Τετάρτη, Απριλίου 20, 2011

Η δύναμη και η δόξα

Πρωτοδιαβασμένο πριν από χρόνια το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην "Η δύναμη και η δόξα",  (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989, μετ. Ελένη Δεληγιάννη) μου είχε αφήσει μια μελαγχολική, ζοφερή ανάμνηση δυστυχίας, φτώχιας, καταδίωξης. Ξαναδιαβασμένο τώρα δεν διαφοροποιεί την εικόνα που μου είχε δημιουργήσει, μόνο που αυτή η εικόνα ξαναγράφεται πιο έντονα μέσα μου, διεγείροντας καινούριους προβληματισμούς.
Μεξικό. Δεκαετία του '30. Η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται υπό διωγμό από το φασιστικό καθεστώς. Οι ιερείς είτε εγκαταλείπουν τη χώρα είτε εξαναγκάζονται να παντρευτούν, αποβάλλοντας έτσι το ιερατικό σχήμα. Ένας ιερέας, ο ανώνυμος κεντρικός χαρακτήρας του Γκράχαμ Γκρην, τριγυρίζει στη ρημαγμένη χώρα προσπαθώντας να βρει ευκαιρία να περάσει τα σύνορα. Κάθε άλλο παρά ιδανική μορφή ιερωμένου, "μπεκρόπαπας" αποκαλείται λόγω του αλκοολισμού του, με ένα εξώγαμο παιδί να βαραίνει ακόμα περισσότερο τη συνείδησή του. Οι "κοκκινοπουκάμισοι", όπως ονομάζονται οι παραστρατιωτικές ομάδες του καθεστώτος, στην προσπάθειά τους να τον εντοπίσουν, δεν διστάζουν να συλλάβουν και να εκτελέσουν ομήρους. Εκείνος, παρ' όλο τον κίνδυνο που διατρέχει, στα χωριά όπου καταφεύγει τελεί λειτουργίες, βαφτίζει παιδιά, εξομολογεί. Ένας μιγάδας τον αναγνωρίζει, τον ακολουθεί περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να τον καταδώσει, εισπράττοντας, ως άλλος Ιούδας, τα αργύρια της επικήρυξης.
Την ώρα που ο "μπεκρόπαπας" έχει βρει δυο μουλάρια κι έναν οδηγό για να φύγει από τη χώρα, ο μιγάδας εμφανίζεται και του ζητά να τον ακολουθήσει κοντά σ' έναν ετοιμοθάνατο "γιάνκη", ένα καταζητούμενο ληστή και δολοφόνο που θέλει να εξομολογηθεί. Ο ιερέας διστάζει. Ξέρει ότι είναι παγίδα, όμως νικά τους δισταγμούς του και σπέυδει κοντά στον ετοιμοθάνατο, ξέροντας ότι αυτό είναι το τέλος του.
Ο υπολοχαγός, που σαν άλλος Ιαβέρης τον καταζητούσε καιρό, δείχνει ευσπλαχνία κι ανθρωπιά. Εκτελώντας επιθυμία του ιερέα να εξομολογηθεί καταφεύγει σ΄ έναν άλλο ιερέα που είχε υποκύψει και παντρευτεί. Αλλά εκείνος αρνείται. Η σύγκριση ανάμεσα στους δυο ιερείς είναι αναπόφευκτη. Η δραματική τελευταία νύχτα πριν από την εκτέλεσή του είναι από τις ωραιότερες σκηνές του βιβλίου. Ο φτωχός ιερέας εξομολογείται στον εαυτό του. "Τι ανόητος που ήταν να πιστέψει πως θα ήταν αρκετά δυνατός για να μείνει, ενώ οι άλλοι έφευγαν. "Τι απίθανος άνθρωπος είμαι", σκέφτηκε," και πόσο άχρηστος! Δεν έχω κάνει τίποτα για κανέναν. Θα μπορούσα και να μην είχα ζήσει ποτέ μου". Οι γονείς του είχαν πεθάνει. Σύντομα κι αυτός δεν θα ήταν ούτε μια ανάμνηση. Στο κάτω κάτω, ίσως, αυτή τη στιγμή να μη φοβόταν την αιώνια καταδίκη-ακόμα κι ο φόβος του πόνου κρύφτηκε στα κατάβαθα. Ένιωθε μόνο μια πελώρια απογοήτευση, γιατί θα 'πρεπε να παρουσιαστεί στο Θεό με άδεια χέρια, χωρίς να 'χει κάνει απολύτως τίποτα." 
Ο τίτλος του βιβλίου παρμένος από την εκκλησιαστική ευχή "ότι Σου εστίν η βασιλεία, η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος..." επιβεβαιώνεται με τον εξαιρετικό επίλογο του βιβλίου. Όταν νομίζουν πως όλοι οι ιερείς έχουν εξοντωθεί, ένας ξένος φτάνει στη χώρα. Είναι ένας νέος ιερέας.

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2011

Ο κλέφτης των ονείρων

Δεν θυμάμαι τι ακριβώς ήταν εκείνο που με ώθησε να αγοράσω το μυθιστόρημα του Μισέλ Ζουβέ "Ο κλέφτης των ονείρων" (Ηλέκτρα, 2005, μετ. Μαρία Βώττα). Να ήταν το ότι διαδραματίζεται στη Βενετία ή γιατί έχει να κάνει με τα όνειρα, θέματα που και τα δύο πολύ με ενδιαφέρουν; Η λογοτεχνική Βενετία, η Βενετία ως λογοτεχνικός τόπος, μπορώ να πω ότι με ελκύει περισσότερο από την πραγματική Βενετία, την οποία επισκέφθηκα δυο φορές. Οι συγγραφείς (και δεν είναι λίγοι), εξιδανικεύοντάς την, κατορθώνουν να της προσδώσουν μια μυστηριακή εικόνα που δημιουργούν τα κανάλια, τα στενά δρομάκια, τα παλιά αρχοντικά, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα, η ιστορία που τη συνοδεύει, πράγματα που ο επισκέπτης της πεζής πραγματικότητας δεν μπορεί πάντα να διακρίνει.
Κι από την άλλη τα όνειρα. Αυτή η εξίσου μυστηριακή διαδικασία του ύπνου που και αυτή απασχόλησε όχι λίγο τόσο τη λογοτεχνία όσο και την ψυχιατρική, με θεμελιωτή βέβαια τον Φρόιντ, αλλά ακόμη και τη λαϊκή παράδοση και τις λαϊκές δοξασίες. Τι είναι το όνειρο, ποια η λειτουργία του, τι μπορούν να αποκαλύψουν για την προσωπικότητα και το υποσυνείδητο τα όνειρά μας; Υπάρχουν προφητικά όνειρα;
Παρ' όλο που το βιβλίο του Ζουβέ συνδυάζει και τα δυο αυτά αγαπημένα μου θέματα, δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε. Αφενός βρίσκω ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στη θεωρία του ίδιου του συγγραφέα όσον αφορά τα όνειρα, με όρους ενίοτε δυσνόητους και αφετέρου για το απίθανο της όλης υπόθεσης όπως εξελίσσεται στο τέλος.
Ας γίνω πιο σαφής. Ο Μισέλ Ζουβέ, επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Λυών, ασχολήθηκε συστηματικά με το "μυστήριο" που περιβάλλει τον ύπνο και τα όνειρα. Ο ήρωας του μυθιστορήματός του δεν χρησιμοποιείται μόνο ως η persona του, αλλά  ο ίδιος ο συγγραφέας είναι ο πρωταγωνιστής. Ο ίδιος είναι ο αφηγητής. Δηλαδή ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος επιστήμονας, με ιδιαίτερες έρευνες και ανακαλύψεις γύρω από τα όνειρα,  τον οποίο εξακολουθούν να καλούν σε συνέδρια ή να του ζητούν άρθρα για περιοδικά και που δεν τον αφήνει ασυγκίνητο το ωραίο φύλο. Ο Μισέλ Ζουβέ είναι ο εισηγητής της θεωρίας του παράδοξου ύπνου, δηλαδή μιας περιόδου του ύπνου μας όπου η ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου είναι ταχύτατη. Αν ξυπνήσουμε κάποιον την ώρα που βρίσκεται στο στάδιο του παράδοξου ύπνου, συνήθως μπορεί να αφηγηθεί τα όνειρά του με πολλές λεπτομέρειες. Επιπλέον ο Ζουβέ με πειράματα σε ποντίκια έδειξε ότι με τη χορήγηση ενός φαρμάκου μπορεί να επέμβει στα όνειρα και να αλλοιώσει την ίδια την προσωπικότητα του ανθρώπου.
Ο Ζουβέ, υποφέροντας από πόνους στη μέση, έρχεται κάθε χρόνο στο Μοντεγκρότο, στα νότια της Πάντοβας, πολύ κοντά στη Βενετία, σ' ένα ξενοδοχείο με θερμά λουτρά και λασπόλουτρα (fango στα ιταλικά). Από εκεί επισκέπτεται καθημερινά τη Βενετία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να γράψει ένα άρθρο, πάντα γύρω από τις έρευνές του. Σιγά-σιγά όμως παράξενα και ανεξήγητα γεγονότα αρχίζουν να του συμβαίνουν. Νομίζει πως βλέπει μια ωραία κοπέλα να εμφανίζεται ταυτόχρονα σε δυο διαφορετικά μέρη. Ο ίδιος, με την παρέμβασή του σ' ένα συνέδριο ανατρέπει την ίδια τη θεωρία του. Η όλη προσωπικότητά του φαίνεται να έχει αλλοιωθεί. Τι να συμβαίνει; Το μυθιστόρημα παίρνει χροιά αστυνομικού και κατασκοπευτικού μυθιστορήματος. Η λύση που θα δοθεί άραγε θα επιβεβαιώσει ή θα ανατρέψει τη θεωρία του για τον παράδοξο ύπνο και τα όνειρα;
Ενδιαφέρον βέβαια ως θέμα, ωραία και ρεαλιστική η ατμόσφαιρα της λουτρόπολης και της Βενετίας, αλλά η υπερβολή στην επιστημονική πλευρά αποβαίνει εις βάρος της λογοτεχνικότητας του κειμένου.

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Συνεσταλμένος δολοφόνος

Έχω την εντύπωση ότι σήμερα το διήγημα είναι ένα κάπως παραμελημένο, περιθωριοποιημένο λογοτεχνικό είδος. Το μυθιστόρημα κυριαρχεί στις αναγνωστικές προτιμήσεις, παρ' όλο ότι πολλοί νέοι λογοτέχνες αρχίζουν την πεζογραφική τους πορεία με την ευσύνοπτη φόρμα του διηγήματος (και καλά κάνουν). Όμως το διήγημα δεν έχει τη δεσπόζουα θέση που κατείχε το 19ο αι. και στις αρχές του 20ου αι., τότε που εύρισκε τη θέση του ακόμη και στις στήλες των εφημερίδων.
Κι όμως συχνά, αν οι συγκυρίες και, σπανιότερα, η συνειδητή επιλογή μας οδηγήσει στην ανάγνωση διηγημάτων, δεν είναι μικρότερη η αναγνωστική απόλαυση που αντλούμε απ' αυτά. Μια τέτοια συλλογή  διάβασα πρόσφατα και ομολογώ ότι, παρά τις εν μέρει επιφυλάξεις μου, τα απόλαυσα.
Πρόκειται για οκτώ διηγήματα του Τάσου Αναστασίου υπό τον τίτλο "Συνεσταλμένος δολοφόνος" (Κουκκίδα, 2011). Θα τα ονόμαζα μάλλον νουβέλες, γιατί η έκτασή τους κυμαίνεται μεταξύ των 30-40 σελίδων.
Μου θύμισαν το ευαγγελικό "οίνος νέος εις ασκούς παλαιούς", χωρίς το "παλαιούς" να χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Το αντίθετο. Μου άρεσαν. Η σύχρονη ελληνική ζωή, οι νέες ιδέες, τα σύγχρονα προβλήματα εκτίθενται μέσα από την κλασική φόρμα του διηγήματος: Πλοκή, δέση, κορύφωση, λύση. Οι εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, όμως δεν είναι οι ευτυχέστερες στιγμές. Για παράδειγμα, στο διήγημα "Φελλίνι my ass (ρε!)", όπου γίνεται απόπειρα για μια πρωτοτυπία στη μορφή, βρίσκω το αποτέλεσμα πολύ κατώτερο από άλλα.
Από τα πλεονεκτήματα του βιβλίου ο γλωσσικός πλούτος. Μέσα στη σύγχρονη λεξιπενία που δεν αφήνει ανεπηρέαστη ούτε τη λογοτεχνική γραφή, η γλώσσα του Αναστασίου θυμίζει παλιές, καλές, πλούσιες γλωσσικά εποχές. Αν και ενίοτε φτάνει στη γλωσσική εκζήτηση σε σημείο που να ταιριάζει για τον ίδιο αυτό που διατυπώνει ένας από τους χαρακτήρες του ως κριτική ενός περιοδικού: "Ωραία γλωσσική συσκευασία ελαφρώς ανώτερη του κάποτε γλυκανάλατου περιεχομένου".
