Τρίτη, Μαΐου 31, 2016

Η υπέροχη φίλη μου

Έλενα Φερράντε
Η υπέροχη φίλη μου
Πατάκης, 2016
Μετ. Δήμητρα Δότση
[L' amica geniale, 2011]
Κλείνω την τελευταία σελίδα και ξαναφέρνω στη σκέψη μου όλο αυτόν τον κόσμο με τον οποίο έζησα τρεις μέρες. Τα κορίτσια και τ' αγόρια, τους γονείς και τους δασκάλους, τους δρόμους και τις φτωχογειτονιές της Νάπολης, την εφηβεία και τα όνειρά της. Διερωτώμαι γιατί μου  άρεσε ένα βιβλίο που δεν νομίζω ότι διακρίνεται για την πρωτοτυπία του θέματος. Η αναπόληση της παιδικής ηλικίας και της πορείας προς την ενηλικίωση, η περιγραφή του τόπου και του χρόνου που μας διαμόρφωσαν, είναι θέματα πολύ συνήθη στη μυθιστορηματική συγγραφή. Κι όμως σ' αυτά τα κοινά, τετριμμένα θέματα η άγνωστη αυτή Ιταλίδα συγγραφέας (άγνωστη γιατί τίποτα δεν είναι γνωστό για την ταυτότητά της και το Έλενα Φερράντε θεωρείται ψευδώνυμο) κατορθώνει να φυσήσει μια καινούρια πνοή, να τους χαρίσει με τον τρόπο και το ύφος της μια πρωτοτυπία που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη.
 Ίσως πάλι αυτή η σαγήνη που ασκεί  να οφείλεται στο ότι κατορθώνει να μας κάνει να ταυτιστούμε με τους ήρωές της, να διαβάζουμε δικές μας εμπειρίες. "Δεν νοσταλγώ την παιδική μας ηλικία, ήταν γεμάτη βία. Ζούσαμε λογιών λογιών καταστάσεις μέσα κι έξω από τα σπίτια μας, αν και δε θυμάμαι να σκέφτηκα ποτέ  ότι η ζωή που μας έλαχε ήταν τόσο άσχημη. Έτσι ήταν η ζωή, τελεία και παύλα", γράφει. Δεν μπορώ να πω ότι η γενιά μου γνώρισε τη βία όπως την περιγράφει η Φερράντε. Όμως όσοι βιώσαμε την παιδική και νεανική μας ζωή τη δεκαετία του '50 γνωρίσαμε τη φτώχεια, τη στέρηση, την αυστηρότητα των ηθών, τη γονική απόλυτη κυριαρχία. Πολλοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το σχολείο, όμως γνωρίσαμε τη φιλία και διαβάσαμε βιβλία που μας έμαθαν να ονειρευόμαστε, έστω κι αν συχνά τα όνειρα έμειναν για πάντα όνειρα...
Η συγγραφέας-αφηγήτρια Έλενα Γκρέκο, άλλως Λενούτσα ή Λενού, πληροφορείται ότι η αχώριστη φίλη της και συνομήλική της Λίλα Τσερούλλο, στα εξήντα έξι της τώρα χρόνια, έχει εξαφανιστεί. "Εξοργίστηκα", γράφει. "Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της ιστορίας μας, ό,τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου".
 Μ' αυτή την προλογική εισαγωγή μπαίνουμε αμέσως στο ύφος και στο είδος της σχέσης των δυο κοριτσιών. Είναι μια σχέση φιλίας-έχθρας, αγάπης-ζήλειας, σύμπλευσης-ανταγωνισμού, κοινών οραμάτων-διαφορετικής πορείας. Παρακολουθούμε τη ζωή τους από τα χρόνια του δημοτικού ως το τέλος της εφηβείας. Η Λίλα, κόρη τσαγγάρη, είναι πανέξυπνη, τα καταφέρνει σ' ό,τι κι αν καταπιαστεί, αυτή φαίνεται να ηγείται στη σχέση της με τη Λενού. Αργεί περισσότερο να ωριμάσει σωματικά κι όμως αυτή είναι που τραβάει την προσοχή, αυτή που ελκύει τα αγόρια. Ο πατέρας της δεν της επιτρέπει να συνεχίσει το σχολείο μετά το δημοτικό, αυτή όμως δανείζεται βιβλία και μπόρεσε να βοηθήσει τη Λενού, που συνεχίζει στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, στα Αρχαία και τα Λατινικά. Ζουν στην ίδια γειτονιά, έχουν τους ίδιους γνωστούς και φίλους, μαζί ωριμάζουν κι έχουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Πλήθος πρόσωπα, πλήθος ονόματα κυκλοφορούν στο βιβλίο,  όσα θα ήταν και σε μια πραγματική γειτονιά. Τόσα που μέχρι το τέλος δεν μπόρεσα να τα μάθω όλα και συχνά επέστρεφα στις πρώτες σελίδες, όπου, πολύ προνοητικά η συγγραφέας παραθέτει "Κατάλογο ονομάτων".
Ανάμεσα στα όνειρα των δυο κοριτσιών είναι και το να γίνουν πλούσιες. Έχοντας ως αγαπημένο το βιβλίο "Μικρές κυρίες" ονειρεύονται να γράψουν κάτι ανάλογο που, όπως πιστεύουν, θα τις κάνει πλούσιες. Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρουν και πώς, μια και "Η υπέροχη φίλη μου" είναι μόνο ο πρώτος τόμος της "Τετραλογίας της Νάπολης", όπως έχει ονομαστεί το τετράτομο έργο. Ομολογώ ότι πολύ σπάνια μπόρεσα να διαβάσω ολόκληρο έργο όταν αυτό ξεδιπλώνεται σε περισσότερους από ένα τόμους. Αυτό όμως οπωσδήποτε θα το παρακολουθήσω στη συνέχειά του.

Σημ. Την Έλενα Φερράντε είχα γνωρίσει κι από ένα προηγούμενό της βιβλίο, το 
"Μέρες εγκατάλειψης". Μου είχε αρέσει κι αναζήτησα ακόμα ένα δικό της, το "Βάναυση αγάπη". Στάθηκε αδύνατο να το βρω. Πιθανότατα είναι εξαντλημένο.

Δευτέρα, Μαΐου 23, 2016

Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια

Harper Lee
Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια
(To kill a Mockingbird)
Εκδόσεις Bell, 2016 (ΙΒ΄ Έκδ.)
Μετ. Βικτώρια Τράπαλη
Κλασικό βιβλίο της Αμερικανικής λογοτεχνίας, πολυδιαβασμένο, πολυμεταφρασμένο, γυρισμένο σε ταινία (1962, με τον Γκρέκορυ Πεκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο), μπορεί να μην προκαλεί σήμερα την ίδια αίσθηση που είχε όταν πρωτοεκδόθηκε (1960), δεν παύει όμως να έχει και σήμερα την επικαιρότητα και τη σημασία του. Το χρώμα του δέρματος μπορεί να μην είναι πια αυτό που καθορίζει τις διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλά υπάρχουν τόσα άλλα: οι ξένοι και οι γηγενείς, οι πρόσφυγες και οι μη πρόσφυγες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι κατακτητές και οι κατακτημένοι...
Τα πράγματα ασφαλώς έχουν βελτιωθεί από τότε που συνέβησαν όσα μυθιστορηματικά αφηγείται η Χάρπερ Λη (πέθανε φέτος τον Φεβρουάριο). Όλοι σήμερα υποτίθεται είναι ίσοι απέναντι του νόμου, στην πράξη όμως πόσο αυτό ισχύει;
Το έργο χρονικά τοποθετείται στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '30. Σε μια μικρή (φανταστική) πόλη του αμερικανικού Νότου, το Μέικομπ της Αλαμπάμα, ζει η οικογένεια του Άττικους Φιντς. Ο Άττικους είναι δικηγόρος, έχει δυο παιδιά, τον Τζεμ και τη Σκάουτ (χαϊδευτικό του Ζαν Λουίζ), τα οποία, έχοντας χάσει τη γυναίκα του μεγαλώνει μόνος με τη βοήθεια της μαύρης υπηρέτριας Καλπούρνια και αργότερα και της αδελφής του Αλεξάνδρας, που έρχεται να ζήσει μαζί τους.
Όλο το βιβλίο μας δίνεται μέσα από τα μάτια και την αφήγηση της οχτάχρονης Σκαόυτ. Η μικρή πόλη όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, οι δρόμοι της, το σχολείο και οι πρώτες σχολικές εμπειρίες, τα ζεστά καλοκαίρια, οι παιδικές περιπέτειες, τα παιγνίδια, οι παιδικοί φόβοι και τα "γιατί" του κόσμου, δίνονται μέσα από την αθώα, παιδική ματιά.
Αυτή την ήσυχη, σαν κοιμισμένη ατμόσφαιρα, όπου η καθημερινότητα κυλάει ομοιόμορφα χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να συμβαίνει, έρχεται να διακόψει μια δίκη. Μια νεαρή λευκή κατηγορεί άδικα έναν μαύρο ότι της επιτέθηκε και την βίασε. Στη δίκη που θα ακολουθήσει την υπεράσπιση του μαύρου κατηγορούμενου αναλαμβάνει ο Άττικους, αδιαφορώντας για την εχθρότητα και το μίσος που μπορεί να αντιμετωπίσει σ' αυτή τη βαθιά ρατσιστική, μικρή πόλη.
Η έκβαση της δίκης δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που προδιαγράφει ο άκρατος ρατσισμός της μικρής πόλης. Όμως το μυθιστόρημα πάει πιο πέρα από το θέμα του ρατσισμού. αγγίζει γενικότερα τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι συμβουλές που ο Άττικους δίνει στα παιδιά του όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τις πράξεις του είναι κανόνες ζωής για μια ιδανική κοινωνία. Πιστεύει στην καλοσύνη των ανθρώπων, τα συμβουλεύει να μπαίνουν στη θέση του άλλου πριν τον κρίνουν. Γι' αυτό και η Σκάουτ σε μια συζήτηση με τον αδερφό της καταλήγει: "Εγώ λέω πως υπάρχει μόνο ένα είδος ανθρώπων: Άνθρωποι".
Ο τίτλος του έργου είναι συμβολικός. Σημαίνει να μη σκοτώνεις την καλοσύνη, να μη σκοτώνεις την αθωότητα. "Είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια", λέει ο Άττικους. "Δεν μας βλάπτουν σε τίποτα, κελαηδάνε μονάχα για να τ' ακούμε και να χαιρόμαστε".
Μπορεί να είναι πολύ "αμερικανικό" μυθιστόρημα, εξού και αποτελεί σχολικό λογοτεχνικό ανάγνωσμα στα αμερικανικά σχολεία, όμως είναι κι ένα μυθιστόρημα μαθητείας,  κι ένα μυθιστόρημα εναντίον της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, προσδίνοντάς του έτσι παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα.


Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

Πάσχα στη γλυκιά Σύρο




Το λιμάνι της Σύρου


 Είναι όμορφη η Σύρος; Μας ρωτούν φίλοι που δεν έτυχε να την επισκεφθούν. Ναι, είναι όμορφη, παρ’ όλο ότι είναι το πιο βραχώδες, το πιο άδεντρο ελληνικό νησί που έχω δει. Έχει όμως τη δική της ιδιαιτερότητα, κι ας κουραστήκαμε να ανεβοκατεβαίνουμε τα ανηφορικά της δρομάκια και τα αναρίθμητα σκαλοπάτια της. 
Περπατώντας στα δρομάκια της Σύρου
Η εμφάνισή της δεν φαίνεται να έχει αλλάξει και πολύ από τότε, χρόνια πριν, που ο λογοτέχνης-ταξιδευτής Κώστας Ουράνης μας άφησε την περιγραφή και τις εντυπώσεις του: «Η Σύρος, από τη θάλασσα, είναι σαν μια εξαίσια ακουαρέλα. Δυο ψηλοί κωνικοί λόφοι, σκεπασμένοι από τη ρίζα τους ως την κορφή με άσπρα, ρόδινα και γαλάζια σπίτια, καθρεφτίζονται πάνω στα γαλήνια νερά. Οι δυο αυτοί λόφοι είναι δυο κόσμοι. Ο ένας είναι η νέα πόλη, η Ερμούπολη, που φάνηκε μια εποχή να δικαιολογεί την ονομασία της, γιατί είχε γίνει ένα μεγάλο εμπορικό και ναυτικό κέντρο.
[…] Στον άλλο λόφο-αριστερά σ’ όποιον μπαίνει στο λιμάνι-είναι η παλιά πόλη. Τη στεφανώνει μια πανάρχαια καθολική μητρόπολη, που χρονολογείται, όπως λένε, από τον καιρό του Λουδοβίκου ΙΒ΄» (Κώστας Ουράνης, Ταξίδια στην Ελλάδα, 1949).
Η Άνω Σύρος
Ήδη από μακριά, διασχίζοντας μια ακύμαντη, ήρεμη θάλασσα, αντικρίζουμε τους δυο λόφους. Δεν διακρίνω την καθολική μητρόπολη που αναφέρει ο Ουράνης. Δεσπόζει ο γαλάζιος τρούλος του Αγίου Νικολάου, της πανέμορφης εκκλησιάς, στην οποία και θα παρακολουθήσουμε τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας.
Θα περιηγηθούμε πρώτα τη νέα πόλη, που τα γενέθλιά της ανάγονται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Τότε που Χιώτες και Ψαριανοί, φεύγοντας τους διωγμούς των Τούρκων, βρήκαν καταφύγιο σε τούτο το νησί που απολάμβανε ειδικά προνόμια από τον Σουλτάνο. Μαζί τους έφεραν το ναυτικό και εμπορικό τους πνεύμα, την πόλη την ονόμασαν πόλη του Ερμή-Ερμούπολη και μια περίοδος μεγάλης ανάπτυξης ξεκίνησε για το νησί.
Μα ο Ερμής είναι δισυπόστατη θεότητα. Είναι ο Κερδώος Ερμής, αλλά είναι και ο Λόγιος. Πουθενά αλλού ίσως δεν συνδυάστηκαν τόσο αρμονικά οι δυο αυτές ιδιότητες όσο στη Σύρο. Παράλληλα με την οικονομική δραστηριότητα και ευημερία η Σύρος γνώρισε μια πνευματική ακτινοβολία μοναδική και πρωτόγνωρη για την εποχή. Όταν ακόμα η υπόλοιπη Ελλάδα αγωνιζόταν για να ολοκληρώσει την ελευθερία της ή να ξεπληρώσει τα χρέη της, οι Ερμουπολίτες είχαν δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, είχαν ένα Δημοτικό Μέγαρο που θα ζήλευαν ακόμα και σήμερα πολλές πόλεις κι ένα Δημοτικό θέατρο, το περίφημο θέατρο Απόλλων, που λειτούργησε ήδη το 1864!
Η πλατεία Μιαούλη
 Είναι πραγματική απόλαυση να διασχίζεις την απέραντη πλατεία της πόλης, την πλατεία Μιαούλη, όπου κόσμος πηγαινοέρχεται ή κάθεται στις γύρω καφετέριες, παιδιά τρέχουν παίζοντας και μια μαρμάρινη εξέδρα με ανάγλυφες παραστάσεις του Απόλλωνα και των Μουσών φιλοξενεί τη φιλαρμονική της πόλης.
Το Δημαρχείο
Στη μια πλευρά της πλατείας υψώνεται το Δημαρχείο, πραγματικό κόσμημα της πλατείας και της πόλης, έργο του τέλους του 19ου αι. σε σχέδια του Τσίλλερ. Με τη φαρδιά, μαρμάρινη σκάλα στην πρόσοψη, με δωρικούς και ιωνικούς κίονες, έχει μια απλότητα και μια αρχοντιά τόσο εξωτερικά όσο κι εσωτερικά, που συναρπάζει.
Δίπλα η Βιβλιοθήκη. Στο μικρό κηπάκι μπροστά από την είσοδό της οι προτομές του Ροΐδη, του Βικέλα, του Σουρή, φόρος τιμής των Συριανών στα μεγάλα τέκνα του νησιού τους.
Η Βιβλιοθήκη της Σύρου
Το πραγματικό στολίδι όμως της Σύρου, μοναδικό στον Ελληνισμό για την εποχή που χτίστηκε, είναι το θέατρο Απόλλων. Κτισμένο με βάση ιταλικά πρότυπα (κάποιοι ισχυρίζονται με βάση τη Σκάλα του Μιλάνου), με θεωρεία και εξώστη, με οροφογραφήματα που απεικονίζουν συνθέτες και ποιητές, με χώρο για ορχήστρα… Μας λένε πως κάποτε είχε παραμεληθεί το θέατρο, είχε γίνει κινηματογράφος, μια φορά θέλησαν να το γκρεμίσουν. Μα οι κάτοικοι οργανώθηκαν, έκαναν διαδήλωση, το θέατρο σώθηκε, ανακαινίστηκε, φιλοξενεί παραστάσεις και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Δεν μπορώ να διανοηθώ στον τόπο μας διαδήλωση για να σωθεί ένα έργο πολιτισμού! Ζηλεύω. Ζηλεύω για  όλα αυτά τα πνευματικά δημιουργήματα ενός νησιού μόλις 20 χιλιάδων κατοίκων και με θλίψη συγκρίνω με το δικό μας απαράδεχτο καινούριο θέατρο και τον αρχοντοχωριατισμό που μας διακρίνει.
Στο θέατρο Απόλλων
Σαν μια ξεχωριστή πολιτεία φαντάζει η Άνω Σύρος και η επίσκεψή μας σ’ αυτήν ήταν το πιο κουραστικό αλλά ίσως και το πιο όμορφο μέρος του ταξιδιού μας. Κατοικημένη συνεχώς από τις αρχές του 13ου αι. μοιάζει σαν συνοικία μιας άλλης, περασμένης εποχής. Αμέτρητα σκαλοπάτια, στενά δρομάκια, σπίτια τόσο πυκνά κτισμένα που η ταράτσα του ενός αποτελεί την αυλή του άλλου χαρίζει μοναδική απόλαυση, σ’ όσους βέβαια αντέχουν ν’ ανεβούν. Εννοείται πως κανένα τροχοφόρο δεν μπορεί να κινηθεί εδώ. Στην κορυφή δεσπόζει η  Καθολική Μητρόπολη, ο Άγιος Γεώργιος, Σα Τζώρτζης για τους ντόπιους. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Σύρου είναι η ύπαρξη της καθολικής κοινότητας. Περίπου οι μισοί κάτοικοι της Σύρου είναι Καθολικοί, ζώντας σε απόλυτη και ειρηνική αρμονία με τους Ορθοδόξους, γιορτάζοντας ταυτόχρονα το Πάσχα. Ζήσαμε την αρμονική αυτή συνύπαρξη το βράδυ της Μ. Παρασκευής. Στην πλατεία Μιαούλη πρώτα βγήκε ο Επιτάφιος των Καθολικών. Εξαιρετικοί ύμνοι στα Λατινικά δημιούργησαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, την οποία σε λίγο διαδέχτηκαν οι βυζαντινοί ύμνοι των ορθόδοξων επιταφίων.
Ανηφορίζοντας στην Άνω Σύρο
Οι πιο πολλοί από όσους ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια της Άνω Σύρου δεν τολμήσαμε (ή δεν αντέξαμε!) να φτάσουμε ως την κορυφή. Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω, σε μια άλλη καθολική εκκλησία, του Αγίου Ιωάννη. Ο Επιτάφιος ακόμα στολισμένος, το νεκρό σώμα του Χριστού καλυμμένο με λουλούδια, περιμένει την Ανάσταση.
Καθολικός Επιτάφιος

Από τα αξιοθέατα της Άνω Σύρου ξεχωρίζει το μικρό μουσείο του μεγάλου ρεμπέτη, του Μάρκου Βαμβακάρη. Το μπουζούκι, ένα κομπολόι, μια τραγιάσκα, ένα παλιό γραμμόφωνο, ενθυμήματα του δημιουργού της «Φραγκοσυριανής», εκτίθενται στο μουσείο.
Δρομάκι στην Άνω Σύρο

Στο Μουσείο Βαμβακάρη
Αμέτρητες οι εκκλησιές της Σύρου, τόσες που νομίζω θα αρκούσαν για να γίνει η Σύρος από μόνη της θρησκευτικός, τουριστικός προορισμός. Αδύνατο, φυσικά, να τις επισκεφθούμε όλες. Αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να παραλείψουμε τον Άγιο Νικόλαο (των πλουσίων, όπως λέγεται, για να ξεχωρίζει από τον άλλο Άγιο Νικόλαο, των φτωχών). 
"Δεύτε λάβετε φως"-Στον Άγιο Νικόλαο
 Έργο του 1848, εγκαινιάστηκε το 1870. Με έντονο τον συνδυασμό δυτικότροπων και βυζαντινών στοιχείων δεσπόζει στην  αριστοκρατική συνοικία Βαπόρια με τα παλιά αρχοντικά. Κυριαρχεί σ’ αυτόν  το χρώμα και το μάρμαρο. Μαρμάρινοι κίονες με  κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα, μαρμάρινο το τέμπλο, ο άμβωνας, ο δεσποτικός θρόνος. Ακόμα πιο παλιά η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1828). 
Η Κοίμηση της Θεοτόκου του Θεοτοκόπουλου
Από τα πρώτα κτίσματα των Ψαριανών που κατέφυγαν εδώ, που μαζί τους έφεραν και το πιο πολύτιμο απόκτημα του ναού αυτού. Ένα αυθεντικό έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, την Κοίμηση της Θεοτόκου. Πρώιμο έργο του μεγάλου ζωγράφου, χωρίς ακόμα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του που ανέπτυξε αργότερα, αλλά χωρίς αμφιβολία δικό του έργο. Όχι μόνο η φράση στην εικόνα «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας» αλλά και η εξέταση του μικρού πίνακα από ειδικούς, έδειξε την αυθεντικότητά του.
Όλως παραδόξως, στο κτήριο πλάι στην εκκλησιά διακρίνουμε την επιγραφή «Καζίνο»! Ναι, είναι το καζίνο της Σύρου που λειτουργεί από το 1997. Φυσικά για κάποιους από μας μια επίσκεψη ήταν κι εδώ επιβεβλημένη! Μικρό, συμπαθητικό, με πολύ πρόθυμο και εξυπηρετικό προσωπικό, υπήρξε κι αυτό μια από τις Συριανές μας εμπειρίες.
Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε η ύπαιθρος της Σύρου. Πολύ μικρά χωριά, οικισμοί καλύτερα, διανθίζουν το άδεντρο, συριανό τοπίο και μόνο όπου συναντάμε το γαλάζιο της θάλασσας η ατμόσφαιρα ομορφαίνει. Μ’ αρέσει όταν τοπία γίνονται σκηνικά για έργα της φαντασίας. Όπως εδώ που με ενθουσιάζει ένα παλιό, κόκκινο σπίτι σ’ ένα ύψωμα, που κατά τον ξεναγό μας ήταν το σπίτι της Γαλλίδας από το μυθιστόρημα του Καραγάτση «Μεγάλη Χίμαιρα». «Απ’ αυτό το μονοπάτι», μας λέει, «κατέβαινε η Γαλλίδα στη θάλασσα». Άραγε τι προηγήθηκε, η πραγματικότητα ή η φαντασία; Σκέφτομαι πως πρέπει δίχως άλλο να ξαναδιαβάσω το βιβλίο που πρωτοδιάβασα… μερικές δεκαετίες πριν.
Αντικρίζοντας την Τήνο
Σύρος. "Άξιον εστί το κύμα που αγριεύει"-Ελύτης



Μονοήμερη επίσκεψη στην Τήνο.

