Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2012

Καβαφικοί φόνοι

Φαίνεται ότι έγινε μόδα να εμπνέονται οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων από τη λογοτεχνία. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι σε σύντομο διάστημα κυκλοφόρησαν δύο τέτοια μυθιστορήματα. Πρώτα το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη "Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών" (Ψυχογιός) στηριγμένο στη "Φόνισσα" και στο "Έγκλημα και τιμωρία", και τώρα κυκλοφορεί το επίσης αστυνομικό του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Καβαφικοί φόνοι" (Ψυχογιός, 2012) εμπνευσμένο από τον Καβάφη.
Το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη ήταν πιο συμπυκνωμένο και ως ένα βαθμό πιο πειστικό για τα αίτια των δολοφονιών και τον τρόπο εξιχνίασής τους. Διερωτώμαι γιατί ο Παπαθεοδώρου χρειάστηκε 514 σελίδες (ηλεκτρονικά 597) για να ολοκληρώσει το έργο του. Ίσως ήταν η προσπάθειά του να εντάξει όσο πιο πολλούς Καβαφικούς στίχους μπορούσε.
Η υπόθεση είναι εν συντομία η εξής: Ένας αποτυχημένος και κυνικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Νίκος Μάντης, αφού είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική, ανοίγει στην Αθήνα ένα γραφείο ερευνών με μηδαμινή πελατεία. Μια μέρα όμως ένα e-mail του προτείνει 20.000 ευρώ για να εξιχνιάσει μια δολοφονία και του καταθέτει ως προκαταβολή 2.000 ευρώ. Φυσικά αποδέχεται.. Το θύμα, μια 98χρονη εκκεντρική και πάμπλουτη πρώην πόρνη, βρέθηκε νεκρή. Όργανο του φόνου ήταν ένα χρυσό αιγυπτιακό ξίφος, που στη λαβή του είχε τη μορφή της Κλεοπάτρας. Στο χέρι της βρέθηκε επίσης ένα φωτοτυπημένο αντίγραφο του ποιήματος του Καβάφη "Πόλις", με τις μουντζούρες, τις διαγραφές, τα συνθηματικά αρχικά που ο Καβάφης συνήθιζε να βάζει στα πρόχειρά του, πριν τους δώσει την τελική μορφή. Στον τοίχο, στο πλαίσιο ενός κάδρου, ήταν ένα άλλο ποίημα, το "Αλεξανδρινοί βασιλείς".
Θα ακολουθήσουν αρκετοί άλλοι φόνοι (νομίζω επτά) και κάθε φορά ένα διαφορετικό καβαφικό ποίημα συνοδεύει το νεκρό. Εκτός από τα ποιήματα, πολλοί άλλοι στίχοι κυκλοφορούν στο βιβλίο, κυρίως όπως τους αναφέρει ένας πρώην καθηγητής στην Οξφόρδη, μελετητής του Καβάφη, τη βοήθεια του οποίου ζητά ο Μάντης για να εξιχνιάσει τις δολοφονίες.
Ενώ ο Παπαθεοδώρου που γνωρίσαμε τόσο διαφορετικό στην τετραλογία "Οι καιροί της μνήμης" είχε μια καλή ιδέα στην οποία να στηριχτεί, έμπλεξε τόσα πρόσωπα, τόσες υποθέσεις που ο αναγνώστης χάνεται μέσα στο λαβύρινθο της αφήγησης. Ο ντετέκτιβ εμφανίζεται εντελώς αδαής, κάνει διαρκώς καλαμπούρια, όχι πάντοτε επιτυχημένα και εκφράζεται με μια γλώσσα που προσιδιάζει στους σκληρούς του υποκόσμου.  Και κανένας λόγος νομίζω δεν υπάρχει να καταφεύγει ο συγγραφέας τόσο συχνά σε παρομοιώσεις, κάποτε εξεζητημένες.
Στο έργο, που διαδραματίζεται στην Αθήνα κυρίως και εν μέρει στην Αλεξάνδρεια, κυκλοφορεί πολλή ομοφυλοφιλία, που κάποια στιγμή επισημαίνεται και στο ίδιο το βιβλίο. Υπάρχουν επίσης γεγονότα που δεν σχετίζονται άμεσα με το κεντρικό θέμα, όπως για παράαδειγμα ο παράλυτος και εντελώς ακίνητος αδελφός του Μάντη που νοσηλεύται σε μια κλινική ή η αντικατάσταση μιας αγιογραφίας από το μοναστήρι του όρους Σινά, με αντίγρφαφο από έναν αρχαιοκάπηλο. Έστω κι αν αυτός δολοφονείται, η δολοφονία του δεν σχετίζεται με την αρχαιοκαπηλία.
Αν και στην αρχή το μυθιστόρημα κινεί το ενδιαφέρον, γίνεται στη συνέχεια δαιδαλώδες και κουραστικό. Ας διαβάσουμε καλύτερα απευθείας τον Καβάφη!

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2012

Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22

Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν σημαίνει πάντα ότι είναι και ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Αυτό αισθάνθηκα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Αμάντα Χότζκινσον  "Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22" (Πατάκης, 2012, μετ. Μυρτώ Καλοφωλιά), το πρώτο της, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της. Είναι ένα αξιοπρεπές, θα έλεγα, βιβλίο, ένα αγγλικό ευπώλητο, ίσως κάπως καλύτερο από τα αντίστοιχα δικά μας.
Το μυθιστόρημα μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το παρόν είναι το 1946 και το παρελθόν τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα νέο ερωτευμένο ζευγάρι, ο Γιάνους και η Σιλβάνα, που ζουν στην Πολωνία, χωρίζονται από  τον πόλεμο. Εκείνος φεύγει για να καταταγεί, όμως διάφορες συγκυρίες τον αποκόπτουν από τη μονάδα του, ουσιαστικά λιποτακτεί κι έπειτα από αρκετές περιπέτειες κατορθώνει να φτάσει στη Γαλλία και από εκεί στην Αγγλία, όπου και παίρνει μέρος στον πόλεμο.
Η Σιλβάνα, μόνη με τον δεκατεσσάρων μηνών γιο τους, υφίσταται βιασμό από ένα Γερμανό στρατιώτη και προσπαθεί να φύγει από την κατειλημμένη Βαρσοβία. Για έξι χρόνια θα περιπλαηνθεί στα δάση, θα βρει ανθρώπους που θα τη βοηθήσουν, άλλους που θα την εκμεταλλευτούν, αλλά ουσιαστικά έμαθε να επιβιώνει μόνη με το γιο της μέσα στο δάσος.
Όταν ο πόλεμος τελειώνει, ο Γιάνους που έχει εγκατασταθεί στο Ίπσουιτς, αναζητά, βρίσκει τη Σιλβάνα, η οποία και φτάνει στην Αγγλία με το γιο της. Προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα των έξι χρόνων. Δεν είναι πια οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν χωρίσει πριν από έξι χρόνια. Ο καθένας κάτι έχει να κρύψει από τον άλλον. Θα περάσουν πολλές δυσκολίες ωσότου προσαρμοστούν στην καινούρια ζωή, αλλά τελικά το βιβλίο έχει ένα "happy end".
Η συγγραφέας δεν ακολουθεί μια εθύγραμμη αφήγηση. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο Ίπσουιτς του παρόντος και τα κεφάλαια "Γιάνους" και "Σιλβάνα", όπου περιγράφεται η ξεχωριστή ζωή που έζησε ο καθένας.
Η επιτυχία του βιβλίου σε Αγγλία και Αμερική και η ταυτόχρονη μετάφρασή του σε δέκα γλώσσες δεν στοιχειοθεεί κατ' ανάγκη κα τη λογοτεχνική του αξία.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012

Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου

"Είδος δοκιμιακού μυθιστορήματος με θέμα τη λογοτεχνία". Δεν νομίζω ότι μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος προσδιορισμός του είδους του βιβλίου του Δημήτρη Φύσα "Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου" (Εστία, 2012). Ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζετται στην Αθήνα του 2004-2005 και που δεν μπορεί παρά να αρέσει σε κάθε εραστή της λογοτεχνίας.
Μια νέα κοπέλα, η Βάλια Σουρμελή, ιδιωτική υπάλληλος, βλέπει τυχαία σε μια ιστοσελίδα μια αγγελία με  την οποία ζητείται αναγνώστρια για ανάγνωση λογοτεχνίας. Παρ' όλο που η σχέση της με τη λογοτεχνία είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη, ανταποκρίνεται στην αγγελία, για να αυξήσει το εισόδημά της, δηλώνοντας ότι διαθέτει μόνο τα απογεύματα. 
Η ανάγνωση αφορά μια μεσήλικη γυναίκα, τη Λόρα Μπραΐμη, πολύ πλούσια, πολύ καλλιεργημένη, που ζει σ' ένα αρχοντικό στην Πολιτεία, που είχε χάσει την όρασή της σ' ένα δυστύχημα στο μετρό του Λονδίνου. Σύντομα η Βάλια παραιτείται από την πρωινή εργασία και εργοδοτείται ως αναγνώστρια για όλη τη βδομάδα, διαβάζοντας πρωί και απόγευμα, από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Η Λόρα Μπραΐμη που δεν έχει συγγενείς (ο άντρας είχε πεθάνει κι ένας αδελφός βρίσκεται στην Αμερική) θεωρεί σχεδόν σαν οικογένειά της το υπηρετικό προσωπικό, επικεφαλής του οποίου είναι ο 78χρονος Ρόμπερτ, ένα είδος μπάτλερ. Γι' αυτό και στο γεύμα που ακολουθεί την ανάγνωση παρακάθονται όλοι και συζητιούνται ποικίλα λογοτεχνικά θέματα. 
Το πρώτο δοκιμαστικό κείμενο που διαβάζει η Βάλια είναι από την "Πανούκλα" του Αλμπέρ Καμί, για τον οποίο βέβαια η Βάλια δεν είχε ιδέα. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα βιβλία και συζητήσεις γύρω από τη λογοτεχνία. Εκτός από τα βιβλία που διαβάζει η αναγνώστρια, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται στο βιβλίο (Βαλτινός, Καβάφης, Καρυωτάκης, Ροΐδςης, Ρέιμοντ Τσάντλερ κ. ά) αναφέρονται πλήθος άλλα βιβλία, συγγραφείς, λογοτεχνικοί ήρωες και θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία. 
Η Βάλια, η ανίδεη της λογοτεχνίας, παρασύρεται σιγά-σιγά. Ανακαλύπτει τη χαρά του διαβάσματος, αγοράζει βιβλία, διαβάζει και μόνη της. Επιπλέον η λογοτεχνία ασκεί επίδραση και σε άλλους τομείς της ζωής της π.χ. στο είδος της μουσικής που της αρέσει ή στην εξωτερική της εμφάνιση. Την απασχολεί όμως η αυστηρή απαγόρευση να πλησιάσει τη βίλα έστω κι από μακριά, τα Σαββατοκύριακα, στοχείο που χρησιμεύει για προώθηση του μύθου αλλά και δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου.
Η μεγάλη πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του  Φύσα έγκειται σε κάτι που δικαιολογεί το χαρακτηρισμό "δοκιμιακό μυθιστόρημα". Ο συγγραφέας-αφηγητής σε εκτενείς παρεκβάσεις διατυπώνει θέσεις και απόψεις που αφορούν τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, γιατί κατά κανόνα το ελληνικό δημόσιο σχολείο δεν εκπαιδεύει τα παιδιά στην απόλαυση της λογοτεχνίας, ειρωνεύεται τα ευπώλητα, τις ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων, τις σχολές δημιουργικής γραφής. Υπάρχει επίσης μια ασφαλώς υποκειμενική αξιολόγηση πεζογράφων και ποιητών. Π.χ. θεωρεί τον Ροΐδη ως τον σημαντικότερο νεοέλληνα πεζογράφο, "Το τέλος της μικρής μας πόλης" του Δημήτρη Χατζή "ίσως την καλύτερη συλλογή νεοελληνικών διηγημάτων" κ.λπ.
Το μειονέκτημα του βιβλίου κατά την άποψή μου είναι η υπερβολική παρεμβολή  του συγγραφέα,. όχι τόσο σχετικά με τις απόψεις του πάνω σε ποικίλα λογοτεχνικά θέματα, όσο για την παρέμβασή του στο ίδιο το μυθιστόρημα, στην αυτοαναφορικότητα. Αν και ίσως χρησιμεύουν ως ειρωνεία για τη συγγραφή γενικά, εντούτοις είναι ενοχλητική η συχνή παρεμβολή τους.
Γενικά όμως πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που θα αρέσει στους παθιασμένους με την "άκακη λόξα που λέγεται λογοτεχνία".

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Κράτα μου το χέρι

Το όνομα (Δημήτρης Μαμαλούκας) του οποίου "Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα" πολύ μου είχε αρέσει, επιπλέον η ηλεκτρονική διάθεσή του τελευταίου του βιβλίου "Κράτα μου το χέρι" (Ψυχογιός, 2012), ήταν οι λόγοι που με έκαναν να το αγοράσω. Βεβαίως δεν φτάνει τη "Χαμένη βιβλιοθήκη...", αλλά είναι ένα σύντομο, ενδιαφέρον κείμενο, χωρίς πολλή δράση, πιο πολύ με εσωτερικότητα.
Ένας συγγραφέας, που ως το τέλος παραμένει ανώνυμος, φτάνει σε μια πόλη που κι αυτή δεν κατονομάζεται. Άλλωστε, κανένα από τα λιγοστά πρόσωπα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα δεν έχει όνομα. Είναι ο μπαρίστας, ο θυρωρός, το κορίτσι κ.λπ. Ο συγγραφέας θέλει να απομονωθεί για να γράψει το βιβλίο του. Η περιγραφή της πόλης μας εισάγει αμέσως στο σκοτεινό περιβάλλον του βιβλίου: "Γερασμένα κτίρια, κλειστέςς ξύλινες πόρτες, χαμηλές στοές, σκουριασμένα κάγκελα, μερικά λουλούδια να κρέμονται από στενά μπαλκόνια, θαμπές βιτρίνες γεμάτες νεκρά έντομα, παγωμένα πεζοδρόμια γεμάτα αποτσίγαρα, σκουπίδια γύρω από του κάδους, άστεγοι και πένητες να τριγυρίζουν χωρίς σκοπό".
Τα πενιχρά οικονομικά του τον αναγκάζουν να δεχτεί ένα άθλιο δωμάτιο που βρίσκεται στο βάθος μιας πολυτελέστατης πολυκατοικίας, από την κύρια είσοδο της οποίας δεν μπορεί βεβαίως να μπαίνει. Επιπλέον,το άθλιο αυτό δωμάτιο  βρίσκεται πίσω από ένα σινεμά, του οποίου ο θόρυβος των προβολών θα αναγκάσει τον συγγραφέα να τριγυρίζει όλο το βράδυ στην πόλη ώσπου να τελειώσουν οι προβολές.
Παρακολουθούμε τον αγώνα του συγγραφέα που παλεύει, εκτός από όλες τις αντίξοες συνθήκες και με την έμπνευσή του. Άλλοτε δεν μορεί να γράψει ούτε γραμμή και άλλοτε κατακλύζεται από ιδέες. Η σκέψη της αυτοκτονίας πάει κι έρχεται. Στο τριγύρισμά του στην πόλη συναντά ένα κορίτσι με αξιολύπητη εμφάνιση, το οποίο είναι φανερό ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται. Διαφημιστικές πινακίδες που βλέπει με τις επιγραφές "Κράτα μου το χέρι" ή "Σφίξε μου το χέρι" τον οδηγούν στη σκέψη ότι πρέπει να σώσει το κορίτσι, αλλά το τέλος είναι φυσικά απρόοπτο και ανατρεπτικό.
Είναι σκηνές στο βιβλίο του Μαμαλούκα που με την αδιέξοδη περιπλάνηση του ήρωά του στο κτίριο, θυμίζουν τη "Δίκη" του Κάφκα κι άλλες στιγμές που φέρνουν στο νου τις υπερφυσικές λύσεις που κάποτε επινοεί η Δάφνη ντι Μωριέ (Μετά τα μεσάνυχτα).
Το μυθιστόρημα του Μαμαλούκα δεν εγκαταλείπει την αστυνομική χροιά, καθώς ο αναγνώστης προχωρεί με την περιέργεια να δει πού θα οδηγήσει κάθε σκηνή. Εμπλέκονται όμως και άλλα θέματα, όπως η αγωνία του συγγραφέα ή η ιδέα ότι αυτός μπορεί να σώσει τον κόσμο, ακόμα η πάλη του καλού με το κακό.
Έχω την άποψη  πως θα πρέπει να δούμε κάπως συμβολικά αυτό το μυθιστόρημα, που οπωσδήποτε διαβάζεται με ενδιαφέρον.