Δευτέρα, Ιανουαρίου 29, 2007
Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007
Η γυναίκα που πετάει
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι fan του (σύγχρονου τουλάχιστον) διηγήματος, γι' αυτό και σε δυο-τρεις επισκέψεις στα βιβλιοπωλεία ξεφύλλιζα, αλλά προσπερνούσα το τελευταίο βιβλίο του Κουμανταρέα "Η γυναίκα που πετάει" (Κέδρος, 2006). Μου το έκανε δώρο μια φίλη μου (η οποία παρεμπιπτόντως με πληροφόρησε ότι είναι ξαδέλφη του συγγραφέα-πού να το ήξερα μια και τη γνώρισα με το συζυγικό της επώνυμο) και το διάβασα μέσα σε δυο μέρες. Όχι, δεν άλλαξε η γνώμη μου για το διήγημα, απλώς το βιβλίο του Κουμανταρέα δεν είναι καθαυτό διηγήματα. Είναι ανεξάρτητα κεφάλαια ενός βιβλίου που άνετα θα μπορούσε να γραφτεί και ως μυθιστόρημα. Είναι κεφάλαια ζωής, της ίδιας της ζωής του συγγραφέα, έκφραση, πιστεύω, της ίδιας αυτοβιογραφικής διάθεσης που υπήρξε το κίνητρο και για άλλα δυο σύγχρονα βιβλία, την "Καλοσύνη των ξένων" του Τατσόπουλου και το "Μονοπάτι της θάλασσας" του Σουρούνη. Η φαντασία ασφαλώς παίζει το ρόλο της, αλλιώς πώς θα ήταν τέχνη; Όμως στις έντεκα ιστορίες του Κουμανταρέα εύκολα αναγνωρίζεται ο αυτοβιογραφικός πυρήνας, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο εμφανής. Ο Μαρωνίτης σε δυο επιφυλλίδες του στο "Βήμα" της Κυριακής (14 και 21 Ιανουαρίου) αναφέρεται στο βιβλίο και κάνει μια ωραία ανάλυση του διηγήματος "Κουαρτέτο", το οποίο ξεχωρίζει από όλη τη συλλογή. Αλλού εστιάζεται η προσωπική μου προτίμηση (κι ας θεωρείται από πολλούς και από τον εαυτό του αυθεντία ο Μαρωνίτης!) Μου άρεσε πρωτίστως το "Θυμάμαι τη Μαρία". Το έξυπνο λογοτεχνικό τέχνασμα που επινόησε ο Κουμανταρέας για να μας περιγράψει την Κάλλας και την εμφάνισή της στο Ηρώδειο το 1957. Μπορεί να 'ναι και γιατί μ' αρέσει τόσο η Κάλλας και με συγκινεί η πρσωπική της ιστορία, αλλά την είδα μέσα από την ανάπλαση του συγγραφέα ολοζώντανη μπροστά μου, όπως μύθος και ιστορία μας την έχουν απεικονίσει, την άκουσα να τραγουδά, την χάρηκα σε ιδιωτικές στιγμές να γελά, την είδα με το φόρεμα που φορούσε σε κείνη την αλησμόνητη συναυλία. Χάρηκα μαζί και το κλείσιμο του ματιού του συγγραφέα (που συμβαίνει και σ' άλλες στιγμές του βιβλίου), όταν αφήνει τον υπαινιγμό πως "όλ' αυτά τα φαντάστηκε". Και το δεύτερο που μου άρεσε είναι "Ο Άρης". Αν και το πιο αυτοβιογραφικό, ανφερόμενο στην αρρώστια και το θάνατο του αδελφού του, εντούτοις είναι το μόνο στο οποίο εγκαταλείπεται η πρωτοπρόσωπη γραφή και καταφεύγει στον τριτοπρόσωπο αφηγητή, λες και η ιστορία τον πονάει τόσο που θέλει να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Και ο τίτλος της συλλογής; Στο ομότιτλο διήγημα αναφέρεται στην αυτοκτονία της γιαγιάς του, αλλά η γυναίκα έχει κυρίαρχη θέση, αν και όχι πάντα πολύ τιμητική γι' αυτήν, σε όλη τη συλλογή. Τα διηγήματα δεν βρίσκονται όλα στο ίδιο λογοτεχνικό ύψος. Υπάρχουν και οι αδύνατες στιγμές του συγγραφέα. Αλλά σε όσους τον ξέρουν από προηγούμενα βιβλία και σε όσους αρέσκονται στις αυτοβιογραφικές αναφορές, είναι σίγουρο πως το βιβλίο θα κρατήσει καλή συντροφιά.
Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007
Οι φύλακες της Ανατολίας
Ομολογώ ότι πιο πολύ έμαθα ιστορία διαβάζοντας λογοτεχνία, παρά καθαρά ιστορικά βιβλία, έστω κι αν δίδαξα και ιστορία. Νομίζω από το τελευταίο βιβλίο που διάβασα (Οι φύλακες της Ανατολίας, του Πασχάλη Λαμπαρδή, εκδ. Πατάκη), θα εύρισκα πολλά αποσπάσματα να διαβάσω στους μαθητές μου, αν ακόμα δίδασκα. Μύθος και ιστορία μαζί, ό,τι καλύτερο για να "μάθουμε", ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνουμε. Μια κάπως άγνωστη πτυχή της ιστορίας του Ελληνισμού ξετυλίγεται στις 522 σελίδες του βιβλίου. Είναι η περίπτωση των κρυπτοχριστιανών, αυτών που στην κατακτημένη από τους Τούρκους και διαλυμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατήρησαν τη χριστιανική τους ταυτότητα (αξεδιάλυτα ταυτισμένη με την ελληνική εθνικότητα), κάτω από επιφανειακή μουσουλμανική προσωπικότητα. Πολυπρόσωπο έργο, παρακολουθώντας τρεις γενιές μιας οικογένειας, θα ήταν αδύνατο στον αναγνώστη να συγκρατήσει τόσα ονόματα, όταν μάλιστα εμφανίζονται πότε με το χριστιανικό και πότε με το μουσουλμανικό όνομα, αν δεν φρόντιζε ο συγγραφέας να προτάξει σε πίνακα το γενεαλογικό δέντρο, στο οποίο συχνά κατέφευγα. Χρήσιμος και ο χάρτης στο τέλος του βιβλίου, για να βλέπουμε τα μέρη στα οποία κινήθηκαν οι ήρωές του, μέρη γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα ή στα βάθη της Μικράς Ασίας. Μεγάλο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στην Κρώμνη, μια πόλη νότια της Τραπεζούντας, απ' όπου καταγόταν ο γενάρχης της οικογένειας, Σουλεϊμάν Αγάς, ή Γεώργιος Ερυθριάδης. Αλλά η δράση μετατοπίζεται σε πολλά άλλα μέρη. Τραπεζούντα, Αργυρούπολη, Νικόπολη, Βαν, Βατούμ, Σεβαστούπολη, Οδησσός αλλά και Βαγδάτη και Κωνσταντινούπολη είναι μερικά από τα μέρη στα οποία ταξιδεύουμε διασχίζοντας χρονικά ένα σχεδόν αιώνα ιστορίας, από το 1834 μέχρι περίπου το 1930. Ο τρόπος ζωής αυτών των κρυφοχριστιανών, οι σχέσεις με τους Τούρκους, η ζωή στο Σουλτανικό κράτος, οι μεγάλες ανατροπές της ιστορίας, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 (που έμμεσα μας επηρέασε κι εμάς εδώ στην Κύπρο, αν και αυτό δεν αναφέρεται στο βιβλίο), η επανάσταση των Νεοτούρκων, οι Βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος, οι διωγμοί, το ξερίζωμα του Ελληνισμού, η προσφυγιά, ξαναζωντανεμένα μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του Λαμπαρδή μας γεμίζουν θλίψη και καημό, τον "καημό της Ρωμιοσύνης", που λέει και ο Σεφέρης. Δεν λείπουν βέβαια από το βιβλίο οι έρωτες, οι γάμοι, οι γεννήσεις, οι θάνατοι, όλες οι μικρές καθημερινές χαρές και λύπες των ανθρώπων κάθε εποχής, ούτε και οι σύντομες, αλλά τόσο χαρακτηριστικές περιγραφές της εποχής ή του χώρου. Προϊόν μακρόχρονης έρευνας τόσο επιτόπιας όσο και βιβλιογραφικής, "ΟΙ Φύλακες της Ανατολίας" είναι από τα βιβλία που χαρίζουν γνώση μαζί με τη λογοτεχνική απόλαυση. |
Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007
Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα
Μου πήρε σχεδόν μια βδομάδα να διαβάσω το "Μονοπάτι στη θάλασσα" (651 σελίδες-Καστανιώτης). Προσπαθώ να σκεφτώ γιατί το χαρακτηρίζει ως μυθιστόρημα, αφού είναι η ίδια η ζωή του, τουλάχιστον ένα μέρος της. Ο συγγραφέας, μεγάλος πια, γυρίζει με την ανάμνηση στα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Με την οδό Μουσών αρχίζει και με την οδό Μουσών τελειώνει το βιβλίο. Εκεί γεννήθηκε, το 1942, εκεί ξαναγυρίζει μετά από χρόνια για να τη δει πια με άλλα μάτια, να βρει το τέρμα της, που μικρός δεν το είχε εντοπίσει ποτέ. Ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανεύει, η γειτονιά, παππούδες και γιαγιάδες, θείοι και θείες, φίλοι, αλάνες και παιγνίδια, φτώχια και αγώνας για την επιβίωση, η Θεσσαλονίκη εκεί γύρω στα 1950 παίρνει με τη λογοτεχνική της μετουσίωση τη μονιμότητα που δίνει στα πράγματα η απεικόνισή τους στην τέχνη. Από τις 651 σελίδες του βιβλίου οι 590 περιγράφουν τη ζωή του συγγραφέα στα χρόνια του δημοτικού και μόνο οι 60 τελευταίες μας δίνουν, με κάποια μελαγχολία, το τέλος όλων αυτών των προσώπων που μας είχαν συντροφέψει, το σκόρπισμα της οικογένειας, τους θανάτους, το ανέμελο παιδί που έχει γίνει πια ώριμος άντρας. Ο πατέρας του Μικρασιάτης, είχε έρθει μικρός από τη Σμύρνη. Τους γονείς του τους είχαν σφάξει οι Τούρκοι. Μας το επαναλαμβάνει αρκετές φορές ο Σουρούνης, χωρίς τραγικότητα, με την ανεμελιά του παιδιού που όσα έχουν γίνει πριν από τη γέννησή του φαντάζουν στα μάτια του πολύ μακρινά και χωρίς μεγάλη σημασία. Πιο πολύ απασχολεί και βασανίζει το μικρό Αντώνη η αδυναμία του να προφέρει το ρ, οι φίλοι, το πρωτοξύπνημα της σεξουαλικής επιθυμίας. Αδύνατο να μιλήσει κανείς για όλα τα πρόσωπα κι όλα τα γεγονότα του βιβλίου, που προχωρεί συνειρμικά, όχι με χρονολογική σειρά, με σκέψεις που η μια ανασύρει στην επιφάνεια σωρό άλλες. Κάποτε οι παρεκβάσεις γίνονται τόσο μακρές που ξεχνάς από πού ξεκίνησε, με πιο χαρακτηριστική την εξής: Στη σ. 43 ο μικρός Αντώνης, έχοντας πάει στο σχολείο για να πάρει το απολυτήριο του δημοτικού, γυρίζει στο σπίτι λυπημένος, λέγοντας στους δικούς του ότι ο διευθυντής του σχολείου για να του δώσει το χαρτί απαιτούσε την καταβολή εκατό δραχμών. Ο πατέρας ξεκινάει οργισμένος με τον μικρό. Ε, λοιπόν, στο σχολείο θα φτάσει στη σ. 559! Αυτές οι