"Το μυθιστόρημα αυτό δε θέλει να δρέψει λογοτεχνικές δάφνες, αλλά να αποδεικτεί ένα διδακτικό κείμενο. Στόχος του δηλαδή είναι η αλλαγή τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, γνώμης και αντίληψης. Συνεπώς, η ανάγνωσή του πρέπει να γίνει κυρίως με σκοπό ν' αντλήσει συγκεκριμένα διδάγματα που πρακτικά θ' αποδειχτούν χρήσιμα για σας".
Κρινόμενο το βιβλίο του Δημήτρη Μπουραντά "Όλα σου τα 'μαθα μα ξέχασα μια λέξη" (Πατάκης, 2008) σύμφωνα με την "προγραμματική" δήλωση του ιδίου, όπως αυτή εκτίθεται στον πρόλογό του, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένο. Όμως μέσα στη δήλωση αυτή ενυπάρχει μια αντίφαση. Πώς μπορεί ένα λογοτεχνικό κείμενο, ένα μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει και ο ίδιος και οι εκδότες του να έχει σκοπό "να διδάξει"; Τέτοιο σκοπό έχουν τα θρησκευτικά κηρύγματα ή τα βιβλία αυτοβοήθειας που τόσο αφθονούν στην εποχή μας. Η λογοτεχνία δεν θέλει να διδάξει τίποτα, όπως δεν θέλει να διδάξει καμιά άλλη μορφή τέχνης, ούτε η μουσική, ούτε η ζωγραφική, ούτε η αρχιτεκτονική κ.λπ. Αν ο κοινωνός μιας μορφής τέχνης γίνει καλύτερος άνθρωπος, αν καλλιεργήσει και αναπτύξει τον εαυτό του, αυτό γίνεται έμμεσα και όχι με την προσχεδιασμένη διδασκαλία.
Ο Δημήτρης Μπουραντάς, γνωστός και καταξιωμένος καθηγητής του Μάνατζμεντ και της Ηγεσίας, προσπάθησε να "ντύσει" λογοτεχνικά τις ιδέες και τις απόψεις του που αφορούν τους ηγέτες και τα στελέχη επιχειρήσεων, για να τις κάνει έτσι πιο ελκυστικές. Το βιβλίο, επομένως, παραπαίει ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο δοκίμιο, ανάμεσα στη μυθοπλασία και στις θεωρίες περί ηγεσίας και μάνατζμεντ με τη ζυγαριά να βαραίνει προς το δεύτερο σκέλος και να αποτυγχάνει ως λογοτεχνικό κείμενο.
Χρονικά η υπόθεση αρχίζει και τελειώνει το 2003, αφού με πολύ σύντομες αναφορές καλυφθεί η χρονική περίοδος από το 1930 και με κάπως εκτενέστερες αναφορές από το 1971 και μετά. Κύρια πρόσωπα του έργου είναι ένας καθηγητής του μάνατζμεντ, ο Νίκος Αλεξίου, και η φοιτήτριά του, Άννα. Μέντορας, καθοδηγητής, σύμβουλος και εμψυχωτής της, τη βοηθά και την ενθαρρύνει όχι μόνο για να πάρει το πρώτο πτυχίο, αλλά και για να βρει ταυτόχρονα με τις σπουδές της δουλειά, να πάρει ύστερα υποτροφία για τη Γαλλία, να κάνει διδακτορικό και αφού περάσει από εμπόδια, δυσκολίες, απογοητεύσεις να γίνει τελικά μια καταξιωμένη πρωτοβάθμια καθηγήτρια. Παράλληλα, μέσα από ένα κείμενο που ο Αλεξίου της δίνει να διαβάσει όταν εκείνη ήταν ακόμη δευτεροετής φοιτήτρια, μαθαίνουμε και τη δική του πορεία ζωής, την καταγωγή του από μια εργατική οικογένεια, τις επιλογές του, τον αγώνα του, τη θέλησή του να επιτύχει και τελικά την καταξίωσή του.
Φυσικά απαραίτητη η ερωτική μεταξύ τους έλξη που όμως δεν καταλήγει σε σχέση, παρά μόνο μετά από χρόνια, χωρίς η εξήγηση που δίνει γι' αυτό ο συγγραφέας να είναι κατά τη γνώμη μου επαρκής. Το βιβλίο γενικά κινείται σ' ένα πολύ ιδεαλιστικό επίπεδο. Θέση που προβάλλεται είναι ότι όλα είναι κατορθωτά, ότι τα πάντα εξαρτώνται από μας κι ότι ο εργατικός, ο τίμιος, ο ακέραιος, ο άξιος και ικανός, όσα εμπόδια κι αν παρεμβληθούν στο δρόμο του στο τέλος δικαιώνεται. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο στις αδυναμίες του βιβλίου ως λογοτεχνικού κειμένου, χάριν οικονομίας χρόνου, δικού μου και πιθανών αναγνωστών του ποστ, παρά μόνο στο τέλος, όπου οι περί ηγεσίας και μάνατζμεντ διδαχές αποκορυφώνονται. Διαβάζοντας τις μακροσκελείς ομιλίες σ΄ ένα εργαστήρι που ίδρυσαν οι δυο τους, Νίκος και Άννα, το CLI (Circle of the Lost Ideas) έπιασα τον εαυτό μου να πρέπει να προσέχει σαν να επρόκειτο να διάβαζα πανεπιστημιακό σύγγραμμα στο οποίο θα εξεταζόμουν! Δεν ξέρω όμως αν τελικά ήμουν απρόσεχτη, γιατί δεν θυμάμαι τι ήταν η μοναδική λέξη που ο δάσκαλος ξέχασε να μάθει στη μαθήτριά του!
Παραμένει όμως η απορία. Γιατί ένα τέτοιο βιβλίο βρίσκεται συνεχώς στα ευπώλητα; Νομίζω αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: Στο ωραίο εξώφυλλο, στον "πιασάρικο" τίτλο και στις καλές κριτικές. Γι' αυτό το τελευταίο αδυνατώ να δώσω εξήγηση.
Άλλες απόψεις για το ίδιο βιβλίο: