Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2017

Έγκλημα στη Βαρκελώνη

Antonio Hill
Έγκλημα στη Βαρκελώνη
Πατάκης, 2013
Μετ. Μαρία Παλαιολόγου
(ebook)
Πάντα μου άρεσαν τα αστυνομικά μυθιστορήματα (αχ! πόσο όμορφες ώρες πέρασα παρέα με τον Ηρακλή Πουαρό και τη μις Μαρπλ!). Ταυτόχρονα όμως πάντα τα θεωρούσα αναγνωστική πολυτέλεια. Είναι, πιστεύω, η πολυτέλεια του περιττού. Σου χαρίζουν λίγες ώρες φυγής, λίγο χρόνο ξεκούρασης, απομάκρυνσης από  προβλήματα, έγνοιες, σκοτούρες, ευθύνες, χωρίς να σου αφήνουν κάτι πιο ουσιαστικό. Μοιάζουν με τις φυσαλίδες της σαμπάνιας, ωραίες, δροσιστικές, που όμως διαλύονται και σβήνουν σε δευτερόλεπτα. Γι' αυτό φύλαγα αυτή την πολυτέλεια της ανάγνωσης ενός αστυνομικού μυθιστορήματος στις διακοπές των Χριστουγέννων, σαν ένα δώρο στον εαυτό μου. Τώρα, με τη χρονική άνεση της συνταξιούχου, μπορώ να έχω όποτε θέλω αυτή την απόλαυση. Η συνήθεια όμως έμεινε. Χριστούγεννα και αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το φετινό δώρο στον εαυτό μου υπήρξε ένα μυθιστόρημα ενός άγνωστου και πρωτοεμφανιζόμενου Ισπανού συγγραφέα: "Έγκλημα στη Βαρκελώνη". Πολύ ενδιαφέρον, αν και έχω τις επιφυλάξεις μου. Σημασία έχει ότι ο Antonio Hill κατάφερε να με κρατήσει καθηλωμένη στην ανάγνωση ως την τελευταία σελίδα.
Κεντρικός ήρωάς του ο Έκτορ Σαλγάδο, Αργεντινός στην καταγωγή, που εδώ και χρόνια ζει στη Βαρκελώνη. Μαζί του εξίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και δυο γυναίκες αστυνομικοί. Η πλοκή αρχίζει με ένα νεκρό αγόρι, τον Μαρκ, γόνο "καλής" οικογένειας, που όπως όλα δείχνουν σκοτώθηκε πέφτοντας από το παράθυρο της σοφίτας του σπιτιού του. Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή για να ακολουθήσει πληθώρα άλλων θεμάτων και προβλημάτων με τα οποία καλούνται να ασχοληθούν ο Έκτορ και οι αστυνομικίνες.
Οι επιφυλάξεις στις οποίες αναφέρθηκα είναι ακριβώς αυτή η ανάμιξη της πληθώρας των θεμάτων. Μια φίλη του Μαρκ θα βρεθεί νεκρή στη μπανιέρα του σπιτιού της με κομμένες τις φλέβες. Ένας τρίτος νεαρός, ο Αλέιξ, φίλος και των δύο, ένας ταλαντούχος, ωραίος έφηβος, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Και η υπόθεση θα πάει αρκετά χρόνια πίσω, όταν ένα τρίτο θύμα, ένα μικρό κορίτσι είχε βρεθεί νεκρό σε μια πισίνα.
Πέρα όμως από την αστυνομική πλοκή που εκτός από τους φόνους περιλαμβάνει και την εμπλοκή ενός γιατρού σε traffiking, διακίνηση ναρκωτικών, σεξουαλική κακοποίηση, ενδοοικογενειακή βία κ.λπ. ο συγγραφέας παρεμβάλλει στο μυθιστόρημά του και κοινωνικά θέματα: διαζύγια, υιοθεσία, σχέσεις γονιών-παιδιών, ελευθερία σχέσων κ.ά. Η Βαρκελώνη επίσης με τις γειτονιές της, τις ράμπλας, την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, γίνεται το ρεαλιστικό σκηνικό του έργου. Και βεβαίως περιττό να πω ότι η σύγχρονη τεχνολογία παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο. Υπολογιστές, blog, usb, μηνύματα και τηλεφωνήματα στα κινητά κ.λπ. είναι χρήσιμα εργαλεία για την εξιχνίαση των εγκλημάτων.
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα γι' αυτό, νομίζω, παρασύρθηκε και ανέμιξε τόσα θέματα. Όμως κάποια υπόθεση που μένει ανοικτή στο τέλος μας δημιουργεί την υπόνοια πως αυτό το έργο δεν θα είναι...πρώτο και τελευταίο. Ίσως τότε να μπορέσει να τιθασσεύσει την έμπνευσή του και να περιορίσει τα θέματα που θίγει. Οπωσδήποτε είναι ένα ενδιαφέρον, σύγχρονο μυθιστόρμα.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2017

