Παρασκευή, Μαΐου 24, 2019

Ο παίχτης

Φ. Ντοστογιέφσκη
Ο παίχτης
Εκδ. Δαρεμά, 1957
Μετάφρ. Τάσου Ζομπόλα
Πρόλογος, Μα. Βατάλα
Είναι γνωστή, νομίζω, η αγάπη μου για το ebook, το ηλεκτρονικό ή ψηφιακό βιβλίο και στο ipad μου διαθέτω δεκάδες τέτοια βιβλία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπώ το παραδοσιακό χάρτινο ή έντυπο βιβλίο. Προπάντων αισθάνομαι ιδιαίτερη αγάπη, στοργή και αφοσίωση, θα έλεγα, στα πολύ παλιά, κιτρινισμένα από τον καιρό βιβλία μου. Τα κοιτάζω και θλίβομαι στη σκέψη πως ίσως κάποτε θα κακοπέσουν, πως αυτοί που θα τα κληρονομήσουν ποτέ δεν θα μπορέσουν να νιώσουν την αγάπη που νιώθω εγώ γι' αυτά.
Τις σκέψεις αυτές μου προκάλεσε ακόμα μια φορά ένα τέτοιο παλιό βιβλίο που θέλησα να ξαναδιαβάσω, να το δω τώρα με τη ματιά της συσσωρευμένης με τα χρόνια εμπειρίας. Εμπειρίας διαβασμάτων αλλά και εμπειρία ζωής. Πρόκειται για τον "Παίχτη" του Ντοστογιέφσκι. Είναι πράγματι εκπληκτικό. Ένα βιβλίο γραμμένο πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια πριν, το 1866, να διαβάζεται άνετα και σήμερα και, τηρουμένων των αναλογιών, να συναντά σ' αυτό κανείς χαρακτήρες και καταστάσεις που άνετα μπορεί να συναντήσει και σήμερα.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ένας νεαρός παιδαγωγός των παιδιών ενός απόστρατου Ρώσου στρατηγού, τον συνοδεύει στην (φανταστική) γερμανική πόλη Ρουλέττενμπουργκ. Ερωτευμένος με την Πολίνα, θετή κόρη του στρατηγού, υπακούει στην προτροπή της να παίξει στο καζίνο. Είναι γνωστό βέβαια το πάθος του ίδιου του Ντοστογιέφσκι για τον τζόγο και τη ρουλέτα (Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφεται το πάθος αυτό στο βιβλίο του Λεονίντ Τσίπκιν "Καλοκαίρι στο Μπάντεν Μπάντεν). Βουτηγμένος στα χρέη ο Ντοστογιέφσκι, απειλούμενος από τον εκδότη του ότι θα του αφαιρούσε τα πνευματικά δικαιώματα από προηγούμενα βιβλία του, αν δεν παρέδινε μέσα σ' ένα μήνα καινούριο βιβλίο, γράφει μέσα σ' ένα μήνα το σχεδόν αυτοβιογραφικό "Ο παίχτης". Κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις, συγκρίσεις του χαρακτήρα των Γάλλων, Άγγλων, Γερμανών, Ρώσων, όλου του πολυποίκιλου πλήθους που ενδημεί στη γερμανική πόλη, αλλά προπάντων παρατηρήσεις των παθιασμένων παιχτών, άνετα θα μπορούσαν να αφορούν τους σημερινούς παίχτες. Ο παίχτης συχνά γίνεται προληπτικός, άλλοτε παρατηρεί και καταγράφει τη σειρά με την οποία βγαίνουν οι αριθμοί, για να ανακαλύψει τελικά ότι τίποτε δεν ισχύει. Όταν χάνει επιμένει ποντάροντας ξανά και ξανά, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα κερδίσει κι όταν κερδίζει, ξαναποντάρει ελπίζοντας ότι θα κερδίσει περισσότερα. Βάζει ενέχυρα ή δανείζεται για να συνεχίσει.
Ο στρατηγός, στον οποίο δουλεύει ο Αλεξέι, χρωστάει πολλά. Εναποθέτει τις ελπίδες του στην πλούσια, γριά θεία του που βρίσκεται στη Ρωσία και την οποία περιμένει να κληρονομήσει. Αντί όμως της είδησης του θανάτου της, καταφθάνει πάνω στην αναπηρική της καρέκλα η ίδια η ηλικιωμένη θεία που κι αυτή παρασύρεται από τη ρουλέτα. Χάνει, κερδίζει και πάλι χάνει αλλά δεν σταματά να παίζει. "Εγώ απόρησα που μπόρεσε να κρατηθεί έτσι εφτά οχτώ ώρες στην πολυθρόνα της, σχεδόν χωρίς ν' αφήσει καθόλου τη θέση της. Είχε πραγματικά τρεις φορές κερδίσει μεγάλα ποσά. Τότε ο εαυτός της παραδίνονταν σε μια καινούρια ελπίδα, που δεν την άφηνε να φύγει από το παιχνίδι. Άλλωστε οι παίχτες ξέρουν καλά ότι μπορεί κανείς να καθίσει σχεδόν για εικοσιτέσσερις ώρες στην ίδια θέση, με τα χαρτιά στα χέρια, χωρίς να στρέψει τα μάτια του δεξιά ή αριστερά."
Το έργο μεταφέρθηκε τόσο  στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, δείγμα και αυτό της διαχρονικότητάς του.

Τρίτη, Μαΐου 14, 2019

Τα τάπερ της Αλίκης

Έλενα Ακρίτα
Τα τάπερ της Αλίκης
Διόπτρα, 2019
"Ο χρόνος εκδικείται τις αναμνήσεις μας. Τις συμπιέζει και τις καταχωνιάζει όλο και πιο βαθιά στις εσοχές της μνήμης. Παλιές φωτογραφίες κιτρινίζουν και θαμπώνουν μέχρι που δεν μπορείς πια να διακρίνεις πρόσωπα. Μέχρι που δεν σε νοιάζει πια να διακρίνεις πρόσωπα. Κι είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά. Όταν δεν ζουν στην καρδιά μας, όταν κανένας δεν τους θυμάται πια. Ο χρόνος εκδικείται".
Σαν να θέλει να αντιπαλαίψει την εκδίκηση του χρόνου, σαν να επιδιώκει να πάει κόντρα και να εκδικηθεί αυτή τον χρόνο, η Έλενα Ακρίτα γράφει αυτό το μυθιστόρημα. Μια εικοσετία, 1980-2000, περνάει και καταγράφεται μνημειώνοντας πρόσωπα και γεγονότα. Πρόσωπα φανταστικά που θα μπορούσαν όμως να είναι πρόσωπα της διπλανής πόρτας, πρόσωπα που όλοι γνωρίζουμε, πρόσωπα που θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας.
Τρεις γενιές γυναικών περνούν μέσα από το βιβλίο. Είναι η Κοραλία που, εγκαταλελειμμένη από τον μετανάστη-εξαφανισμένο σύζυγό της, έρχεται από την επαρχία στην Αθήνα μ' ένα μικρό κοριτσάκι σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Είναι το κοριτσάκι της, η Ελένη, που μεγαλώνοντας εργάζεται ως πωλήτρια στο πρώτο γνωστό πολυκατάστημα της Αθήνας, το Μινιόν, που πολλοί από μας της...κάποιας ηλικίας γνωρίσαμε κι αγαπήσαμε, ενώ παράλληλα κάνει κι επιδείξεις τάπερ (ήταν τόσο διαδεδομένες αυτές οι επιδείξεις κάποτε, δεν ξέρω, υπάρχουν ακόμα;). Είναι η μικρή Αλίκη, εξώγαμο παιδί της Ελένης, με όνομα δοσμένο από την άλλη Αλίκη, τη λατρεμένη ηθοποιό, που στο θέατρό της δούλευε ως ταξιθέτρια η γιαγιά Κοραλία.
Τι και τι δεν περνάει από την ελκυστική, μοναδική γραφή της Ακρίτα! Έρωτες και γάμοι, χωρισμοί κι επανασυνδέσεις, φιλίες κι έχθρες, bullying (που τότε βέβαια δεν το λέγαμε έτσι), ένας ομοφυλόφιλος έρωτας, ταινίες και τραγούδια, ηθοποιοί και θεατρικά έργα, γεγονότα που σημάδεψαν την εικοσετία. Η πυρκαγιά που όχι μόνο αποτέφρωσε το Μινιόν στις 18 Οκτωβρίου του 1980, αλλά έβαλε τέλος σε ολόκληρη εποχή, ο μεγάλος σεισμός της Καλαμάτας στις 22 Σεπτεμβρίου του 1986, η εκλογή του Σημίτη το 1997, η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά το 1991, η Κυψέλη και ο Βύρωνας, τα "σπίτια" της οδού Φυλής, τα θερινά σινεμά, το ουζερί του Απότσου...Όλα συνδεδεμένα με τους ήρωές της. Και πάνω απ' όλα η Αλίκη. Η μια και μοναδική Αλίκη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη που έδωσε τ' όνομα στη βαφτιστήρα της, που εμφανίζεται σε καίριες στιγμές του έργου σαν για να προσδώσει λίγη από τη λάμψη της. Κι ο θάνατός της. Εκεί η εύθυμη, σατιρική γραφή της Ακρίτα δίνει τη θέση της σε μια λιτή, θλιμμένη, απέριττη γραφή που άθελά σου σε κάνει να βουρκώνεις. Ένα καταπληκτικό requiem της συγγραφέως για την αγαπημένη της φίλη.
 Την πολύ γνωστή έναρξη του μυθιστορήματος του Τσαρλ Ντίκενς βάζει η Έλενα Ακρίτα ως προμετωπίδα του μυθιστορήματος της. Και με μια παραλλαγή της κλείνει το έργο: "Ήταν οι μέρες από φως, ήταν οι μέρες από σκοτάδι. Ήταν οι μέρες του γλεντιού κι ήταν οι μέρες του θρήνου. Ήταν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια που τρεις γυναίκες, η Κοραλία, η Ελένη και η Αλίκη, βαδίσανε μαζί σ' αυτό τον κόσμο κρατώντας σφιχτά η μια το χέρι της άλλης".

Κυριακή, Μαΐου 05, 2019

Η σιωπηλή ασθενής

Alex Michaelides
Η σιωπηλή ασθενής
μετάφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Διόπτρα, 2019
Ευρηματικό, ευφάνταστο, ελκυστικό, ένα καλογραμμένο θρίλερ που, τουλάχιστον από  ένα σημείο και μετά, μπορεί να σε κάνει να ξενυχτήσεις για να δεις το τέλος. Αν είναι λογοτεχνία; Δεν ξέρω, το θέμα, που αφορά  γενικότερα και το αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι συζητήσιμο. Όμως "Η σιωπηλή ασθενής" εκτός από το ενδιαφέρον που δημιουργεί γύρω από την ψυχοθεραπεία, εκτός από το ότι αποτελεί κίνητρο για τον αναγνώστη να διαβάσει ή να ξαναδιαβάσει την τραγωδία του Ευριπίδη "Άλκηστη", είναι ό,τι πρέπει για κάποιον που θέλει να ξεφύγει, για λίγο έστω, από τα καθημερινά του προβλήματα και έγνοιες, βυθιζόμενος στην ανάγνωση ενός "τραβηχτικού" βιβλίου!
Αρκετά όμως γύρω από το βιβλίο. Ας δούμε και το ίδιο το βιβλίο. Η Αλίσια Μπέρενσον ζει στο Λονδίνο και είναι μια επιτυχημένη ζωγράφος. Ο άντρας της, ο Γκάμπριελ, είναι επίσης πασίγνωστος φωτογράφος μόδας. Αγαπημένο ζευγάρι, τίποτα δεν προμήνυε το ότι ένα βράδυ η Αλίσια θα πάρει ένα όπλο, θα φυτέψει πέντε σφαίρες στο κεφάλι του συζύγου της και θα τον αφήσει νεκρό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η Αλίσια κλείνει το στόμα της και δεν εκστομίζει λέξη. Το δικαστήριο τη χαρακτηρίζει διαταραγμένη προσωπικότητα, με άλλα λόγια τρελή και την κλείνουν σε μια υψηλού επιπέδου ψυχιατρική μονάδα, το Γκρόουβ. Καμιά θεραπεία δεν κατορθώνει να την κάνει να πει έστω μια λέξη. Ο τελευταίος πίνακας που ζωγραφίζει είναι μια αυτοπροσωπογραφία. Τίτλος της "Άλκηστη". Ποια ήταν η Άλκηστη; Σύμφωνα με τον μύθο του Ευριπίδη, η Άλκηστη, σύζυγος του βαασιλιά Άδμητου, ήταν η μόνη που δέχτηκε να πεθάνει στη θέση του άντρα της, όταν οι θεοί τον καταδίκασαν σε θάνατο, αλλά θα του χάριζαν τη ζωή αν βρισκόταν κάποιος να πεθάνει στη θέση του. Ο Ηρακλής την επαναφέρει στη ζωή, ορίζει όμως ότι για τρεις μέρες η Άλκηστη δεν πρέπει να μιλήσει για να καθαρθεί. Η τραγωδία τελειώνει χωρίς ν' ακούσουμε ξανά την Άλκηστη.
Ένας νέος ψυχοθεραπευτής, ο Θίο Φέιμπερ, επιδιώκει και πετυχαίνει την πρόσληψή του στο Γκρόουβ. Στόχος του να αναλάβει την Αλίσια, που ακόμα δεν έχει αρθρώσει λέξη, να την κάνει να μιλήσει, να εκφραστεί, να εξηγήσει γιατί σκότωσε τον άντρα της.
Παράλληλα με την ψυχοθεραπεία που επιχειρεί ο Θίο, παρακολουθούμε και την προσωπική του ζωή. Υπήρξε στο παρελθόν και ο ίδιος ψυχοθεραπευόμενος, παντρεύτηκε από κεραυνοβόλο έρωτα μια ηθοποιό, την Κάθι, αλλά τώρα αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα στο γάμο του. Παρ' όλα αυτά η προσπάθειά του με την Αλίσια συνεχίζεται. Θα τα καταφέρει; Θα μιλήσει η Αλίσια; Τι κρύβεται πίσω από τη σιωπή της; Ο αναγνώστης προχωρεί με αυξανόμενη περιέργεια. Και ξαφνικά, λίγο πριν το τέλος, μια εντελώς απρόσμενη ανατροπή σε αφήνει ενεό. Ξαναγυρίζεις πίσω τις σελίδες να δεις αν υπήρχαν κάποια σημάδια που δεν είχες προσέξει, ξαναφέρνεις στη σκέψη το όλο μυθιστόρημα προσπαθώντας να συνδέσεις πρόσωπα και γεγονότα.
Δικαιολογημένα, πιστεύω, το βιβλίο μεταφράστηκε σε 42 γλώσσες και ετοιμάζεται να γίνει ταινία.

Σημ. Ο Alex Michaelides γεννήθηκε στην Κύπρο από Κύπριο πατέρα και Αγγλίδα μητέρα. Μετανάστευσε στην Αγγλία με τους γονείς του, σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Κέιμπριτζ και σεναριογραφία στο Λος Άντζελες. Παρακολούθησε  επίσης μαθήματα Ψυχοθεραπείας. Το μυθιστόρημα αυτό, που είναι το πρώτο του, γράφτηκε στα αγγλικά και μετά μεταφράστηκε στα ελληνικά.