Ιωάννα Καρυστιάνη
Το φαράγγι
Καστανιώτης, 2015
Το φαράγγι
Καστανιώτης, 2015
Μια μελαγχολία αποστάζουν όσα βιβλία της Καρυστιάνη έχω διαβάσει. "Η Μικρά Αγγλία", το "Κουστούμι στο χώμα" (το καλύτερό της για μένα) και τώρα "Το φαράγγι". Μια θλίψη, μια μελαγχολία, καθόλου ταιριαστή (σήμερα που το τελείωσα) με την τελευταία μέρα του χρόνου και την αναμονή της έλευσης του καινούριου. Ή μήπως το αντίθετο; Ταιριαστή με τη θλίψη που νιώθουμε όσοι βλέπουμε τον χρόνο μας να λιγοστεύει ολοένα και πιο γρήγορα; Δεν έχει σημασία. "Το φαράγγι" είναι ένα υψηλό λογοτεχνικό επίτευγμα.
Σε παρασύρει εν πρώτοις το ύφος. Τι είναι, αλήθεια, το ύφος; Ένας γενικός και αόριστος ορισμός είναι, "ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο καθένας εκφράζεται", ή, κατά έναν άλλον ορισμό, "το ύφος είναι ο άνθρωπος". Ποια είναι όμως τα συστατικά του, τι συνθέτει ένα συγκεκριμένο ύφος, δεν είναι καθόλου εύκολο να οριστεί. Όπως και να 'χει, το ύφος της Καρυστιάνη με ελκύει. Κατ' αρχάς έχει μια αοριστία. Μιλάει για πρόσωπα και πράγματα θεωρώντας τα γνωστά και οικεία στον αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να προχωρήσει παρακάτω για να διαλευκάνει στοιχεία που του φάνηκαν στην αρχή δυσνόητα. Για παράδειγμα: Το μυθιστόρημα ανοίγει με τον Αργύρη, για τον οποίο δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα, να μπαίνει στην εκκλησία του Άι-Νικόλα, να δείχνει στον άγιο μια φωτογραφία και να ρωτάει οργισμένος: "Εσύ δεν έχεις τύψεις;" Σχεδόν ξεχνάμε αυτή τη σκηνή, ώσπου να φτάσουμε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου σ' ένα καταπληκτικό κρεσέντο θα μας αποκαλυφθεί αυτό που υπήρξε για πάντα το βάσανο και η τύψη του Αργύρη. Μια σκηνή τρομερή, διερωτώμαι πώς άντεξε να την περιγράψει η συγγραφέας, όταν καθώς τη διάβαζα, μονολογούσα δυνατά:" Όχι, όχι, δεν αντέχω".
Παρασύρθηκα όμως από τη φοβερή σκηνή και δεν άγγιξα ακόμα το θέμα του βιβλίου. Ο Αργύρης είναι ο μικρότερος από εφτά αδέλφια, τους Λιόδηδες. Ο μεγαλύτερος είναι ο Βαρδής που καλεί τα υπόλοιπα έξι αδέλφια του, τον Γεράσιμο, την Ευδοκία, την Ινώ, τον Ελισαίο, τη Θεώνη και τον Αργύρη να εκπληρώσουν ένα τάμα που είχαν κάνει στην κηδεία του πατέρα τους. Να συναντηθούν μια μέρα, χωρίς συζύγους, παιδιά κι εγγόνια και να διασχίσουν πεζοπορώντας ένα από τα πολλά φαράγγια της Κρήτης, σ' έναν απολογισμό ζωής. Η μέρα αυτή είναι η Κυριακή, 11 Μαΐου 2014. "Και οι εφτά είχαν βγει από την ίδια κοιλιά, είχαν βυζάξει το ίδιο γάλα, είχαν μοιραστεί εξίσου τη σούπα και τις ευχές της μάνας τους, κι όμως φεύγοντας από την πατρική εστία είχαν αλλάξει πόδι στο βηματισμό του βίου, οι δρόμοι τους ανόμοιοι και απομακρυσμένοι, Πάντα έτσι γίνεται μεγαλώνοντας, όμως παραμεγαλώνοντας, νά που γεννιέται η επιθυμία επικύρωσης της ζωής που έφυγε και η ανάγκη εγκαρτέρησης για τη ζωή που απομένει".
Η πεζοπορία αρχίζει. Μέσα από τους σύντομους διαλόγους, πιο πολύ μέσα από τις σκέψεις καθενός και την τριτοπρόσωπη αφήγηση της συγγραφέως μας αποκαλύπτονται οι ζωές των επτά, αποκαλύπτοντας και στους ίδιους μυστικά ως τώρα κρυμμένα, αλλά και κάποια που δεν θα βγουν ποτέ στο φως. Τα επτά αδέλφια εκπροσωπούν επτά διαφορετικές καταστάσεις ζωής. Είναι ο μεγάλος, ο πρωτότοκος, που έχει και το πρόσταγμα, λάτρης της Κρήτης και γνώστης των φαραγγιών "...που ένα προς ένα τα ευγνωμονούσε, καθώς βαδίζοντας κάποιες φορές ολομόναχος στα έγκατά τους μάθαινε πώς μπορούσε να ορίζει το κορμί και τις σκέψεις του". Είναι άλλος που τον έπληξε η κρίση, που έκλεισε την επιχείρησή του και δουλεύει ταξιτζής στην Αθήνα. Είναι ο τρίτος που αγωνίζεται να προσαρμοστεί και να γίνει δεχτός για την ιδιαιτερότητά του, είναι ο βασανισμένος πρώην ναυτικός και χρόνια τώρα απομονωμένος κλειδαράς στην Αλεξανδρούπολη. Και οι κόρες. Μια ζωγράφος ανύπαντρη στην Καστοριά, μια χήρα, μια ζωντοχήρα.
Μέσα από το μυθιστόρημα της Καρυστιάνη, καθώς οι εφτά διασχίζουν το φαράγγι, περνάνε "τα πάθια και οι καημοί" του Ανθρώπου, περνάει η Κρήτη με τη φύση και τους ανθρώπους της, περνάει κι η σύγχρονη Ελλάδα με τα προβλήματά της.
Χαλάλι η μελαγχολία που μου μετέδωσε το βιβλίο. Την ισοφάρισε η λογοτεχνική απόλαυση.