Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

Ξενοδοχείο Lutetia

Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου, κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέα Pierre Assouline (Πόλις, 2006, μετάφρ. Σπύρος Παντελάκης), αλλά μου φαίνεται πολύ ελλιπής χαρακτηρισμός. Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο είναι και μυθιστόρημα, είναι και ιστορικό χρονικό, και φιλοσοφική σκέψη και καταβύθιση στην ψυχή του ανθρώπου. Συνδετικός ιστός πάνω στον οποίο διαπλέκονται πρόσωπα, γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, είναι το πολυτελές, παρισινό ξενοδοχείο "Lutetia" (παλιό λατινικό όνομα του Παρισιού). Κτίστηκε το 1910, απέναντι από το μεγάλο κατάστημα Μπον Μαρσέ, από την ίδια οικογένεια, για να εξυπηρετούνται οι πελάτες του καταστήματος, όταν έρχονταν στο Παρίσι για τα ψώνια τους.
Στο βιβλίο του Ασουλίν το ξενοδοχείο παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η είσοδος, το χολ, οι διάδρομοι, τα δωμάτια, οι τραπεζαρίες, το μπαρ, η αίθουσα τσαγιού, το πατάρι όπου παίζει η ορχήστρα, τα υπόγεια, η ταράτσα, είναι οι χώροι όπου σαν σε σκηνή θεάτρου κινούνται τα δεκάδες πρόσωπα, υπαρκτά ή φανταστικά. Είναι τέτοια η αριστοτεχνική ανάμιξή τους που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το φανταστικό.
Η ιστορία αρχίζει το 1938. Κύριο πρόσωπο και πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Εντουάρ Κιφέρ, πρώην αστυνομικός και τώρα φρουρός ασφαλείας του ξενοδοχείου. Ένας φρουρός καθόλου συνηθισμένος. Αλσατός, δίγλωσσος από καταγωγή, με σπουδές νομικής, έχοντας μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον ενός μαρκησίου, κοντά στον οποίο εργαζόταν ο πατέρας του, ανύπαντρος, μονήρης, εσωστρεφής, έχει για μόνιμη κατοικία του το ξενοδοχείο που ταυτίζεται με την ίδια την πόλη. Ο Κιφέρ στέκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους. Η πατρίδα του, η Αλσατία, περνούσε από τη Γαλλία στη Γερμανία και αντίστροφα. Ωραίο εύρημα του συγγραφέα ώστε ο ήρωάς του ν' αντικρίζει τα γεγονότα από διπλή σκοπιά. "Οι ναζί είχαν μολύνει τα γερμανικά, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να με πετάξουν έξω από αυτή τη γλώσσα που ήταν επίσης δική μου", γράφει κάπου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη:Ι. Ο κόσμος πριν, ΙΙ. Στο μεταξύ, ΙΙΙ. Η ζωή μετά. Στο πρώτο μέρος το ξενοδοχείο, και μαζί βέβαια η πόλη, ζει ακόμα την ανέμελη ζωή του μεσοπολέμου, όσο κι αν τα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει να μαζεύονται, πριν ακόμα σβήσουν οι αναμνήσεις του Α΄. Αριστοκράτες, ιδιόρρυθμοι πελάτες, διανοούμενοι, επιφανείς συγγραφείς, εμιγκρέδες, αντιναζί, πηγαινοέρχονται για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Ανάμεσά τους η Ν., άλλως κόμησσα Κλαρύ, μυστικός βαθύς έρωτας του Κιφέρ, ένας έρωτας που κρατάει από τα παιδικά τους χρόνια, παρ' όλο που εκείνη προτίμησε να παντρευτεί τον κόμη Κλαρύ, χωρίς να πάψει να διατηρεί ένα βαθύ ψυχικό δεσμό με τον Κιφέρ. Σ' όλο το βιβλίο την αποκαλεί μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματός της, Ν., λες κι είναι τόσο πολύτιμο ή τόσο τον πονάει που δεν μπορεί να το προφέρει ολόκληρο, Ναταλί. Ανάμεσα στους "πελάτες" του ξενοδοχείου πολλά γνωστά μας ονόματα: Τόμας Μαν, Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί, Ντε Γκωλ, Βίλι Μπραντ, Τζέιμς Τζόυς (για τον οποίο αφιερώνει 8 σελίδες) και πολλοί άλλοι που μας δίνονται μέσα από τις καθημερινές, ανθρώπινές τους στιγμές.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η ατμόσφαιρα αλλάζει. Ο πόλεμος έχει έρθει. Οι παλιοί πελάτες σκορπίζουν. Το ξενοδοχείο επιτάσσεται από τους Γερμανούς κι εκεί εγκαθίσταται η γερμανική αντικατασκοπία. Ο Κιφέρ, καθώς και μεγάλο μέρος του προσωπικού, παραμένει. Ενώ η διγλωσσία του τον κάνει ιδιαίτερα χρήσιμο ως διερμηνέα του κατακτητή, προσπαθεί να ισορροπήσει σ' ένα τεντωμένο σχοινί, καθώς και η Αντίσταση ζητά τη βοήθειά του. "Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του; Αυτό το ερώτημα αντηχούσε διαρκώς στ' αυτιά μου, τώρα περισσότερο παρά ποτέ". Πλήθος τα ονόματα, τα περιστατικά, η Αντίσταση αλλά και οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες, ημερομηνίες και ώρες, τα περιστατικά τα γραμμένα στο περιθώριο της Ιστορίας, χρωματίζουν την περίοδο 1940-44.
Και τέλος, το τρίτο και ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, μέρος του βιβλίου. Το τέλος του πολέμου μετατρέπει το ξενοδοχείο σε κέντρο υποδοχής των επαναπατριζομένων από τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Κιφέρ μαζί με πλήθος εθελοντών υποδέχονται τα ανθρώπινα ερείπια που γυρίζουν από τη φρίκη, ενώ έξω από το ξενοδοχείο μαζεύεται το πλήθος που περιμένει ν' αναγνωρίσει κάποιο δικό του ή, κρατώντας φωτογραφίες στα χέρια να ρωτήσει για την τύχη του (πόσο γνώριμη, αλήθεια, αυτή η εικόνα για μας εδώ που ακόμα τη ζούμε...). Άπειρες μικρές ιστορίες καταγράφονται, προσωπικά δράματα που δεν έχουν τελειωμό, σκελετωμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, να ξεχάσουν, να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και η Ν. που θα χαρίσει ένα τελευταίο, αδύναμο χαμόγελο στον πάντα μελαγχολικό Κιφέρ, καθώς φεύγει με την οικογένειά της.
Είναι πολλά τα αποσπάσματα που θα' θελα να καταγράψω, ήδη όμως το ποστ έγινε εκτενέστερο από ό,τι θα ήθελα. Παραθέτω μόνο ένα τελευταίο ποίημα που κάποιος άγνωστος άφησε στη θυρίδα του Κιφέρ, ένα ποίημα αναγνώρισης της ατομικής ευθύνης για τα δεινά του κόσμου μας.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους καθολικούς,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν καθολικός.
Μετά ήρθαν να πάρουν εμένα,
και δεν απέμεινε πια κανείς για να πει οτιδήποτε.
Αναφορές


Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Στο φτερό του δελφινιού

Μεγάλα κέφια φαίνεται να είχε ο Τάκης Γεωργίου, γνωστός Κύπριος γυναικολόγος και συγγραφέας (αυτό είναι το τέταρτο βιβλίο του) όταν έγραφε το "ΣΤΟ ΦΤΕΡΟ ΤΟΥ ΔΕΛΦΙΝΙΟΥ" (Κ.Μ.Ζαχαράκης, 2007). Μου έδωσε την εντύπωση ότι διασκέδασε πρώτα αυτός γράφοντάς το. Αχαλίνωτη φαντασία, παρωδία γνωστών λογοτεχνικών "τόπων", αλλά και σύγχρονη ελληνική ιστορία, δοσμένα όλα σε γλώσσα γλαφυρή, σε ύφος ελκυστικό. Συχνά δεν ξέρεις αν ο συγγραφέας μιλάει σοβαρά ή παίζει με τους αναγνώστες του. Μνήμες από "Ροβινσώνα", "Νησί των θησαυρών", "Κόμη Μοντεχρήστο" κ. ά., ιστορίες της ελληνικής χούντας και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αμερικανικά κοινόβια και ιατρικές αντιζηλίες, ερωτικές σκηνές και σάτιρα, Ιάπωνες του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου και Αμερικανοί παμπόνηροι δικηγόροι, αντάρτες του ΕΛΑΣ, βασανιστές της χούντας και (υποψιάζομαι) αυτοβιογραφικά στοιχεία, όλα συμφύρονται σε μια γραφή συνειρμική, που θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη, αν ο συγγραφέας ήθελε να παρακολουθήσει τους ήρωές του ως τα βαθιά τους γεράματα.
Το βιβλίο αρχίζει το 1959 με δύο ναυαγούς, το γιατρό Αλέξανδρο Δαδιώτη, 32 χρονών, και την εντεκάχρονη Μαρία Χασαποπούλου, που σώζονται μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα σ' ένα άγνωστο, έρημο νησί του Ειρηνικού. Εκεί βρίσκουν παλιές εγκαταστάσεις Ιαπώνων από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έτσι έχουν τα πρώτα εφόδια για να επιζήσουν και να οργανώσουν τη ζωή τους. Περνούν εκεί 9 χρόνια. Η μικρή Μαρία, σαν μια νύφη που ξεπετάγεται μέσα από το κουκούλι και γίνεται χρυσαλλίδα, μεγαλώνοντας γίνεται ερωτικό ζευγάρι με το γιατρό, που τη φωνάζει πια Χρυσαλλίδα. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, όχι μόνο σώζονται και γυρίζουν στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά είναι και πάμπλουτοι! Φτάνουν στην Αμερική, αλλά τότε οι δρόμοι τους χωρίζουν και ο συγγραφέας ακολουθεί χωριστά τον καθένα στις περιπέτειες της ζωής του, ως το τέλος που τους ξαναφέρνει κοντά τον ένα στον άλλο, όχι όμως για πάντα. Και μια πρωτοτυπία στο τέλος: Ο συγγραφέας δίνει δυο εκδοχές (δεν θα τις πω). Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει όποια προτιμά!
Το χάρηκα το βιβλίο του γιατρού. Την παρωδία του, τη σάτιρά του, τις ωραίες θαλασσινές περιγραφές του, τις απίθανες ερωτικές σκηνές (με την πρωτότυπη λέξη "λαγνοπραξίες" τις αποδίδει), τα λογοπαίγνιά του. Δείγμα της περιγραφικής του ικανότητας είναι μια εξαιρετική σκηνή (σ. 272) όπου ο γιατρός Δαδιώτης καθώς κι ένας ερημίτης τον οποίο συναντά χρόνια αργότερα σ' ένα άλλο ερημικό νησί, χρορεύουν ζεϊμπέκικο. Είναι μια τέλεια απόδοση με το λόγο αυτού του ιδιότυπου χορού.
Κάποιες κυπριακές γλωσσικές ιδιορρυθμίες, όπως "ταψάκι" αντί "τασάκι", ή "τα ψάρια λαχταρούν" αντί "σπαρταρούν", ή πραγματολογικά σφάλματα, ημερομηνίες και χρονολογήσεις θα 'πρεπε να προσεχθούν περισσότερο. Υπάρχουν ακόμη αρκετές τυπογραφικές αβλεψίες που ασφαλώς δεν βαρύνουν το συγγραφέα.
Γενικά το βιβλίο του Τάκη Γεωργίου είναι ένα ευχάριστο, διασκεδαστικό ανάγνωσμα για όποιον μπορεί να ξεφύγει από τη "λογική" της καθημερινότητας και να ακολουθήσει την οργιώδη φαντασία του γιατρού.


Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Η Λένα Μαντά στη Λευκωσία

Η γνωριμία μου με τη Λένα Μαντά δεν άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς. Είχα γράψει την πιο απορριπτική (και την πιο αγενή, ομολογώ) κριτική που ανέβασα ποτέ στο μπλογκ για το βιβλίο της "Θεανώ η λύκαινα της Πόλης". Η κ. Μαντά μπήκε στο μπλογκ, μου απάντησε, είχαμε ένα γόνιμο διάλογο και από τότε, όχι μόνο δεν μου κράτησε κακία, αλλά επισκέπτεται τακτικά το μπλογκ μου σχολιάζοντας πάντα με ευγένεια κι αγάπη.
Χτες βράδυ είχα τη χαρά να τη γνωρίσω και από κοντά, στην παρουσίαση του τελευταίου της βιβλίου "Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι" (Ψυχογιός, 2007), αλλά και των άλλων της βιβλίων. Στον ωραίο, ζεστό, καλαίσθητο χώρο του βιβλιοπωλείου "Κοχλίας", πλήθος οι φανατικές αναγνώστριες (κυρίως) των βιβλίων της, αλλά, όλως παραδόξως δεν έλειπαν και οι άντρες αναγνώστες. Απλή, προσηνής, γελαστή, πληθωρική, η Λένα Μαντά φαίνεται να ξεχειλίζει από τη χαρά της ζωής κι ίσως αυτό είναι κι ένας από τους λόγους που κάνουν τα βιβλία της τόσο αγαπητά, αν και, βέβαια, η δυστυχία και οι θάνατοι δεν λείπουν.
Στο τελευταίο της βιβλίο οι πέντε ηρωίδες της που φεύγουν από το χωριό τους στον Όλυμπο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους είναι όλες πανέμορφες, ικανές να εμνεύσουν τον πιο μεγάλο έρωτα (για δυο απ' αυτές αυτοκτονούν δυο άντρες), γεμάτες και οι ίδιες ερωτισμό, απολαμβάνουν κατά κανόνα τον έρωτα και τα πλούτη που τους χαρίζουν οι άντρες ή αποκτούν μόνες τους. Τις αντιξοότητες της ζωής τις προσπερνούν χωρίς μεγάλη δυσκολία και τελικά γυρίζουν στο χωριό όλες, κάποιες με παιδιά (όλα θηλυκά, οι άντρες του βιβλίου έχουν όλοι εξοντωθεί ή εγκαταλειφθεί).
"Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι" είναι πρώτο στα ευπώλητα εδώ και καιρό. Χτες η κ. Μαντά μας πληροφόρησε ότι βρίσκεται στην 69η χιλιάδα ενώ ήδη ένα καινούριο βιβλίο της θα κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Μάιο. Καλή επιτυχία και σ' αυτό, αγαπητή κ. Μαντά.


Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα

Ω θεέ μου, τι βιβλίο! Απ' αυτά που αν συναντήσεις κι ένα μόνο κάθε 50 που διαβάζεις, πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στον Librofilo από τον οποίο πληροφορήθηκα γι' αυτό το βιβλίο, καθώς και στη Χριστίνα που ενίσχυσε την επιθυμία μου να το βρω. Το τέλειωσα πριν από μέρες, αλλά δεν τολμούσα να γράψω γι' αυτό. Ήθελα να το αφήσω να κατασταλάξει μέσα μου, ήθελα να ξαναγυρίσω τις σελίδες του, να ξαναδιαβάσω σκέψεις που με είχαν σταματήσει στην πρώτη ανάγνωση. Και νομίζω πως, ό,τι κι αν γράψω, δεν θα μπορέσω να αποδώσω τα έντονα συναισθήματα που μου δημιούργησε το "Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα" του Ελβετού Πασκάλ Μερσιέ (Ψυχογιός, 2006).
