Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο

Ισίδωρος Ζουργός
Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο
Πατάκης, 2014
Ενδιαφέρον και ανιαρό, με κορυφώσεις και πληκτικό, με ενδιαφέρουσες πληροφορίες και άχρηστες λεπτομέρειες, συναρπαστικό και φλύαρο, βύθισμα σ' έναν άγνωστο αιώνα και αμφιβολία για τη λογοτεχνικότητά του. Λογοτεχνία ή ιστορία; Όλοι αυτοί οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί πέρασαν απ' το μυαλό μου καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση των 720 (ηλεκτρονικών) σελίδων του μυθιστορήματος του Ισίδωρου Ζουργού.
Από πολλές απόψεις είναι εντυπωσιακό: για το πλήθος της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε, τις αναρίθμητες πληροφορίες που ζωντανεύουν έναν αιώνα όχι και τόσο γνωστό μας, την πειστική αναπαράσταση της ζωής της Ευρώπης το 17ο  και αρχές του 18ου αι., την ατμόσφαιρα των πόλεων, τις  ενδυμασίες, τα φαγητά, τη ζωή στην καθημερινότητά της, τις νοοτροπίες και προκαταλήψεις και προπάντων την ιατρική της εποχής. Κι όμως, όλ' αυτά δίνονται με τόσες "δόσεις" που συχνά ο αναγνώστης πλήττει.
Η ιστορία αρχίζει το 1756 στη Βασιλεία της Ελβετίας. Εκεί ζει ο Τομπίας Αλμοσίνο με τη γυναίκα και το δεκάχρονο γιο του Ματίας. Είναι μια οικογένεια Μαρράνων, δηλ. Εβραίων που έχουν βαφτιστεί και ζουν ως Χριστιανοί για να αποφύγουν τις διώξεις, αλλά κρυφά παραμένουν Εβραίοι τόσο ως προς την πίστη όσο και ως προς τα έθιμα της φυλής που τηρούν κρυφά. Ένας δίδυμος αδελφός του Τομπίας, ο Ισαάκ, που ζούσε στο πολύ πιο φιλελεύθερο Άμστερνταμ, έρχεται εκεί  και η οικογένεια, εκτός από τη μητέρα που έχει πεθάνει, ξεκινά μ' ένα καραβάνι Εβραίων για τη Βενετία για εμπορικούς σκοπούς. Οι δυο αδελφοί, Τομπίας και Ισαάκ, είναι δυο εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες. Ο Τομπίας φανατικός Εβραίος, πιστός στους τύπους της θρησκείας του, ο Ισαάκ πιο φιλελεύθερος και ανοιχτόμυαλος, διεκδικούν την τυπική αλλά και την ουσιαστική πατρότητα του Ματίας, που είναι ένα πανέξυπνο, χαρισματικό παιδί. Με αφάνταστες δυσκολίες διασχίζουν τις Άλπεις, φτάνουν στο Μιλάνο, στη Βενετία, ενώ καθ' οδόν ο Ματίας προσβάλλεται από ευλογιά. Επιζεί όμως, με μόνο κάποιες ουλές στο πρόσωπο για ανάμνηση. Πλήθος πρόσωπα,  περιστατικά και μετακινήσεις πλημμυρίζουν το βιβλίο, ωσότου ο Ματίας, μόνος πια, καταλήγει στη Θεσσαλονίκη και υιοθετείται από έναν πλούσιο έμπορο, τον Παναγιώτη Μελισσηνό, του οποίου η οικογένεια ζει στη Βενετία. Εκεί ο Ματίας θα φοιτήσει στη Φλαγγίνειο Σχολή και στη συνέχεια θα σπουδάσει γιατρός στην Πάδοβα. Τα βήματά του με τον καιρό θα τον οδηγήσουν στη Ζάκυνθο, στην Κωνσταντινούπολη, στο Λονδίνο, στη Μολδαβία, στη Ρωσία και θα καταλήξει, γέρος πια, στο Άγιον Όρος, όπου και θα πεθάνει.
Ο Ισίδωρος Ζουργός έπλασε με τον Ματίας Αλμοσίνο τον ιδανικό τύπο ανθρώπου. Ικανότατος, με δίψα για μάθηση, ανθρωπιστής γιατρός που δεν κάνει διάκριση σε ποιους θα παράσχει τη βοήθειά του, προοδευτικός, ανοιχτόμυαλος, προτρέχει της εποχής του. Δεν ξέρω γιατί, ενώ παρουσιάζεται ως ένα τελείως ορθολογιστικό πνεύμα, που πιστεύει πιο πολύ στον άνθρωπο παρά σ' οποιονδήποτε Θεό, καταλήγει στο τέλος μοναχός στη μονή Διονυσίου. Να 'ναι άραγε ερωτήματα που βασανίζουν τον ίδιο τον συγγραφέα, όπως αφήνει να νοηθεί στο επιλογικό του σημείωμα;
Βρήκα το βιβλίο άνισο ως προς το ενδιαφέρον που δημιουργεί. Οπωσδήποτε χρήσιμο για την ιστορία της ιατρικής. Υπάρχουν σελίδες με τρομερό ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα οι συζητήσεις μεταξύ αυτών που εμφορούνται ακόμη από τις παλιές, παγιωμένες αντιλήψεις κι αυτών που διακρίνονται για το καινούριο, επιστημονικό πνεύμα, εκπρόσωπος του οποίου είναι ο Ματίας. Δυστυχώς, εκεί που περιμένεις τη συνέχεια η συζήτηση κόβεται , δεν της δίνεται η ένταση και το βάθος που θα περίμενε ο αναγνώστης. Κρίμα που ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να τιθασσεύσει το τεράστιο υλικό που είχε στα χέρια του. Φόρτωσε την ιστορία του με τόσα πρόσωπα, τόσες λεπτομέρειες, συχνά επαναλαμβανόμενες (π.χ. για ενδυμασίες, φαγητά κ.λπ.), που καλύπτουν την ουσία, την εσωτερικότητα, τον προβληματισμό πάνω στην εποχή.
(ebook)

