Βδομάδες τώρα κρατούσα στα χέρια μου και, παράλληλα με άλλα διαβάσματα, ξαναδιάβαζα αργά-αργά το μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη, την "Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ". Στο παλιό, κιτρινισμένο αντίτυπο, που δεν έχει ημερομηνία έκδοσης, ούτε ποιος ζωγράφισε τις εξαιρετικές βινιέτες και τα άλλα σχέδια που κοσμούν το βιβλίο, παρά μόνο τον εκδοτικό οίκο "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", νομίζω πως έψαχνα κάτι περισσότερο από την ιστορία του ευγενικόπουλου Νικηφόρου Σγουρού και της πριγκιπέσσας. Μου φαίνεται πως στις μισοφθαρμένες πια σελίδες αναζητούσα εκείνο το φωτεινό καλοκαίρι-το θυμάμαι, καλοκαίρι ήταν-της εφηβείας μου, όταν πρόσωπο αγαπημένο που πια δεν υπάρχει, μου το χάρισε, χαρίζοντάς μου ώρες πολλές αναγνωστικής απόλαυσης. Αλοίμονο, η εφηβεία δεν ξανάρχεται, όμως η ιπποτική ιστορία καθώς τη διαβάζω τώρα, πλουσιότερη "με όσα κέρδισα στο δρόμο", μου πρόσφερε μεγαλύτερη ίσως κι από τότε απόλαυση.
"Ηρωικό μυθιστόρημα" το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, παρουσιάζοντάς το σαν την αφήγηση ενός παλιού χρονογράφου, "ιπποτικό" θα το έλεγα. Χρόνια μεσαιωνικά, 1292-1297 ο χρόνος του έργου. Τόπος, η φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησος. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακερματισμένη, τοπικοί ηγεμόνες που αλληλομάχονται, προμηνύματα του τέλους. Ο νεαρός Νικηφόρος Σγουρός, γόνος ένδοξης οικογένειας από τ' Ανάπλι, ξεπεσμένος τώρα και άσημος, δεν ξεχνά την καταγωγή του. Ανυπόστατες κατηγορίες τον υποχρεώνουν να εγκαταλείψει την πόλη του και να οδεύσει προς το Μυτζηθρά (Μυστρά), που κτισμένος το 1250 από τον Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο κυριεύτηκε από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο κι ήταν μια νησίδα ελληνισμού τριγυρισμένη απ' τη Φραγκιά. Εκεί πρωτοστράτορας ήταν ένας συγγενής του, ο Σγουρομάλλης, κοντά στον οποίο ήλπιζε να βρει αποκατάσταση. Στην ψυχή του κουβαλάει το όραμα μιας γυναίκας που την είδε σαν οπτασία να περνά ένα βράδυ. "Πάνω σ' άλογο άσπρο, χρυσοχάμουρο, στητή, μια νεαρή αρχόντισσα περνάει. Είναι ξένη και ποτέ η φωνή της δεν έκρουσε τ' αυτιά του. Όμως κάτι του θυμίζει, κάτι που ίσως δε θα το βρει ποτέ. Τεντώνει το λαιμό του και την παρακολουθεί εναγώνια με το βλέμμα. Το πέρασμά της είναι αθόρυβο. Πνοή αύρας, χαϊδευτική, ανεμίζει το βαθυπράσινο μανδύα της, κι ένα μύρο θάλασσας, ανάσα του όρθρου αγνή, της δροσίζει το μέτωπο. Στο δρόμο που άφησε έρημο φεύγοντας, λες κι ακόμα του γνέφει τ' όραμά της καλώντας τον να την ακολουθήσει..."
Όμως οι ελπίδες του από τον πρωτοστράτορα, σύντομα θα διαψευστούν. Οι περιπέτειές του πλημμυρίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Θα γνωρίσει την προδοσία, θα μονομαχήσει, θα χάσει τ' άλογό του και μια μέρα έκθαμβος θα βρεθεί μπροστά στο ίνδαλμά του, τη γυναίκα που κουβαλούσε συνεχώς στη σκέψη του και θα διαπιστώσει πως δεν είναι άλλη από την Ιζαμπώ, Πριγκηπέσσα του κράτους των Βιλλαρδουίνων. Κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου και της ελληνίδας Άννας Αγγελίνας Κομνηνής, 11χρονη την πάντρεψαν με τον Φίλιππο Ντ' Ανζού. Μετά το θάνατό του παντρεύεται τον Φλωρέντιο Ντ' Αινώ. Ούτε τον ένα αγάπησε ούτε τον άλλο. Θλιμμένη πέρασε τη ζωή της, ξαναγυρίζοντας στο πατρικό της κάστρο, στην Καλαμάτα. Για ένα διάστημα ο νεαρός Σγουρός θα μπει στην υπηρεσία της. Θα πάρει μέρος σε μάχες, θα ζήσει για λίγο στη θάλασσα με τους κουρσάρους, θα ξαναγυρίσει όμως. Η επαφή του με τους βασανισμένους βιλάνους που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Φράγκους κατακτητές, η αγανάκτηση από τις ταπεινώσεις, τους θανάτους, τις δυσβάστακτες φορολογίες, τις εκτελέσεις αθώων, θα τον ωθήσουν στην οργάνωση μιας επιχείρησης για κατάληψη του Κάστρου. Σκοπός του ήταν να το παραδώσει στον άρχοντα του Μυστρά. Όμως η προδοσία παραμονεύει. Το Κάστρο της Καλαμάτας μένει για λίγο ελεύθερο, αλλά σύντομα ξαναγυρίζει στους Φράγκους κι ο Σγουρός, με μια ομάδα επαναστατημένων, θα συνεχίσει τον αγώνα του απ' το αντάρτικο των βουνών.
Τρεις γυνακείες μορφές προβάλλουν στο μυθιστόρημα και στη ζωή του Σγουρού. Είναι βέβαια η Ιζαμπώ, άπιαστο όνειρο, που σε μια ωραία σκηνή του τέλους την καλεί να τον ακολουθήσει αλλά εκείνη αρνείται. Είναι η Γενοβέζα Μπιάνκα που τον ερωτεύτηκε και τον βοήθησε με διάφορους τρόπους. Κι είναι και η νεαρή Σλάβα, η Βάρια, μια βιασμένη από Φράγκο κοπέλα, που τον αγαπάει με μια αγνή και άδολη αγάπη και θα βρει το θάνατο στη μάχη του Κάστρου.
Δεν ξέρει τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ' αυτό το επικό μυθιστόρημα του Τερζάκη. Πρέπει πολύ να είχε μελετήσει, πιθανότατα το "Χρονικό του Μορέως", για να αποδώσει με τόσες πληροφορίες και τόσο παραστατικά τη μακρινή εκείνη εποχή. Το λεξιλόγιό της, ο αργός ρυθμός της ζωής, πανδοχεία και νυχτερινές διαδρομές, μαντατοφόροι και άλογα, μονομαχίες, επαγγέλματα, η ζωή των αριστοκρατών κατακτητών και η ζωή των φτωχών κατακτημένων, λεπτομέρειες της ενδυμασίας ή του τρόπου διασκέδασης, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα πλάι στα μυθιστορηματικά, ιδεολόγοι και συμφεροντολόγοι, προδότες και αγνοί αγωνιστές, ολόκληρη η φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησος διαγράφεται με τρόπο μοναδικό και αξεπέρααστο.
Εντύπωση προκαλεί η συχνή ανατύπωση και οι επανειλημμένς εκδόσεις αυτού του ογκώδους και δύσκολου μυθιστορήματος. Κρίμα μόνο που η τελευταία (2009) δεν έχει τα σχέδια και απλοποιήθηκε στο μονοτονικό.