Δεν νομίζω να είναι πολλοί οι Έλληνες που δεν έχουν επισκεφθεί το ιερό νησί, την Τήνο. Όμως, τόσο κοντά στη Σύρο, μόνο μισή ώρα με το καράβι, δεν μπορούμε να την παραλείψουμε. Ιδιαιτερότητα αυτή τη φορά, εκτός από το προσκύνημα στη γνωστή εκκλησία, και  η περιήγησή μας στο υπόλοιπο νησί. Στενοί, γεμάτοι στροφές δρόμοι, όμως τα χωριουδάκια που απροειδοποίητα μας αποκαλύπτονται σε κάθε στροφή ομορφαίνουν τη διαδρομή. Πρώτος μας σταθμός η Μονή Κεχροβουνίου, συνδεδεμένη με την εκκλησία της Τήνου. 
Το ησυχαστήριο της Αγίας Πελαγίας
 Εδώ μόνασε η Αγία Πελαγία (1752-1834), στην οποία σε όραμα αποκάλυψε η Παναγία το μέρος όπου βρέθηκε η γνωστή, θαυματουργή εικόνα του Ευαγγελισμού. Καμιά από τις πενήντα μοναχές που ζουν εδώ δεν βλέπουμε, όμως οι κάτασπρες αυλές, η αστραφτερή καθαριότητα, τα φροντισμένα λουλούδια, μαρτυρούν τη γυναικεία παρουσία. Το κελί της Αγίας, μικρό, απέριττο, με την πέτρα για μαξιλάρι, προκαλεί το δέος ακόμα και σ’ αυτούς που δεν πιστεύουν.
"Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες" (Ελύτης)

 
Το χωριό Πύργος

Κάτασπρο φαντάζει από μακριά το χωριό των Τηνίων καλλιτεχνών, το μεγαλύτερο χωριό της Τήνου, ο Πύργος. Οι προσδοκίες μας για μια επίσκεψη στο μουσείο τους ματαιώνονται. Δευτέρα, τα μουσεία κλειστά. Όμως αυτό δεν εμποδίζει τη σκέψη να ανατρέξει, καθώς βλέπουμε την προτομή του σημαντικότερου γλύπτη της νεότερης Ελλάδας, του Γιαννούλη Χαλεπά, στη βασανισμένη ζωή και στο σπουδαίο έργο του. Για άλλη μια φορά αναλογιζόμαστε πόσο κοντά είναι τα όρια της τρέλας με τη μεγαλοφυΐα! 
Στο Μουσείο του Γιαννούλη Χαλεπά

Μικρή αποζημίωση το παραθαλάσσιο χωριό, ο Πάνορμος, όπου στο μικρό, γραφικό λιμάνι, απολαμβάνουμε το φρέσκο ψάρι.
Πάνορμος

Τελευταίος, απαραίτητος σταθμός πριν αποχαιρετήσουμε την Τήνο και επιστρέψουμε στη Σύρο, το προσκύνημα στην Παναγία. Ψιλοβρέχει. Ερημιά. Πουθενά τα πλήθη που συρρέουν εδώ στη γιορτή της. Μια γυναίκα ανεβαίνει γονατιστή τα σκαλοπάτια. Ποιος ξέρει ποιο απελπισμένο τάμα εκπληρώνει… Τα αφιερώματα καλύπτουν την εικόνα, πνίγουν ολόκληρο τον ναό. Λαμπάδες, κεριά, λαδάκι, αγίασμα, ύστατη καταφυγή της ανθρώπινης αδυναμίας… 


Στην Παναγία της Τήνου

Την επομένη αναχωρούμε από τη Σύρο. Μαζί με τη γλυκιά γεύση του πιο παραδοσιακού της προϊόντος, των λουκουμιών, κουβαλάμε και τις όμορφες αναμνήσεις που μας χάρισε. Καθώς το πλοίο εγκαταλείπει το λιμάνι κι εμείς με την αδιόρατη θλίψη του αποχωρισμού την αποχαιρετούμε, η σκέψη στρέφεται πίσω, στις τέσσερις μέρες που ζήσαμε στο όμορφο, κυκλαδίτικο νησί. Αναλογίζομαι την περιήγησή μας στην Ερμούπολη, το κοπιαστικό ανέβασμα στην Άνω Σύρο, την περιδιάβαση στα γραφικά χωριουδάκια της υπαίθρου, τις θλιμμένες καμπάνες της Μ. Παρασκευής, τη χαρμόσυνη νύχτα του Χριστός Ανέστη και για άλλη μια φορά ψιθυρίζω: Ελλάδα, αγαπημένη Ελλάδα…






"Θεέ μου, τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε" (Ελύτης)



Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο. Ελλάδα...αγαπημένη Ελλάδα...



Τρίτη, Μαΐου 10, 2016

Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ

Γκαϊτό Γκαζντάνοφ
Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ
Αντίποδες, 2015
Μετάφραση:Ελένη Μπακοπούλου
Επίμετρο: Χρήστος Αστερίου
Όταν, παρακινημένη από τις ευμενείς κριτικές bloggers που πολύ εκτιμώ (π.χ. Διαβάζοντας, Librofilo, ΒΙΛΒΛΙΟΚΑΦΕ) αναζήτησα στο βιβλιοπωλείο "Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ", η υπάλληλος, αν και αρκετά ενημερωμένη, δυσκολεύτηκε να το εντοπίσει. Το αναζητούσε στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, ενώ αυτό είχε ταξινομηθεί στους Ρώσους κλασικούς. Ρώσος κλασικός ο άγνωστος αυτός συγγραφέας; Κι όμως η σύντομη αυτή νουβέλα νομίζω δικαιολογεί πλήρως τον χαρακτηρισμό. Ένα μικρό βιβλίο που βυθίζει τον αναγνώστη σε σκέψεις για τον πόλεμο, για τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο, για το τυχαίο και τη μοίρα. 
Αρχίζει μ' ένα εντυπωσιακό επεισόδιο. Ένας νεαρός, έφηβος, που πολεμά με το μέρος των Λευκών στα χρόνια του Ρωσικού εμφυλίου, συναντά έναν αντίπαλο καβαλάρη, ο οποίος τον πυροβολεί, αλλά πετυχαίνει μόνο το άλογο του νεαρού. Αυτός ανταποδίδοντας πυροβολεί και σκοτώνει τον άγνωστο καβαλάρη. Ο πόλεμος τελειώνει, ο νεαρός χρόνια αργότερα, ενώ βρίσκεται στο Παρίσι εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, διαβάζει τυχαία μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Θα έρθω αύριο", ενός άγνωστου Άγγλου συγγραφέα, ονόματι Αλεξάντρ Βολφ. Το τρίτο διήγημα της συλλογής με τίτλο "Περιπέτεια στη στέπα" τον συγκλονίζει. Σ' αυτό περιγραφόταν με κάθε λεπτομέρεια το παλιό εκείνο επεισόδιο του εμφυλίου, αλλά από την πλευρά του άγνωστου καβαλάρη, τον οποίο νόμιζε ότι είχε σκοτώσει. Αρχίζει να αναζητά τον άγνωστο συγγραφέα, μια αναζήτηση που θα κρατήσει ολόκληρο το βιβλίο. Στο μεταξύ παρεμβάλλονται επεισόδια που δίνουν την εντύπωση του ασύνδετου, του άσχετου με το κεντρικό θέμα. Για παράδειγμα, η λεπτομερής περιγραφή ενός αγώνα πυγμαχίας, ο έρωτας του αφηγητή με την Γιελένα Νικολάγιεβνα, η εκτενής εξιστόρηση της Γιελένα για μια περασμένη της σχέση, η συνάντηση και γνωριμία με έναν άλλο Ρώσο, τον Βοσνιεσένσκι και η δική του αφήγηση κ. ά. όλα έχουν μια πολύ χαλαρή σύνδεση. Όμως στην πορεία όλα δένονται για την τελική σκηνή, για το τέλος της αναζήτησης του Βολφ.
Έχω την άποψη πως η υπόθεση, ο μύθος, είναι το τελευταίο που πρέπει να απασχολεί τον αναγνώστη ενός τέτοιου βιβλίου. Η αξία του έγκειται στις σκέψεις, στον προβληματισμό που δημιουργεί για θέματα που έχουν επανειλημμένα τεθεί, αλλά που πάντα τίθενται και θα τίθενται ως φιλοσοφικά ερωτήματα. Γιατί ο άνθρωπος δεν θα πάψει ποτέ να αναρωτιέται για το "τι" και το "γιατί" αυτού του κόσμου.
Σημ.1. Χρησιμότατο το επίμετρο του Χρήστου Αστερίου  στο οποίο, μεταξύ άλλων, υποδεικνύεται και η επίδραση που άσκησαν στον Γκαϊτάνοφ ο Πόε και ο Προυστ.
2. Ωραιότατη και η μετάφραση της Μπακοπούλου. Λέξεις όπως "ακηδία" ή "δυσπερίγραπτος" και άλλες ανάλογες, δεν είναι συνήθεις στις μεταφράσεις.