: "Πού να είσαι τώρα αγαπημένε; Ξεχειμωνιάζεις σε κάποια καλύβα; Ή επέστρεψες στο πλοίο για να βγάλεις εκεί τον χειμώνα; Μήπως ξεκίνησες κι εσύ για κάποιο κατοικημένο μέρος και τις επόμενες μέρες θα διαβάσω για σένα στην εφημερίδα, όπως διάβασα σήμερα για τον καπετάνιο; Ήταν σε άθλια κατάσταση και είχε κρυοπαγήματα". Αλλού πάλι, εκδηλώνοντας την αντίθεσή της στην επεκτατική πολιτική της Γερμανίας, του γράφει: "Δεν περνάει βδομάδα που να μη διαβάσω ότι το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στις θάλασσες, την Αφρική και την Ασία, για τη σημασία των αποικιών μας, για την ισχύ του στόλου μας και του στρατεύματός μας, για το μέγεθος της Γερμανίας, λες και μεγάλωσε τόσο η χώρα μας, που επειδή δεν της κάνουν πια τα ρούχα χρειάζεται μεγαλύτερα".
Παρά τη συντομία του (291 σελίδες) το βιβλίο του Bernhard Schlink έχει μια σύνθετη μορφή. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων, δεν  περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή, δημιουργεί ανατροπές. Πάντα η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπους να μας δώσει μ' έναν καινούριο τρόπο, να δει μ' έναν διαφορετικό φακό ακόμα και τα πιο γνωστά γεγονότα. Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως στη λογοτεχνία υπερέχει το "πώς" έναντι του "τι".
 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2018

Ο Στόουνερ

John Williams
Ο Στόουνερ
Μετ. Αθηνά Δημητριάδη
Gutenberg, 2017
Ίσως, αν διαβάσει κάποιος πρώτα το Επίμετρο του Άρη Μπερλή στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα, να μη χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. Μέσα σε λίγες σελίδες δίνεται όλο το μυθιστόρημα, σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες, περιγράφεται με κάθε συντομία και αναλύεται η ζωή και η πορεία του Στόουνερ, αξιολογείται όλο το μυθιστόρημα. Αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς, προπάντων όταν αυτός αγάπησε τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία, που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο και θα αντέξει να μην εκφράσει τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα.
Μια πρώτη απορία: Πώς γίνεται ένα μουντό, γκρίζο, μελαγχολικό μυθιστόρημα, του οποίου τον κύριο ήρωα, τον Γουίλιαμ Στόουνερ, που αν και δίδαξε σαράντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι ελάχιστοι θυμούνται, να προκαλεί τέτοια σαγήνη στον αναγνώστη; ("Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως. Στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή με τη σταδιοδρομία τους").
Αυτή ακριβώς είναι η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας. Αυτή η γοητεία, ακαταμάχητη για όποιον ένιωσε "την αγάπη για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και αποσδόκητους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά", αυτή μας κρατάει αιχμάλωτους στην απόλαυσή της, έστω κι αν περιγράφει δεινά ή δυστυχίες ή καθόλου ιδανικούς χαρακτήρες. Αυτή η αγάπη  γεννιέται μυστηριωδώς, ευτυχία και απόλαυση για όποιον έχει τύχει της ευλογίας της.
Ο Γουίλιαμ Στόουνερ ήταν παιδί μιας φτωχής, αγροτικής οικογένειας. Από έξι χρονών εργάζεται στα χωράφια βοηθώντας τους αγρότες γονείς του. Όταν τελειώνει το σχολείο, ο πατέρας του, παρ' όλη τη φτώχεια τους, τον στέλλει στη Γεωπονική Σχολή που πρόσφατα άνοιξε στο Πανεπιστήμιο της Κολόμπια, πιστεύοντας ότι η σπουδή θα τον βοηθούσε να βελτιώσει τις αγροτικές τους καλλιέργειες. Με πολλές στερήσεις, δουλεύοντας ταυτόχρονα στο σπίτι που του παρέχει στέγη και τροφή, ο Γουίλιαμ τελειώνει το πρώτο έτος. Στο δεύτερο έτος, μεταξύ των μαθημάτων που πρέπει να παρακολουθήσει είναι και το μάθημα "Επισκόπηση της Αγγλικής Λογοτεχνίας". Και τότε γίνεται το θαύμα. Ακούγοντας μια μέρα τον καθηγητή του να απαγγέλλει το 73ο σονέτο του Σαίξπηρ, ένιωσε σαν να "μετεβλήθη εντός του ο ρυθμός του κόσμου". Ένα ωραίο, λυρικό σονέτο (παρατίθεται στο βιβλίο καθώς και η εξαιρετική μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου). Ένα μελαγχολικό σονέτο που μιλάει για τη φθορά και τον θάνατο και τελειώνει με τον στίχο "καθένας διπλά αγαπά ό,τι γοργά θα χάσει". Ο συγγραφέας δεν μας διαφωτίζει, δεν μας εξηγεί τι σκέψεις έκανε ο ήρωάς του, τι ένιωσε. Σημασία έχει ότι μετά απ' αυτό το σονέτο εγκαταλείπει τη Γεωπονική και παίρνει μαθήματα αγγλικής λογοτεχνίας. Τελειώνοντας, θα αναλάβει ως καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο, στο οποίο θα υπηρετήσει ως τον θάνατό του. Παθιασμένος ως το τέλος με την αγάπη του για τη μελέτη και τη διδασκαλία.
Η ζωή του, την οποία ο συγγραφέας μας εξιστορεί με ευθύγραμμη αφήγηση, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη υπήρξε. Ερωτεύεται κεραυνοβόλα μια κοπέλα, την Ήντιθ, την παντρεύεται, αλλά αυτή αποδεικνύεται ένας δύστροπος, ιδιόρυθμος, ανέραστος χαρακτήρας που του προκαλέι αφάνταστες δυσκολίες, που ο ερωτισμός της διαρκεί τόσο μόνο όσο να αποκτήσουν ένα παιδί, την Γκρέις, που κι αυτό ακόμα το παιδί το χρησιμοποιεί για να βασανίσει τον άντρα της.
Στο πανεπιστήμιο το ίδιο εχθρικό κλίμα. Με αφορμή τη διένεξη του Σνοόυτερ με τον διευθυντή του τμήματος, τον Λόμαξ, σχετικά με έναν φοιτητή, ο Σνοόυτερ καθηλώνεται για πάντα στη θέση του Επίκουρου. Ενοχλείται, φυσικά, αλλά αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει το πάθος του για τη μελέτη, την έρευνα, τη διδασκαλία. Ευτυχισμένες στιγμές του χαρίζουν δυο συμφοιτητές του, ο Μάστερς που θα σκοτωθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Φιντς που θα γίνει κι αυτός καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και θα παραμείνει πιστός και αφοσιωμένος φίλος ως το τέλος. 
Το πιο όμορφο όμως, ευτυχισμένο, φωτεινό διάλειμμα στη μουντή ζωή του Σνόουτερ θα γίνει η σχέση του με μια νεαρή καθηγήτρια, ακροάτρια των μαθημάτων του, την Κάθριν Ντρίσκολ. Ένα φωτεινό διάλειμμα, ένα ερωτικό ταίριασμα, μια κοινή αγάπη για τη μελέτη, ένας ήρεμος, γαλήνιος δεσμός που κρατάει ένα περίπου χρόνο. Το επαπειλούμενο για το πανεπιστήμιο σκάνδαλο διακόπτει αυτό τον δεσμό. Εκείνη θυσιάζεται, φεύγει, αλλά η ανάμνηση εκείνου του φωτεινού διαλείμματος θα κρατήσει και για τους δυο για πάντα.
 Άρρωστος με καρκίνο ο Σνοόυτερ παραιτείται από το πανεπιστήμιο. Στο αποχαιρετιστήριο δείπνο που του παραθέτουν, λέει: "Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους σας που μου επιτρέψατε να διδάξω". Κοινή εμπειρία, ταύτιση για όλους εμάς που αγαπήσαμε με πάθος τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία. 
Και το τέλος έρχεται. Δεν έχω διαβάσει ποτέ ωραιότερες σελίδες που περιγράφουν το τέλος ενός ανθρώπου. "Τα δάχτυλα λασκάρησαν, το βιβλίο που κρατούσαν γλίστρησε, αργά στην αρχή, μετά πιο γρήγορα, πάνω στο ασάλευτο σώμα κι έπεσε στη σιωπή του δωματίου".

Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2018

Χίλιες ανάσες

Ιωάννα Καρυστιάνη
Χίλιες ανάσες
Καστανιώτης, 2018
Συχνός ο θάνατος στα έργα της Καρυστιάνη. Ο θάνατος τριγυρίζει σ' όλο το "Κουστούμι στο χώμα" (το πιο αγαπημένο μου βιβλίο της), ο θάνατος δημιουργεί μια τρομερή σκηνή στο "Φαράγγι", μια σκηνή που ποτέ ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχάσει, που τον σημαδεύει για πάντα.   Με θάνατο αρχίζει και τελειώνει και το τελευταίο της μυθιστόρημα "Χίλιες  ανάσες". 
Τον Νιόβρη του 2015 ένα πτώμα μπλέκεται στα δίκτυα κάποιου ψαρά, κάπου κοντά στη Σύρο. Πρόκειται πιθανότατα για τον εξαφανισθέντα προ τριών  περίπου μηνών Στυλιανό Βογιατζή, κάτοικου του μικρού (φανταστικού) νησιού Κουκούτσι. Η χήρα του, Πηγή Βογιατζή, καλείται να αναγνωρίσει τον νεκρό. Ναι, είναι ο εξαφανισθείς σύζυγός της. Είναι όμως πράγματι, αφού ελάχιστα μέρη από τον νεκρό έχουν απομείνει, ή μήπως είναι κάποιος μετανάστης ή πρόσφυγας απ' όλους αυτούς που έχουν πνιγεί στο Αιγαίο; Η αμφιβολία την διακατέχει ως το τέλος. Το ίδιο και η απορία αν ο θάνατός του ήταν ατύχημα, έγκλημα ή αυτοκτονία. Η απορία θα μείνει και στον αναγνώστη, χωρίς όμως αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί γύρω από τον θάνατο ενυφαίνεται και η ζωή. Η σύγχρονη ζωή στην Ελλάδα (και στον κόσμο, θα έλεγα) όπως αυτή βιώνεται από τους κατοίκους ενός μικρού νησιού, ξεχασμένου από θεούς κι ανθρώπους, σε μια γωνιά του Αιγαίου.
Λιθάρι λεγόταν παλιά το νησάκι. Κουκούτσι το βάφτισε ένας δημοδιδάσκαλος "διαδίδοντας τη θεωρία πως οι φαταούλες κυβερνώντες ροκάνισαν τον καρπό του ιδρώτα γεωργών, κτηνοτρόφων και αλιέων και έφτυσαν στα μούτρα τους τα κουκούτσια".
Τρεις αχώριστες φίλες, η χήρα του "αλιευθέντος" νεκρού Πηγή, που ασκούσε το ασυνήθιστο για γυναίκα επάγγελμα του μηχανικού αυτοκινήτων, η Πόπη, μεταφράστρια που μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Αθήνας και νησιού και η Πέπη, χήρα κι αυτή, φανατική κινηματογραφόφιλη κι ακόμα η  κόρη της Πηγής Αμαλία, είναι τα βασικά πρόσωπα γύρω από τα οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Γεγονότα απλά, της καθημερινότητας, γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν σε κάθε απόμερη γωνιά της ελληνικής γης.
Ένας ξενομερίτης αστυνομικός, δυο άλλοι, ο Ηλίας κι ο Ισίδωρος που υπήρξαν αχώριστοι φίλοι με τον εξαφανισθέντα Στέλιο, μια ηλικιωμένη καθηγήτρια, αγγλίδες τουρίστριες που αποφάσισαν να ζήσουν εδώ τα χρόνια της συνταξιοδότησής τους κι άλλοι ακόμα άνθρωποι και ζώα, μια γαϊδουρίτσα, μια κατσίκα, ένα σκυλί, μια γάτα, διαδραμτίζουν κι αυτοί το ρόλο τους στο μικρό νησί. Κι ακόμα μια άλλη νεκρή, ένα όμορφο κορίτσι που χάθηκε σαράντα χρόνια πριν, απ' τον ίδιο βράχο που άφησε το τελευταίο του χνάρι ο πνιγμένος Στέλιος. Να έχουν άραγε σχέση τα δυο γεγονότα;
Μέσα σ' αυτό το περιορισμένο περιβάλλον η συγγραφέας κατορθώνει να εντάξει πλήθος θέματα. Θέματα εσωτερικά όπως η βίωση του πένθους, η φθορά της ηλικίας και η αναζήτηση της νεότητας, αλλά και θέματα εξωτερικά, όπως οι γιορτές του Πάσχα στο νησί, η χούντα, η εισβολή στην Κύπρο, η οικονομική κρίση και προπάντων το θέμα με τις στρατιές των προσφύγων που πλημμυρίζουν την Ελλάδα και η εθελοντική προσφορά γι' αυτούς.
Η γραφή της Καρυστιάνη συνειρμική, συχνά ελλειπτική, συμπυκνωμένη, υπαινικτική περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κατορθώνει με το ελάχιστο το μέγιστο. Για παράδειγμα, μέσα σε  μια μόνο  παράγραφο μπορεί ειρωνικά να περιγράφει και ταυτόχρονα να  καταγγέλλει: "Το νησί, δίχως αρχαιότητες δεν προσέλκυε αρχαιοκάπηλους, δίχως εφοπλιστές δεν έφερε μεγαλοδιαρρήκτες, δίχως πεντάστερες τουριστικές μονάδες δεν είχε περιθώρια για μεγάλη φοροδιαφυγή και χοντρές κομπίνες, ο κόσμος ζούσε από τα ψάρια, τα κοτοκούνελα, τα τυράκια και τα μέλια και τσοντάριζε με όσους θέλανε διακοπές σε προσιτές τιμές, τοπικά πανηγύρια και ρομαντζάδα σε ήσυχες παραλίες".
Ο σύγχρονος κόσμος, η σύγχρονη Ελλάδα, μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2018

Ζωή στα όρια

Dorit Rabinyan
Ζωή στα όρια
Α.Α. Λιβάνη, 2017
Μετ. Χριστιάνα Σακελλαροπούλου
Ένα κύμα βαθιάς μελαγχολίας και απαισιοδοξίας με τύλιξε καθώς έκλεινα την τελευταία σελίδα του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου της Εβραίας Ντορίτ Ραμπινιάν. Ένιωθα λυπημένη, όχι μόνο για το θλιβερό τέλος, το οποίο ήδη γνώριζα, αλλά και για την όλη κατάσταση που μοιάζει τόσο με τη δική μας εδώ στην Κύπρο. Ένας μεγάλος έρωτας ανάμεσα σε μια Εβραία κι έναν Παλαιστίνιο, καταδικασμένος εξαρχής. Σαν να διάβαζα για μια Ελληνίδα της Κύπρου ερωτευμένη μ' έναν Τουρκοκύπριο, εξίσου και περισσότερο καταδικαστέα και απορριπτέα κατάσταση. Ίσως με κάποια διαφοροποίηση ως προς το ποιος λαός είναι ο κατακτητής και ποιος ο κατακτημένος και διωγμένος από τα σπίτια και την πατρογονική γη.
Η εικοσιοχτάχρονη Εβραιοπούλα Λιάτ Μπενιαμίνι, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας και Γλωσσολογίας, βρίσκεται για ένα εξάμηνο στη Νέα Υόρκη με υποτροφία Φούλμπραϊτ. Ο Χιλμί Νάσερ, Παλαιστίνιος από τη Ραμάλα, ζωγράφος, με πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης, βρίσκεται ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια με βίζα καλλιτέχνη. Μια ευτυχής (;) συγκυρία φέρνει κοντά τον ένα στον άλλο. Ένας έρωτας γεννιέται. Κι ας ξέρουν κι οι δυο, προπάντων εκείνη, πως ο έρωτας αυτός είναι καταδικασμένος.
Η όλη ιστορία δίνεται μέσα από τη ματιά και την πρωτοπρόσωπη γραφή της Λιάτ κι ας είναι η μορφή του Χιλμί που τελικά κυριαρχεί στο βιβλίο. Είναι ένας ωραίος νέος Παλαιστίνιος, με την ευαισθησία του καλλιτέχνη, χωρίς ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία ή τα έθιμα του τόπου του. Δεν αποφεύγει το ακλοόλ, ούτε το χοιρινό, ούτε προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα, κατ' ακρίβεια ποτέ δεν προσεύχεται. Εκείνη φαίνεται πολύ πιο  δεμένη με τις παραδόσεις της φυλής της. Διατηρεί τακτικότατη επαφή με την οικογένειά της στο Τελ Αβίβ και η αναφορά στις εβραϊκές γιορτές, τα φαγητά ή άλλες συνήθειες είναι συχνότατη. Τρομοκρατείται στη σκέψη ότι οι δικοί της μπορεί να μάθουν τη σχέση της με τον Χιλμί.
Για λίγους μήνες το ζευγάρι θα ζήσει μια μεγάλη αγάπη. Με τις διαφωνίες ενίοτε, αλλά πάντα με την ευαισθησία και την τρυφερότητα των ερωτευμένων. "Ο Χιλμί, με τις χιμαιρικές φαντασιώσεις του περί διεθνικού κράτους, ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισότιμες τις δύο εθνότητες, να κλείνει τ'αφτιά του και να κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο σαν παιδί-γι' αυτόν ήταν όλα ή τίποτα. Κι εγώ με την ξεπερασμένη, αναιμική συμβιβαστική πρόταση των δύο κρατών, την οποία επαναλάμβανα μέχρι αηδίας. Εκείνος με την αθεράπευτα ονειροπόλα φύση του Λένον, ένας ευαίσθητος ιδεολόγος που έλπιζε ακόμα με μάτια που έλαμπαν στη συμφιλίωση των δύο λαών (...) Εκείνος ήταν ο πεφωτισμένος, ο οραματιστής που πάλευε να διορθώσει τα κακώς κείμενα, ενώ εγώ έμενα με  τη ρετσινιά του εθνικισμού, του σιωνισμού, του αντιερωτικού συντηρητισμού. Εκείνος ήταν ο διεθνιστής, ο ειρηνιστής που αποποιούνταν έννοιες όπως κράτος και θρησκεία, που απέρριπτε φούμαρα όπως σημαίες και εθνικούς ύμνους, ενώ εγώ, όσο κι αν απεχθανόμουν να αναλαμβάνω αυτόν τον ρόλο, ήμουν η νηφάλια πραγματίστρια που αναλωνόταν σε ανούσιες τυπικότητες όπως οι συμφωνίες ειρήνης, τα σύνορα και η εθνική κυριαρχία".
Η γραφή της Ραμπίτ εξαντλείται στις λεπτομέρειες. Μας παίρνει μαζί της και μας ταξιδεύει στις λεωφόρους και στις οδούς της Νέας Υόρκης, στα μικρά διαμερίσματα, σε πλατείες και καφέ, μας κάνει να βλέπουμε τα χρώματα του φθινοπώρου ή να νιώθουμε το φοβερό κρύο του νεοϋορκέζικου χειμώνα. Με πιο αδρές πινελιές ζωγραφίζεται το Τελ Αβίβ, η Ραμάλα, η θάλασσα που τόσο λείπει στον Χιλμί.
Μα πάνω απ' όλα μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα' ρθει κάποτε ο καιρός που η ουτοπία του Λένον θα πάψει να είναι ουτοπία.
Imagine there's no countries
it isn't hard to do
Nothing to kill or die for
And no religion too
Imagine all the people living life in peace

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2018

1984

Τζωρτζ Όργουελ
1984
Ο Μεγάλος Αδελφός
Κάκτος, 1999 (α΄έκδ. 1978)
Μετ. Νίνα Μπάρτη
Υπάρχει άραγε βιβλιόφιλος που δεν έχει διαβάσει το πασίγνωστο, πολυσυζητημένο, εμβληματικό αυτό βιβλίο; Κι αν δεν το έχει διαβάσει κάποιος, σίγουρα θα έχει δει την κινηματογραφική του εκδοχή. Κι αν ακόμα τίποτε από τα δυο δεν συμβαίνει, ανεπίγνωστα, όροι, στοιχεία, ιδέες, έχουν εισχωρήσει και  διανθίζουν όχι μόνο τον καθημερινό γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά και την ίδια τη ζωή μας. Ο Μεγάλος Αδελφός (Big Brother), το έγκλημα της σκέψης, η διπλή σκέψη κ.λπ.
Για ποιον τότε γράφω αυτή την ανάρτηση; Πρωτίστως για τον εαυτό μου, προσπαθώντας να ξορκίσω τη μελαγχολία που μου δημιούργησε για ακόμα μια φορά (δεν είναι η πρώτη που το διαβάζω) το σκοτεινό και τόσο απαισιόδοξο αυτό βιβλίο. Κάθε φορά που το διαβάζω νιώθω ολοένα και περισσότερο να πλησιάζουμε στην πραγμάτωση των απαισιόδοξων αλλά τόσο προφητικών ιδεών του Όργουελ.
 Γραμμένο τη δεκαετία του '40, αναφέρεται στον μακρινό, για τότε, κόσμο του 1984. Εκείνος ο κόσμος αποτελείται από τρία μόνο μεγάλα κράτη: την Ωκεανία, την Ευρασία και την Ανατολασία. Οι ήρωες του Όργουελ  ζουν στην Ωκεανία, ταυτισμένη περίπου με την Ευρώπη και μέρος της Αμερικής. Η Ωκεανία είναι ένα κράτος με απόλυτο έλεγχο των πολιτών της από την ανωτάτη αρχή, τον Μεγάλο Αδελφό, που είναι το ίδιο το κόμμα. Τεράστιες γιγαντοοθόνες λειτουργούν αμφίδρομα, εκπέμποντας αλλά και παρακολουθώντας κάθε στιγμή των πολιτών, όπου κι αν βρίσκονται, ό,τι κι αν κάνουν (πόσο απέχει άραγε η εποχή μας απ' αυτή τη φανταστική για τη δεκαετία του '40 εποχή;). Η κοινωνία αποτελείται από τρεις τάξεις: Το Εσωτερικό Κόμμα που το αποτελεί μόνο το 1% του πληθυσμού. Σ' αυτό ανήκουν οι κυβερνώντες, συγκεντρώνουν όλες τις εξουσίες και απολαμβάνουν όλα τα αγαθά. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται το Εξωτερικό Κόμμα, περίπου το 20% κι αυτοί μέλη του κόμματος αλλά κατώτεροι, κάνουν περίπου  τις εργασίες των σημερινών δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος είναι οι Προλετάριοι, περίπου το 80%. Ζουν σε άθλιες συνθήκες, μέσα στη φτώχεια και την άγνοια. (Έπαψε άραγε ο κόσμος να αποτελείται από τις τρεις αυτές τάξεις;)
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Ουίνστον Σμιθ. Ανήκει στο Εξωτερικό Κόμμα και εργάζεται στο τμήμα Αρχείων του Υπουργείου Αλήθειας. Έχει την ευθύνη να προσαρμόζει τα γεγονότα, ακόμα και τα παρελθόντα, στην εκάστοτε παρούσα στιγμή. Άλλωστε, ένα από τα εμβλήματα του κράτους είναι: "όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν-όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον". Έτσι, για παράδειγμα, αν μια πρόβλεψη του Μεγάλου Αδελφού, για την παραγωγή π.χ. δεν επαληθευόταν, τότε η παλιά ομολία που είχε δημοσιευτεί στους Τάιμς, ξαναγραφόταν για να προσαρμοστεί στο παρόν. Η εφημερίδα ξανατυπωνόταν, τα παλιά φύλλα καταστρέφονταν, δεν είχαν υπάρξει ποτέ. Αυτό γινόταν διαρκώς, κείμενα και λεξικά γράφονταν και ξαναγράφονταν. Αυτό οδηγούσε στη "διπλή σκέψη". Να ξέρεις την αλήθεια και συγχρόνως τη μη-αλήθεια. " Το μυαλό του (του Ουίνστον) γλίστρησε στο λαβύρινθο της διπλής σκέψης. Να ξέρεις και να μη ξέρεις, να έχεις συνείδηση της αλήθειας και παράλληλα να λες έντεχνα κατασκευασμένα ψέματα, να έχεις ταυτόχρονα δύο γνώμες που η μία αναιρούσε την άλλη, πιστεύοντας και τις δύο. Να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αρνείσαι την ηθική ενώ την αξιώνεις, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη και ταυτόχρονα ότι το Κόμμα ήταν ο φύλακας της δημοκρατίας. Να ξεχνάς ό,τι είναι αναγκαίο να ξεχαστεί, και να το ξαναφέρνεις στη μνήμη σου τη στιγμή που το χρειάζεσαι, και αμέσως μετά να το ξεχνάς πάλι (...) ακόμα και η κατανόηση του όρου "διπλή σκέψη" προϋπέθετε τη χρησιμοποίηση της διπλής σκέψης."
Η σκέψη όμως είναι ταυτόσημη με τη γλώσσα. Γι' αυτό επινοείται η Νέα Γλώσσα. Ολόκληρο παράρτημα στο τέλος του βιβλίου εξηγεί τη νέα αυτή γλώσσα. Αφαιρούνται πολλές λέξεις, π.χ. οι λέξεις τιμή, δικαιοσύνη, ηθική, διεθνισμός, δημοκρατία, επιστήμη, θρησκεία έπαψαν να υπάρχουν, επομένως δεν υπάρχουν και ως έννοιες. Το λεξιλόγιο απλουστεύεται. Για παράδειγμα το αντίθετο του "καλός" γίνεται "μήκαλος", το συνώνυμο του "φωτεινός" μπορεί να είναι "ασκότεινος", το "πολύ κρύος" μπορεί να λεχθεί "δίσκρυος" κ.ο.κ. Ακόμα η ίδια λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ρήμα, ουσιαστικό ή επίθετο κ.λπ. (Πόσο διαφέρουμε άραγε σήμερα με όλα αυτά τα αρκτικόλεξα, π.χ. "Καλό ΣΚ=καλό Σαββατοκύριακο, ή γράφουμε 4U και εννοούμε for you! ή με  τα συντομευμένα, χρησιμοποιούμενα από τη νεολαία, που τόσο φτωχαίνουν τη γλώσσα;)
Παρ' όλα αυτά ο Ουίνστον πιστεύει πως μπορεί να αντισταθεί, μπορεί να επαναστατήσει. Προπάντων όταν γνωρίζει, ερωτεύεται και συναντιέται κρυφά (ο έρωτας απαγορεύεται) με τη Τζούλια, που κι εκείνη σκέφτεται όπως ο ίδιος. Θα επιτύχουν άραγε;  Θα μπορέσουν να επαναστατήσουν ενάντια σ' αυτό το τρομακτικό καθεστώς; Δεν θα γράψω το τέλος. Ίσως κάποιοι κι απ΄αυτούς που έχουν διαβάσει το βιβλίο να το έχουν ξεχάσει και να θελήσουν να το ξαναδιαβάσουν. Αρκεί να πω πως η επινοητικότητα του καθεστώτος (και του συγγραφέα) ξεπερνά κάθε φαντασία αφήνοντάς μας μια πικρή γεύση.
{Χρήσιμη πληροφορία:Το βιβλίο διατίθεται από τον Κάκτο ψηφιακά δωρεάν}

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2018

Σερενάτα

Ζουλφί Λιβανελί
Σερενάτα
Μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012
Ένα παλιό, άγνωστο επεισόδιο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας μεγάλος έρωτας και μια απεικόνιση πτυχών της σύγχρονης Τουρκίας, συνθέτουν το ενδιαφέρον μυθιστόρημα του γνωστού (κυρίως ως μουσικού) Τούρκου συγγραφέα. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως απλοϊκό, χωρίς ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Μια νεαρή Τουρκάλα, η Μάγια Ντουράν, ταξιδεύει αεροπορικώς από την Ισταμπούλ (που εμείς δεν μπορούμε να τη λέμε παρά μόνο Κωνσταντινούπολη) στη Βοστόνη. Κατά τη διάρκεια της υπερπόντιας πτήσης γράφει την ιστορία που σχετίζεται με το ταξίδι της. Μια ιστορία που, ξεκινώντας από το παρόν, ανατρέχει σ' ένα τραγικό επεισόδιο του 1941. Σιγά σιγά η ιστορία με απορρόφησε. Η απλοϊκότητα του ύφους έπαψε να με ενοχλεί. Άλλωστε η Μάγια δηλώνει ότι δεν είναι συγγραφέας, πως δεν ξέρει να εκφραστεί λογοτεχνικά, προσδίνοντας έτσι μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην ιστορία της.
Η Μάγια, διαζευγμένη, μ' ένα δεκατετράχρονο γιο που δεν ξεκολλάει από το κομπιούτερ, είναι βοηθός του πρύτανι του Πανεπιστημίου της Ισταμπούλ. Ως υπεύθυνη επί των δημοσίων σχέσεων, μια μέρα παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο τον Μαξιμίλιαν Βάγκνερ, έναν 87χρονο Γερμανό, που είχε ζήσει και διδάξει στο Πανεπιστήμιο το 1939-1942. Αυτοεξόριστος, όπως και άλλοι Εβραίοι, αλλά και Γερμανοί καθηγητές, είχαν καταφύγει στην Τουρκία για να αποφύγουν τις διώξεις και την καταπίεση του ναζισμού. Μια ιδιαίτερη συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ της Μάγια και του ηλικιωμένου καθηγητή καθώς τον ξεναγεί, του μιλά για τη σύγχρονη Τουρκία και ικανποιεί κάποιες παράξενες επιθυμίες του, όπως όταν της ζητά να μεταβούν μέσα στο καταχείμωνο στην παραλιακή πόλη Σίλε. Ταυτόχρονα η Μάγια αντιλαμβάνεται πως συνεχώς τους παρακολουθεί η μυστική αστυνομία. Γιατί άραγε; Με τη βοήθεια του γιου της που ερευνά στο διαδίκτυο και με αναδίφηση αρχείων η Μάγια προσπαθεί να ερευνήσει το παρελθόν του καθηγητή. Η ιστορία όμως που στοιχειώνει ακόμα τον Βάγκνερ θα μας αποκαλυφθεί σε μια παρένθετη, ανεξάρτητη αφήγηση, χαρακτηριστική, όπως λέει η Μάγια, των ιστοριών της Ανατολής. Σχετίζεται με την περιπέτεια ενός πλοίου, του πλοίου Στρούμα, που το 1941 είχε αποπλεύσει από τη Ρουμανία μεταφέροντας 768 Εβραίους στην Παλαιστίνη. Αλλά ούτε η Τουρκία το δεχόταν, ούτε οι Άγγλοι επέτρεπαν τη μετάβασή του στην Παλαιστίνη. Τελικά το πλοίο, αφού λόγω βλάβης  έμεινε ακυβέρνητο στη Μαύρη Θάλασσα, βυθίστηκε από Ρωσικό υποβρύχιο παρασύροντας τους ταλαιπωρημένους του επιβάτες στον θάνατο. Ανάμεσά τους και την Νάντια, την Εβραία, πολυαγαπημένη σύζυγο του Βάγκνερ που απελπισμένος έβλεπε από την ακτή το καράβι να βουλιάζει. Τέσσερις χώρες, Ρουμανία, Τουρκία, Αγγλία, Ρωσία υπήρξαν  ένοχες γι' αυτό το έγκλημα, αλλά καμιά δεν  θέλει να αποκαλυφθεί η δική της ευθύνη. Και η πικρή διαπίστωση του καθηγητή: "Η ευτυχία των ανθρώπων γινόταν (και γίνεται) παιχνιδάκι στα χέρια αυτών που έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας".
Όμως, πέρα από το άγνωστο, τραγικό αυτό επεισόδιο του πολέμου, το βιβλίο του Λιβανελί έχει ενδιαφέρον και για την εικόνα της σύγχρονης Τουρκίας που παρουσιάζει. Οι δρόμοι της Ισταμπούλ, η πολυκοσμία της,  η θέση της γυναίκας, η δύναμη και αυστηρή πειθαρχία του στρατού, του έκτου μεγαλύτερου στον κόσμο, όπως λέει (ο αδελφός της Μάγια είναι στρατιωτικός), η ζωή της διαζευγμένης γυναίκας, οικογενειακές στιγμές, έθιμα και άλλες ακόμα πτυχές της σύγχρονης Τουρκίας μας αποκαλύπτονται. Ο συγγραφέας δεν διστάζει, με επίγνωση της ιστορίας, να κατακρίνει την Τουρκία, αναλογιζόμενος το πώς δημιουργήθηκε αυτό το κράτος. "Η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα τουρκικό έθνος, όπου όλοι θα μοιάζουν μεταξύ τους κι ας προέρχονται από μια κοινωνία πολλών πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών, όπως υπήξε η οθωμανική, έφερνε μαζί της και τέτοιου είδους εξαναγκασμούς. Γι΄αυτόν τον λόγο το κράτος ήταν τόσο ευαίσθητο στο θέμα της τουρκικής  ταυτότητας. Διότι, και πάλι όπως λέει ο αδελφός μου, εμείς δεν μπορέσαμε να σχηματίσουμε ένα κράτος όπως τα άλλα έθνη. Με άλλα λόγια, αυτό που ιδρύθηκε δεν ήταν ένα έθνος-κράτος:το κράτος έφτιαξε ένα έθνος για τον εαυτό του. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη νέα δημοκρατία μας ώς κράτος-έθνος. Ως εκ τούτου η κριτική προς το κράτος σήμαινε χτύπημα προς το έθνος και γι΄αυτό θεωρούνταν ασυγχώρητη".
Μια αδυναμία του βιβλίου είναι η παρεμβολή από μέρους της αφηγήτριας σκέψεων, συναισθημάτων, λεπτομερειών που δεν είναι πάντα απαραίτητες. Όμως οι αρετές του βιβλίου υπερκαλύπτουν τις μικρές αδυναμίες, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2018

Κόκκινος Σταυρός

Μαρία Γαβαλά
Κόκκινος Σταυρός
Πόλις, 2018
"Ο κόκκινος σταυρός σήμαινε θάνατο, η γαλάζια παύλα συνέχιση της ζωής".
Μου πήρε κάποιο χρόνο και αρκετές σελίδες ωσότου μπω στο πνεύμα, στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα, την τεχνική της Μαρίας Γαβαλά. Από κει και πέρα όμως το βιβλίο απέκτησε μια γοητεία, μια σαγήνη που μου στοίχειωνε ύπνο και ξύπνιο. Κι ας είναι ένα βιβλίο ζοφερό που διεκτραγωδεί ανθρώπινα πάθη και τραγωδίες. Όμως οι αναλαμπές της καλοσύνης, η ομορφιά της Τέχνης, η καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής, οι σύγχρονες τραγωδίες που ανανεώνουν "πάθια και καημούς" περασμένους, με μια άλλη μορφή τώρα, το παρελθόν και το παρόν, συνθέτουν ένα πίνακα πολύμορφο, πολυδιάστατο,  αναγνωστικά ακαταμάχητο.
Το βασικό νήμα που ενώνει, άλλοτε πιο χαλαρά κι άλλοτε πιο στέρεα τα μέρη του βιβλίου είναι η κεντρική, πρωτοπρόσωπη ηρωίδα Αριάδνη Χόπε. Παρ' όλο που η ίδια κάποια στιγμή δηλώνει πως το όνομά της δεν κρύβει κανένα συμβολισμό, εντούτοις με τη μεταπτυχιακή της εργασία στην Ιστορία της Τέχνης στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, ανασκαλεύει τα σκοτεινά μονοπάτια του λαβύρινθου της ψυχής. Θέμα του μεταπτυχιακού της είναι η σχέση της Τέχνης με τον τρόπο έκφρασης των ψυχικά πασχόντων μέσω της Τέχνης. Κεντρικό πρόσωπο της έρευνάς της γίνεται η Μπέρτα-Γκέρτρουντ Φλεκ (1870-1944) που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της έγκλειστη σε ψυχιατρικά ιδρύματα και που στο τέλος έπεσε θύμα της "ευθανασίας" που οι Ναζί επεφύλασσαν στους ψυχικά πάσχοντες. Γύρω απ' αυτό το κεντρικό θέμα συνωστίζονται πλήθος πρόσωπα, ποικίλες εποχές, ιστορία και μυθοπλασία. Το παρελθόν, ο Α΄ Παγκόσμιος, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο Β΄ Παγκόσμιος, σύγχρονα προβλήματα όπως η μετανάστευση, οι πρόσφυγες, η ανεργία, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, όλα αυτά που λες και αποτελούν μια επανάληψη του παρελθόντος, βρίσκουν τη θέση τους στο βιβλίο.
Εκτός από την Αριάδνη, ακούμε τη φωνή της έγκλειστης Μπέρτα-Γκέρτρουντ, της νοσοκόμας Έρικα Μπέντιεν, του αδερφού της Έρικα Μάρτιν, που με τα κομμένα του χέρια μας μεταφέρει όλη τη φρίκη του Μεγάλου Πολέμου, της επιληπτικής Κορνέλια, του έρωτα της Αριάδνης Μανουέλ, των γονιών της Αριάδνης, του Κούρδου πρόσφυγα, Καθηγητών της Τέχνης και πολλών άλλων. Η διπλή καταγωγή της Αριάδνης Χόπε (Ελληνίδα μητέρα-Γερμανός πατέρας) επιτρέπει τη μετακίνησή της στο χώρο, Αθήνα, Αίγινα, Δρέσδη, Βερολίνο, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο που βλέπει τα πράγματα.
Θέματα Τέχνης, Ιστορίας, Πολιτικής, Ψυχολογίας, ο έρωτας, οι οικογενειακές σχέσεις, τα ψυχιατρικά άσυλα, ο ναζισμός, η ευθανασία, με φυσικότητα εμφιλοχωρούν σ' ένα τεράστιας εμβέλειας χώρο και χρόνο. Εν ολίγοις, ένα έργο γνώσης και προβληματισμού, ένα σπάνιο για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία επίτευγμα.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2018

Το βαλς των δέντρων και του ουρανού

Jean-Michel Guenassia
Το βαλς των δέντρων και του ουρανού
Πόλις, 2017
Μετ. Ειρήνη Αποστολάκη
Σε μια επίσκεψη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πριν από μερικά χρόνια, θυμάμαι ότι σταθήκαμε περίπου μισή ώρα μπροστά από τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Έναστη νύχτα", ακούγοντας την εμπεριστατωμένη ανάλυση της ξεναγού. Έργο πασίγνωστο, θεωρούμενο ως το καλύτερο του μεγάλου ζωγράφου, κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του Guenassia, "Το βαλς των δέντρων και του ουρανού". 
"Η σοφίτα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν βυθισμένη στο μισοσκόταδο, έλαμψε ξαφνικά. Μια ακτίνα φωτός, που μπήκε ως δια μαγείας, φώτισε το καβαλέτο. Αυτό που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ένας πίνακας που αναπαριστούσε τα σπίτια των χωρικών, με τις αχυροσκεπές τους να μπλέκονται μέσα στα πράσινα λιβάδια, και στο βάθος δέντρα σε βαθυπράσινη απόχρωση, να παραδίνονται σε ένα ξέφρενο βαλς, ένα βαλς γεμάτο ζωή, σε πλήρη αρμονία με τον ουρανό, που ήταν γεμάτος γαλάζια σύννεφα. Ο πίνακας, που μου είχε φανεί σκοτεινός και γκρίζος όταν μπήκα στο δωμάτιο, έμοιαζε τώρα ολοζώντανος, με τα δέντρα και τον ουρανό να χορεύουν στους ρυθμούς μιας ζωηρής σαραμπάντ. Έμεινα να τον χαζεύω κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα".
Έτσι περιγράφει η Μαργκερίτ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του βιβλίου του Guenassia, τις εντυπώσεις από έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, πολύ πιθανόν της "Έναστρης νύχτας". Ο συγγραφέας σε μια ενδιαφέρουσα, ευρηματική υπόθεση, σμίγει το φανταστικό με το ρεαλιστικό σε μια καθόλου απίθανη σύζευξη. Η Μαργκερίτ Γκασέ, σε μεγάλη πια ηλικία, το 1949, εξιστορεί τις τελευταίες 70 μέρες της ζωής του Βαν Γκογκ, όπως τις έζησε η ίδια το 1890, ως τη μοιραία μέρα του θανάτου του. Τόσο η Μαργκερίτ όσο και ο πατέρας της, ο γιατρός Πωλ Γκασέ, υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα. Ζώντας στο μικρό χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ γνωρίζουν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που εγκαθίσταται εκεί μετά από παρότρυνση του φίλου του ζωγράφου Πισαρό, για να παρακολουθείται από τον γιατρό Γκασέ, για κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Η μυθιστορηματική εκδοχή παρουσιάζει τη δεκαεννιάχρονη Μαργκερίτ, που ζωγράφιζε και η ίδια, να ερωτεύεται με πάθος τον Βίνσεντ και να έχει συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό. Τον ακολουθεί στα χωράφια και στη φύση όπου εκείνος ασταμάτητα ζωγραφίζει, φεύγει κρυφά τα βράδια από το σπίτι και τον συναντά στο πανδοχείο όπου εκείνος μένει. Όταν ο πατέρας της το ανακαλύπτει, την κλειδώνει στο δωμάτιό της, οργισμένος την χτυπά και της απαγορεύει να συναντήσει ξανά αυτόν τον αξιοθρήνητο στην όλη εμφάνιση και οικονομική κατάσταση ξένο.
Αυτή η ιστορία όμως (που μπορεί να συνέβη ή και όχι) δεν είναι το κύριο θέμα του βιβλίου. Εναι μονάχα ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται το πάθος του Βαν Γκογκ για τη ζωγραφική, η πυρετώδης δημιουργία των τελευταίων ημερών. "Ο Βίνσεντ ζωγράφιζε χωρίς σταματημό, όσο φως κι αν είχε, μέρα νύχτα. Κατά τη διάρκεια της δίμηνης διαμονής του στην Ωβέρ ζωγράφισε παραπάνω από εβδομήντα πίνακες. Στο μικρό του δωμάτιο υπήρχαν έργα παντού, διπλωμένα το ένα μέσα στο άλλο, και ο χώρος για να κινηθεί κανείς ήταν ελάχιστος".
Πολύ έντεχνα ο συγγραφέας ενσπείρει στο μυθιστόρημά του στοιχεία και αποσπάσματα από δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, από ειδήσεις, επιστολές κ.λπ. που φωτίζουν και τεκμηριώνουν την κοινωνική, οικονομική, ιδεολογική, πολιτιστική, κοινωνική και κάθε άλλη πτυχή της εποχής (1889-1890), αλλά και στοιχεία της ζωής και του χαρακτήρα του ζωγράφου.
Το τέλος βέβαια είναι πασίγνωστο. Στις 27 Ιουλίου 1890 ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ βρέθηκε σ' ένα σταροχώραφο πυροβολημένος στην κοιλιά. Πέθανε δυο μέρες αργότερα. Ήταν μόνο 37 χρονών. Πολλά έχουν γραφτεί για το τέλος του. Ήταν αυτοκτονία όπως είναι η επικρατέστερη εκδοχή; Ήταν ατύχημα όπως άλλοι υποστηρίζουν; Ο Guenassia επινοεί μια πιο ρομαντική εκδοχή με παρούσα τη Μαργκερίτ.
Κλείνω το βιβλίο και μένω για πολλή ώρα να αναλογίζομαι τη σύντομη ζωή και το μεγάλο έργο του Βαν Γκογκ. Γιατί και πώς υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ιδιοφυΐα είτε στη Τέχνη είτε στην επιστήμη ή όπου αλλού; Μήπως ακόμα έχουμε πολλά να μάθουμε για τον αόρατο κόσμο του πνεύματος; Μήπως ακόμα ως πνευματικό ον ο άνθρωπος κάνει τα πρώτα του βήματα; Ποιος ξέρει...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2018

