"Πόσο παράξενο πράγμα, φίλοι μου, φαίνεται πως είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευχάριστο. Τι περίεργη σχέση έχει από τη φύση του με κείνο που θεωρείται αντίθετό του, δηλαδή με το δυσάρεστο. Και τα δύο ποτέ δεν θέλουν να έρχονται ταυτόχρονα στον άνθρωπο. Όταν όμως κανείς επιδιώκει το ένα και το αποκτά, σχεδόν αμέσως είναι αναγκασμένος να αποκτά και το άλλο, σαν να είναι αυτά τα δύο αντίθετα πράγματα δεμένα από μία και την ίδια κορυφή".
Τα λόγια τούτα του Σωκράτη, καθώς υποδεχόμενος τους μαθητές του στη φυλακή, την τελευταία μέρα της ζωής του, αισθάνεται την ανακούφιση στο πόδι του που μόλις λύθηκε από τα δεσμά που του προκαλούσαν πόνο, μου ξανάρχονται στο νου, καθώς συνειδητοποιώ την ευχαρίστηση του να ξαναβρίσκομαι στο σπίτι μου, στο γνώριμο περιβάλλον, στη συντροφιά των βιβλίων και στην επικοινωνία του υπολογιστή, μετά από μια σύντομη παραμονή στο νοσοκομείο (δυο μέρες και μια νύχτα) για κάποιες εξετάσεις. Μια ευχαρίστηση που όσο την έχουμε δεν την εκτιμούμε όσο πρέπει.
Κρίμα που δεν μπορώ να πω το ίδιο για το βιβλίο που έτυχε να διαβάσω αυτές τις μέρες. Τίτλος "Σαν γυναίκα στο φιδάκι", συγγραφέας Μαργαρίτα Παπ (ψευδώνυμο) και είναι αυτοέκδοση που έγινε στην Κύπρο. Κρίμα να σπαταλιέται κάποιος που αποδεδειγμένα μπορεί να γράψει, στο να εκδώσει υπό τύπο μυθιστορήματος τα απωθημένα του, ένα είδος ψυχοθεραπείας διά της συγγραφής. Το βιβλίο εξιστορεί την προσπάθεια της συγγραφέως, μετά την επάνοδο από τις σπουδές της στην Ελλάδα, να βρει εργασία και να εγκλιματιστεί στο κυπριακό περιβάλλον. Είναι ένα δριμύ κατηγορώ για τα "μέσα", την καταπίεση των γονιών, του συζύγου, των εργοδοτών και όλων γενικά προς τη γυναίκα. Εξού και ο τίτλος που υπονοεί το γνωστό επιτραπέζιο παιγνίδι "Φίδια και σκάλες" που το ρίξιμο του ζαριού σε ανεβάζει ή σε κατεβάζει. Ζώντας κι εγώ στην κυπριακή κοινωνία, έχοντας κι εγώ σπουδάσει στην Ελλάδα, έχοντας συναντήσει κι εγώ δυσκολίες ως γυναίκα (και μάλιστα σε εποχές παλαιότερες από της συγγραφέως που τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα για τη γυναίκα), βρίσκω το βιβλίο υπερβολικό και άδικο για την κοινωνία μας. Είμαστε βέβαια επαρχία, δεν μπορούμε να συγκριθούμε με την Αθήνα, όπως ούτε κι η Αθήνα με το Παρίσι. Αλλά από το σημείο αυτό ως το να μιλάμε για "αναχρονιστική κοινωνία", για "αρρωστημένη κοινωνία", για "μεσαίωνα", για "την πικρή πραγματικότητα της κυπριακής κοινωνίας", για κουτσομπολιό, ζήλεια και δουλοπρέπεια και δεν ξέρω τι άλλο που μας χαρακτηρίζει, είναι εντελώς απαράδεχτο. Άλλωστε, η ίδια πουθενά δεν φαίνεται ευχαριστημένη, την βάζουν να δουλέψει στο ταμείο δεν της αρέσει, την βάζουν σε άλλη υπηρεσία, πάλι ζητά να φύγει. Κι ενώ καταφέρεται τόσο εναντίον των "μέσων", η ίδια τα χρησιμοποιεί κατά κόρον. Δεν θέλω ν' ασχοληθώ περισσότερο μ' ένα βιβλίο που αντί να εκδοθεί θα 'πρεπε να αποτελέσει το περιεχόμενο συναντήσεων ψυχοθεραπείας. Και για να τελειώσω και πάλι με τον Σωκράτη. Στον "Κρίτωνα", όταν του προτείνουν να δραπετεύσει, αρνείται, παρουσιάζοντας τους προσωποποιημένους Νόμους να του λένε πως ποτέ δεν απαγόρευσαν σ' όποιον δεν του άρεσαν οι ίδιοι και η κατάσταση της πολιτείας, "να πάρει τα πράγματά του και να φύγει". Άραγε, το σκέφτηκε αυτό ποτέ η άγνωστη συγγραφέας, η φορτωμένη παράπονα με την κυπριακή κοινωνία;