Ένας κλασικός φιλόλογος σε Λύκειο της Βέρνης (και μόνο αυτή η ιδιότητα ήταν αρκετή για να με γοητεύσει από την αρχή), ο Ράιμουντ Γκρεγκόριους, ενώ πηγαίνει ένα πρωί στο σχολείο, συναντά μια άγνωστη γυναίκα που φαίνεται έτοιμη να πέσει στο ποτάμι. Η μοναδική πορτογαλική λέξη που εκείνη προφέρει ασκεί μια παράξενη γοητεία στον μονήρη, ενδοστρεφή, σχολαστικό καθηγητή. Πάει στο σχολείο, αρχίζει το μάθημα, αλλά σε μια ξαφνική παρόρμηση εγκαταλείπει τα πάντα, φεύγει από το μάθημα, τριγυρίζει για λίγο στην πόλη, μπαίνει σ' ένα ισπανικό βιβλιοπωλείο κι εκεί ο βιβλιοπώλης του χαρίζει ένα βιβλίο γραμμένο στα Πορτογαλικά, μεταφράζοντάς του την εισαγωγή. Ο Γκρεγκόριους αγοράζει μια μέθοδο εκμάθησης Πορτογαλικών κι ένα λεξικό και αρχίζει με κόπο να μεταφράζει. Σε μια καινούργια παρόρμηση, παίρνει ένα νυχτερινό τρένο και φεύγει για τη Λισαβόνα, όπου και αρχίζει να αναζητά τον συγγραφέα του πορτογαλικού βιβλίου, κάποιον Αμαντέου ντε Πράντου, ενώ συνεχίζει να μεταφράζει και να διαβάζει το παράξενο βιβλίο που τον μάγεψε.
Από τον ένα στον άλλο, από μια οφθαλμίατρο σ' ένα γέρο βιβλιοπώλη, από έναν υπερήλικα ιερέα που υπήρξε καθηγητής του Αμαντέου σ' ένα παλιό φίλο, από έναν αγωνιστή κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην αφοσιωμένη αδελφή του Πράντου, από τη μικρότερη αδελφή σε μια παιδική φίλη και τελευταία στη μοιραία γυναίκα της ζωής του νεκρού πια γιατρού και συγγραφέα, ανασυνθέτει λίγο-λίγο τη ζωή και την προσωπικότητά του. Παράλληλα με το βιβλίο που εξακολουθεί κατά διαστήματα να μεταφράζει, και άλλα κείμενα που άφησε ο γιατρός, φιλόσοφος και ποιητής Αμαντέου, ολοκληρώνουν την αναπαράσταση της ζωής και της εξαιρετικής προσωπικότητάς του. Έχουμε ουσιαστικά ένα βιβλίο γεμάτο φιλοσοφικούς στοχασμούς, εγκιβωτισμένο σ' ένα άλλο βιβλίο, αυτό της αναζήτησης, καθώς ο Γκρεγκόριους τριγυρίζει στη Λισαβόνα. Σκέψεις για το πέρασμα του χρόνου, για τη δύναμη των λέξεων, για τη σημασία των συμπτώσεων που καθορίζουν τη ζωή μας, για την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος (η επίδραση του άρρωστου αλλά άτεγκτου δικαστικού που υπήρξε ο πατέρας του Αμαντέου ήταν καθοριστική για τη ζωή του), σκέψεις για το χρόνο, για τη μοναξιά, για το θάνατο, προπάντων για το θάνατο, συμφύρονται με ό,τι υπήρξε στη ζωή ο εξαιρετικός εκείνος άνθρωπος: ένα λαμπρό πνεύμα, μια ιδιοφυΐα που αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενά του αλλά και από τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν.
Υποτίθεται ότι πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Μερσιέ είναι ο καθηγητής Γκρεγκόριους. Μ' αυτόν αρχίζει το βιβλίο, μ' αυτόν τελειώνει, αυτού την πορεία παρακολουθούμε στη Λισαβόνα. Στην ουσία όμως πωταγωνιστής αναδεικνύεται η μοναδική προσωπικότητα του νεκρού πια γιατρού Αμαντέου ντε Πράντου. Πλήθος οι πορτογαλικές λέξεις και φράσεις που άλλοτε ερμηνεύονται μέσα στο ίδιο το κείμενο, άλλοτε τις καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα, αποτελούν ακόμα ένα στοιχείο της γοητείας του βιβλίου. Κι ακόμα κάτι που λειτούργησε ως παράγων προσωπικής για μένα γοητείας. Έχοντας πριν από δύο χρόνια επισκεφθεί την Πορτογαλία, μπορούσα να φανταστώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο τριγύριζε ο Γκρεγκόριους για τόσες μέρες. Μπορούσα να δω τον Τάγο ν' απλώνει τα ήρεμα νερά του καθώς ο καθηγητής τον διαπλέει, μπορούσα να φανταστώ τα στενά δρομάκια της Αλφάμα, να τριγυρίσω στην πλατεία Ρόσσιου, να διασχίσω την Αβενίτα ντα Λιμπερτάδε, να γοητευτώ ξανά από την ομορφιά της Κοΐμπρα στην οποία είχε σπουδάσει ο Πράντου. Κρίμα μόνο που δεν είχα διαβάσει το βιβλίο πριν πάω στην Πορτογαλία. Θα 'ψαχνα τότε ίσως να βρω τη ρούα Αουγκούστα "τον ωραιότερο δρόμο του κόσμου", κατά τον Αμαντέου.
Με δυο λέξεις:ένα εξαιρετικό βιβλίο.


Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Το νησί

Είμαι γενικά πολύ επιφυλακτική με όσα βιβλία...αυτοδιαφημίζονται. Οι δυο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Victoria Hislop "Το νησί" (Διόπτρα, 2007), είναι γεμάτες από το τι "έγραψαν...είπαν" διάφοροι, γνωστοί και άγνωστοι, για το βιβλίο. Γιατί με προκαταλαμβάνει; Γιατί δεν με αφήνει να κρίνω μόνη μου; Κι έπειτα, αυτό το "15η έκδοση" στο εξώφυλλο τι σημαίνει; Πότε έγινε η πρώτη έκδοση; Στο εσώφυλλο δεν βλέπω άλλη χρονολογία από το 2007. Μπορούμε να μιλάμε για καινούριες εκδόσεις, όταν πρόκειται απλώς για ανατυπώσεις; Και πόσα αντίτυπα εκδίδονταν σε κάθε έκδοση; Πουθενά δεν το λέει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτά τα εμπορικά τεχνάσματα δεν έχουν σημασία, αν το ίδιο το βιβλίο αξίζει. Μήπως όμως ακριβώς αυτά τα διαφημιστικά ευρήματα φανερώνουν μια φοβία των εκδοτών και μια προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών με τεχνητά μέσα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι η εξής: Μια νεαρή κοπέλα, η Αλέξις, στην πρσπάθειά της να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ιστορία του παρελθόντος της Ελληνίδας μητέρας της, που με σχολαστική μυστικοπάθεια εκείνη απέκρυβε, ξεκινά από το Λονδίνο για την Κρήτη. Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Ενώ όμως η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, δεν κατάφερε, πέρα από το πληροφοριακό στοιχείο, να το αξιοποιήσει και λογοτεχνικά. Βρίσκω ότι το βιβλίο αυτό μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορεί να δημιουργήσει στους ξένους αναγνώστες παρά στους Έλληνες. Είναι εμφανής η προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην Κρήτη. Για παράδειγμα, η αναφορά στα πιατάκια με τους μεζέδες, η περιγραφή της νύχτας της Ανάστασης, ενός γλεντιού ή του χορού σε πανηγύρι, του γάμου, του τρύγου ή του μαζέματος των ελιών, μπορεί να δημιουργούν μια εξωτική ατμόσφαιρα για τους μη Έλληνες αναγνώστες, όχι όμως και για μας που όλα αυτά αποτελούν καθημερινές και αυτονόητες συνήθειες.
Έπειτα, στην όλη ιστορία λείπει η ένταση και το πάθος, λείπει το βάθος και η συγκίνηση. Είναι μια "φλατ" αφήγηση, θα έλεγα, που εξελίσσεται στο ίδιο ύφος, είτε μας περιγράφει εξωτερικά ένα τοπίο είτε τη συγκλονιστική στιγμή που μια νέα, όμορφη, αρραβωνιασμένη κοπέλα ανακαλύπτει στο σώμα της τα πρώτα σημάδια της λέπρας.
Ασφαλώς, για να τελειώσω το 500 σελίδων μυθιστόρημα (με αρκετό κόπο, ομολογώ) κάποιο ενδιαφέρον βρήκα σ' αυτό. Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσδώσει στο θέμα της η συγγραφέας.