Σεμινάρια φονικής γραφής

Πέτρος Μάρκαρης
Σεμινάρια φονικής γραφής
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

Το οικείο, συμπαθές πρόσωπο του ικανότατου αστυνομικού Κώστα Χαρίτου αποδύεται σε μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία εξιχνίασης εγκλημάτων. Όλοι εμείς που αγαπάμε τον τόσο συμπαθή και ικανό ταυτόχρονα Έλληνα αστυνομικό, με ανυπομονησία περιμένουμε κάθε νέα περπέτειά του. Περιμένουμε να μάθουμε όχι μόνο πώς θα λύσει τον καινούριο γρίφο εγκλημάτων, αλλά να πληροφορηθούμε και τι κάνει η αγαπημένη του σύζυγος, η Αδριανή, πώς πάει η δικηγόρος κόρη του Κατερίνα και ο γιατρός σύζυγός της, ο Φάνης, η φίλη της Μάνια και ο σύντροφός της Γερμανός Ουίλι, ο παλιός αντιστασιακός και φίλος της οικογένειας Ζήσης-Λάμπρος, οι υφιστάμενοι βοηθοί αστνομικοί του Χαρίτου. Μετά από τόσα μυθιστορήματα που διαβάσαμε, όλοι αυτοί δεν είναι πλέον φανταστικά πρόσωπα. Έχουν γίνει γνωστοί μας, ίσως και φίλοι μας, για τους οποίους με ευχαρίστηση μαθαίνουμε νέα.
Στο καινούριο βιβλίο του Μάρκαρη ο Κώστας και η Αδριανή βρίσκονται για ολιγοήμερες διακοπές στο Πάπιγκο. Στον ξενώνα όπου μένουν γνωρίζονται με τρεις συνταξιούχες κυρίες, δυο γεροντοκόρες και μια χήρα. Μια συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ τους, της Αδριανής κυρίως και των τριών γυναικών, μια συμπάθεια που θα εξελιχθεί σε φιλία και τραπεζώματα κι όταν οι διακοπές τελειώσουν και επιστρέψουν στην Αθήνα.
(Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη αναφέρονται τα ελληνικά φαγητά, κυρίως τα περίφημα γεμιστά της Αδριανής, αλλά εδώ, θα λέγαμε, η μαγειρκή έχει την τιμητική της. Μέτρησα τουλάχιστον πέντε γεύματα και ένα σε ταβέρνα. Γίγαντες, σταμναγκάθι, χταπόδι ξυδάτο, πέστροφα καπνιστή, γεμιστά (βεβαίως!), μελιντζάνες ιμάμ, παντζάρια με σκορδαλιά, σκουμπρί καπνιστό, μοσχάρι στιφάδο, χορτόπιτα, μπιφτέκια, μπριζόλες, μπούτι από κατσίκι, κριθαράκι, είναι μερικά από τα εδέσματα του βιβλίου).
Όταν γυρίζουν στην Αθήνα, ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα περιμένουν τον αστυνόμο Χαρίτο. Τα ευχάριστα είναι αφενός ότι η κόρη του είναι έγκυος και ότι ο ίδιος διορίζεται προσωρινός επικεφαλής του τμήματος, μια και ο ως τώρα προϊστάμενός του αφυπηρετεί. Έτσι έχει αυξημένες υπευθυνότητες αλλά και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και πρωτοβουλιών. Το δυσάρεστο, ένας περίεργος φόνος, τον οποίο καλείται να εξιχνιάσει. Φόνος με μιά δηλητηριαμένη τούρτα ενός υπουργού που υπήρξε και καθηγητής πανεπιστημίου. Μια προκήρυξη που αφιερώνει τον φόνο στη μνήμη ενός αξέχαστου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, του Ι. Θεοδωρακοόπουλου (υπήρξε και δικός μου καθηγητής!) δημιουργεί την υποψία μήπως πρόκειται για πράξη τρομοκρατίας. Ενώ διερευνάται η υπόθεση, ένας δεύτερος φόνος κι ένας τρίτος υπουργών που υπήρξαν πανεπιστημιακοί-ο δεύτερος αφιερωμένος στη μνήμη του καθηγητή Ζώρα (που επίσης υπήρξε καθηγητής μου!) στρέφει τις υποψίες σε κάποια κατεύθυνση, με τον Χαρίτο να φθάνει, όπως πάντοτε, στη λύση των αινιγμάτων και στη διαλεύκανση των φόνων.
Ο ειρωνικός τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει, νομίζω, απαξιώνοντάς τα, στην πληθώρα των διαφημιζόμενων μαθημάτων "δημιουργικής γραφής". Μπορεί να γίνει κανείς συγγραφέας διδασκόμενος κάποια τεχνική; Ο Μάρκαρης απαντάει έμπρακτα, όχι κάνοντας μαθήματα, αλλά με τη δική του, προσωπική "συνταγή". Μια συνταγή που μας έδωσε ως τώρα έντεκα θαυμάσια αστυνομικά μυθιστορήματα.

Τετάρτη, Αυγούστου 29, 2018

Τρεις μέρες, μια ζωή

Πιέτρ Λεμέτρ
Τρεις μέρες, μια ζωή
Μίνωας 2016
Μετ. Κλαιρ Νεβέ
Όσο περνούν τα χρόνια, όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι και βιβλιολάτρες ολοένα και πιο σπάνια βρίσκουμε βιβλία της σύγχρονης λογοτεχνίας που να μας ικανοποιούν. Απεγνωσμένα ρωτάμε ο ένας τον άλλον: "Τι διαβάζεις; Βρήκες κάτι καλό;" Οι κριτικές ή τα ευπώλητα των εφημερίδων και των βιβλιοπωλείων μας απογοήτευσαν πολλές φορές με τις, κατά τη γνώμη μου, σκοπιμότητες που συχνά εξυπηρετούν. Πιο ασφαλής πηγή αναζήτησης καλών βιβλίων παραμένουν οι bloggers εκείνοι, των οποίων την αξιοπιστία εμπιστευόμαστε και οι φίλοι, των οποίων επίσης οι επιλογές δεν μας έχουν απογοητεύσει.
Μια τέτοια πηγή, μια καλή φίλη, υπήρξε το πιο πρόσφατο καλό ανάγνωσμά μου. Είναι το μυθιστόρημα του Πιέρ Λεμέτρ "Τρεις μέρες, μια ζωή". Φαινομενικά αστυνομικό, αλλά μόνο φαινομενικά. Πιο πολύ εστιάζεται στη δημιουργία της ατμόσφαιρας μιας μικρής, επαρχιακής, γαλλικής πόλης, με τους ποικίλους χαρακτήρες, τα μυστικά που δεν είναι μυστικά στις μικρές κοινότητες, τις φήμες που διαδίδονται γρήγορα, τις καθιερωμένες συνήθειες, τα κουτσομπολιά, γενικά ό,τι χαρακτηρίζει κάθε μικρή κοινότητα σ' όλο τον κόσμο. Είναι όμως προπάντων η καταβύθιση στην ψυχή ενός ανθρώπου (παιδιού ακόμα) που έχει διαπράξει ένα έγκλημα. Είναι τα ερωτήματα και ο προβληματισμός που προκύπτουν. Μπορεί ένα έγκλημα να μην αποκαλυφθεί ποτέ; Μπορεί να μείνει ατιμώρητο; Μήπως τιμωρία δεν είναι μόνο η δίκη και καταδίκη του ενόχου αλλά και οι συνέπειες της πράξης του που τον καταδυναστεύουν μια ζωή;
Η μικρή γαλλική πόλη του Λεμέτρ είναι το Μποβάλ. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ο Αντουάν, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αρχίζει το 1999. Ένα μοναχικό αγόρι διαζευγμένων γονιών που ζει με τη μητέρα του. Συχνά καταφεύγει στο γειτονικό δάσος, όπου πολλές φορές τον ακολουθεί ο εξάχρονος γείτονάς του Ρεμί. Μια μέρα, απελπισμένος, λυπημένος, αλλά και εξοργισμένος για κάτι που έκανε ο πατέρας του Ρεμί, ο Αντουάν χτυπά τον Ρεμί στο κεφάλι μ' ένα ξύλο και ο μικρός πεθαίνει. (Δεν αποκαλύπτω τίποτα. Ο συγγραφέας μας δίνει αυτές τις πληροφορίες από τις πρώτες κιόλας σελίδες). Κανένας δεν έχει δει το ακούσιο έγκλημα. Ο Αντουάν φροντίζει να κρύψει το πτώμα του μικρού. Οι γονείς, όλο το χωριό, η αστυνομία, αρχίζουν ν' αναζητούν τον Ρεμί. Ποικίλες φήμες κυκλοφορούν. Μήπως χάθηκε και δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει; Μήπως κάποιος τον απήγαγε; Μήπως κάποιος ανώμαλος τον σκότωσε; Γίνονται έρευνες, κάποιοι θεωρούνται ύποπτοι, συλλαμβάνονται, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Αντουάν δεν παύει να κατατρύχεται αφενός από το φόβο της αποκάλυψης και αφετέρου από τις αβάσταχτες τύψεις.
Το βιβλίο προχωρεί με συνεχείς ανατροπές που συμβάλλουν ώστε ο αναγνώστης να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος, που θα έρθει χρόνια αργότερα, το 2015, όταν ο Αντουάν θα έχει μεγαλώσει, θα έχει σπουδάσει γιατρός και ετοιμάζεται να παντρευτεί. Μπορεί ύστερα από τόσα χρόνια να βρεθεί ο ένοχος του μακρινού εκείνου εγκλήματος; Μήπως μια τιμωρία άλλου είδους είναι χειρότερη και από την αποκάλυψη; Ένα τέλος που επιδέχεται πολλή συζήτηση.

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2018

Λολίτα

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
Λολίτα
Εκδ. Δωρικός, χ. χ.
Μετ. Ανδρέα Πάγκαλου
Πρόλογος Ν. Γ. Σταθάτου
Κοίταζα αυτές τις μέρες τα λίγες δεκάδες βιβλία που με τα χρόνια έχουν συσσωρευτεί στο μικρό μου εξοχικό διαμέρισμα. Βιβλία που τυχαία, όχι από επιλογή,  βρέθηκαν εκεί. Βιβλία αγορασμένα ή χαρισμένα, μισοδιαβασμένα ή αδιάβαστα, μια ποικιλόμορφη σύναξη. Βιβλία αγγλικά και ελληνικά, μυθιστορήματα και μελέτες, οΤζόυς πλάι στην Άγκαθα Κρίστι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πλάι στον Ντοστογιέφσκι, ο Laurence Durrel συντροφιά με τη Μάρω Δούκα κ.λπ. κλπ. Ανάμεσά τους και η "Λολίτα" του Ναμπόκοφ. Μια έκδοση με κιτρινισμένες σελίδες, με πολύ μικρά τυπογραφικά στοιχεία, σε πολυτονικό βέβαια, χωρίς χρονολογία έκδοσης και μόνη ένδειξη τη χειρόγραφη, ασφαλώς ημερομηνία αγοράς, 23 Νοεμβρίου 1963. Δεν το θυμόμουνα καθόλου. Το είχα άραγε διαβάσει; Είχα φτάσει ως το τέλος ή το άφησα στη μέση; Αμυδρά μόνο θυμόμουν (ίσως και από το θόρυβο της κινηματογραφικής μεταποίησης) πως το θέμα ήταν ο έρωτας ενός ενήλικα με μια δωδεκάχρονη κοπελίτσα.
Άρχισα να το διαβάζω. Η γραφή του Ναμπόκοφ με συνεπήρε. Το ύφος του, σύμφωνα με μια κριτική "συνδυάζει την ευφράδεια του Τζόυς με την απόδοση της ατμόσφαιρας και του κλίματος του Προυστ". Στον Προυστ άλλωστε, όπως και σε άλλους συγγραφείς αναφέρεται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ εξιστορεί τη ζωή του. Όλο το κείμενο είναι μια απολογία, μια εξομολόγηση που απευθύνεται σε ενόρκους, σε κάποιο δικαστήριο. Τι έχει κάνει ο Χούμπερτ; Για ποιο πράγμα απολογείται; 
Αρχίζει με μια λεκτική έξαρση, σαν ένα δυνατό κρεσέντο που από μόνο του δικαιολογεί το τι θα ακολουθήσει: " Λολίτα φως της ζωής μου, φλόγα των σωθικών μου. Αμαρτία μου-ψυχή μου. Λο-Λι-Τα: η άκρη της γλώσσας μου κάνει ένα ταξίδι τριών βημάτων στον ουρανίσκο για να χτυπήσει στο τρίτο, επάνω στα δόντια. Λο-Λι-Τα". Ο ίδιος ανάγει τις ρίζες αυτού του έρωτα στο έντονο συναίσθημα που ένιωσε μικρός για μια συνομήλική του δωδεκάχρονη νεαρή. Την Αναμπέλλα. Από τότε όσο κι αν μεγάλωσε, αναζητεί αυτήν που θα ενσαρκώνει εκείνο το συναίσθημα. Το όνομα Αναμπέλλα δεν είναι τυχαίο. "Ω, Λολίτα,είσαι το κορίτσι μου, όπως η Βη ήταν του Πόε και η Μπέα του Δάντη", θα πει κάποια στιγμή, αναζητώντας  ίσως δικαιολογία σε αντίστοιχους έρωτες. Τη χαμένη του Αναμπέλλα ενσαρκώνει η Ντολόρες-Λολίτα, κόρη της σπιτονοικοκυράς του. Για να είναι κοντά στο κοριτσάκι παντρεύεται τη χήρα μητέρα του, τη Σαρλότ Χαίηζ, που σύντομα πεθαίνει από ατύχημα. Και ο Χούμπερτ αναλαμβάνει ως πατέρας-κηδεμόνας.
Η μικρή είναι ένα νυμφίδιο, όρο που επενόησε και χρησιμοποίησε πρώτος ο Ναμπόκοφ. Γράφει ο Νικ. Σταθάτος στην εισαγωγή του: "Το νυμφίδιο δεν είναι ένα πλάσμα διαλεχτό οποιασδήποτε αφροδισιακής ηδονής. Είναι κάτι πολύ περισότερο. Είναι το "σεξουαλικό δαιμονάκι", που συνεπαίρνει τον άνθρωπο και τον συγκλονίζει". 
"Πατέρας" και "κόρη" μετακινούνται από πολιτεία σε πολιτεία της Αμερικής. Ο Χούμπερτ της συμπεριφέρεται σαν σε παιδί παρά σαν την ερωμένη του. Της αγοράζει ρούχα, γλυφιντζούρια, παγωτό. Τη θααυμάζει, την αγαπά, τη ζηλεύει. Ένα χρόνο, 1946-47, κρατάει η περιπέτεια. Εκείνος κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι το κορίτσι αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται, υποπτεύεται τους πάντες, φοβάται μήπως τη χάσει. Ένα όπλο εμφανίζεται που τον συνοδεύει συνεχώς. Θα σκοτώσει τελικά και ποιον;
Τολμηρές σκηνές σεξ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Αρκεί να διαβάσουμε τη σκηνή όπου για πρώτη φορά  έκαναν έρωτα. Αφού περιγράψει το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τις κινήσεις εκείνης στον ύπνο της, τις μυρωδιές, τους ήχους, το φως, τις σκέψεις του, καταλήγει: "Στις έξι είχε ξυπνήσει ολότελα και στις έξι και δεκαπέντε είμαστε ουσιαστικά εραστές". Εκείνο που καταξιώνει το έργο, του οποίου αρχικά η έκδοση απαγορεύτηκε, που θεωρήθηκε ανήθικο αλλά ταυτόχρονα και λογοτεχνικό επίτευγμα από τα σημαντικότερα του 20ου αι. (πρώτη έκδοση το 1958) είναι κυρίως η έκφραση, το ύφος, ο τρόπος γραφής. Λεπτομερέστατη ανάλυση ψυχικών καταστάσεων, σκέψεων, ολόκληρες παράγραφοι για να περιγράψει μια κίνηση, μια πιθανή ενέργεια, μια υποψία, συσσώρευση επιθέτων. "Άστατη, άκεφη, χαρούμενη, ιδιότροπη, χαριτωμένη, με την αυθάδικη χάρη πουλαριού, βασανιστικά λαχταριστή από το κεφάλι μέχρι τα πόδια", μια από τις πλήθος περιγραφές του.
Τελειώνοντας τη "Λολίτα" σκεφτόμουν πως κάποια βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε μόνο όταν έρθει η ώρα τους.


Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2018

Εγώ ο Σίμος Σιμεών



Γιάννης Ξανθούλης
Εγώ ο Σίμος Σιμεών
Διόπτρα, 2017
Ο Γιάννης Ξανθούλης, όπως έχω ξαναγράψει, δεν υπήρξε ανάμεσα στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν εξαιρέσω το "Ο γιος του δάσκαλου", τα άλλα του βιβλία δεν είχαν πολλά να μου πουν. Δεν τον υποτιμώ ως συγγραφέα, απλώς αναζητώ κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο. Γι' αυτό και  δεν σκόπευα να διαβάσω το τελευταίο του βιβλίο, αν δεν μου το πρότειναν δυο φίλες των οποίων τα αναγνωστικά γούστα εκτιμώ.
Δυστυχώς η ανάγνωσή του ήρθε αμέσως μετά τον Γιάλομ κι όπως συχνά συμβαίνει, ό,τι και να διαβάσει κανείς μετά από ένα πολύ καλό βιβλίο, θα το βρει κατώτερο και από την πραγματική του αξία. Η αναπόφευκτη σύγκριση το αδικεί. Ύστερα λοιπόν από την ευρύτητα της ματιάς του Γιάλομ που αφενός απλώνεται, αν όχι σε πέντε, τουλάχιστον σε τρεις ηπείρους ενώ του Ξανθούλη περιορίζεται στα όρια μιας βορειοελλαδίτικης κωμόπολης, ύστερα από την καταβύθιση στα άδυτα της ψυχής που επιχειρεί ο Γιάλομ στην επιφανειακή καταγραφή ενεργειών και σκέψεων που χαρακτηρίζει τον Ξανθούλη, τι περιθώριο σου μένει για να εκτιμήσεις σωστά τον δεύτερο;
Ας προσπαθήσω όμως, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να μην τον αδικήσω. Το βιβλίο του έχει πράγματι μια πρωτοτυπία. Η ανάμιξη της σάτιρας με το εξωλογικό στοιχείο προσδίδει αρκετό ενδιαφέρον στο βιβλίο. Χώρος δράσης είναι μια μικρή κωμόπολη, η Χαλκόπολη, μεταξύ Καβάλλας, Σερρών και Δράμας. Φανταστική, βέβαια, αλλά που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε ελληνικής κωμόπολης του 1964. Στη χρονιά αυτή τοποθετείται το έργο. Ο κύριος ήρωας, ο Σίμος Σιμεών (έτσι με ι  για να διαφέρει από το κανονικό με υ) είναι ένα 11χρονο αγόρι. Εξώγαμο παιδί της Αναστασίας-Σάσας, μιας από πέντε αδερφές. Πανέξυπνος ο μικρός Σίμος, με γνώσεις κατά πολύ υπέρτερες της ηλικίας του, άριστος μαθητής βέβαια, αλλά και εφοδιασμένος με διαίσθηση και μαντικές ικανότητες με τις οποίες βοηθά τη μητέρα του, που επαγγέλλεται την αστρολόγο, να κάνει προβλέψεις που επαληθεύονται.
Η σάτιρα του Ξανθούλη αγγίζει τα πάντα. Το σχολείο, τις σχολικές επιδείξεις, τα λαϊκά πανηγύρια, τον Μητροπολίτη, τις πολιτικές φιλοδοξίες (ο υποψήφιος δήμαρχος υπόσχεται στους ψηφοφόρους του καινούριο, ευάερο και ευήλιο νεκροταφείο!). Και όλα αυτά με χιούμορ που όμως στην προσπάθειά του να το σκορπίζει παντού και διαρκώς ο συγγραφέας συχνά το εκβιάζει, με αποτέλεσμα ενίοτε να μην προκαλεί ούτε χαμόγελο.
Ιστορικά στοιχεία της εποχής, τραγούδια ή ταινίες, η μορφή του "γέρου της δημοκρατίας", του Γεώργιου Παπανδρέου, η καθιέρωση της δημοτικής, υπαινιγμοί ακόμα και για τη δικτατορία που θα ακολουθήσει σε τρία χρόνια, είναι διάσπαρτα στο μυθιστόρημα. Τα ένοχα μυστικά των μικρών  κοινοτήτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες ανατροπές. Το σεξουαλικό στοιχείο βρίσκεται κι αυτό εν αφθονία περιβλημένο με την ανάλογη σάτιρα.
Εν τέλει, περνάς καλά με τον Ξανθούλη και τον Σίμο του, αν δεν έχεις πολύ υψηλές απαιτήσεις από τη λογοτεχνία.

Πέμπτη, Ιουλίου 26, 2018

Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!

Irvin Yalom
Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!
(Αναμνήσεις ενός ψυχίατρου)
Μετ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Άγρα, 2018
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι εκείνο που μας γοητεύει, που μας κάνει να προτιμούμε ένα βιβλίο που γράφτηκε από ένα συγγραφέα άλλης εθνικότητας, που έζησε σε μια άλλη χώρα, με ένα διαφορετικό πολιτισμό, από ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δική μας χώρα, στον δικό μας πολιτισμό, στα δικά μας πάθη; Ναι, η λογοτεχνική γραφή είναι το πρώτιστο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι, νομίζω, και η ευρύτητα της ματιάς του συγγραφέα που ζει σε μια μεγάλη χώρα. Οι πιο πολλοί από μας περνάμε όλη μας τη ζωή εκεί που γεννηθήκαμε, κάνουμε το ίδιο επάγγελμα, έχουμε τον ίδιο περιορισμένο κύκλο γνωστών, εμπειριών, εντυπώσεων. Γι' αυτό, πιστεύω, όσο καλός λογοτέχνης κι αν είναι κάποιος που γεννιέται σ' ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος δεν μπορεί ποτέ να γίνει συγγραφέας μεγάλου μεγέθους.
Κάνω ακόμα μια φορά τις σκέψεις αυτές καθώς τελειώνω το τελευταίο βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ, την αυτοβιογραφία του, γραμμένη στα ογδόντα πέντε του χρόνια (γενν. το 1931, είναι τώρα 87). Με συνάρπασε. Κι ας είναι η εξιστόρηση της ζωής ενός εβραιόπουλου που οι βιοπαλαιστές, αμόρφωτοι γονείς του έφτασαν στην Αμερική πρόσφυγες από τη Ρωσία. Όμως η μεγάλη χώρα του δίνει την ευκαιρία για μόρφωση, για την επιλογή πανεπιστημίου, για την επιστημονική, κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Μια ξαφνική αρρώστια του πατέρα του όταν ο Ίρβιν ήταν 14 χρονών και η ανακουφιστική παρηγοριά του γιατρού τον κάνουν να θέλει να γίνει γιατρός, να βοηθάει κι αυτός τον κόσμο. Μετά από σκληρή μελέτη κατορθώνει να μπει στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Τζωρτζ Ουάσιγκτον, από εκεί στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και τελικά στο Τζωνς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, όπου παίρνει την ειδικότητα του ψυχοθεραπευτή.
Με ύφος απλό αλλά γλαφυρό, συχνά με χιούμορ μας μεταφέρει στον κόσμο της ψυχιατρικής αλλά και στον κόσμο της καθημερινότητάς του. Γνώρισε τη γυναίκα του Μαίρυλιν όταν ήταν 15 χρονών, την παντρεύτηκε και ζουν μαζί μέχρι σήμερα! Κι εκείνη πανεπιστημιακός, με ειδικότητα στη λογοτεχνία κι εκείνη συγγραφέας αρκετών βιβλίων. Τα ενδιαφέροντά τους, αν και διαφορετικά ως προς το είδος, συμπίπτουν ως προς το αέναο διάβασμα και τη διαρκή προσπάθεια για ανέλιξη. Παρ' όλο που αποκτούν τέσσερα παιδιά (σήμερα και οχτώ εγγόνια) δεν διστάζουν να μετακινούνται, να ζουν με επιστημονικές ανταλλαγές σε άλλες χώρες ή απλώς να ταξιδεύουν. Πότε στο Παρίσι, που η Μαίρυλιν ιδιαιτέρως αγαπά, στο Λονδίνο, στη Βιέννη, στην Ιταλία, στην Ιαπωνία και αλλού. Κάποτε ο Ίρβιν πάει μόνος για ένα σεμινάριο διαλογισμού στην Ινδία, αλλά οι εμπειρίες του από εκεί δεν είναι και οι καλύτερες. "Πώς έγινα Έλληνας" τιτλοφορεί ένα κεφάλαιο του βιβλίου του, όπου περιγράφει πώς γνώρισε την Ελλάδα, πώς νιώθει όταν την επισκέπτεται, αλλά και τη μεγάλη αγάπη των Ελλήνων αναγνωστών για τα βιβλία του.
Κινούμενος μεταξύ της αναπόλησης της παιδικής του ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς του, προσωπικών οικογενειακών στιγμών και βιωμάτων, των σπουδών του, της επαγγελματικής ανέλιξης, των ονείρων του, φίλων με τους οποίους συνδέθηκε, την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών ψυχοθεραπείας με θεραπευομένους του, αφιερώνει μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του στο πώς αφορμήθηκε να στραφεί, εκτός από τα καθαρά ψυχιατρικά βιβλία και στη λογοτεχνική γραφή. Κι αυτό είναι το μέρος, ομολογώ, που με γοήτευσε περισσότερο. Ο Δήμιος του έρωτα, Όταν έκλαψε ο Νίτσε, Στο ντιβάνι, Η μάνα και το νόημα της ζωής, Η θεραπεία του Σοπενάουερ, Στον κήπο του Επίκουρου, Το πρόβλημα Σπινόζα, Πλάσματα μιας μέρας, είναι βιβλία του μεταφρασμένα και στα Ελληνικά, τα πλείστα ευπώλητα. Με ποια αφορμή τα έγραψε, σκέψεις πάνω στο περιεχόμενό τους, ανάλυση που τα φέρνει πιο κοντά μας.
Στάθηκα ιδιαίτερα στα λογοτεχνικά του διαβάσματα. Τζων Στάινμπεκ, Τόμας Γουλφ, Γιόζεφ Ροτ, Κάφκα, Καμύ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ είναι μερικοί μόνο από τους αγαπημένους του συγγραφείς. Με εντυπωσίασε η παραδοχή του ότι "πολλά από τα ζητήματα που βασάνιζαν τους θεραπευόμενούς μου-τα γηρατειά, η απώλεια, ο θάνατος, οι μεγάλες αποφάσεις ζωής, ποιο επάγγελμα ν' ακολουθήσω ή ποιον να παντρευτώ-είχαν συχνά δουλευτεί με πολύ πειστικότερο τρόπο από μυθιστοριογράφους και φιλοσόφους παρά από μέλη της ψυχιατρικής κοινότητας". Σαν τέτοιους συγγραφείς αναφέρει τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Μπέκετ, τον Κούντερα κ.ά., ο ίδιος δε ομολογεί ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί αν δεν διάβαζε λίγες έστω λογοτεχνικές σελίδες.
Ο Ίρβιν Γιάλομ έζησε μια μακρά ζωή,  δύσκολη και γεμάτη μειονεκτικά συναισθήματα στην αρχή της (παιδί φτωχών μεταναστών, λευκός σε μια συνοικία μαύρων, Εβραίος όταν όλοι γύρω του ήταν χριστιανοί) κι όμως με τον προσωπικό του αγώνα καταλήγει στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του: "Κοιτάζοντας τη ζωή μου προς τα πίσω, λίγες πικρίες έχω. Έχω σύντροφο ζωής μια πολύ ξεχωριστή γυναίκα. Έχω παιδιά κι εγγόνια που μ'αγαπούν. Έχω ζήσει σ' ένα προνομιούχο μέρος του κόσμου με ιδανικό κλίμα, όμορφα πάρκα, πολύ λίγη φτάχεια και βία και στο οποίο βρίσκεται το Στάνφορντ, ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Και κάθε μέρα λαβαίνω γράμματα που μου υπενθυμίζουν ότι έχω βοηθήσει κάποιον σε κάποια μακρινή χώρα. Έτσι λοιπόν τα λόγια που είπε ο Ζαρατούστρα του Νίτσε ισχύουν για μένα:
"Αυτή ήταν η ζωή; Ε, τότε άλλη μια φορά!"-

Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2018

Ένα κείμενο της Καίτης

Η Καίτη, με την ωραία, ποιητική της γραφή, γράφει για μένα και όσα μας δένουν. Την ευχαριστώ πολύ. (Παραλείπω κάποια πολύ προσωπικά σημεία)

70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της
«anagnostria», Kίκας Ολυμπίου
Την Κίκα τη θυμάμαι πάντα να διαβάζει και να γράφει σε περιοδικά, σε εφημερίδες ολόδροσα κείμενα με τα πιο απροσδόκητα θέματα, με τον δικό της ανεπανάληπτο, τον χαμηλόφωνο, κουβεντιαστό τρόπο που άγγιζε ευαίσθητες χορδές της ύπαρξης που περιμένανε οι αναγνώστες της να διαβάσουν. Η γραφή της ενείχε μια μαγική αύρα, να πιάνει το απλό, το καθημερινό και να το αγλαΐζει, να του δίνει βάθος και προοπτική.
Θυμάμαι όταν έφυγε η μητέρα της έγραψε ένα συγκλονιστικό άρθρο στοργής κι ευγνωμοσύνης in memoriam. Άφησαν εποχή οι πρωτότυπες ραδιοφωνικές εκπομπές στο ΡΙΚ για λογοτεχνικά θέματα. Κι από κοντά η τρυφερή ιστορία από το ημερολόγιο της Άννας που αναζητούσαν οι ακροάτριες το άγραφο ακόμα βιβλίο στα βιβλιοπωλεία!  Η Κίκα, λοιπόν, διάβαζε κι έγραφε, μα προπάντων διάβαζε, ήταν πάντα μια περιπαθής αναγνώστρια. Έρχονται στη σκέψη μου εκείνη τα αξέχαστα χρόνια στο Γυμνάσιο Φανερωμένης που γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε. Τότε στη δεκαετία του 70,  τα μαύρα σύννεφα πλήθαιναν πάνω από το μαρτυρικό νησί και μεις σκοτωνόμαστε μεταξύ μας (άραγε θα μας συγχωρήσει ποτέ η ιστορία που δεν πήραμε τα μηνύματα του Ονήσιλου;)  και στην έπαρσή μας δεν βλέπαμε πως
βρισκόμαστε στα πρόθυρα της Ασίας
  κάτω απ’ την αφή μας άπτεται η πέτρα.     
(Κ. Μόντης)
Κι έπειτα ήρθε ο χαλασμός. Τότε 1970-74 διαβάζαμε ατέλειωτα, ξεκοκαλίσαμε την πλούσια βιβλιοθήκη της Φανερωμένης, ελληνική  και ξένη λογοτεχνία, θέατρο, Ίψεν, θέατρο του παραλόγου, θεατρικά του Σαρτρ, του Τένεσσυ Ουίλιαμς κ.ά. Και κρατούσαμε σημειώσεις και συζητούσαμε επί ώρες συνεπαρμένες, χαμένες στους μυστικούς λειμώνες του Λόγου, στο παραμύθι των λέξεων.
(Όλοι εμείς που αγαπάμε τα βιβλία δεν χρειάζεται να μας πείσουν για την αξία και τη ζωοποιό δύναμή τους. Όμως πιστεύω πως ο Φρανσουά Τρυφώ στο έργο του Φαρενάιτ 451 διά της εις άτοπον απαγωγής αποδεικνύει περίτρανα τον καταλυτικό ρόλο του βιβλίου στη δόμηση του ψυχικού κόσμου μας και την προαγωγή των κοινωνιών προβάλλοντας μια κοινωνία απολυταρχική όπου απαγορεύονταν τα βιβλία επί ποινή θανάτου και κάποιοι διανοητές μέσα σε χλοερά δάση κρυφά αποστήθιζαν ένα σπουδαίο βιβλίο για να το διασώσουν για το μέλλον).
…………………………………………………………….
Η Κίκα είναι αυτή που ενσαρκώνει το ζώδιο ζυγός, ισορροπημένη, εναρμονισμένα μέσα της όλα : συναισθήματα, φαντασία, διαίσθηση, σκέψη. Ο ηνίοχος δεν θα φοβηθεί ποτέ την ανατροπή του άρματος από το δυσήνιο άλογο των ορμών. Πάντα τη θαύμαζα την Κίκα γι’ αυτή την εσωτερική αρμονία, όντας εγώ παρορμητική και εκρηκτική στην έκφραση του είναι μου.
……………………………………………………………………….
          Τη δεκαετία του '90 εκδώσαμε μαζί δύο συλλείτουργα βιβλία, τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, σχέδιο ερμηνείας και τα κείμενα Λογοτεχνίας για τη Γ΄ Λυκείου. Για να τα γράψουμε εντρυφήσαμε και βυθιστήκαμε για χρόνια σε μια ατέλειωτη βιβλιογραφία, ώσπου να πάρουν την τελική τους μορφή τα  δοκίμιά μας. Ήταν μια εργασία έμπλεη έρωτος και ένθεου ζήλου, διαβάζαμε και γράφαμε ξανά και ξανά. Τότε η Κίκα έγραψε στον Νίκο Κάσδαγλη κι εκείνος με πολλή ευγένεια μας έστειλε τα βιβλία του για να αναγνώσουμε σωστά το διήγημά του, «Σοροκάδα» και μόλις πήρε το βιβλίο μας βαθιά συγκινημένος μας απάντησε πως ήταν η δική μας η πιο ωραία ερμηνεία του αφηγήματός του. Θυμάμαι το 1998 ήμουν με εγχείριση καρκίνου στο Νοσοκομείο με τον ορρό στο χέρι και ψάχναμε μαζί στο ποιητικό σύμπαν του Ελύτη, μαγεμένες να ενωτιστούμε τα άρρητα φθέγματα της ποίησής του, να αποκρυπτογραφήσουμε το Άσπιλο, να ερμηνεύσουμε το ι΄ άσμα, της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν ή το ια΄  άσμα, ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος.
          Kαι η Κίκα συνεχίζει να διαβάζει και να γράφει πυρετωδώς κι ακόμα ένα έναυσμα τώρα διαρκές και ανανεώσιμο είναι ο άλλος της έρωτας, τα ταξίδια. Ταξιδεύοντας με τους φιλολόγους και τους φίλους τους όπου γης με ανεξάντλητη την έφεση να δει πίσω από τα πανέμορφα τοπία, τις ιστορίες, τα μνημεία εκείνη με την αγάπη της και τη φιλέρευνη ματιά και φαντασία του περιηγητή βλέπει και διαλέγεται με την ψυχή του τόπου, τη μήτρα των πραγμάτων, την ουσία των όντων που συνήθως επικαλύπτεται από την αχλύ και την τύρβη των ανθρώπων. Κάποτε ψάχναμε μαζί να βρούμε την μπυραρία όπου πήγαινε ο Τζέιμς Τζόις στο Δουβλίνο, ή στο Όσλο το καφέ Central  όπου κάθε μεσημέρι ερχόταν ο Ίψεν ή στο Παρίσι το μπιστρό που σύχναζε ο Βενιζέλος.
Με μοναδική πυκνότητα κι ένταση μας παραδίδει τις συντεταγμένες της δικής της κοσμολογίας, μιλά για μια άλλη γεωγραφία απ’ αυτή των χαρτών  κι ο μυθικός κόσμος που μας αποκαλύπτεται στις ταξιδιωτικές της σελίδες μας εισάγει σ’ ένα άχρονο παρόν. Έτσι μας προσφέρει μια ενδόμυχη παραμυθία και ξεχνάμε πού είμαστε κι όλα αυτά που μας πονούν και που μας καίνε.
Η Κίκα έχει εκδώσει ως τώρα 2 τόμους ταξιδιωτικών, το 2003 και το 2012. Τώρα κρατάμε ανά χείρας το καινούργιο της βιβλίο, μια ιδιαίτερα καλαίσθητη  έκδοση, 70 βιβλία και 9 ταξίδια από το blog της “anagnostria, όπου  ενώνει τους δύο μεγάλους της έρωτες τα  βιβλία που διάβασε και για τα οποία έχει αναρτήσει στο διαδίκτυο ως δεινή μπλόκερ σχόλια, αισθητικές παρατηρήσεις, προβληματισμούς και τα ταξιδιωτικά. Στα βιβλία με απέριττο λόγο σκιαγραφεί τον μύθο του βιβλίου, παρουσιάζει τους ήρωες, προβάλλει τις ιδέες, τη φιλοσοφία του συγγραφέα κρατώντας σε αγωνία για το επερχόμενο τέλος που είναι μια πρόκληση γι’ αυτόν που θα θελήσει να συναντηθεί με τον κόσμο του βιβλίου. Αισθάνομαι υπέροχα γιατί διάβασα και απόλαυσα σχεδόν όλα αυτά τα βιβλία για τα οποία έχουμε συζητήσει διεξοδικά. Τα σπουδαία βιβλία διασώζουν την άφθιτη ομορφιά του λόγου, άλλωστε κατά τον Χάιντεγκερ η γλώσσα, ο λόγος είναι ο οίκος του Όντος, οι ποιητές και οι διανοητές είναι οι φύλακες της αλήθειας του Όντος.
Όσον αφορά τα ταξιδιωτικά, όπως λένε οι φίλες μου στην Ελλάδα που διάβασαν τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις της Κίκας, τα κείμενά της τις βοηθούν να χάνονται σε «αστερισμούς σελαγίζοντες που συνορχούνται με την κόμη της Βερενίκης» και άλλα αστρικά σχήματα, ν’ αποδρούν γι' αλλού σαν το μαγικό λυχνάρι του Αλαντίν, τους διανοίγει παράθυρο στο σύμπαν, που μόνο να ονειρεύονται μπορούν πλέον. Ας χαθούμε λοιπόν χωρίς αποσκευές στα 9 ταξιδιωτικά της Κίκας, στις άγνωστες διεξόδους που μας προσφέρει ο πανέμορφος αυτός πλανήτης, όπου ο Θεός ευδόκησε να κατοικούμε.

Καίτη Χρίστη