παρεκβάσεις, η μια κουβέντα που φέρνει την άλλη, η μια ανάμνηση που τραβάει τη γειτονική της, αποτελούν μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου. Πέρα από την οικογένεια, τον πατέρα, με τον οποίο ο συγγραφέας μικρός φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη σχέση, τη μητέρα, μια σεμνή, καλοσυνάτη παρουσία, τον παππού, τη δυναμική γιαγιά που μεταξύ άλλων έριχνε τα κότσια και προμάντευε το μέλλον, θείους και θείες, τη μικρή αδελφή που η επιβίωσή της αποδόθηκε σε θαύμα, κυρίαρχη θέση στο βιβλίο έχουν οι φίλοι, οι παιδικές συντροφιές, γνωστοί περισσότερο με τα παρατσούκλια τους: Ο Λεκές, ο Αλιάμπρας, το Χέλι, ο Σερπετός και άλλοι ακόμα, πρωταγωνιστούν μαζί με τον συγγραφέα στο βιβλίο και αρκετοί απ' αυτούς, με τα ίδια παρατσούκλια, τον συντροφεύουν και στη μελαγχολική έξοδο, αν και ακόμα κι εδώ δεν λείπει το χιούμορ. Τη Θεσσαλονίκη ελάχιστα την ξέρω. Αλλά όταν θα ξαναβρεθώ εκεί θα ψάξω να βρω την οδό Μουσών, το Γεντί Κουλέ, το Κουλέ Καφέ, τον Ταξιάρχη...Ή μήπως είναι καλύτερα να τα κρατήσω στη σκέψη μου με τη μυθιστορηματική χρυσόσκονη με την οποία τα πασπάλισε ο Σουρούνης; |
Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2007
Τελευταία διαβάσματα του χρόνου
Αυτό το δεκαπενθήμερο των διακοπών θέλησα να...τιμωρήσω λίγο τον εαυτό μου, αναγκάζοντάς τον να ξεκαθαρίσει όλα τα αδιάβαστα ή μισοδιαβασμένα βιβλία που μαζεύτηκαν στο σπίτι. Βιβλία που αγόρασα γιατί με τράβηξε το όνομα του συγγραφέα, ή μια κριτική, ή το σχόλιο κάποιου φίλου, βιβλία που μου χάρισαν, βιβλία που τα άρχισα αλλά δεν με τράβηξαν να τα συνεχίσω, βιβλία που δεν τα άνοιξα καν. Είπα ότι θ' αντισταθώ στον πειρασμό να επισκεφθώ βιβλιοπωλείο, αν δεν ξεκαθαρίσω την πραμάτια που έχει μαζευτεί. Τέλειωσα μόνο τρία απ' αυτά:1)Το αηδόνι της Σμύρνης (εκδ. Διόπτρα), της Ειρένας Ιωαννίδου-Αδαμίδου. Γραμμένο αρχικά ως σενάριο για τηλεοπτική σειρά, αναπτύχθηκε τώρα ως πολυσέλιδο μυθιστόρημα που εξιστορεί τη ζωή μιας νεαρής Σμυρνιάς με εξαιρετική φωνή που παντρεύεται ένα Κύπριο γύρω στα 1919, έρχεται στην Κύπρο και μαζί με τις περιπέτειες του βίου της που φτάνουν ως το 1974 παρακολουθούμε με σύντομες αναφορές όλα τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου. Σμύρνη, Λάρνακα, Λευκωσία, Αμμόχωστος αλλά και Κάιρο, είναι ο χώρος όπου κινούνται τα πλήθος πρόσωπα του μυθιστορήματος. Πολλοί διάλογοι που δεν οφείλονται μόνο στη σεναριακή καταγωγή του βιβλίου, αλλά προπάντων στη θεατρική γραφή της Αδαμίδου, σύντομες περιγραφές, αλλά και μια ενδιαφέρουσα ιστορική εποχή καθιστούν το βιβλίο ευκολοδιάβαστο. 