Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2016

Το νέο όνομα

Έλενα Φερράντε
Το νέο όνομα
Πατάκης, 2016
Μετ. Δήμητρα Δότση
(ebook)
"Είναι ωραία ιστορία, μια ιστορία του σήμερα πολύ σωστά διαρθρωμένη και γραμμένη εκπληκτικά. Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας: είναι η τρίτη φορά που διαβάζω το βιβλίο σας και σε κάθε σελίδα υπάρχει κάτι δυνατό που δεν μπορώ να καταλάβω από πού προέρχεται".
Η κρίση αυτή δεν αφορά το παρόν βιβλίο. Αφορά το βιβλίο που έγραψε η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια Λένα ή Λενού ή Λενούτσα που οι αναγνώστες της "Τετραλογίας της Νάπολης" γνωρίσαμε από τον πρώτο τόμο, την "Υπέροχη φίλη μου". Είναι λόγια του επιμελητή του εκδοτικού οίκου που θα της εκδώσει το βιβλίο της, λόγια όμως που θα μπορούσαν να λεχθούν και για το βιβλίο της Φερράντε.
Είχα εκφραστεί πολύ θετικά για το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας. Αρχίζοντας το δεύτερο προχωρούσα με πολύ κόπο. Ένιωθα να πλήττω, να μη βρίσκω τίποτα που να με κάνει να αδημονώ για τη συνέχεια, να με συγχίζουν και πάλι τα πολλά πρόσωπα και οι μεταξύ τους σχέσεις και συγγένειες. Αυτά μέχρι περίπου τη σ. 150, όπως έγραψα και στο σχόλιό μου στο blog της φιλτάτης Κατερίνας. Και ξαφνικά, σαν κάτι μαγικό να συνέβη, η σπίθα του ενδιαφέροντος άναψε ξανά. Η περιέργεια για την πορεία της ζωής των δυο φιλενάδων, αλλά και η ευχαρίστηση της ανάγνωσης με παρέσυραν και πάλι. Οι δυο φίλες, η Λίλα και η Έλενα, με τις ομοιότητες και τις αντιθέσεις τους, με τη φιλία που κάποτε εκδηλώνεται ως αγάπη, κάποτε ως αντιπαλότητα, που άλλοτε είναι κοντά η μια στην άλλη κι άλλοτε χωρίζουν για μεγάλα διαστήματα, συνεχίζουν τις ζωές τους.
Η φιλία τους ξεκίνησε από την ίδια φτωχογειτονιά της Νάπολης, το Δημοτικό, τα όνειρα να πετύχουν κάτι μεγάλο στη ζωή τους και να γίνουν πλούσιες. Ο πρώτος τόμος τέλειωνε με τη Λίλα να εγκαταλείπει το σχολείο και να παντρεύεται στα δεκαέξι της, ενώ η Λενού ακολουθεί το δρόμο της μόρφωσης φτάνοντας ως το πανεπιστήμιο και τη συγγραφή του πρώτου της βιβλίου. Ανόμοιοι χαρακτήρες. "Εγώ", λέει η Λενού, "έμενα πίσω περιμένοντας. Εκείνη άδραχνε τα πράγματα, τα λαχταρούσε στ' αλήθεια, παθιαζόταν με αυτά, ρίσκαρε, ή όλα ή τίποτα, και δεν φοβόταν την περιφρόνηση, τον περίγελο, το φτύσιμο, το ξύλο".
Ανάμεσα στην εξιστόρηση της ζωής των δυο φιλενάδων, καθώς και της ζωής όλου του κόσμου των φίλων και συγγενών που τις περιβάλλει, ουσιαστικά της ζωής της Νάπολης, ρίχνονται σαν σκόρπιες πινελιές γεγονότα που καθορίζουν χρονικά την ιστορία, τοποθετώντας την στις δεκαετίες '50 και '60. "Ολόκληρος ο πλανήτης απειλείται. Ο πυρηνικός πόλεμος. Η αποικιοκρατία. Η νεοαποικιοκρατία. Οι πιέρ-νουάρ, η ΟΑΣ και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (...) Ο Φανφάνι στο Λονδίνο, ο Εγγλέζος πρωθυπουργός Μακμίλλαν". Κι αλλού, "Κούβέντα στην κουβέντα πέρασαν στους βομβαρδισμούς στο Βόρειο Βιετνάμ, στις φοιτητικές εξεγέρσεις σε διάφορα πανεπιστήμια, στις χιλιάδες εστίες της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική".
Άρχισα να διαβάζω "Το νέο όνομα" με πολλές επιφυλάξεις αν θα συνέχιζα και στον τρίτο τόμο της τετραλογίας. Τώρα περιμένω την έκδοσή του.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2016

