Στην Ιστορία δεν μπορούμε ποτέ να μιλούμε με το "αν...". Ποτέ δεν ξέρουμε τι θα γινόταν "αν...". Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, πράγμα βέβαια που καθόλου δεν εξυπηρετί την ιστορική έρευνα και αλήθεια.
Ο Άντης Ροδίτης, συγγραφέας του "Δέκα χιλιάδες μέλισσες" (Αρμός, 2010) δεν στηρίζεται στο "αν...". Ο αναγνώστης όμως αυθόρμητα σκέφτεται: "Άραγε, τι θα γινόταν αν...". Αυτή τη σκέψη έκανα κι εγώ διαβάζοντας με αμείωτο ενδιαφέρον και τελειώνοντας μέσα σε δυο μέρες το ογκώδες βιβλίο του Ροδίτη. Η λογοτεχνική έκφραση, συνδυασμένη με ιστορικά γεγονότα της πρόσφατης Κυπριακής ιστορίας, πολλά από τα οποία έζησε η γενιά μου και τα οποία δεν παύουν να μας προβληματίζουν, είναι η μαγική συνταγή, πιστεύω, της επιτυχίας του βιβλίου. Δεν ξέρω αν το ίδιο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει και στον Ελλαδίτη αναγνώστη, που δεν έχει άμεση γνώση των γεγονότων.
Για παράδειγμα, ενώ ο τίτλος του βιβλίου έχει άμεση απήχηση στη σκέψη του Κύπριου αναγνώστη, για τον Ελλαδίτη χρειάζεται διευκρίνηση. Το "δέκα χιλιάδες μέλισσες" είναι στίχος ενός από τους αξιολογότερούς μας ποιητές, του Παντελή Μηχανικού (1926-1979) από το ποίημά του "Ονήσιλος". Ο Ονήσιλος ήταν ο Κύπριος βασιλιάς που τον 5ο αι. π.Χ. επαναστάτησε εναντίον των Περσών, νικήθηκε, το κεφάλι του κρεμάστηκε στην είσοδο της πόλης, αλλά κατά ένα θαυμαστό τρόπο στο γυμνό κρανίο έκαναν την κυψέλη τους οι μέλισσες. Αυτό ερμηνεύτηκε από το μαντείο ως σημείο ότι έπρεπε ο Ονήσιλος να τιμάται ως ήρωας. Σύμβολο λοιπόν του αγνού ηρωισμού και της αγωνιστικότητας ο Ονήσιλος, στέλλει σ' εμάς σαν μήνυμα τις μέλισσές του:
Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας κεντρίσουν
να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες ψοφήσανε πάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτε να νιώσουμε.
Δεν ακούαμε τα μηνύματα των καιρών, προπάντων δεν τα άκουαν οι ηγέτες μας και από μια Κύπρο που με το αίμα των παλικαριών της αγωνίστηκε για την Ένωση με την Ελλάδα, φτάσαμε σήμερα να έχουμε δώσει τη μισή στους Τούρκους.
Κεντρική μορφή στο "Μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων", όπως χαρακτηρίζει το έργο του ο Ροδίτης, είναι ο Μακάριος, Αρχιεπίσκοπος και πρώτος Πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Δημοκρατίας της Κύπρου. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά γι' αυτή την αμφιλεγόμενη πρσωπικότητα που διερωτάται κανείς τι καινούριο μπορεί να λεχθεί. Κι όμως ο Ροδίτης κατορθώνει να συνθέσει ένα πραγματικά γοητευτικό "μυθιστόρημα αληθινών γεγονότων", που με αφορμή την Κύπρο προεκτείνει την έρευνα και τη γραφή του γενικότερα στην αποικιοκρατία και στο πώς η επιδέξια πολιτική των αποικιοκρατών έφτανε να αφομοιώνει τους υπόδουλους λαούς. Γι' αυτό αρκετά κεφάλαια αναφέρονται στον Πρέμπε, βασιλιά των Ασάντι (σημερινή Γκάνα) που είχε κι αυτός παλαιότερα εξοριστεί στις Σεϋχέλλες. Οι επιστολές του Πρέμπε στο βασιλιά της Αγγλίας, σε κυπριακή διάλεκτο, η μεταμόρφωσή του καθώς "πήγε στις Σεϋχέλλες ντυμένος με δέρμα λεοπάρδαλης κι έφυγε για το Λονδίνο με πρωινό κοστούμι και ψηλό καπέλο", η επιστροφή του στη χώρα του, δεν αφήνουν αμφιβολία για τον αλληγορικό τρόπο με τον οποίο τον χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Άγνωστες πτυχές της εξορίας του Μακάριου και των τριών συνεξορίστων του στις Σεϋχέλλες έρχονται στο φως με την έρευνα του Ροδίτη. Διά μακρών σκιαγραφείται η προσωπικότητα της Μάργκαρετ Λε Τζετ, συζύγου του αρχιφύλακα των εξορίστων, που υπήρξε δασκάλα των Αγγλικών του Μακαρίου. Ο συγγραφέας ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τη θετή κόρη της Μάργκαρετ, την Αϊντίνα, η οποία και του παραχώρησε επιστολές και άλλα στοιχεία από το αρχείο της μητρυιάς της. (Τόσο η Μάργκαρετ όσο και η Αϊντίνα, μετά την ανεξαρτησία, είχαν επισκεφθεί την Κύπρο και φιλοξενήθηκαν από τον Μακάριο).
Πήγε ακόμη ο συγγραφέας και στις Σεϋχέλλες και οι παραστατικές του περιγραφές κάνουν πιο έντονη την αντίθεση ανάμεσα σ' αυτό τον επίγειο παράδεισο και την εξορία. Όλα όμως καταλήγουν στην προσωπικότητα του Μακαρίου, τον οποίο συνήθως αποκαλεί όχι Μακάριο, αλλά Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκο. Αναφέρονται λεπτομέρειες της ζωής και του χαρακτήρα του, η χαρισματική του προσωπικότης με την οποία κέρδιζε καθένα που τον γνώριζε, η λατρεία του λαού του γι' αυτόν, αλλά (πάντα κατά τον συγγραφέα) και η φιλοδοξία του και η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του που υπήρξε το εμπόδιο για την Ένωση. Η δραματική σκηνή της συνάντησης Μακαρίου-Γαρουφαλιά (υπουργού του Γεώργιου Παπανδρέου) το 1964, είναι αντάξια της περιγραφής ενός μεγάλου δραματουργού.
Παρά τη μεροληπτική στάση που τηρεί ο συγγραφέας για τον Μακάριο, δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς την έρευνα, το μόχθο, την πολλή δουλειά που προϋποθέτει ένα τέτοιο σύγγραμμα. Αποικιοκρατία, φυσικό περιβάλλον, σκηνές από τον απελευθερωτγικό αγώνα της Κύπρου, πληθώρα προσώπων και πραγμάτων κινείται σ΄αυτή τη συναρπαστική σύνθεση ιστορίας και λογοτεχνίας.
Ίσως κανείς να μη μπορεί να πει "τι θα γινόταν αν..." ο Μακάριος δεχόταν το σχέδιο Άτσησον που του μετέφερε ο Γαρουφαλιάς, ξέρουμε όμως τι ακολούθησε όταν δεν το αποδέχτηκε. Όπως ξέρουμε και πόσο μέσα απ' αυτό το βιβλίο μνημειώνεται με τρόπο μοναδικό μια ολόκληρη εποχή.