2) Δεν θα έλεγα το ίδιο για τα Καμένα λεφτά του Αργεντινού Ρικάρντο Πίλια (εκδ. Καστανιώτη). Απαιτεί συγκέντρωση στο διάβασμα, να μη συγχίζεις τα πρόσωπα που κάποτε αναφέρονται με ένα όνομα και κάποτε με άλλο, να θυμάσαι πράγματα και γεγονότα πολύ μακριά από μας, έστω κι αν οι υποσημειώσεις της μεταφράστριας βοηθούν. Ο αγαπητός Librofilo έχει μια θαυμάσια παρουσίαση του μυθιστορήματος στο μπλογκ της 6ης Νοεμβρίου, αλλά δεν θα συμφωνήσω μαζί του ότι ξεπερνά το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε. 3) Το τρίτο βιβλίο που "ξεκαθάρισα" ήταν το Ο παλιάτσος και η άνιμα (εκδ. Ψυχογιός) της Μάρως Βαμβουνάκη. Θυμάμαι ότι το αγόρασα γιατί θέλησα να ξαναγυρίσω στη δεκαετία του '80, να διαβάσω κάτι ανάλαφρο, όπως ήταν το Χρονικό μιας μοιχείας. Η Βαμβουνάκη όμως το έριξε στην ψυχολογία. Ομολογώ ότι έχω διαβάσει πολύ καλύτερα βιβλία ψυχανάλυσης! Και ξαφνικά, τελευταία μέρα του χρόνου, μια φίλη μου συστήνει το βιβλίο μιας άγνωστης συγγραφέως: Σαμίμ Σαρίφ, Ενώ έπεφτε το χιόνι (Ωκεανίδα). Το άρχισα.Το τηλέφωνο χτυπούσε και δεν το απαντούσα, η βασιλόπιτα δεν φτιάχτηκε (έχουν και τα ζαχαροπλαστεία), αλλά το βιβλίο ευτυχώς πρόλαβα και το τελείωσα πριν από τη βραδινή, οικογενειακή συγκέντρωση. Ένα βιβλίο απ' αυτά που δεν μπορείς να αφήσεις πριν το τελειώσεις, ένα βιβλίο για ένα μεγάλο έρωτα, τέτοιο που οι νέοι ονειρεύονται και οι πιο μεγάλοι εύχονται να είχαν ζήσει, δοσμένο μέσα στο περιβάλλον της χιονισμένης Μόσχας, μέσα στο φόβο, την καχυποψία, την καταπίεση, την ανελευθερία του κομμουνιστικού καθεστώτος. Τα κεφάλαια του βιβλίου εναλλάσσονται σε χρόνο και τόπο. Από τη Βοστόνη του 2000 μεταφερόμαστε στη Μόσχα του 1956 και τανάπαλιν. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Αλεξάντερ Ιβανόφ, σαράντα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική, έχοντας γίνει ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, δεν μπορεί να ξεχάσει, δεν μπορεί να κλείσει την πληγή από το θάνατο της αγαπημένης του Κάτιας. Πώς γνωρίστηκαν, πώς έζησαν τα λίγα χρόνια της κοινής ζωής τους, γιατί και πώς εκείνη χάθηκε, θα μας αποκαλυφθούν σιγά-σιγά, καθώς το παρελθόν θα ζωντανεύει και για τον ίδιο, τον οποίο πέρα από την αγιάτρευτη πληγή που του άφησε ο θάνατος της αγαπημένης του, τον βασανίζουν και οι τύψεις, γιατί πιστεύει ότι ευθύνεται και ο ίδιος για το χαμό της. Απόηχοι της Άννας Καρένινα, του Δρα Ζιβάγκο και άλλων ανάλογων έργων φέρνουν το έργο κοντά στη ρωσική λογοτεχνία και δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι η συγγραφέας είναι μια νεαρή Αγγλίδα (1969), με γονείς από την Ινδία και τη Νότιο Αφρική. Ήταν για μένα ένας ωραίος αναγνωστικός επίλογος του 2006. |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)