Τελευταίο τρένο για το Παρίσι

Michele Zackheim
Τελευταίο τρένο για το Παρίσι
Εκδ. Παπαδόπουλος, 2014
Μετ. Μαρία Φακίνου
(ebook)
"Είναι άνοιξη του 1992. Να με λοιπόν, μια ηλικιωμένη γυναίκα ογδόντα επτά ετών, να ξεριζώνω γονατιστή αγριόχορτα μες το δροσερό πρωινό...Πάνε πάνω από εξήντα χρόνια από τότε που δούλευα στο Παρίσι".
 Η 87χρονη Αμερικανίδα Ρόζυ Μπελ Μάνον γυρίζει με την ανάμνηση πάνω από 60 χρόνια πίσω, όταν δούλευε ως δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια της εφημερίδας Paris Courier, πηγαινοερχόμενη μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου. Αφορμή για το βύθισμα στις αναμνήσεις της δίνει ένα μπαούλο γεμάτο σημειώσεις και αποκόμματα εφημερίδων που της στέλλουν από την εφημερίδα χρόνια μετά τον πόλεμο, γιατί πρόκειται ν' αλλάξουν γραφεία. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετακινείται μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, αν και για το παρόν δεν έχει πολλά να πει. Ζει στην Αμερική, στην  ηρεμία της γεροντικής ηλικίας, καλλιεργεί τον κήπο της, θαυμάζει το ηλιοβασίλεμα και θυμάται τα ταραγμένα χρόνια, τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι αναμνήσεις ξεπηδούν ολοζώντανες μέσα από το παλιό μπαούλο. Η οικογένειά της, η μέρα κατά την οποία έμαθε ότι είναι κατά το ήμισυ Εβραία (από την πλευρα της μητέρας της), οι κακές σχέσεις με τη μητέρα της που κράτησαν ως το τέλος της ζωής εκείνης, αν και η ίδια η Ρόουζ στάθηκε πάντα αφοσιωμένη στο καθήκον προς τη μάνα.
Το 1933 η Ρόουζ φτάνει στο Παρίσι. Ως ανταποκρίτρια μετακινείται μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου, ακόμα και μέχρι το 1940, όταν οι συνθήκες για τους Εβραίους έχουν γίνει τρομακτικές. Σ' αυτά τα ταξίδια γνωρίζει και ερωτεύεται τον Λέον, που αργότερα θα μάθει ότι είναι Εβραίος, αλλά κατά κάποιο τρόπο υπό τη γερμανική προστασία, γιατί χρειάζονται τη χαρακτική του τέχνη.
Πολλά άλλα πρόσωπα διακινούνται στο μυθιστόρημα, ακόμα και υπαρκτά πρόσωπα που του προσδίνουν μεγαλύτερη αληθοφάνεια, συχνά άσχετα μεταξύ τους. Μια ωραία ξαδέλφη της Ρόουζ δολοφονείται με αποτρόπαιο τρόπο, ένας γνωστός δημοσιογράφος αυτοκτονεί, ένα φιλικό ζευγάρι αφηγείται τη φρικτή εμπειρία από τη στείρωση που υπέστησαν τα δυο  κοριτσάκια του, πολιτική των Ναζί που ξεκίνησε πολύ πριν από τα πειράματα των στρατοπέδων. 
Όταν αρχίζει ο πόλεμος, η Αμερικανική Πρεσβεία στο Βερολίνο θα κλείσει. Οι Αμερικανοί πολίτες, ανάμεσά τους και η Ρόουζ, μπορούν να φύγουν. Η τολμηρή δημοσιογράφος κατορθώνει να εξασφαλίσει ψεύτικα χαρτιά για τον αγαπημένο της Λέον και τους γονείς του. Το τελευταίο τρένο που θα αναχωρήσει από το Βερολίνο για το Παρίσι φτάνει. Σε μια δραματική σκηνή η Ρόουζ πρέπει να αποφασίσει μεταξύ της σωτηρίας της μητέρας της και του Λέον. Τι θα κάνει;
Το βιβλίο σου αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση. Όχι μόνο για τα εγκλήματα που έγιναν και γίνονται. Αλλά και με την επαλήθευση της απαισιόδοξης ρήσης του  Θουκυδίδη: "Αυτά γίνονται και θα γίνονται όσο η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια".

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2017

Καλοκαίρι στο Μπάντεν-Μπάντεν

Λεονίντ Τσίπκιν
Καλοκαίρι στο Μάντεν-Μπάντεν
Μεταίχμιο, 2016
Μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου
Εισαγωγή, Σούζαν Σόνταγκ
Ο αναγνώστης χρειάζεται κάποιο χρόνο για να κατανοήσει την τεχνική και να μπει στο πνεύμα του βιβλίου, να καταλάβει αυτή την ανάμιξη πρώτου και τρίτου αφγηματικού προσώπου, μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
"Ταξίδευα με το πρωινό τρένο, ήταν όμως χειμώνας, καταχείμωνο-τέλη Δεκεμβρίου. Εκτός αυτού, το τρένο κατευθυνόταν προς το Λένινγκραντ- προς τα βόρεια, για τούτο και πίσω από τα τζάμια άρχισε γρήγορα να σκοτεινιάζει-οι κοντινοί στη Μόσχα σταθμοί, σπαρμένοι, θαρρείς, από κάποιο αόρατο χέρι, λαμποκοπούσαν με τα δυνατά τους φώτα καθώς τους αφήναμε πίσω μας".
Είναι η πρωτοπρόσωπη φωνή του συγγραφέα με την οποία αρχίζει την αφήγησή του. Πρόκειται για τον Ρωσοεβραίο Λεονίντ Τσίπκιν, γιατρό (1926-1982), που αν και πέθανε μόλις 56 χρονών, ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και μας άφησε αυτό το λογοτεχνικό μνημείο της έκφρασης της μεγάλης του αγάπης για τον Ντοστογέφσκι.
Χωρίς να μας αναφέρει τη χρονολογία του δικού του ταξιδιού, ξεκινά από τη Μόσχα και οδεύει με το τρένο προς το (τότε) Λένινγκριντ, με αναγνωστική συντροφιά το Ημερολόγιο της Άννας Γκριγκόριεβνα, στο οποίο στηρίζεται και το δικό του βιβλίο. Θέλει να επισκεφθεί χώρους όπου έζησε ο αγαπημένος του συγγραφέας, το μουσείο το αφιερωμένο σε κείνον και να αναφερθεί στα χρόνια που ο Φέντια, όπως αποκαλεί τον Ντοστογέφσκι, και η δεύτερη σύζυγός του, η Άννα Γκριγκόριεβνα, έζησαν σε πόλεις της Δύσης και ειδικά στο Μπάντεν-Μπάντεν. Η αυτοβιογραφική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δηλαδή το ταξίδι του Τσίπκιν από τη Μόσχα στο Λένινγκραντ εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη γραφή, όταν ο Τσίπκιν αφηγείται τα του ταξιδιού και γενικότερα τα της ζωής του ζεύγους. Ο μακροπερίοδος λόγος (υπάρχουν περίοδοι που υπερβαίνουν τη σελίδα) είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που δυσχεραίνει τον αναγνώστη και απαιτεί την πλήρη προσοχή του.
Μεταφερόμαστε στον 19ο αι., παρακολουθούμε την καθημερινότητα του ζεύγους, βλέπουμε να ζωντανεύουν μπροστά μας η μεγάλη του αγάπη, ο ευέξαπτος χαρακτήρας εκείνου, οι κρίσεις της επιληψίας του, το πάθος του για τη ρουλέτα. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος της παραμονής του ζεύγους στη γνωστή λουτρόπολη. Το πάθος της ρουλέτας και η διαρκής χασούρα εξαντλεί οικονομικά το ζεύγος. Ο Φέντια  καταφεύγει στο ενεχυροδανειστήριο, βάζει τα πάντα ενέχυρο. Τα κοσμήματα της γυναίκας του, ακόμα και φορέματά της. Γίνεται προληπτικός όπως όλοι οι τζογαδόροι. "Καθώς πλησίαζε το Καζίνο άρχισε να βαδίζει με μικρότερα βήματα, έτσι ώστε ο αριθμός των βημάτων που είχε κάνει ερχόμενος από το σπίτι να φτάσει τα 1.457-ο αριθμός αυτός σύμφωνα με παλιότερους υπολογισμούς του, ήταν ο πιο γουρλίδικος γι' αυτόν-όσες φορές τον έπιανε κέρδιζε πάντα-σ' αυτή την περίπτωση όμως δεν υπήρχε τίποτα το εκπληκτικό-ο τελευταίος αριθμός ήταν το 7 και το σύνολο των αριθμών έβγαζε το νούμερο 17-πάλι7: κάτι ιδιαίτερο είχε αυτός ο αριθμός, μονός αριθμός που δεν διαιρείται με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του".
