Παρασκευή, Νοεμβρίου 29, 2019

Εξιλέωση

Ιαν Μακ Γιούαν
Εξιλέωση
Μετ. Γιάννης Σκαρπέλος
Νεφέλη, 2002
Θεωρείται το καλύτερο έργο του Μακ Γιούαν, έχει γίνει μια επιτυχημένη ταινία, βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά. Από την πρώτη ανάγνωση που είχα κάνει όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά διατηρούσα μια αόριστη ανάμνηση: Ένα σιντριβάνι, δίπλα ένα ζευγάρι, μακριά ένα παράθυρο από όπου ένα κοριτσάκι κοιτάζει τη σκηνή, ύστερα μια επίπονη πορεία στρατιωτών που υποχωρούν, τέλος ένα νοσοκομείο με φριχτές σκηνές τραυματιών, ακρωτηριασμών, πόνου και θλίψης.
Πραγματικά άξιζε η δεύτερη ανάγνωση ύστερα από κάπου δεκαεφτά χρόνια. Ο χρόνος τώρα άπλετος (ένα από τα αγαθά των μεγάλων ηλικιών!) μου επέτρεψε το αργό διάβασμα, την απόλαυση της λεπτομέρειας, την παύση και τον συλλογισμό πάνω σ' αυτά που διάβαζα...
Το έργο αρχίζει το 1935, ένα καλοκαίρι, σ' ένα πλουσιόσπιτο στην αγγλική εξοχή. Ένοικοι η οικογένεια Τάλλις, αποτελούμενη από τον πατέρα (απόντα όταν αρχίζει το έργο), τη μητέρα Έμιλυ που οι ημικρανίες την κρατάνε για ώρες σε σκοτεινό δωμάτιο (πόσο καλά τα ξέρω αυτά τα συμπτώματα) και τα τρία παιδιά τους: Τον Λήον, που έρχεται για διακοπές με τον πλούσιο εργοστασιάρχη φίλο του, την Σεσίλια και τη δεκατριάχρονη Βρυώνη. Φιλοξενούνται ακόμη τρία ξαδέλφια τους, παιδιά της αδελφής της Έμιλυ. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει από την αρχή ως το τέλος, κεντρικός ήρωας θα λέγαμε, ο Ρόμπι, γιος της παραδουλεύτρας της οικογένειας, παιδικός φίλος των παιδιών και ερωτευμένος με τη Σεσίλια. Το καλοκαίρι κυλάει χαρούμενο, ο πόλεμος είναι ακόμα μακριά, αν και τα μαύρα σύννεφα έχουν αρχίσει να μαζεύονται.
Σε τρία μέρη χωρίζεται το μυθιστόρημα. Στο πρώτο, και πολύ εκτενέστερο από τα άλλα δύο, γνωρίζουμε τα πρόσωπα, τις σχέσεις τους, τα όνειρά τους, τις σκέψεις τους. Κυρίως τη Βρυώνη που γράφει ένα θεατρικό, αλλά απότομα το εγκαταλείπει, γιατί θέλει να γίνει μυθιστοριογράφος. Αργός ρυθμός, εξαντλητικές λεπτομέρειες στην περιγραφή του εξωτεερικού περιβάλλοντος αλλά και της εσωτερικής ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων. Η Βρυώνη παρεξηγεί μια σκηνή που βλέπει, καταγγέλλει για βιασμό τον Ρόμπι, ο οποίος και φυλακίζεται.
Το δεύτερο μέρος του έργου, πέντε  χρόνια αργότερα, περιγράφει με δυνατές, εντυπωσιακές στο ρεαλισμό τους εικόνες, το επίπονο βάδισμα του διαλυμένου συμμαχικού στρατού που υποχωρεί, στην προσπάθειά του να φτάσει στη Δουνγκέρκη για να επιβιβαστεί στα πλοία. Ανάμεσά τους και ο Ρόμπι.
Στο τρίτο μέρος η Βρυώνη που έχει αναγνωρίσει το λάθος της και μετανιώνει για το κακό που προκάλεσε με το ψέμα της, εγκαταλείπει τα όνειρα για σπουδές, μπαίνει στο νοσοκομείο ως εκπαιδευόμενη νοσοκόμα και επισκέπτεται την αδελφή της ζητώντας συγγνώμη.
Σε λίγες σελίδες σ' ένα τέταρτο μέρος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η εβδομηνταεπτάχρονη πια Βρυώνη γιορτάζει ανάμεσα σε πλήθος συγγενών-απογόνων κυρίως των προσώπων του μκαρινού εκείνου καλοκαιριού τα γενέθλιά της στο παλιό αρχοντικό που έχει γίνει ξενοδοχείο. Πάσχει ήδη από την αρχή μιας ασθένειας, της αγγειακής άνοιας. Μπορεί όμως ακόμα να αναλογίζεται το παρελθόν, τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τη ζωή της. Προβληματίζεται με τη σκέψη μήπως μπορούσε να δώσει ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία. Και μας αφήνει με την απορία: Μήπως όλο αυτό που διαβάσαμε ήταν μια μυθιστορηματική δημιουργία της Βρυώνης;

Σάββατο, Νοεμβρίου 16, 2019

Βοτσαλωτή

Κώστας Λυμπουρής
Βοτσαλωτή
εκδ.Το Ροδακιό, 2019
Παρακολουθώ τη λογοτεχνική πορεία του Κώστα Λυμπουρή από το πρώτο του βιβλίο μέχρι σήμερα. Τις συλλογές διηγημάτων "Προσωρινά κλειστό", "Για μια μικρή παύλα", "Των ημετέρων άλλων" (Κρατικό βραβείο), το μυθιστόρημα "Επιβάτες φορτηγών" και τώρα ακόμα μια συλλογή διηγημάτων, "Βοτσαλωτή". Ελκυστικό ήδη από το ωραίο, πρωτότυπο εξώφυλλο και μ' ένα πρώτο ξεφύλλισμα από την εξαιρετική έκδοση, τέτοια που δεν συναντάμε συχνά.
Βοτσαλωτή. Ένας τίτλος που παραπέμπει σε πολλές εκδοχές. Συναντάμε τη λέξη ως επίθετο: βοτσαλωτή παραλία, παραλία γεμάτη βότσαλα, όμορφα, πολύχρωμα χαλίκια. Στη συλλογή του Λυμπουρή τη συναντάμε και ώς ουσιαστικό, όνομα χωριού που έχει οπωσδήποτε σχέση με τη θάλασσα και το δέσιμο των ανθρώπων μ' αυτή ("Η Σταυρούλα"). Ως τίτλος της συλλογής των διηγημάτων ανταποκρίνεται αφενός στην ποικιλία της τεχνικής που χρησιμοποιήθηκε, στην ποικιλία των θεμάτων, των χαρακτήρων, των εμπειριών που υποκίνησαν τη δημιουργικότητα και την έμπνευση του συγγραφέα, αλλά και την πολυμορφία των συναισθημάτων που κατακλύζουν τον αναγνώστη.
Όταν, εδώ και μερικές δεκαετίες, δίδασκα Νεοελληνική Λογοτεχνία, θυμάμαι τον ορισμό του διηγήματος που απαιτούσαμε να ξέρουν οι μαθητές: "Διήγημα είναι η εξιστόρηση ενός κομματιού ζωής, πραγματικής ή φανταστικής, με αρχή, μέση και τέλος...". Αυτό  τον ορισμό μου θύμισαν και τα 27 διηγήματα της "Βοτσαλωτής". Κομμάτια ζωής, άλλοτε πιο σύντομα, άλλοτε εκτενέστερα. Άλλοτε καταγραμμένα σε 5-6 γραμμές (διηγήματα "μπονζάι") που "σαν πρόκες" σου καρφώνονται στη σκέψη, άλλοτε σαν "facebook διήγημα- ("Μπιρίτσα στα σύννεφα"), άλλοτε πάλι σαν ταξιδιωτικό διήγημα, ένα συγκινητικό προσκύνημα στην κατεχόμενη γη μας, ("Τ' Αϊ-Συμιού τ' αέρι"). Κάποτε σαν χρονογραφικό διήγημα, ("Σε-Βιμ-Σε-Βιμ") κι άλλοτε πάλι σαν επιστολικό διήγημα ("Γράμμα στον Κυριάκο Μάτση").
Συντομότερα ή εκτενέστερα, μια στιγμιαία εικόνα σαν φωτογραφική απεικόνιση, ή κλασική αφήγηση μιας ιστορίας, τα διηγήματα του Λυμπουρή, σαν πολύχρωμα βότσαλα μιας ήρεμης παραλίας, διαβάζονται με ενδιαφέρον, ευχαρίστηση, συχνά με σγκίνηση. Έμπνευση αντλημένη από τη γύρω σύγχρονη ζωή, πλημμυρισμένη από αγάπη για τον τόπο, από κατανόηση για τα ανθρώπινα, τρυφερότητα. Παράδοση και πρωτοτυπία, συναίσθημα και ρεαλισμός συναντιούνται για να συνθέσουν αυτή την όμορφη,"βοτσαλωτή" λογοτεχνική παραλία.

Τρίτη, Νοεμβρίου 05, 2019

Τι χορούς να χορέψω


Αθηνά Τσάκαλου
Τι χορούς να χορέψω
Εκδ. Τόπος, 2019
Τέλειωνα την παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου της Αθηνάς Τσάκαλου «Οι λεηλάτες του μεσημεριού» με την εξής σκέψη: «Η καταπληκτική περιγραφική δύναμη, η συναισθηματική φόρτιση, οι αξεπέραστες εικόνες από τη φύση, η δύσκολη ζωή ενός ορεινού χωριού που σιγά-σιγά ερημώνει, οι διαλογικές συζητήσεις, η θρησκευτική αύρα, όλα με γοήτευσαν και με συνάρπασαν. Πώς να συνδυάσω τη γοητεία όλων αυτών με την έντονη αντίθεσή μου στον τρόπο δράσης των αναρχικών ομάδων; Το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Μπορεί να αλλάξει ο κόσμος με την ένοπλη δράση αυτών των ιδεολόγων; Μήπως υπάρχουν άλλοι τρόποι;»
Και να τώρα, σαν να έρχεται με το καινούριο της βιβλίο η συγγραφέας να δώσει απάντηση στο ερώτημά μου: Ναι, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Κεντρική ηρωίδα κι εδώ μια μάνα: (Στη μάνα της άλλωστε είναι αφιερωμένο το βιβλίο και η ωραία, ποιητική εισαγωγή). Η Ήρα. Βυθισμένη στη θλίψη, με τη σκέψη στραμμένη διαρκώς στον εξαφανισμένο, καταζητούμενο γιο της, ταυτίζεται μ’ όλους αυτούς που αναζητούν παντού τα παιδιά τους. «Στους σταθμούς των τρένων, στις αποβάθρες των λιμανιών, στις αίθουσες των αεροδρομίων». Να τα δουν έστω από μακριά, ν’ ακούσουν μ’ ένα τηλεφώνημα τη φωνή τους, να ξέρουν ότι είναι καλά κι ας μην είναι κοντά τους. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, υποφέρει κι αυτός, αλλά αντιμετωπίζει το θέμα πιο ρεαλιστικά, αποδεχόμενος τους λόγους για τους οποίους εξαφανίστηκε ο γιος τους: «Δεν εξαφανίστηκε από μια κακοτυχία, εξαφανίστηκε από δική του επιλογή, όπως δική του επιλογή ήταν και οι δρόμοι που ακολούθησε, δεν γίνεται ο καθένας μέλος μιας αναρχικής ένοπλης ομάδας έτσι απλά. Ήταν μια  απόφαση ζωής και ξέρεις τι σημαίνει αυτό. Ήταν μια απόφαση που δεν είχε θέση για εμάς τους γονείς του στη ζωή που διάλεξε. Τα βρίσκω όλα αδιέξοδα, αλλά βαθιά μέσα μου σέβομαι την απόφασή του για τη δική του ζωή και με πόνο λέω, αφού αυτό ήθελε, ας είναι καλά». Η σχέση του ζεύγους διασαλεύεται. Θα ξανάρθουν όμως και πάλι κοντά, όταν κάποιες πληροφορίες για τον γιο τους φτάνουν. Ένα ονειρώδες, υπερφυσικό στοιχείο διαπνέει το έργο. Άραγε για να δώσει η συγγραφέας και έμπρακτα τον ιδεατό, ονειρικό κόσμο για τον οποίο οι ομάδες στις οποίες ο γιος τους ανήκει αγωνίζονται;
Συναντήσεις με τη μάνα της Ήρας, ιστορίες από τα παλιά, θρύλοι, αναμνήσεις, αγάπη για τη φύση διαπνέουν το βιβλίο. Μια μυστηριώδης γυναικεία μορφή οδηγεί τον Μιχάλη και την Ήρα σ’ ένα απόκοσμο τοπίο, όπου ομάδες ανθρώπων εργάζονται μυστικά για τη δημιουργία ενός καινούριου κόσμου. Είναι ένας κόσμος όπου πρυτανεύει η αγάπη, η ηρεμία, η καλοσύνη, τα φυτά, η φύση, οι ήρεμες συζητήσεις, οι χοροί της χαράς. Η Ήρα αποδέχεται αυτό τον κόσμο, αποδέχεται τις επιλογές του γιου της, έστω κι αν ξέρει πως εκείνος, προετοιμαζόμενος γι’ αυτό τον καινούριο κόσμο, θα ζει μακριά της.
Παρ’ όλο που ο κόσμος για τον οποίο οι ήρωες της Τσάκαλου εργάζονται είναι ο ιδεατός, ειρηνικός, καινούριος κόσμος τον οποίο ο καθένας μας ονειρεύεται, δεν μας πείθει ότι ο κόσμος αυτός μπορεί να πραγματωθεί. Θυμίζει κάπως τον κόσμο που το κομμουνιστικό ή το χριστιανικό ιδεώδες αποπειράθηκε να δημιουργήσει και ξέρουμε τα αποτελέσματα. Ο Θουκυδίδης, αθάνατος πάντα, μας το φωνάζει από τα βάθη των αιώνων: «Τα ίδια γίνονται και θα γίνονται όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια».