Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ- Έζησα έρημος και ισχυρός

Το φαινόμενο του θανάτου με απασχόλησε από τα νεανικά μου χρόνια. Το μελέτησα στη θρησκεία, στην πλατωνική φιλοσοφία, στην ίδια τη ζωή. Αυτός ήταν ο λόγος που η περίπτωση του Δημήτρη Λιαντίνη, η δική του μελέτη θανάτου και η δική του "αυτοθέλητη" έξοδος από τη ζωή (περίεργο, όταν πρόκειται για τον Λιαντίνη κατά κανόνα αποφεύγεται η λέξη "αυτοκτονία") μου τράβηξε το ενδιαφέρον. Δεν είχα παρακολουθήσει στις λεπτομέρειές της στον ελλαδικό τύπο την εξαφάνισή του το 1998, ούτε την ανεύρεση των οστών του το 2005. Είχα μόνο διαβάσει το τελευταίο βιβλίο του "Γκέμμα", δώρο μιας φίλης, όταν ακόμα δεν ήξερα σχεδόν τίποτα περί Λιαντίνη. Με είχαν εντυπωσιάσει, θυμάμαι, οι πρωτότυπες ιδέες και η ωραία, τελείως προσωπική έκφραση. Γι' αυτό τώρα, μόλις είδα την έκδοση του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου για τον Λιαντίνη (Λιβάνης, 2006), δεν έχασα καιρό. Διάβασα το βιβλίο (374 σελίδες) μέσα σε δυο μέρες. Ο Αλικάκος πιστεύω έκανε καλή δουλειά. Οι δικές του παρεμβάσεις ελάχιστες. Μιλά ο Λιαντίνης μέσα από δεκάδες επιστολές του και αποσπάσματα από το έργο του, μιλούν γι' αυτόν συγγενείς, φίλοι, μαθητές του. Δεν κρίνω το βιβλίο λογοτεχνικά. Το συστήνω όμως για όποιον ενδιαφέρεται για την ξεχωριστή αυτή περίπτωση ανθρώπου, πανεπιστημιακού δασκάλου, στοχαστή, συγγραφέα, παρά την αντίδραση της συζύγου του για το βιβλίο. Κι ακόμα, όποιος ενδιαφέρεται για συζητήσεις τόσο για το βιβλίο όσο και γενικότερα για τον Λιαντίνη μπορεί να ανατρέξει στο www.Liantinis.gr

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ (Η συνέχεια)


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ (Η συνέχεια)
Μετά από ένα δροσιστικό, απολαυστικό τριήμερο στη θάλασσα του Ζυγιού, επανέρχομαι με ανανεωμένες τις δυνάμεις και ξεπληρώνω το χρέος της περασμένης εβδομάδας.Δεν είχα ως τώρα διαβάσει Χωμενίδη, λόγω μιας προκατάληψης, ομολογώ, εξαιτίας της προβολής της οποίας έτυχε από το πρώτο του κιόλας βιβλίο, αλλά και γιατί ο λόγος του σε μια ραδιοφωνική εκπομπή στην Κύπρο μου φάνηκε υπεροπτικός. Τώρα, όμως, μετά από τόσα βιβλία, δεν γίνεται, είπα, να μην τον ξέρω. Έτσι διάβασα "Το σπίτι και το κελλί". Ναι, ο Χωμενίδης είναι ένας παραμυθάς, δηλ. ξέρει να αφηγείται και να κρατά τον αναγνώστη. Από κει και πέρα όμως το βιβλίο του "μπάζει" από πολλές πλευρές. Λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του (εφημ. Φιλελεύθερος, 9/7/2006):" Είναι σαν μια τοιχογραφία εποχής. Παρελαύνουν πάρα πολλά πρόσωπα, τα οποία πλάθουν όλα μαζί την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας". Λυπάμαι, αλλά αρνούμαι να δεχτώ ότι η μεταπολεμική Ελλάδα είναι μόνο αυτοί οι δολοφόνοι, οι τρομοκράτες, οι ομοφυλόφιλοι, οι βασανισμένοι μικροαστοί, όλοι έτοιμοι να δωροδοκηθούν, ή οι κενόδοξοι πλούσιοι των δεξιώσεων. Αρνούμαι να δεχτώ πως το αναγνωστικό κοινό θέλει οπωσδήποτε ισχυρές δόσεις...σεξ. Δεν είμαι καθόλου σεμνότυφη, αλλά ποια η ανάγκη να μας παρουσιάζει τον ήρωά του, τον Δημήτρη Γκίκα, ενώ βρίσκεται σε μια πολυπληθή δεξίωση, να κλείνεται σ' ένα δωμάτιο και να παρακολουθεί στην τηλεόραση σκληρό πορνό, το οποίο ο Χωμενίδης περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια; (Κι αυτό ένα παράδειγμα είναι μόνο). Ως προς το γενικότερο όμως θέμα του βιβλίου, με ενοχλεί αυτή η ανάμειξη πραγματικότητας και φαντασίας. Γιατί αυτή η γελοιοποίηση των μελών της "17 Νοέμβρη"; Γιατί μια παρωδία της δίκης τους; Θα μπορούσε να είχε γράψει ένα θαυμάσιο ρεαλιστικό μυθιστόρημα με αναπάρασταση των πραγματικών γεγονότων, με εμβάθυνση στους χαρακτήρες, με διερεύνηση των αιτίων. Αυτό όμως θα απαιτούσε μακροχρόνια έρευνα, στοιχεία και ντοκουμέντα και όχι μόνο φαντασία θρεμμένη από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ. Ή θα μπορούσε, αν ήθελε, να γράψει ένα καθαρό μυθιστόρημα, χωρίς να "φωτογραφίζει" πρόσωπα παρωδώντας τα. Πολλά άλλα είναι τα κενά που παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Χωμενίδη. Για παράδειγμα δεν λειτουργούν όλα "κατά το εικός και αναγκαίον". Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτουν οι αποκαλύψεις του Σαντορίνη προς τον Γκίκα για τη δράση της "Εταιρείας". Όμως η προθυμία του Γκίκα να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για να αγοράσει αυτές τις πληροφορίες ελάχιστα δικαιολογείται. Κι εκείνο το μοναστήρι, κι εκείνοι οι παπάδες που χρηματοδοτούσαν στην αρχή την "Εταιρεία" (άραγε επίδραση του Νταν Μπράουν και του "Κώδικα";) στη συνέχεια ξεχνιούνται εντελώς. Και ποιος μπορεί να φανταστεί τον πρόεδρο μιας μεγάλης επιχείρησης να πηγαίνει ο ίδιος στο Μπραχάμι για να εισπράξει το ενοίκιο ενός διαμερίσματος;(!!!) Και τι σχέση έχει το επεισόδιο αυτό με το όλο έργο; Μόνο και μόνο για να του θυμίσει η ενοικιάστρια τη Μάγδα; Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, αλλά φοβάμαι ότι ένα εκτενές μπλογκ θα αποθαρρύνει τους πιθανούς αναγνώστες. Συνοψίζοντας: Ο Χωμενίδης σίγουρα είναι "διαβαστερός". Σίγουρα διαθέτει μεγάλη συγγραφική ικανότητα. Δυστυχώς δεν την αξιοποιεί όπως και όσο θα μπορούσε.
posted by anagnostria at 12:41 PM 0 comments

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΛΛΙ

Μέσα στο λευκωσιάτικο καύσωνα των 40 βαθμών κράτησε για δυο μέρες τη σκέψη μου απασχολημένη το τελευταίο βιβλίο του Χωμενίδη "Το σπίτι και το κελλί", αλλά δεν αντέχω να γράψω τις σκέψεις μου. Φεύγω, δραπετεύω στη δροσιά της θάλασσας. Θα σας τα πω, Θεού θέλοντος, τη Δευτέρα.

Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006

Ian Mc Ewan, Σάββατο

Τι ευτυχία, να κάθεσαι στο μπαλκόνι σου που κρέμεται πάνω από τη θάλασσα και να διαβάζεις ένα καλό βιβλίο! Το προηγούμενο Σαββατοκυρίακο με τις "Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου", προχθές με το "Σάββατο" του Ian Mc Ewan (2005, στα Ελληνικά, Νεφέλη, 2006). Το πήρα γιατί μου είχε αρέσει και "Η εξιλέωση" και πραγματικά δεν με απογοήτευσε. Ένα Σάββατο στο Λονδίνο με κεντρικό ήρωα ένα νευροχειρουργό, τον Χένρυ Περόουν. Βαδίζοντας στ' αχνάρια του Τζόυς που ο ογκωδέστατος "Οδυσσέας" του είναι η περιγραφή μιας μέρας μόνο του μίστερ Μπλουμ, το οποίο μιμήθηκαν ουκ ολίγοι (θυμάμαι τώρα τον Σολζενίτσιν, νομίζω πιο πρόσφατα και ο Ντε Λίλο), ο Μακ Γιούαν σε κάπου 400 σελίδες παρακολουθεί τον ήρωά του. Ο Περόουν είναι 48 χρονών, παντρεμένος με μια επιτυχημένη δικηγόρο, σφοδρά ερωτευμένος με τη γυναίκα του και έχει δύο μεγάλα παιδιά, το ένα ευαίσθητος μουσικός και το άλλο αξιόλογη ποιήτρια. Αυτό το Σάββατο η γυναίκα του έχει μια σημαντική επαγγελαμτική συνάντηση κι εκείνος θα το περάσει μόνος. Θα παίξει σκουός μ' ένα συνάδελφο, θα ψωνίσει ψάρια για το βράδυ που θα έχουν ένα οικογενειακό δείπνο, θα πάει να δει τη μητέρα του σ' ένα ίδρυμα, θα παρακολουθήσει μια πρόβα με το συγκρότημα του γιου του και τέλος θα φτιάξει τη ψαρόσουπα για το βράδυ. Αυτές είναι οι ενέργειές του αυτή τη μέρα. Όμως οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν με τις σκέψεις του για τις εχειρίσεις της προηγούμενης μέρας, για τον έρωτα που έκανε το πρωί με τη γυναίκα του, για το πώς την είχε γνωρίσει, για ένα αεροπλάνο που βλέπει να πέφτει, για μια διαδήλωση εναντίον του πολέμου στο Ιράκ, με ένα επεισόδιο στο δρόμο καθώς πάει για το σκουός, επεισόδιο που θα έχει καταλυτικές συνέπειες στο τέλος της μέρας και που παρ' όλίγο να εξελιχθεί σε τραγωδία. Οικογενειακές σχέσεις, πολιτικές απόψεις (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η συζήτηση που έχει με την κόρη του σχετικά με την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ), σκέψεις για τη ζωή αλλά και τη λογοτεχνία, περιγραφή των δρόμων του Λονδίνου τους οποίους διασχίζει καθώς και της γειτονιάς του, αλλά προπάντων η τέχνη του συγγραφέα στην αφήγηση αποδεικνύονται δελεαστικά για τον αναγνώστη. Τα τρωτά του βιβλίου κατά την άποψή μου είναι οι πολλές λεπτομερέστατες περιγραφές των εγχειρίσεων εγκεφάλου. Όχι μόνο γιατί περιέχουν άγνωστη ορολογία, αλλά γιατί καταντούν κουραστικές με την επανάληψή τους. Μια θα ήταν αρκετή, νομίζω. (Μπράβο όμως στον συγγραφέα. Όπως λέει ο ίδιος, για δύο χρόνια παρακολουθούσε ένα διάσημο χειρουργό να χειρουργεί). Κουραστική βρήκα επίσης τη λεπτομερέστατη περιγραφή του αγώνα του σκουός, ίσως γιατί και εκεί αγνοώ το παιγνίδι και την ορολογία του. Γενικά όμως είναι ένα βιβλίο γραμμένο από ένα τεχνίτη του λόγου, ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορείς να αφήσεις πριν το τελειώσεις και για το οποίο δεν νιώθεις ότι έχασες την ώρα σου.
Υ.Γ. Δεν ξέρω αν έγινε κάπως βιαστικά η ελληνική έκδοση. Η "Νεφέλη" όμως δεν μας είχε συνηθίσει σε τόσα τυπογραφιά λάθη. Νομίζω και η μετάφραση ήθελε πιο πολλή προσοχή. Όχι λίγες φορές ξαναδιάβαζα μια πρόταση για να καταλάβω το νόημα.

Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΑΥΤΟΣΗΜΟΥ

Είχα πριν από καιρό διαβάσει ένα άλλο βιβλίο της Εύας Ομηρόλη (τη "Σεισάχθεια") από το οποίο δεν θυμόμουν τίποτα. Και δεν επρόκειτο βέβαια να διαβάσω άλλο δικό της, αν δεν με έπειθε ο ενθουσιασμός του αδελφού μου γι' αυτό. Κι αν πίεσα τον εαυτό μου κι έφτασα ως το τέλος (προδιαγεγραμμένο και γνωστό εξ αρχής) είναι για να είμαι δίκαιη στην κριτική μου. Εν πρώτοις η λογοτεχνία δεν κάνει κήρυγμα, δεν είναι κατηχητικό να μας διδάσκει τι πρέπει να κάνουμε και ότι πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το διπλανό μας, όπως κάνει η συγγραφέας. Κι έπειτα, το ενδιαφέρον αυτό μπορεί να εξικνείται ως το σημείο να κλέβουμε ξένα κλειδιά, να παραβιάζουμε ξένα διαμερίσματα για να ενδιαφερθούμε για τις φωνές που ακούγονται; Και τι αστυνομική πλοκή μπορεί να έχει ένα έργο που το...μυστήριο των φωνών αποκαλύπτεται στη σ. 170, ενώ το έργο συνεχίζεται ως την 425; Και πολλά άλλα απίθανα συμβαίνουν ως προς την υπόθεση, π.χ. ο νεαρός πρωταγωνιστής, που παρακολουθεί εντατικά μαθήματα για να πάρει μέρος σ' ένα διαγωνισμό, του οποίου οι νικητές θα κερδίσουν μια υποτροφία για την Αμερική, κινδυνεύει, όταν καθυστερεί μια μέρα να πάει στο μάθημα, να χάσει το δικαίωμα συμμετοχής, πώς ύστερα απουσιάζει τρεις μέρες και δεν τρέχει τίποτα; Και άλλα βέβαια αδικαιολόγητα που δεν αξίζει τον κόπο να αναφέρω. Το χειρότερο όμως για μένα είναι το πατερναλιστικό και αφ' υψηλού ύφος της συγγραφέως ως προς τη γλώσσα. Δηλαδή με θεωρεί ως αναγνώστη ανίδεο να ξέρω τι σημαίνει "πελιδνός" και μου το εξηγεί σε γλωσσάριο στο τέλος!!!Από την άλλη όμως, όποιος από σας λέει "Θα κάνω ένα καταιονισμό" αντί "θα κάνω ένα ντους", ή "τον κοίταξε σκαρδαμύσσοντας" αντί "ανοιγοκλείνοντας τα μάτια", ή "λειτούργησε ως αυτεπίστροφο" αντί "μπούμερανγκ", ας διαβάσει την κ. Ομηρόλη, γιατί δεν θα χρειάζεται να γυρίζει κάθε λίγο πίσω στο γλωσσάριό της.
Πολύ συχνά ο αναγνώστης σκοντάφτει σε εξυπνακίστικες σκέψεις όπως "Όταν είμαι στενοχωρημένη, δε φοβάμαι, γιατί ό,τι κι αν συμβεί έχω στενοχωρηθεί κιόλας...", ή αυτονόητα, "χωρίς δίδακτρα, δηλαδή δωρεάν", κλπ. Και τι να πω για τους υποτιθέμενους γρίφους με τους οποίους διανθίζει το βιβλίο; Κάτι που "είπε ένας σοφός" είναι μια γνωστή ιστορία του ...Χότζα, ένα δε αίνιγμά της μου το υπέβαλε πριν από λίγες μέρες για να το απαντήσω η εγγονή μου, ηλικίας έξι χρονών!! Δεν θεωρώ σκόπιμο να συνεχίσω, αλλά όποιος βρει τη σημασία της έκφρασης "διέκδυσις μυών", χωρίς να χρησιμοποιήσει λεξικό, θα πάρει από μένα δωρεάν την "Αρχή του ταυτόσημου".

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

"Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου" του Ευγένιου Αρανίτση (Νεφέλη, 1993). Ένα βιβλιό ηλικίας 13 χρόνων που μόλις τώρα περιέπεσε στην αντίληψή μου, μετά από σύσταση ενός νεαρού φίλου συγγραφέα και του ιδίου. Πολύ θα ήθελα να είχα την πολυτέλεια του χρόνου να το ξαναδιαβάσω, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον πολλά αποσπάσματά του. Η πρώτη ανάγνωση είναι πάντα κάπως βιαστική, γιατί θέλεις να δεις την εξέλιξη του μύθου, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι έχει τόση μεγάλη σημασία (ο μύθος) (το βάζω αυτό στην παρένθεση μιμούμενη τον Αρανίτση που συνεχώς τη χρησιμοποιεί (την παρένθεση) σαν να μας βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα, σαν να μας λέει «το διευκρινίζω γιατί μπορεί να το παίρνατε κι αλλιώς). Ένα βιβλίο 552 σελίδων. Θα μπορούσε να είχε σταματήσει και στην 400η σελίδα, όπως και θα μπορούσε να το συνεχίσει άλλες 500. Πρωταγωνιστής εδώ, πιστεύω, δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά το ύφος. Τα πρόσωπα, παρόλο που και αυτά έχουν σημασία, είναι καρικατούρες. Όπως ο γελοιογράφος απεικονίζει ένα πρόσωπο που αμέσως αναγνωρίζουμε, αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα στην υπερβολή, το ίδιο κάνει και ο Αρανίτσης με το λόγο. Με βασικούς ήρωες μια αθηναϊκή οικογένεια που απλώνεται σε τρεις γενιές, επικεντρωμένος κυρίως στην τριακονταετία 1960-1993, αλλά και με αναδρομές σε προηγούμενες εποχές, σατιρίζει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του που τον παρουσιάζει σαν ένα απλώς εξωτερικό παρατηρητή όλων όσων περιγράφει λέγοντας συχνά «δεν μπορώ να πω», «δεν έχω ιδέα», «ούτε κι εγώ ξέρω» και άλλα παρόμοια. Το σκωπτικό του ύφος δεν χαρίζεται σε κανένα, σατιρίζει με αυτό τα πάντα, τις οικογενειακές σχέσεις, τις νεανικές φιλίες, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, το επάγγελμα, την ψυχαγωγία, την τέχνη, την εργατική αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη, τη μόδα, την πολιτική, ακόμα και τον ίδιο το θάνατο. Αρκεί να δούμε, για παράδειγμα, πώς περιγράφει το θάνατο του Κιντή (σ. 19) την ώρα που έπαιζε μπριτζ, ή το θάνατο από ατύχημα της μικρής Θεοδώρας (σ.37). Ή να συγκρίνουμε το θάνατο ενός άλλου μικρού κοριτσιού, όπως τον περιγράφει η Ζυράνα Ζατέλλη (στο «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθυς Ερέβους»). Και η Ζατέλλη με λεπτομέρειες, αλλά εκεί είναι με όλη την τραγικότητα, εδώ σου έρχεται να χαμογελάσεις. Τα πολιτικά γεγονότα μιας περίπου πεντηκονταετίας περνάνε οιονεί παρεμπιπτόντως. Από τους γάμους του Παύλου με την Φρειδερίκη, ως το Πολυτεχνείο και τη χούντα κι ως τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τις εκλογές είναι σαν άτακτα ριγμένες πινελιές αλλά τα καρφιά του τα μπήγει ο Αρανίτσης. Καταπληκτική η σκηνή με τον Παπανδρέου (τον Ανδρέα) όταν σε μια δεξίωση τον συναντά η Αμαλία, από τα βασικά πρόσωπα του βιβλίου (σ.210-212). Δεν αντέχω να μην υποκύψω στον πειρασμό να αντιγράψω μια σκέψη του συγγραφέα: « Επειδή τους συλλογισμούς του Παπανδρέου δεν τους καταλάβαινε κανείς, δεδομένου ότι τους διατύπωνε με λέξεις που είχε επινοήσει ο ίδιος, περιβάλλονταν (αυτοί οι συλλογισμοί), στην εκφορά τους, από ένα φωτοστέφανο εγκυρότητας, την οποία η Αμαλία εισέπραξε στο ακέραιο». Και οι λεπτομέρειες, α, οι λεπτομέρειες. Εκεί είναι που δικαιώνεται πλήρως και ο τίτλος αλλά και η πρωτοτυπία του βιβλίου. Αναφέρω μόνο μια σκηνή. Οι δυο νεαρές φίλες, η Δανάη και η Μαριλένα έχουν βγει από το σινεμά, στο δρόμο αγόρασαν ένα πακέτο τσιγάρα και αποφασίζουν να καπνίσουν ένα μισο-μισό, όταν βλέπουν να έρχεται ένα καθηγητής τους. Ε, λοιπόν, η περιγραφή της κίνησης που κάνει το χέρι της Μαριλένας, που εκείνη τη στιγμή κρατούσε το τσιγάρο, παίρνει σχεδόν μια σελίδα!
Ένα άλλο σημείο της γοητείας του Αρανίτση είναι ο φόρος τιμής που αποτίνει σε λογοτέχνες μιμούμενος το ύφος ή παραφράζοντάς τους, αν και δεν είμαι σίγουρη αν τους κοροϊδεύει και λιγάκι.. Για παράδειγμα στη σ. 211 υπάρχει ολοφάνερη παράφραση του Καβάφη (Ο ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν. Ευγενικά τους μίλησε κλπ.), με βεβαιότατη τη σάτιρα για τον Παπανδρέου. Στη σ. 410 υπάρχει σαφέστατη αναφορά στο ποίημα του Εγγονόπουλου «Πρωινό τραγούδι», αλλά νομίζω με ειρωνική διάθεση, ενώ στη σ. 499 έχουν την τιμητική τους ο Ελύτης και τα νησιά. Ας περιοριστώ σ’ αυτές μόνο τις αναφορές, αν και πολύ θα ήθελα να εξακριβώσω αν το καθαρευουσιάνικο απόσπασμα της σ. 247 (« Η νεαρά γυνή εφαίνετο ζώσα ονειρώδη ζωήν…») είναι από τον Ροΐδη, που όπως φαίνεται στάθηκε μεγάλος δάσκαλος για τον Αρανίτση. Προπάντων όσον αφορά τις παρομοιώσεις οι οποίες βρίθουν σε βαθμό πληθωρισμού μέσα στο έργο και στις οποίες στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η γοητεία της σάτιράς του. Και τι γνώσεις νομικής (εκτός αν όλα εκείνα τα άρθρα των νόμων που αναφέρει είναι πλασματικά, μέρος κι αυτό της σάτιράς του) και τι γνώσεις μουσικής (εδώ όμως είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για ουσιαστικές γνώσεις) και τι γνώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας!
Το βιβλίο του Αρανίτση δεν είναι εύκολο. Είναι όμως γοητευτικότατο.

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006

ΝΑΝΤΙΑ

Υπάρχουν βιβλία για τα οποία διερωτάσαι γιατί γράφτηκαν και προπάντων γιατί εκδόθηκαν. Ένα απ' αυτά το "Νάντια" της Λένας Διβάνη, εκδ. Μελάνι, 2006, νουβέλα. Το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί πολύ επιτυχημένο μόνο αν στόχος της συγγραφέως ήταν η διαφήμιση του Hondos της Ερμού!

Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006

ΠΟΛΥ ΒΟΥΤΥΡΟ ΣΤΟ ΤΟΜΑΡΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

Μόλις τέλειωσα το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη "Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου" (Κέδρος,2006). Δεν ξέρω τι να πω. Είμαι ακόμα βυθισμένη σε κείνη τη μακρινή (;) εποχή του 1963, περπατώ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ακούω τις ζητωκραυγές του πλήθους που συγκεντρώθηκε να υποδεχτεί τον Ντε Γκωλ, θυμάμαι πρόσωπα και γεγονότα. Όμως ταυτόχρονα νιώθω πως βγήκα από ένα κόσμο εντελώς άγνωστό μου, τον κόσμο του παρακράτους, του περιθωρίου, χαρτοπαίκτες, χασικλήδες, φονιάδες, βασανιστές, ομοφυλόφιλους, "κολλητήρια", απατεώνες, διπλούς πράκτορες, πατριδοκάπηλους, φτωχούς και βασανισμένους που επινοούν το κάθε τι για να επιβιώσουν (ακόμα και νομίσματα καταπίνει κάποιος που του πετούν άλλοι για χάζι, τα οποία ύστερα, στο σπίτι του αφοδεύει, πλένει και ...βγάζει έτσι το μεροκάματο!). Πρόσωπα που και μόνο το παρωνύμιο με το οποίο είναι κυρίως γνωστοί, Εικοσιδυός ή Κινητό Κρεοπωλείο, Αφρός, Βεδουίνος, Σιδεροφάγος, ο Καίσαρας, ο Μπέμπαρος, ο Σφυριχτός και πλήθος άλλοι, τόσοι που δεν τους συγκρατείς εύκολα, είναι χαρακτηριστικά της παρανομίας στην οποία κινούνται και δρουν. Σκηνές του εμφυλίου, σκληρές σκηνές όπως "Το κατσαβίδιασμα" ή η περιγραφή της κομμένης κεφαλής του Άρη (τι να πρωτοθυμηθώ απ' αυτό το μυθιστόρημα), που όμως εναλλάσσονται με σκηνές γεμάτες χιούμορ, ένα χιούμορ ειρωνικό, ανατρεπτικό. Οι ήρωές του, όλοι οι φτωχοδιάβολοι της τότε Θεσσαλονίκης, φαίνονται να τη γλεντάνε τη φτώχια και την περιθωριοποίησή τους. Γλώσσα σε πλήρη εναρμόνιση με τα πρόσωπα, με λεξιλόγιο που καθόλου δεν προβληματίζεται για την κοσμιότητά του. Λέξεις όπως γαμ.. ή σκ...ή άλλες ανάλογες είναι μόνιμες στους διαλόγους του και σκηνές όπως μια πεταμένη ροχάλα όχι λίγες φορές προκαλούν την αηδία. Ένας λογοτεχνικός νατουραλισμός που ορισμένες στιγμές δύσκολα αντέχεται. Διερωτώμαι αν ήταν τόσο απαραίτητος. Το παρομοίασαν με το "Ζ", αλλά ούτε κατά διάνοια, νομίζω, εκτός ίσως το ίδιο χρονικό διάστημα στο οποίο διαδραματίζεται (17-19 Μαΐου 1963) αν και σταματά εκεί που αρχίζει το "Ζ". Βρίσκομαι σε μια αμφιθυμία. Από τη μια αναγνωρίζω το δυνατό γράψιμο, από την άλλη σκέφτομαι πως οι δύσοσμες αυτές αναθυμιάσεις χρειάζονται ένα πολύ γερό λογοτεχνικό στομάχι, που δεν ξέρω πόσοι διαθέτουν. Κι ακόμα προβληματίζομαι για την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου είδους λογοτεχνίας.