Σάββατο, Ιουνίου 21, 2014

Τα όγδοά μου γενέθλια


Το blog μου σήμερα γίνεται οχτώ χρονών, κάτι που δεν φανταζόμουν όταν, στις 21 Ιουνίου του 2006, ξεκινούσα δειλά αυτό που τότε θεωρούσα (κι έτσι πράγματι ξεκίνησαν τα blogs) σαν ένα διαδικτυακό ημερολόγιο. Σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε καθαρά βιβλιοφιλικό. Μου 'δωσε πολλές χαρές, μ' έφερε σ' επαφή με ανθρώπους και βιβλία, έγινε καθημερινός μου σύντροφος, πότε διαβάζοντας, πότε γράφοντας και πότε ανταλλάσσοντας απόψεις. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τις στατιστικές κι όσο αφορά τις στατιστικές που με αφορούν τις θεωρούσα χάσιμο χρόνου να ασχοληθώ. Όμως μια και τις βρίσκω έτοιμες, τις αποτολμώ φέτος.
Μέσα σ' αυτά τα οχτώ χρόνια έκανα 464 αναρτήσεις, που σημαίνει 58 αναρτήσεις το χρόνο, δηλ. περίπου μια κάθε βδομάδα. Απ' αυτές 411 αφορούν παρουσιάσεις βιβλίων. Βεβαίως, διάβασα περισσότερα, δεν έγραφα όμως πάντα  γι' αυτά που διάβαζα, για διάφορους λόγους. Έχω 400 αναγνώστες συνδεδεμένους με το blog μου και 246.440 προβολές της σελίδας μου.
Ευχαριστώ όλους τους φίλους που γνώρισα μέσω του blog, ευχαριστώ όσους άφησαν σχόλια, όσους μας συνέδεσαν συζητήσεις, ακόμα και διαφωνίες. Δεν ξέρω πόσο θα μείνει ακόμα στη ζωή το blog μου. Εύχομαι κι ελπίζω όσο θα κρατήσει κι η δική μου ζωή.
Τιε θερμές μου ευχές απευθύνω στο εξαιρετικό, το καλύτερο ίσως ελληνικό βιβλιοφιλικό blog του Πατριάρχη Φώτιου (όποιος και να 'ναι), το Βιβλιοκαφέ, που μαζί γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας. Χρόνια πολλά, σεβαστέ μου Πατριάρχη!

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

Ο προϊστορικός λέων της Κέας

Λητώ Σεϊζάνη
Ο προϊστορικός λέων της Κέας
Τυπωθήτω-Λάλον ύδωρ, 2013

Η ποίηση πρέπει άρα γε να είναι
Κάτι περίπλοκο, δυσνόητο, μεγαλειώδες;
Κάτι που δέος δημιουργεί, και έκσταση και θάμβος;
Η  ποίηση πρέπει άρα γε να είναι
Κάτι πρωτότυπο, πολύχρωμο, ιλιγγιώδες;
Σαν την επήρεια των ναρκωτικών στη σκέψη;
Η ποίηση πρέπει να είναι ίσως
Μία πληγή που επέρχεται ανεπαίσθητη
Από ένα βέλος που δεν άκουσες, δεν είδες
Αλλά ήρθε και σου τρύπησε τη φτέρνα

Το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής της Λητώς Σεϊζάνη, συνοψίζοντας την άποψη της ποιήτριας για την ποίηση, ανταποκρίνεται πλήρως στην ποιητική της δημιουργία. Είχα διαβάσει ακόμα μια ποιητική συλλογή της Λητώς, "Το γαλάζιο μου σακκίδιο" και η διαπίστωσή μου ήταν η ίδια:ποίηση χαμηλόφωνη, σχεδόν ψιθυριστή, σαν να μιλάει η ίδια στον εαυτό της, που όμως μας αγγίζει βαθιά, γιατί ανταποκρίνεται σε κοινά συναισθήματα, κοινές σκέψεις, κοινά βιώματα.
Πηγές της έμπνευσής της τόποι και διαβάσματα, χαρές και απογοητεύσεις, φιλοσοφική αντίκριση των βιοτικών συμβάντων. Η Κέα και το Καρνάκ, η Αθήνα και η Κάρπαθος κι άλλοτε τόποι της Ευρώπης που της χαρίζουν "ενέσεις ευτυχίας μοναδικές".
Οι αναγνωστικές της αγάπες κι επιρροές  περνούν στην ποίησή της: Ο Προυστ και η ευτυχία του "χαμένου χρόνου", το "φτωχικό σπιτάκι στη Σκιάθο" (χρειάζεται άραγε να αναφέρει κανείς το όνομα;). Κι ούτε "ο γέρων της Αλεξάνδρειας" που της δίνει άλλη μια έμπνευση έχει ανάγκη από ονομαστική αναφορά.
Η μελαγχολία του Spleen, πέρα από τις οφειλές στον Μπωτλαίρ ή τον Καρυωτάκη, υποδηλοί και της ποιήτριας τη μελαγχολική διάθεση, άλλοτε για ένα χαμένο έρωτα κι άλλοτε για την ίδια τη ζωή που φεύγει. "Ποτέ πια", ψιθυρίζει μαζί με τον Πόε. 

"Ποτέ πια δεν θα γίνεις είκοσι χρονών
Ούτε τριάντα ούτε σαράντα λοιπόν
Ποτέ πια δεν θα γυρίσεις στο παρελθόν
Για να εξιλεωθείς, να επανορθώσεις" 

Στα παλαιότερα γραμμένα ποιήματα η τεχνική είναι πιο παραδοσιακή, δεν λείπει η μουσική του μέτρου, ενίοτε και η ομοιοκαταληξία. Όσο προχωρεί η ποιήτρια εγκαταλείπει αυτά τα δεσμά, με μόνη ίσως αδυναμία κάποια πεζολογία σε μερικούς στίχους.
Όμως γενικά είναι μια ποίηση που αγγίζει τον αναγνώστη, μια ποίηση που κατορθώνει να μετουσιώνει τα προσωπικά βιώματα σε στίχους με καθολικό ενδιαφέρον.

Κυριακή, Ιουνίου 08, 2014

Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι

Δημήτρης Στεφανάκης
Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι
Ψυχογιός, 2014
Τελειώνοντας το βιβλίο έμεινα για αρκετή ώρα προβληματισμένη, αναλογιζόμενη τι άραγε να οδήγησε τον Δημήτρη Στεφανάκη στη συγγραφή του. Μήπως η αγάπη για τον Αλμπέρ Καμύ και η προσπάθεια να φέρει σε επαφή τον αναγνώστη με το έργο του; Μήπως η αναφορά σε άλλα έργα και συγγραφείς; Μήπως η ανάδειξη των πάμφωτων Κυκλαδίτικων νησιών; Άραγε η απαξίωση του κοσμοπολιτισμού της Μυκόνου; Ή μήπως το τι θα συνέβαινε αν μας δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία ζωής; Όλ' αυτά υπάρχουν  στο μυθιστόρημα του Στεφανάκη, αλλά θα προτιμούσα να επικεντρωνόταν σε κάποιο απ' αυτά. Με την ισόποση έμφαση που δίνεται σ' όλα κι άλλα ακόμη (ο έρωτας π.χ.) ο αναγνώστης νιώθει να παραπαίει, να έλκεται από μια σκηνή και σε λίγο να είναι υποχρεωμένος να στρέψει αλλού την προσοχή και τη σκέψη του.
Η μυθιστορηματική χρησιμοποίηση γνωστών λογοτεχνών ή άλλων ιστορικών προσώπων σε μια καινούρια λογοτεχνική δημιουργία ανθεί στην εποχή μας. Πολύ πρόχειρα φέρνω στη σκέψη κάποια διαβάσματά μου: "Ο ερωτευμένος Ελύτης" και "Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη" του Φίλιππου Φιλίππου, "Καβαφικοί φόνοι" του Θοδωρή Παπαθεοδώρου, "Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών" (με έμπνευση από τον Παπαδιαμάντη) του Κυριάκου Μαργαρίτη, "Ο Φρόιντ στο Μανχάταν" του Λυκ Μποσί. Τώρα, ο Δημήτρης Στεφανάκης επαναφέρει στη ζωή τον Αλμπέρ Καμύ για ένα καλοκαίρι στη Μύκονο. Είναι το καλοκαίρι του 1998, σαράντα χρόνια μετά την πραγματική επίσκεψη που είχε κάνει στα ελληνικά νησιά (1958) ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας. Μια συντροφιά λίγων ανθρώπων αποτελεί το στενό κύκλο του Καμύ στη δεύτερη αυτή ζωή του. Είναι η Αριάδνη Δάριβα, η δημοσιογράφος που είχε την έμπνευση να αναστήσει τον Καμύ (με τη βοήθεια του αστροφυσικού Θωμά Νοητού), για να τελειώσει το μυθιστόρημά του "Ο πρώτος άνθρωπος", που είχε μείνει ημιτελές με το ξαφνικό θάνατο του Καμύ το 1960 σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Είναι ακόμα ο αδελφός της Αριάδνης, ο Μάρκος, συνεταίρος σ' ένα εστιατόριο με τον Αλέξανδρο, η Κάρεν, φίλη του Αλέξανδρου, ένας συγγραφέας μου μάταια προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, η σπιτονοικοκυρά του Καμύ με την οικογένειά της και άλλα πρόσωπα.
Το καλοκαίρι περνάει με μπάνια, ούζο και μεζέδες, εκδρομές στη γειτονική Δήλο, τον έρωτα της Αριάδνης και του Καμύ, με συζητήσεις. Κι όταν ο Σεπτέμβρης φτάσει, ο Καμύ θα αναχωρήσει από τη Μύκονο χωρίς το ημιτελές μυθιστόρημα να τελειώσει. Στο μεταξύ όμως ο συγγραφέας (ο Στεφανάκης) μας έχει εφοδιάσει με στοιχεία από τη ζωή του Καμύ, τις γυναίκες του, τους έρωτές του, το έργο του. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στον "Ξένο", αλλά και στην "Πανούκλα", τον "Μύθο του Σισύφου", στον "Επαναστατμένο άνθρωπο". στην "Πτώση". Η γνώμη του Καμύ για άλλους συγγραφείς (τον Σαρτρ, τον Φώκνερ, τον Ντος Πάσος, τον Κάφκα, τον Προυστ, τον Τολστόι, τον Μπαλζάκ,  τον Μαλρό κ. ά.) δεν ξέρω αν απηχεί πραγματικά τις απόψεις του Καμύ ή αν μέσω του ο Στεφανάκης εκφράζει τις δικές του ιδέες.
Ο τίτλος μου άρεσε. Τον βρήκα πολύ ποιητικό. Μου θύμισε Ελύτη: "Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω" (Άξιον εστί"), "Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας..." (Ήλιος ο πρώτος). Όμως η ερμηνεία υπάρχει και στο ίδιο το μυθιστόρημα: "Θέλω να μου μάθεις να συλλαβίζω το καλοκαίρι στη γλώσσα σου", ζήτησε ο Καμύ από την Αριάδνη, κι όταν εκείνη ανταποκρίθηκε στην επιθυμία του, τον παρατηρούσε τις επόμνες δυο τρεις μέρες που επαναλάμβανε με κόπο τις τέσσερις συλλαβές "κα-λο-καί-ρι".
Ανάλαφρο, καλοκαιρινό διάβασμα το "Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι" (αν είναι ποτέ δυνατό να υπάρχουν καλοκαιρινά και χειμερινά διαβάσματα για τους βιβλιόφιλους!), θα ήταν πολύ καλύτερο αν είχε μια σαφή γραμμή πλεύσης.
(ebook)

Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Μοιραία Πράγα

Philip Kerr
Μοιραία Πράγα
Κέδρος 2013
Μετ. Δημήτρης Αθηνάκης
Όποιος έχει διαβάσει την"Τριλογία του Βερολίνου" ή άλλο βιβλίο του Φίλιπ Κερ, δε θα δυσκολευτεί να μπει στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα, στο πνεύμα του "Μοιραία Πράγα". Ο ίδιος κεντρικός ήρωας,ο Γερμανός αστυνομικός επιθεωρητής Μπέρνι Γκούντερ, με τα γνώριμα χαρακτηριστικά  όπως τον έχουμε ήδη γνωρίσει, μας παίρνει για άλλη μια φορά στα σκοτεινά χρόνια του Β'  Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Κερ γράφει μυθιστόρημα κι όμως σου δημιουργεί την αίθηση ότι γράφει ιστορία. Ίσως αυτό να οφείλεται και στην ανάμιξη ιστορικών μαζί με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, αλλά νομίζω ο κυριότερος λόγος είναι η ζωντανή και ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των χρόνων εκείνων.
Έχουμε διαβάσει πληθώρα βιβλίων που αναφέρονται στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι όμως ο Κερ βρίσκει τρόπο να ξαναπεί τα πράγματα αλλιώτικα. Ο ήρωάς του, ο Μπέρνι, είναι μια ιδιότυπη προσωπικότητα. Έξυπνος, δυναμικός, σκληροτράχηλος, απεχθάνεται τους ναζί κι όμως τους υπηρετεί. Βιώνει τη φρίκη του Ανατολικού Μετώπου ("εξάλλου πόσους είχα σκοτώσει εγώ ο ίδιος", λέει κάπου), αλλά επανέρχεται στην αστυνομία από την οποία είχε παραιτηθεί για ένα διάστημα. Κυνικός, χωρίς να μένει ασυγκίνητος από τη γυναικεία ομορφιά, μ' ένα ιδιάζον χιούμορ, επιβιώνει από θανάσιμους κινδύνους, ξεδιαλύνει όσες υποθέσεις έχει αναλάβει. Σ' αυτό το βιβλίο μου φάνηκε πιο ώριμος, όχι τόσο ριψοκίνδυνος, το χιούμορ του σαν να έχει περιοριστεί, πιο πολύ δουλεύει με το μυαλό παρά με τη σωματική δύναμη.
Η υπόθεση του πολυσέλιδου βιβλίου αρχίζει με μια δολοφονία ξένου εργάτη στο Βερολίνο, την οποία ο Μπέρνι καλείται να εξιχνιάσει. Πιστεύει ότι το έχει καταφέρει, όταν προσκαλείται από τον Ράινχαρτ Χάιντριχ, τον πανίσχυρο, υψηλόβαθμο ναζί, Προστάτη του Ράιχ στη Βοημία και Μοραβία, να περάσει ένα σαββατοκύριακο στο εξοχικό του στην Πράγα. Ο Μπέρνι θα βρεθεί ανάμεσα σε πλήθος άλλων προσκεκλημένων, που είναι όλοι υψηλόβαθμοι ναζί. Η σύγκριση της πολυτέλειας της ζωής και της αφθονίας των αγαθών που απολαμβάνουν οι ναζί, με την εξαθλίωση, τα δελτία τροφίμων, την πείνα, τους Εβραίους που κυκλοφορούν με το κίτρινο αστέρι ή αναγκάζονται να "μετεγκατασταθούν" αναδύεται αυθόρμητα. Η απέχθεια προς τους ομοφυλόφιλους, η αντίσταση που οργανώνουν οι Τσέχοι, οι προδότες και οι πράκτορες περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, όχι σαν κύριο θέμα, αλλά σαν το φυσιολογικό φόντο όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Ο Χάιντριχ ζητά από τον Μπέρνι να γίνει ο προσωπικός του σωματοφύλακας, παρ' όλο ότι έχει άλλους τέσσερις, γιατί ξέρει ότι πέρα από έξυπνος είναι ωμά ειλικρινής και όχι γλείφτης όπως τους άλλους που τον περιτριγυρίζουν. Από τη στιγμή που ένας από τους υπόλοιπους σωματοφύλακες του Ράινχαρτ βρίσκεται δολοφονημένος σ' ένα κλειδωμένο από μέσα δωμάτιο, το βιβλίο απογειώνεται, δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, καθώς μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία εμπλέκεται και η αστυνομική ιστορία. Μια ιστορία που μοιάζει σαν φόρος τιμής στη "βασίλισσα του εγκλήματος", την Άγκαθα Κρίστι, στης οποίας το βιβλίο "Ποιος σκότωσε τον Άκροϋντ" γίνεται σαφής αναφορά.
Όπως έχω επισημάνει και στην "Τριλογία του Βερολίνου", ο Κερ συνηθίζει την πολύ ρεαλιστική απεικόνιση ακόμη και σκηνών που "μπορεί να ενοχλήσουν". Υπάρχει για παράδειγμα μια περιγραφή νεκροψίας τόσο λεπτομερώς περιγραφική που σου έρχεται να κάνεις εμετό, όπως ένας από τους παρισταμένους, ή μια άλλη σκηνή βασανιστηρίων που σου δημιουργεί το αίθημα ασφυξίας που αισθανόταν το θύμα.
Εντέλει όμως, ένα βιβλίο που, όπως γράφει και ο Πατριάρχης Φώτιος, "είναι μια επιλογή για την οποία δεν μετανιώνεις".