Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2020

Ύμνος ζωής

 

 

Χριστόφορου Καδή, Ύμνος ζωής

Λευκωσία, 2020

 «Ποίηση: ανέκκλητη συμπύκνωση». Ο καλύτερος ίσως ορισμός που άκουσα ποτέ για την ποίηση. Διαβάζεις ένα στίχο και στη σκέψη σου ανοίγονται πλήθος εικόνες, ανασύρονται χιλιάδες σελίδες, αναδεύονται άπειρα συναισθήματα.

Αυτή την επενέργεια της ποίησης δοκίμασα άλλη μια φορά διατρέχοντας την ποιητική συλλογή του Χριστόφορου Καδή, Ύμνος ζωής. Είναι πράγματι ένας χαμηλόφωνος, υποβλητικός ύμνος σ’ όλες τις μορφές της ζωής. Από τα εγγόνια, την καινούρια ζωή, στα οποία ο ποιητής αφιερώνει τη συλλογή του, ως την πατρώα γη, «τον τόπο που γεννήθηκα». Οι αιματοβαμμένοι αγώνες για ελευθερία, η περιφρόνηση του θανάτου, η ιδέα πάνω από την ύλη, η αυτόβουλη θυσία, δίνονται με την περηφάνια, αλλά και τη θλίψη που συνοδεύει το πικρό αποτέλεσμα. «Χωρίς απολυτήριο» οι αγωνιστές κι όμως γράφουν «Κείμενα της ζωής και του θανάτου».

Πόσο υπαινικτικά εκφράζεται ο πόνος για τις «Συλημένες εκκλησιές»!

την ώρα του όρθρου

ξένα ρήματα

ξένα δόγματα

ξένα διδάγματα

…………..

Υποβλητικά, χαμηλόφωνα, με  ευδιάκριτες εικόνες ζωγραφίζεται σ’ ένα εξαιρετικό ποίημα η μοιρασμένη Λευκωσία.

Παίρνω τον μακρύ σου δρόμο

Και με σταματούν χαλάσματα

Πώς να σε διασχίσω;

Παίρνω των μαλλιών σου

το διάδημα,

της Βενετιάς ατίμητο

μαργαριτάρι

και καταλήγω σε αδιέξοδα.

Πώς να σε περιέλθω;

(Μοιρασμένα γιασεμιά)

Θεωρώ το τρίτο μέρος της συλλογής, «Της γενέθλιας γης», ως το πιο συναισθηματικό, το πιο υπαινικτικό, γνήσια έκφραση της αγάπης για τη γενέθλια γη, που δίνεται με εικόνες που αγγίζουν με συγκρατημένη νοσταλγία και θλίψη, κοινά βιώματα.

Πάρε ένα λίζο

ξένε και από μένα

να με γλυκάνεις

(Στιγμές του χωριού)

Τικ τακ απ’ τα χαράματα

το αλακάτι γυρίζει

κι η ψυχή μου γεμίζει

με νερά κρυστελλένια

και παλμούς μυστικούς

της συνάδουσας φύσης

(Δοξολογία)

Και πάνω απ’ όλα η νοσταλγική ανάμνηση της γενέθλιας γης, δεμένη με το χάδι της μάνας, τον λόγο του πατέρα, τη νοσταλγία του πατρικού σπιτιού.

Χαρμολύπη είναι το συναίσθημα που νιώθουμε καθώς κλείνουμε την ποιητική συλλογή του Χριστόφορου Καδή. Μια νοσταλγία για όσα ανέκκλητα πέρασαν, αλλά και μια ευδαιμονία γιατί τα ζήσαμε.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 26, 2020

Μετά το τέλος


 

Clare Mackintosh
Μετά το τέλος
Μεταίχμιο, 2020
Μετ. Βάσια Τζανακάρη
"Γιατί σ' εμένα, γιατί σ' έμάς, γιατί στο παιδί μου;" Πόσοι ως τώρα γονείς δεν εκστόμισαν ή έστω δεν σκέφτηκαν με απόγνωση αυτή την αγωνιώδη διαμαρτυρία μπροστά σ' ένα παιδί που δεν πρόλαβε καν να ζήσει, όταν ξαφνικά και αναίτια βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ανίατη ασθένεια του παιδιού τους; Αυτό είναι το θέμα του πολύ ωραίου και συγκινητικού μυθιστορήματος της Clare Mackintosh "Μετά το τέλος". Ένα βιβλίο που γίνεται ακόμα πιο συγκινητικό, αφού στηρίζεται σε προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέως.
Ο τρίχρονος Ντίλαν, πρώτο παιδί του Μαξ και της Πιπ Άνταμς, διαγνώσκεται με όγκο στον εγκέφαλο. Χειρουργείται, αλλά η αφαίρεση του όγκου δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς να αγγίξει ουσιώδη μέρη του εγκεφάλου. Διασωληνώσεις, ο μικρός Ντίλαν με δυσκολία κρατιέται στη ζωή. Οι γονείς μόνο για λίγες ώρες το βράδυ φεύγουν από κοντά του. Η Λέιλα, μια Ιρανή γιατρός, πολύ ικανή και γεμάτη αγάπη τόσο για τον Ντίλαν όσο και για τα άλλα παιδιά του θαλάμου εντατικής θεραπείας, στέκεται συμπαραστάτης και βοηθός στις δύσκολες ώρες που περνούν παιδί και γονείς. 
Κι εκεί που φαίνεται ότι δεν υπάρχει ελπίδα ζωής, ο πατέρας του παιδιού διαβάζει για μια καινούρια θεραπεία που εφαρμόζεται στην Αμερική  και συνίσταται σε ακτινοθεραπεία με πρωτόνια, που κι αν ακόμη δεν θεραπεύει εντελώς, δίνει τουλάχιστον παράταση ζωής. Τόσο η γιατρός Λέιλα όσο και η μητέρα δεν συμφωνούν. Όχι μόνο γιατί η θεραπεία συνεπάγεται απίστευτη ταλαιπωρία μεταφοράς  του παιδιού από την Αγγλία στην Αμερική, όχι γιατί απαιτούνται τεράστια έξοδα, λεφτά που οι γονείς δεν διαθέτουν, αλλά προπάντων γιατί κι αν ακόμα παραταθεί η ζωή του παιδιού δεν θα είναι κανονική ζωή. Δεν θα μπορεί να περπατήσει, να μιλήσει, θα είναι πλήρως εξαρτημένο από άλλους.
Μετά από πολλή σκέψη και προβληματισμό, με πόνο ψυχής, η μητέρα απορρίπτει αυτή την επιλογή. Ο πατέρας επιμένει. Ανοίγει λογαριασμό στο διαδίκτυο, συγκεντρώνει χρήματα. Η υπόθεση γίνεται ευρύτερα γνωστή. Κόσμος συγκεντρώνεται έξω από το νοσοκομείο, ζητώντας να δοθεί μια ευκαιρία για ζωή στον μικρό Ντίλαν. Στο θέμα παρεμβαίνει και το νοσοκομείο, το οποίο μπροστά στη διαφωνία των γονιών καταφεύγει στο δικαστήριο. Αφού ακούσει τις δύο πλευρές ο δικαστής αποφαίνεται: "Με βαριά καρδιά, αλλά με απόλυτη βεβαιότητα για το συμφέρον του Ντίλαν, συναινώ στην αίτηση του Νοσοκομείου Παίδων Σεντ Ελίζαμπεθ και αποφασίζω ότι δύνανται να αποσύρουν νομίμως κάθε θεραπεία εκτός από την παρηγορητική φροντίδα και να επιτρέψουν στον Ντίλαν να πεθάνει με αξιοπρέπεια".
Όμως τα πράγματα, μυθιστορηματικά τουλάχιστον, δεν είναι τόσο απλά. Στο επόμενο κεφάλαιο η συγγραφέας μας παραθέτει μια εντελώς διαφορετική απόφαση: "Ο δικαστής βάζει τα γυαλιά του και πιάνει τις σημειώσεις του:"Δεν ήταν εύκολη απόφαση. Με κάποια ανησυχία, αλλά και με απόλυτη βεβαιότητα για το συμφέρον του Ντίλαν, αποφασίζω ότι ο Μαξ Άνταμς μπορεί να πάει τον γιο του στην Αμερική για θεραπεία που μπορεί να παρατείνει τη ζωή του".
Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν ίσχυε η πρώτη απόφαση και τι αν ίσχυε η δεύτερη; Ό,τι και να συνέβαινε, η  ζωή του ζευγαριού οπωσδήποτε θα επηρεαστεί. Αυτό υποδηλοί και ο τίτλος του βιβλίου "Μετά το τέλος", που  είναι ένα βιβλίο που δημιουργεί μεγάλο προβληματισμό. Αξίζει να παρατείνεται η ζωή όταν όλα δείχνουν πως δεν θα είναι πραγματική ζωή;
Το βιβλίο δομείται σε κεφάλαια στα οποία εναλλάσσονται τα κύρια πρόσωπα, ο Μαξ, η Πιπ, η γιατρός Λέιλα και τα γεγονότα δίνονται μέσα από την οπτική του καθενός. Η συγγραφέας δεν δίνει λύση, δεν απαντά στο ουσιώδες ερώτημα. Όταν κλείνουμε το βιβλίο κρατάμε μόνο μια σκέψη του δικαστή: "Το ερώτημα γύρω από το οποίο περιστρέφεται αυτή η θλιβερή υπόθεση δεν είναι μόνο αν η ακτινοθεραπεία με πρωτόνια θα επεκτείνει τη ζωή του Ντίλαν, αλλά ποια θα είναι η ποιότητα αυτής της ζωής. Τι συνιστά ζωή στην πραγματικότητα;"

Δευτέρα, Οκτωβρίου 19, 2020

Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος


 Ιαν Ριντ
Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος
Πατάκης, 2020
Μετ. Αντώνης Καλοκύρης
Από το blog του προσφιλούς librofilo, ένα από τα μακροβιότερα, αξιόλογότερα και ενδιαφέροντα blogs, γνώρισα ως τώρα πολλά ωραία βιβλία. Η ανάρτησή του όμως για το βιβλίο "Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" στην οποία γίνεται αναφορά και στην ομώνυμη ταινία (Ι'm thinking of ending things, του Τσάρλι Κάουφμαν) δεν με βρίσκει σύμφωνη. Χαρακτηρίζει το βιβλίο "εκπληκτικό μυθιστόρημα", "εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ", "ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση". Εξίσου επαινετική είναι η κριτική του και για την ταινία, αν και βρίσκει ότι ελάχιστη σχέση έχει με το βιβλίο.
Διάβασα το βιβλίο, είδα και την ταινία, αλλά εξακολουθώ να είμαι πολύ προβληματισμένη. Θα αναφερθώ μόνο στο βιβλίο, γιατί δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με τον κινηματογράφο, ειδικά τον σύγχρονο. Όμως για το βιβλίο, μετά από εκατοντάδες, ίσως και χιλάδες βιβλία που έχω διαβάσει, για πολλά από τα οποία έχω γράψει, νομίζω είμαι σε θέση να εκφράσω άποψη.
Εν πρώτοις με απωθούν τα βιβλία, όπως και κάθε λογοτεχνική δημιουργία, που μοιάζει με γρίφο, αίνιγμα που πρέπει να λύσεις. Που σε κάνει να αναρωτιέσαι:Τι θέλει να πει;  Κορυφαίες δημιουργίες στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία γίνονται άμεσα κατανοητές. Έχουμε καμιά δυσκολία να συμμεριστούμε τις ύψιστες φιλοσοφικές ιδέες των Πλατωνικών διαλόγων ή την ομορφιά της αρχαίας τραγωδίας; Το ίδιο συμβαίνει και με κορυφαία λογοτεχνικά έργα. Πόση δυσκολία αντιμετωπίζουμε διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι ή Τολστόη, τον Ντίκενς ή τον Προυστ, τον Παπαδιαμάντη, τον Κάφκα ή τον Σαίξπηρ; Κι όμως στη σύγχρονη λογοτεχνία πολύ συχνά συναντάμε  έργα δυσνόητα, έργα που δεν γίνονται εύκολα κατανοητά, ποιο είναι το θέμα τους, τι θέλουν να μεταδώσουν στον αναγνώστη. Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το "Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" κι ας έχουν γραφτεί και από τον Librofilo, αλλά και άλλους πολύ επαινετικές κριτικές.
Μια ανώνυμη αφηγήτρια που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ταξιδεύει με τον σύντρφό της Τζέικ, οδεύοντας προς το σπίτι των γονιών του, για να τους τη γνωρίσει. Το "σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" είναι η σκέψη που κάνει η ανώνυμη αφηγήτρια, σκεφτόμενη να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους. Όταν όμως ο αναγνώστης φτάσει στο τέλος, αναρωτιέται αν αυτό εννοούσε ή κάτι άλλο. Στη σύντομη και αποσπασματική μεταξύ τους συνομιλία καθώς ταξιδεύουν, παρεμβάλλονται αναμνήσεις εκείνης από την παιδική της ηλικία, τηλεφωνήματα από κάποιον άγνωστο που κατά περίεργο τρόπο φαίνεται να γίνονται από τον αριθμό του δικού της κινητού, αλλά που ως το τέλος δεν μαθαίνουμε τίποτα γι'  αυτά τα περίεργα τηλεφωνήματα.
Μέσα σε μια συνεχή χιονόπτωση, φτάνουν στην αγροικία των γονιών του Τζέικ. Πριν μπουν περιδιαβάζουν στο αγρόκτημα, συναντούν νεκρά πρόβατα, σκουληκιασμένα γουρούνια, μια κότα που τρώει το αυγό της! Στο σπίτι όλα μοιάζουν παλαιικά, φθαρμένα. Κλειστές πόρτες, περίεργες φωτογραφίες, ένα σκοτεινό υπόγειο με παράξενους πίνακες.
Στο δρόμο της επιστροφής η σκοτεινιά και το χιόνι συνεχίζονται. Σταματούν κάπου για παγωτό και σε μια ερημιά συναντούν ένα τεράστιο Λύκειο. Χάνονται στους έρημους διαδρόμους, σε κλειστές αίθουσες διδασκαλίας, μ' έναν επιστάτη μόνο να σκουπίζει (μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα!). Και πολύ θα ΄θελα κάποιος να μου εξηγήσει σε τι χρησιμεύουν τέσσερις σελίδες του βιβλίου γεμάτες μόνο με την ερώτηση: "Ακόμα κάθεστε, ακόμα κάθεστε, ακόμα κάθεστε..." Τέσσερις ολόκληρες σελίδες!
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια τρομακτική σκηνή που δεν θέλω να τη σκέφτομαι. Και τότε μόνο ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει κάποιους διαλόγους που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων και στους οποίους δεν ξέρουμε ποιοι μιλούν, απλώς ότι αναφέρονται σ' ένα φόνο. Φόνο ή αυτοκτονία; Το ερώτημα αφήνεται να αιωρείται μαζί με όλα τα άλλα ερωτηματικά που δημιουργούνται στον αναγνώστη.
Τελικά τείνω να πιστεύω ότι η ταινία είναι καλύτερη από το βιβλίο!
 

Δευτέρα, Οκτωβρίου 12, 2020

Το σκισμένο τούλι


 Έλενα Ακρίτα 
Το σκισμένο τούλι
Διόπτρα, 2020
Όταν αρχίζεις ένα βιβλίο της Έλενας Ακρίτα, δεν μπορείς να το αφήσεις. Βιαστικά γυρίζεις τις σελίδες, θέλεις κι άλλο κι άλλο...Όχι μόνο γιατί ανυπομονείς να δεις τι θα γίνει παρακάτω (αφού αυτή η ακαταμάχητη γοητεία ισχύει και για τα αυτοτελή χρονογραφήματά της), αλλά γιατί σε ελκύει το μοναδικό και ανεπανάληπτο ύφος της. Ο γοργός ρυθμός της αφήγησης, το χιούμορ, η ειρωνεία, η σάτιρα, ο λόγος ο καθημερινός και οικείος, το χαμόγελο που σου προκαλεί ο μοναδικός τρόπος γραφής. Αυτά αρχίζοντας την ανάγνωση. Όταν όμως φτάσεις κάπου στη μέση, τότε προσπαθείς να επιβραδύνεις, τότε σκέφτεσαι: "Ας καθυστερήσω λίγο, να 'χω να διαβάζω πιο πολλές μέρες". Αυτή την αμφιθυμία μου προκάλεσε και το τελευταίο βιβλίο της Ακρίτα, "Το σκισμένο τούλι". Περιττό να πω πως νίκησε η πρώτη σκέψη και το τέλειωσα σε δυο μέρες (κρίμα!).
Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, χωρίς μ' αυτόν τον χαρακτηρισμό να υποβαθμίζω την αξία και τη σημασία του, "στρατευμένη λογοτεχνία". Στρατευμένη, όχι σε κάποιο πολιτικό ή ιδεολογικό αγώνα, αλλά στρατευμένη στον αγώνα της γυναίκας για τη θέση που ακόμα δεν έχει βρει, δυστυχώς, στην κοινωνία.
Πέντε γυναίκες πρωταγωνιστούν στο βιβλίο: "Η Νένα, η Μάρω, η Ιοκάστη, η Σολφέζ, η Μιράντα. Πέντε γυναίκες έσμιξαν τις ζωές τους και πορεύτηκαν μαζί χέρι χέρι, αδιαφορώντας για ηλικίες, γενιές και για όσα θα μπορούσαν να τις χωρίζουν". Οι δυο είναι φίλες αχώριστες από τα μαθητικά τους χρόνια, μια άλλη είναι ιδιοκτήτρια πολυτελούς κομμωτηρίου, άλλη είναι υπάλληλος σ' αυτό το κομμωτήριο, μια είναι πρώην τραγουδίστρια, άλλη ζει με την εγγονή της, αφού οι γονείς της ζουν και εργάζονται σε άλλη πόλη. Καταστάσεις ποικίλες. Δεσμοί φιλίας, ο έρωτας που σε βρίσκει ξαφνικά τη μέρα που παντρεύεσαι κάποιον άλλον, ο έρωτας που ανθίζει σε μεγάλες ηλικίες που η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να αποδεχτεί, η συμβίωση δυο γυναικών και ο ιδιαίτερος δεσμός τους και πάνω απ' όλα ο βιασμός. Αυτή η τόσο εξευτελιστική για τη γυναίκα κατάσταση, που την τραυματίζει σωματικά και ψυχικά. Ένας βιασμός κυριαρχεί στο βιβλίο, με τα πλήθος ερωτήματα και τις συνέπειες που τον ακολουθούν. Να καταγγείλει η βιασθείσα την αποτρόπαια πράξη ή όχι; Έχει τη δύναμη να αντέξει τον διασυρμό που θα υποστεί καταφεύγοντας στη δικαιοσύνη; Κι αυτούς που θα σκεφτούν "ε, τα 'θελε κι αυτή"; Η ηρωίδα της Ακρίτα θα το τολμήσει. Δεν θέλω να αποκαλύψω το αποτέλεσμα της δίκης ή το αναπάντεχο τέλος που δίνεται πέντε χρόνια αργότερα (2025).
Κι ο τίτλος; Τι σημαίνει άραγε; Λέει η συγγραφέας: "Σκισμένα τούλια ήταν οι γυναίκες με τους αποτυχημένους γάμους. Αυτές που πήγαν στην εκκλησία, στεφανώθηκαν δόξη και τιμή, και ύστερα όλα στη ζωή τους, όλα, πήγαν κουτσά και στραβά".
Είναι πολύ δύσκολη η παρουσίαση ενός βιβλίου της Ακρίτα. Γιατί η απόλαυση της ανάγνωσης προέρχεται κυρίως από το ύφος. Τον γοργό ρυθμό, τον λόγο τον καθημερινό, τις γνώσεις που διανθίζουν και πλουτίζουν τη γραφή. Γνώσεις από όπερα μέχρι λαϊκά τραγούδια, γνώσεις από διαβάσματα, γνώσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Παρ' όλη την ειρωνεία και τη σκληρότητα του καθημερινού λόγου (λέξεις όπως: ρουφιανεύω, παπαριές, γκόμενος, μαλάκας, μαλακοπίτουρας, χαμουρεύομαι, κεράτωμα, κατινιά κ.λπ. ακούγονται συχνά) είναι στιγμές που δεν λείπει η λυρικότητα και η συγκίνηση: "Σπίτι, σκέφτηκε η Μιράντα, είναι οι μυρωδιές από την κουζίνα σου. Το γεράνι που ανθίζει στον κήπο. Η βρύση που χάλασε, το μαξιλάρι το δικό σου που έχει γούβα στη μέση αλλά σε βολεύει, το μισοτελειωμένο βιβλίο στο κομοδίνο σου. Σπίτι είναι του ανθρώπου σου η αγάπη που τις νύχτες σε σκεπάζει μην κρυώσεις. Σπίτι είναι το φιλί το μονάκριβο, οι φίλοι τα βράδια, τα γέλια και τα κλάματα, και οι πόνοι και οι χρόνοι που περνούν και που σε νοιάζονται".
Τι άλλο να πω; Ακόμα μια απολαυστική Έλενα Ακρίτα.