Οι ανθρώπινες σχέσεις, η ψυχολογική ανάλυση, ο ενδιάθετος λόγος και προβληματισμός κυριαρχούν στο βιβλίο, ενώ η όλη ατμόσφαιρα τόπου και χρόνου χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστικότητα της γραφής. Σ' ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής, "Το χαμόγελο του Τούρκου", εκτός από τη λεπτή ψυχολογική παρατήρηση, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως περπατάει μαζί με τους ήρωες του διηγήματος στα δρομάκια της τούρκικης συνοικίας της Κομοτηνής. Και σ' ένα άλλο ωραίο διήγημα, "Το περιστατικό στο χιόνι", η σχολική ατμόσφαιρα φαντάζει τόσο οικεία που ο εκπαιδευτικός-αναγνώστης ταυτίζεται, συμπάσχει, θυμάται.
Μου άρεσε ο τρόπος που κάθε διήγημα τελειώνει. Υπάρχει μια πρωτοτυπία, το θέμα δεν κλείνει οριστικά. Ο συγγραφέας μοιάζει να εισχώρησε για λίγο στη ζωή κάποιων προσώπων, μας περιέγραψε ένα κομμάτι της και σε μια στιγμή αποχώρησε, ενώ τα πρόσωπα συνεχίζουν τη ζωή και την πορεία τους.
Νομίζω πως ο τίτλος της συλλογής είναι εν μέρει παραπλανητικός. Όχι μόνο γιατί παραπέμπει σε αστυνομικό βιβλίο, αλλά και γιατί δεν πιστεύω ότι το ομότιτλο διήγημα είναι το πιο αντιπροσωπευτικό της συλλογής.
Και μια τελευταία παρατήρηση. Στο βιβλίο αφθονεί η χρήση παρενθέσων, κάποτε σε σημείο ενοχλητικό. Συχνά δοκίμαζα να ξαναδιαβάσω μια φράση χωρίς την παρένθεση και το νόημα δεν άλλαζε. Δεν ξέρω γιατί αυτή η κατάχρηση ακόμη και σε σημεία που δεν είναι απαραίτητη.
Ο Τάσος Αναστασίου με το πρώτο του αυτό πεζογράφημα εμφανίζει πολλές δυνατότητες. Ως διηγηματογράφος πιστεύω θα έπρεπε να δώσει πιο συνεπτυγμένη φόρμα στα κείμενά του, αλλά θα ήταν, νομίζω, εξίσου καλός και ως μυθιστοριογράφος.