Αναφέρεται η βαθιά θρησκευτικότητά του, οι διαρκείς ελεημοσύνες προς όποιον του απλώνει  το χέρι, πράγμα που ενίοτε προκαλεί καυγάδες ανάμεσα στο ζεύγος, μεταφερόμαστε στον τρόπο γνωριμίας τους, όταν ο Φέντια προσέλαβε την Άννα για να της υπαγορεύσει τον "Παίκτη". Η αγάπη και η αφοσίωση εκείνης είναι αφάνταστη, συγχωρεί τα πάντα, τα πάθη του, συμπαραστέκεται στις κρίσεις επιληψίας του. "...μισή ώρα αργότερα εκείνη ξύπνησε από έναν φοβερό ήχο, κάτι ανάμεσα σε ρόγχο και σε γουργουρητό. Ανάβοντας με τρεμάμενα χέρια ένα κερί όρμησε στο κρεβάτι του άντρα της-εκείνος ήταν ξαπλωμένος άκρη άκρη, με το κορμί καμπουριασμένο, λες και ήθελε να ανακαθίσει και τον εμπόδιζε ένα αόρατο σχοινί με το οποίο ήταν δεμένος στο κρεβάτι, με το πρόσωπο μελανό, με αφρούς στο στόμα-τον έσυρε με όλη της τη δύναμη στη μέση του κρεβατιού για να μην πέσει και γονατίζοντας έπιασε να σκουπίζει με μια πετσέτα τον αφρό από τα χείλη του και τον ιδρώτα που κυλούσε από το μέτωπό του".
Ο Τσίπκιν παρεμβαίνει διαρκώς με τις δικές σκέψεις, εντυπώσεις, αναφορές. Στο Λένινγκραντ, ειδικά στη γειτονιά όπου έζησε ο Ντοστογέφσκι, η περιγραφή των γύρω δρόμων, του σπιτιού-τώρα μουσείο, παίρνει μια ιδιάτερα συγκινησιακή χροιά. Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται το γραφείο του και η αρχή του τέλους. "...το δωμάτιο με το γραφείο εκείνου, πάνω στο οποίο βρίσκονταν βιβλία και χειρόγραφα, τσιγαρόχαρτα και μια ταμπακιέρα, δύο κεριά καμένα μέχρι τέλους, ένα μελανοδοχείο και ένα ημερολόγιο ανοιγμένο στην ημερομηνία του θανάτου του. Και δίπλα στο γραφείο η εταζέρα με τα βιβλία, η οποία, κατά την εκδοχή της Άννας Γκρηγκόριεβνα, όπως την παρουσιάζει στα απομνημονεύματά της, έπαιξε μοιραίο ρόλο στην πνευμονική αιμορραγία που του παρουσιάστηκε όταν μια νύχτα προσπάθησε να την μετακινήσει για να βρει την πένα, που είχε πέσει από πίσω".
Λεπτό προς λεπτό περιγράφεται η τελευταία μέρα της ζωής του μεγάλου συγγραφέα. 28 Ιανουαρίου (9 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) 1881. Πριν καν κλείσει τα 60 του χρόνια. Απορούμε πώς μπόρεσε, παρ' όλη την αρρώστια, τα πάθη, τη σύντομη ζωή του να δημιουργήσει έργα όπως το "΄Εγκλημα και τιμωρία', "Αδερφοί Καραμαζώφ", "Οι δαιμονισμένοι" και τόσα άλλα. Ή μήπως ακριβώς γι' αυτό;
Η Σούζαν Σόνταγκ τελειώνει την πολυσέλιδη, πολύ ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική εισαγωγή της με τα εξής: "Αν θέλετε να γνωρίσετε μέσα από ένα βιβλίο το βάθος και το κύρος της ρωσικής λογοτεχνίας, διαβάστε αυτό το βιβλίο. Αν θέλετε ένα μυθιστόρημα που να τονώνει την ψυχή σας και να σας προσφέρει μια ευρύτερη άποψη της έννοιας των αισθημάτων και της ζωής, διαβάστε αυτό το βιβλίο".

Υ.Γ. Ευχαριστώ τη φίλη Λητώ Σεϊζάνη που μου γνώρισε αυτό το βιβλίο.