Για δυο περίπου βδομάδες μου κράτησε συντροφιά το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου "Άγιοι και δαίμονες" με υπότιτλο "Εις ταν Πόλιν" (Μεταίχμιο, 2011). Σαν έκλεισα την 741η τελευταία σελίδα, έμεινα για ώρα πολλή να αναλογίζομαι όλη εκείνη τη μακρινή εποχή, την Πόλη, τις γειτονιές, τους δρόμους και τους καφενέδες της, τις ευτυχισμένες στιγμές αλλά και τη φρίκη των αποκεφαλισμών. Τα χαρέμια, την πανούκλα και τις πυρκαγιές, τη Φιλική Εταιρεία, τους έρωτες και τις προδοσίες. Ένιωθα μια θλίψη αποχωρισμού, καθώς είχα ζήσει μέρες και νύχτες με τους ήρωες του Καλπούζου, πεθαμένους εδώ και χρόνια, που η τέχνη του συγγραφέα τους ξανάφερε στη ζωή και τώρα, με το τέλος του βιβλίου, ξαναγύριζαν στην ανυπαρξία..
Λίγο-πολύ βέβαια αυτό συμβαίνει με κάθε βιβλίο. Όμως, δεν ξέρω γιατί, αυτή τη φορά τα συναισθήματα ήταν πολύ πιο έντονα. Ίσως γιατί ήταν τόσο ζωντανή, τόσο λεπτομερειακή, τόσο πειστική η αναπαράσταση της ζωής των αρχών του 19ου αι., που οι ήρωες του βιβλίου έπαψαν να είναι μυθιστορηματικά πρόσωπα, δημιουργήματα της μυθοπλαστικής φαντασίας, πήραν σάρκα και οστά, έγιναν γνωστοί και οικείοι και με πήραν μαζί τους στις περιπέτειες του βίου τους.
Είναι αδύνατο να προσπαθήσει κανείς να αποδώσει το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίς να το αδικήσει. Θα περιοριστώ λοιπόν σε μια πολύ γενική θεώρηση και θα σταθώ σε κάποιες σκηνές που χαράχτηκαν ανεξίτηλα μέσα μου. (Κι όμως κι αυτό το έργο αποδεικνύεται δυσχερές, όταν προσπαθώ να αναλογιστώ ποιες από τις σκηνές αυτές να αναφέρω).
Η χρονική περίοδος που καλύπτει το έργο είναι 1808-1832. Με δυο βασικούς κεντρικούς χαρακτήρες, τον Τζανή, που είναι και ο κύριος αφηγητής, ενώ παράλληλα ακούγονται και άλλες φωνές, και τον Ανθία, παιδιά της Πόλης, φίλους από τα παιδικά τους χρόνια, που άλλοτε συναντιούνται και άλλοτε χωρίζονται στις περιπέτειές τους, και με πλήθος άλλα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν, Έλληνες και Τούρκους, Εβραίους κι Αρμένηδες, άλλοτε πρόσωπα φανταστικά κι άλλοτε ιστορικά, μεταφερόμαστε στη μακρινή εκείνη εποχή. Ζούμε τη φοβερή επιδημία της πανούκλας, ταξιδεύουμε και ναυαγούμε στη Μαύρη Θάλασσα, συναντάμε κρυπτοχριστιανούς στον Πόντο, γνωρίζουμε τη ζωή στη φυλακή αλλά και στο χαρέμι, μυούμαστε στη Φιλική Εταιρεία και παρακολουθούμε τον ηρωικό θάνατο του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι. Πολλές είναι οι συγκλονιστικές σκηνές του βιβλίου, τα κομμένα κεφάλια και το αίμα πλημμυρίζουν τις σελίδες του. Ταυτόχρονα όμως και σκηνές ερωτικές και επεισόδια όπου η πονηριά κι η επινοητικότητα, ιδίως του πανέμορφου Ανθία, προκαλούν ένα χαμόγελο.
Μια από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου περιγράφεται στις σελίδες 97-101. Ο Λεωνής, αδερφός του Τζανή, συλλαμβάνεται γιατί διατηρεί σχέσεις με την αγαπημένη του, την οποία είχε αρπάξει ο πασάς. Ετοιμάζεται η δημόσια εκτέλεσή του. Γονατιστός περιμένει το χαντζάρι να πέσει στο λαιμό του, ενώ ο καδής ρωτάει: "Δέχεσαι να γίνεις μουσουλμάνος;", πράγμα βέβαια που θα του έσωζε τη ζωή. Η αγωνία κρατάει την αγαπημένη του που παρακολουθεί, τους οικείους του, που γι΄αυτούς είτε ο θάνατος είτε το να αλλαξοπιστήσει ήταν το ίδιο, αλλά η αγωνία διακατέχει κι εμάς τους αναγνώστες. Δεν θα πω τι έγινε. Όταν όμως τέλειωσα το διάβασμα της σκηνής, έκλεισα το βιβλίο, δεν μπορούσα να συνεχίσω, ήθελα κάποιο χρόνο να συνέλθω.
Εξίσου δυνατή σκηνή είναι ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ τον Απρίλη του 1821 (σ. 542-548).Έχω επισκεφθεί την Πόλη, έχω δει την κλειστή από τότε Πύλη στην οποία τον κρέμασαν, κι έτσι μπορούσα με τη φαντασία μου να αναπαραστήσω στιγμή με στιγμή το θλιβερό τέλος, όπως μας το αφηγείται ο Καλπούζος.
Η σκηνή του "σταυρώματος" του Τζανή, όταν οι γενίτσαροι τον καρφώνουν σ' έναν πλάτανο (συνήθης απ' ότι φαίνεται και από άλλα σημεία τρόπος βασανισμού), με τίποτα δεν μπορεί να σβηστεί από τη μνήμη. Τις σφαγές της Χίου το 1822 τις προσπερνάμε με λίγες γραμμές στην Ιστορία. Εδώ τις ζούμε σαν να ήμαστε εεκί, για μέρες ακούμε τις κραυγές τρόμου, βλέπουμε τις λεηλασίες, τους βιασμούς, τα πτώματα που κείτονται άταφα. "Αλλά όσα και να ιστορήσω δεν φτάνουν για να ειπωθούν τα βάσανα του κόσμου", ομολογεί ο συγγραφέας ενώ κάνει το θλιβερό απολογισμό: "Είκοσι πέντε με τριάντα χιλιάδες κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν, κοντά στις πενήντα χιλιάδες πουλήθηκαν σκλάβοι".
Ανατριχιάζεις, κλείνεις τα μάτια, σαν να μη θέλεις να δεις παρακάτω, όταν περιγράφεται το γδάρσιμο ζωντανού ανθρώπου, μια σκηνή που μου θύμισε μια ανάλογη του Χαρούκι Μουρακάμι στο "Κουρδιστό πουλί".
Τραγούδια της εποχής, παροιμίες με συμπυκνωμένη τη λαϊκή σοφία, σκέψεις γύρω από τη ζωή και το θάνατο δεν λείπουν από το βιβλίο, ούτε η αγάπη για τον τόπο και η εξύμνηση της ομορφιάς του. "Όποιος δεν έχει διαβεί τούτο το στενό να μην ειπεί πως ξεύρει τι σημαίνει ομορφιά του τόπου", λέει για το Βόσπορο.
Αλλά, πιστεύω, η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι η γλώσσα του. Με αληθοφάνεια προσεγγίζει τη γλώσσα της εποχής "που έρχεται σαν μυρωδιά από μένα', λέει ο αφηγητής Τζανής. Πλήθος οι λέξεις και φράσεις που χρήζουν ερμηνείας για το σύγχρονο αναγνώστη, που ευκολύνεται όμως με την εξήγησή τους στο κάτω μέρος της σελίδας. Μεγάλη ήταν η έκπληξή μου διαπιστώνοντας την ομοιότητα με το κυπριακό ιδίωμα, σε σημείο που για πλήθος λέξεις δεν χρειαζόμουν γλωσσάριο: Περίτου (=περισσότερο), που (=από), συντυχά(ι)νω (=κουβεντιάζω), λαλώ (=μιλώ), άτζαπα (=άραγε), (μ)πιλέ (=ούτε), αμά (=αλλά), κουμάρι (=χαρτοπαίγνιο) και δεκάδες άλλες είναι όχι μόνο κατανοητές αλλά και εν χρήσει τουλάχιστον από τους παλαιότερους Κυπρίους.
"Άγιοι και δαίμονες" λοιπόν, με το "και" να γράφεται αχνά στο εξώφυλλο του βιβλίου, έτσι που, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, να διαβάζεται και ως "Άγιοι δαίμονες". Η σύνθεση των αντιθέτων μέσα στον ίδιο λαό, ακόμα και μέσα στο ίδιο άτομο. Καλοσύνη και κακία, ομορφιά και σκήμια, πατριωτισμός και προδοσία, έρωτας και μίσος... Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα.