Πρωτοδιαβασμένο πριν από χρόνια το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην "Η δύναμη και η δόξα", (Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 1989, μετ. Ελένη Δεληγιάννη) μου είχε αφήσει μια μελαγχολική, ζοφερή ανάμνηση δυστυχίας, φτώχιας, καταδίωξης. Ξαναδιαβασμένο τώρα δεν διαφοροποιεί την εικόνα που μου είχε δημιουργήσει, μόνο που αυτή η εικόνα ξαναγράφεται πιο έντονα μέσα μου, διεγείροντας καινούριους προβληματισμούς.
Μεξικό. Δεκαετία του '30. Η Καθολική Εκκλησία βρίσκεται υπό διωγμό από το φασιστικό καθεστώς. Οι ιερείς είτε εγκαταλείπουν τη χώρα είτε εξαναγκάζονται να παντρευτούν, αποβάλλοντας έτσι το ιερατικό σχήμα. Ένας ιερέας, ο ανώνυμος κεντρικός χαρακτήρας του Γκράχαμ Γκρην, τριγυρίζει στη ρημαγμένη χώρα προσπαθώντας να βρει ευκαιρία να περάσει τα σύνορα. Κάθε άλλο παρά ιδανική μορφή ιερωμένου, "μπεκρόπαπας" αποκαλείται λόγω του αλκοολισμού του, με ένα εξώγαμο παιδί να βαραίνει ακόμα περισσότερο τη συνείδησή του. Οι "κοκκινοπουκάμισοι", όπως ονομάζονται οι παραστρατιωτικές ομάδες του καθεστώτος, στην προσπάθειά τους να τον εντοπίσουν, δεν διστάζουν να συλλάβουν και να εκτελέσουν ομήρους. Εκείνος, παρ' όλο τον κίνδυνο που διατρέχει, στα χωριά όπου καταφεύγει τελεί λειτουργίες, βαφτίζει παιδιά, εξομολογεί. Ένας μιγάδας τον αναγνωρίζει, τον ακολουθεί περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να τον καταδώσει, εισπράττοντας, ως άλλος Ιούδας, τα αργύρια της επικήρυξης.
Την ώρα που ο "μπεκρόπαπας" έχει βρει δυο μουλάρια κι έναν οδηγό για να φύγει από τη χώρα, ο μιγάδας εμφανίζεται και του ζητά να τον ακολουθήσει κοντά σ' έναν ετοιμοθάνατο "γιάνκη", ένα καταζητούμενο ληστή και δολοφόνο που θέλει να εξομολογηθεί. Ο ιερέας διστάζει. Ξέρει ότι είναι παγίδα, όμως νικά τους δισταγμούς του και σπέυδει κοντά στον ετοιμοθάνατο, ξέροντας ότι αυτό είναι το τέλος του.
Ο υπολοχαγός, που σαν άλλος Ιαβέρης τον καταζητούσε καιρό, δείχνει ευσπλαχνία κι ανθρωπιά. Εκτελώντας επιθυμία του ιερέα να εξομολογηθεί καταφεύγει σ΄ έναν άλλο ιερέα που είχε υποκύψει και παντρευτεί. Αλλά εκείνος αρνείται. Η σύγκριση ανάμεσα στους δυο ιερείς είναι αναπόφευκτη. Η δραματική τελευταία νύχτα πριν από την εκτέλεσή του είναι από τις ωραιότερες σκηνές του βιβλίου. Ο φτωχός ιερέας εξομολογείται στον εαυτό του. "Τι ανόητος που ήταν να πιστέψει πως θα ήταν αρκετά δυνατός για να μείνει, ενώ οι άλλοι έφευγαν. "Τι απίθανος άνθρωπος είμαι", σκέφτηκε," και πόσο άχρηστος! Δεν έχω κάνει τίποτα για κανέναν. Θα μπορούσα και να μην είχα ζήσει ποτέ μου". Οι γονείς του είχαν πεθάνει. Σύντομα κι αυτός δεν θα ήταν ούτε μια ανάμνηση. Στο κάτω κάτω, ίσως, αυτή τη στιγμή να μη φοβόταν την αιώνια καταδίκη-ακόμα κι ο φόβος του πόνου κρύφτηκε στα κατάβαθα. Ένιωθε μόνο μια πελώρια απογοήτευση, γιατί θα 'πρεπε να παρουσιαστεί στο Θεό με άδεια χέρια, χωρίς να 'χει κάνει απολύτως τίποτα."
Ο τίτλος του βιβλίου παρμένος από την εκκλησιαστική ευχή "ότι Σου εστίν η βασιλεία, η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος..." επιβεβαιώνεται με τον εξαιρετικό επίλογο του βιβλίου. Όταν νομίζουν πως όλοι οι ιερείς έχουν εξοντωθεί, ένας ξένος φτάνει στη χώρα. Είναι ένας νέος ιερέας.
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