Η σιωπή της Σεχραζάτ

Δάφνη Σουμάν
Η σιωπή της Σεχραζάτ
Ψυχογιός, 2016
Μετάφραση (από τα Τουρκικά): Θάνος Ζαράγκαλης
"Σε μια γειτονιά που της είχαν δώσει το όνομα "Νέα Σμύρνη", μέσα στα σπίτια, αντί για πόρτα, χρησιμοποιούσαν κουρτίνες, όμως στις αυλές τους τα δέντρα που είχαν φυτέψει σε ντενεκέδες λαδιού είχαν μεγαλώσει. Κάποιοι είχαν φυτέψει σε γλάστρα βασιλικό, άλλοι γαρύφαλα" (...)Παρότι πέρασαν είκοσι και παραπάνω χρόνια από τη Μεγάλη Καταστροφή-έτσι ονομάζουν τις τρομερές ημέρες που έζησαν στη Σμύρνη-, κάποιοι τον ρωτούσαν αν ήξερε πότε θα τους επέτρεπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους".
Θεέ μου! Τι ομοιότητα! Νόμιζα πως έβλεπα εικόνες από την Κύπρο, από τη δική μας προσφυγιά, πως άκουα τους δικούς μας πρόσφυγες να εύχονται σε κάθε γιορτή: "Και του χρόνου στα σπίτια μας" . Και πάνε τώρα σαράντα χρόνια...
Η πρώτη μου αντίδραση (ενδόμυχη έστω) όταν φίλη αγαπημένη μου χάριζε αυτό το βιβλίο, ήταν: "Ακόμα ένα βιβλίο για τη Σμύρνη; Πόσα πια να διαβάσουμε;" Κι όμως, κοντεύουν εκατό χρόνια από τότε κι η πληγή ακόμα ματώνει, γιατί η πληγή δεν κλείνει, ανανεώνεται εδώ ή αλλού.
Συγγραφέας του βιβλίου η Τουρκάλα (παντρεμένη με ΄Ελληνα) Δάφνη Σουμάν. Βιβλίο που δεν επετράπη να εκδοθεί στην Τουρκία. Κι ας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα βιβλίο αντικειμενικό και αμερόληπτο. Άλλωστε η έμφαση (κι αυτή είναι είναι μια σημαντική διαφορά από άλλα βιβλία για τη Σμύρνη) δεν δίνεται στα ιστορικά γεγονότα, παρ' όλο που υπάρχουν βέβαια, ούτε στην απόδοση ευθυνών στη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά στον πανέμορφο τόπο, στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Σμύρνης, στους ευτυχισμένους κατοίκους. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Γάλλοι, Άγγλοι ζούσαν αρμονικά, απολαμβάνοντας τον πλούτο, την ομορφιά, τον πολιτισμό του ειδυλλιακού αυτού τόπου. Εξού και πολυπρόσωπο το έργο, με φορείς του μύθου τρεις κυρίως οικογένειες: Μια ελληνική, μια λεβαντίνικη-Γαλλική, μια τουρκική. Τα ιστορικά γεγονότα παρεμβάλλονται και επηρεάζουν τις τύχες των ηρώων. Με σύντομες αναφορές επισημαίνεται η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, η συγκίνηση και ο ενθουσιασμός όταν ο Ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη αλλά και οι διχογνωμίες μεταξύ των ντόπιων, η προέλαση προς την Άγκυρα και βεβαίως η μεγάλη καταστροφή.
Όμως ώσπου να φτάσει σ' αυτές τις τραγικές σελίδες, η συγγραφέας μας έχει ταξιδέψει στον ευτυχισμένο παράδεισο που υπήρξε η Σμύρνη. Στα πανέμορφα προάστεια, τον Μπουζά, το Κορδελιό,, τον Μπουρνόβα, με τα πλούσια σπίτια, τις χοροεσπερίδες, τα ονειροπόλα νιάτα που διασκεδάζουν ερωτευμένα σε πανηγύρια κι εκδρομές. Είναι τόσο πειστική η αναπαράσταση αυτής της ευτυχισμένης ζωής που νομίζεις πως βολτάρεις  στην περίφημη προκυμαία Quai ή μπαίνεις στο πολυτελές ξενοδοχείο Kraemer κι άλλοτε πως περπατάς στους δρόμους και τις γειτονιές της Σμύρνης που η συγγραφέας φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά. Ακούς τις ποικίλες γλώσσες, δοκιμάζεις μυρωδιές και γεύσεις.
Το συλλογικό δράμα συμπλέκεται με τα ατομικά δράματα των ηρώων της ιστορίας, ενώ το μυστήριο της σιωπής της Σεχραζάτ, που δεν είχε πάντα αυτό το όνομα, θα αποκαλυφθεί μόνο στις τελευταίες σελίδες. Ένα στοχείο που εντείνει την τραγικότητα του βιβλίου είναι η τεχνική της προοικονομίας, σκέψεις δηλαδή που παρεμβάλλονται στις ευτυχισμένες στιγμές προοιωνίζοντας το μέλλον που εμείς ξέρουμε αλλά που οι ήρωες της ιστορίας αγνοούν. "Ποιος μπορούσε να φανταστεί", γράφει ενώ περιγράφει μια χαρούμενη βαρκάδα "πως μετά από δύο καλοκαίρια τα ίδια νερά θα μετατρέπονταν σε θηρίο και η επιφάνεια της θάλασσας που τώρα λαμπύριζε κάτω από το σεληνόφωτο, θα γινόταν μέσα σε μια νύχτα υγρός τάφος;"
Απολαμβάνεις την ανάγνωση αλλά από την άλλη μελαγχολείς. Όχι μόνο από τις τραγικές σελίδες του τέλους αλλά και γιατί ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνεται ακόμα μια φορά: τα ίδια γίνονται και θα γίνονται "έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων η".
 

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2016

Το γαλάζιο φουστάνι

Ανδρέας Δ. Μαυρογιάννης
Το γαλάζιο φουστάνι
Λιβάνης, 2015
Το βιβλίο του Ανδρέα Μαυρογιάννη υπήρξε για μένα μια αναπάντεχα ευχάριστη έκπληξη. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει ποτέ ένα τόσο ολιγοσέλιδο (μόλις 50 σελίδες) βιβλίο, που η συντομία του να κοντράρεται τόσο επιτυχώς με τον πλούτο του περιεχομένου. Δεν θα ήταν νομίζω υπερβολή αν του απέδιδα τον προσιδιάζοντα στον ποιητικό λόγο χαρακτηρισμό της "ανέκκλητης συμπύκνωσης". Η εποχή μας με τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της, ο κυπριακός κοινωνικός περίγυρος, ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης, η φιλοσοφική θεώρηση ζωής και θανάτου αποτυπώνονται με υπαινικτικότητα, ενίοτε με μια-δυο λέξεις, συχνά με υποβόσκουσα ειρωνεία ή με τη διακειμενικότητα που διατρέχει το βιβλίο, χωρίς εντούτοις αυτή να γίνεται αλαζονική επίδειξη γνώσεων.
Ο μύθος υποτυπώδης. Όσο για να γίνει το υπόστρωμα πάνω στο οποίο ο συγγραφέας θα αναπτύξει τη φιλοσοφική του θεώρηση των πραγμάτων. Τρία τα βασικά πρόσωπα του έργου. Δύο παρόντα και ένα απόν, αιωνίως πλέον απόν. Ως ένα τέταρτο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα που από καιρού εις καιρόν παρεμβάλλεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση απευθυνόμενος στον αναγνώστη. Πρώτο πρόσωπο μια ανώνυμη κυρία με "ώριμη ομορφιά", ανώτερο στέλεχος σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Μέσα από τη σύντομη περιγραφή της συνηθισμένης πορείας της από το πρωινό ξύπνημα, την προετοιμασία, ως την άφιξη στο γραφείο, περνάει η ανία της επανάληψης και της συνήθειας, σκέψεις για την ανασφάλεια που δημιούργησαν οι καινούριες συνθήκες με τους μετανάστες και την ξενοφοβία, η επιδειξιομανία της κυπριακής κοινωνίας, καταδικαστέα ίσως μόνο από όσους αδυνατούν να γίνουν μέρος της, η ανερμάτιστη νεολαία, ο ξύλινος πολιτικός λόγος στο ραδιόφωνο.
Δεύτερο πρόσωπο η κυρία Μαρία, "βοηθός ωρομίσθιος γραφέας". Η "επιτηδευμένη συγκατάβαση" με την οποία η ανώτερη ετοιμάζεται να απευθυνθεί στην κατώτερη υπάλληλο ακυρώνεται στο άκουσμα της πληροφορίας ότι ο γιος της κυρίας Μαρίας "έφυγε" ξαφνικά, ανεξήγητα, χωρίς ν' αφήσει τίποτα σαν δικαιολογία, σαν θυμητάρι έστω στη μάνα, παρά μόνο "μια μικρή κόκκινη ρωγμή στο στήθος". Ανεξήγητα; Υγιέστατος, εμφανίσιμος, μορφωμένος άλλα άνεργος, τρεις φορές απολυμένος, που παρ' όλη την επιτυχία του σε σχετικές εξετάσεις "δεν κατέστη δυνατό να επιλεγεί". Η κυρία του γραφείου θυμάται. Ήταν ο ίδιος νέος που λίγες μέρες πριν, σε μια τυχαία συνάντησή τους της είχε κάνει ένα κολακευτικό κομπλιμέντο για το φούξια ταγέρ της. Μήπως, αναλογίζεται τώρα η ώριμη κυρία, το ανεπιτήδευτο, αυθόρμητο κομπλιμέντο ήταν μια μεταμφιεσμένη κραυγή αγωνίας και απόγνωσης;
Καθώς ο χώρος του γραφείου γεμίζει από τη σκέψη του νέου παλικαριού, ενός ακόμα θύματος της οικονομικής κρίσης, πλημμυρίζει ταυτόχρονα από τη ζωή και τον θάνατο. Με ανυπέρβλητη, εξαιρετική πυκνότητα, οι τελευταίες σελίδες γίνονται ένα δοκίμιο φιλοσοφικής θεώρησης του θανάτου. Για να ακολουθήσει ο επίλογος που σαν για ν' αλαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα που μόλις είχε προηγηθεί, ο συγγραφέας κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι, δίνει μια ειρωνική ερμηνεία για τον τίτλο, αφού γαλάζιο φουστάνι δεν είχε κάνει ως τώρα πουθενά την εμφάνισή του.
Εντυπωσιάζει ο πλούτος της διακειμενικότητας, εξικνούμενης από τον Ηρόδοτο και τους Προσωκρατικούς ως τον Σεντ Εξιπερί και την Ανν Φιλίπ, ξαφνιάζουν ευχάριστα οι μουσικοί ήχοι που αντιλαλούν στο βιβλίο, από χέβι μέταλ ως τον Ξυλούρη και τον Θοδωράκη. Κι ανάμεσα βρίσκει χώρο για τις μάνες των αγνοουμένων της Κύπρου ή για την ανάμνηση τριών μικρών εντελβάις από το Μπούρκεστοκ (αδιόρατος υπαινιγμός άραγε για τον πολιτικό του ρόλο;).
Την πυκνότητα του λόγου ενισχύει η γλωσσική έκφραση. Λέξεις της καθαρεύουσας, εξορισμένες από το κοινότυπο, καθημερινό μας λεξιλόγιο, φαντάζουν σαν καινούριες. Η χρήση της μετοχής, δρώντας ενίοτε υποδορίως ειρωνικά, πυκνώνει ακόμα περισσότερο τη διατύπωση.
Εν τέλει μια απολαυστική ανάγνωση. Βιβλίο που το τελειώνεις και θέλεις να το ξαναρχίσεις, να ξαναζήσεις όλη την κρυμμένη γοητεία του, να προβληματιστείς όχι μόνο πάνω στο εφήμερο που μας περιβάλλει αλλά και στο αιώνιο που επιζητούμε.