Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος
Πατάκης, 2020
Μετ. Αντώνης Καλοκύρης
Από το blog του προσφιλούς librofilo, ένα από τα μακροβιότερα, αξιόλογότερα και ενδιαφέροντα blogs, γνώρισα ως τώρα πολλά ωραία βιβλία. Η ανάρτησή του όμως για το βιβλίο "Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" στην οποία γίνεται αναφορά και στην ομώνυμη ταινία (Ι'm thinking of ending things, του Τσάρλι Κάουφμαν) δεν με βρίσκει σύμφωνη. Χαρακτηρίζει το βιβλίο "εκπληκτικό μυθιστόρημα", "εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ", "ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση". Εξίσου επαινετική είναι η κριτική του και για την ταινία, αν και βρίσκει ότι ελάχιστη σχέση έχει με το βιβλίο.
Διάβασα το βιβλίο, είδα και την ταινία, αλλά εξακολουθώ να είμαι πολύ προβληματισμένη. Θα αναφερθώ μόνο στο βιβλίο, γιατί δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με τον κινηματογράφο, ειδικά τον σύγχρονο. Όμως για το βιβλίο, μετά από εκατοντάδες, ίσως και χιλάδες βιβλία που έχω διαβάσει, για πολλά από τα οποία έχω γράψει, νομίζω είμαι σε θέση να εκφράσω άποψη.
Εν πρώτοις με απωθούν τα βιβλία, όπως και κάθε λογοτεχνική δημιουργία, που μοιάζει με γρίφο, αίνιγμα που πρέπει να λύσεις. Που σε κάνει να αναρωτιέσαι:Τι θέλει να πει; Κορυφαίες δημιουργίες στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία γίνονται άμεσα κατανοητές. Έχουμε καμιά δυσκολία να συμμεριστούμε τις ύψιστες φιλοσοφικές ιδέες των Πλατωνικών διαλόγων ή την ομορφιά της αρχαίας τραγωδίας; Το ίδιο συμβαίνει και με κορυφαία λογοτεχνικά έργα. Πόση δυσκολία αντιμετωπίζουμε διαβάζοντας Ντοστογιέφσκι ή Τολστόη, τον Ντίκενς ή τον Προυστ, τον Παπαδιαμάντη, τον Κάφκα ή τον Σαίξπηρ; Κι όμως στη σύγχρονη λογοτεχνία πολύ συχνά συναντάμε έργα δυσνόητα, έργα που δεν γίνονται εύκολα κατανοητά, ποιο είναι το θέμα τους, τι θέλουν να μεταδώσουν στον αναγνώστη. Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το "Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" κι ας έχουν γραφτεί και από τον Librofilo, αλλά και άλλους πολύ επαινετικές κριτικές.
Μια ανώνυμη αφηγήτρια που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο ταξιδεύει με τον σύντρφό της Τζέικ, οδεύοντας προς το σπίτι των γονιών του, για να τους τη γνωρίσει. Το "σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος" είναι η σκέψη που κάνει η ανώνυμη αφηγήτρια, σκεφτόμενη να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους. Όταν όμως ο αναγνώστης φτάσει στο τέλος, αναρωτιέται αν αυτό εννοούσε ή κάτι άλλο. Στη σύντομη και αποσπασματική μεταξύ τους συνομιλία καθώς ταξιδεύουν, παρεμβάλλονται αναμνήσεις εκείνης από την παιδική της ηλικία, τηλεφωνήματα από κάποιον άγνωστο που κατά περίεργο τρόπο φαίνεται να γίνονται από τον αριθμό του δικού της κινητού, αλλά που ως το τέλος δεν μαθαίνουμε τίποτα γι' αυτά τα περίεργα τηλεφωνήματα.
Μέσα σε μια συνεχή χιονόπτωση, φτάνουν στην αγροικία των γονιών του Τζέικ. Πριν μπουν περιδιαβάζουν στο αγρόκτημα, συναντούν νεκρά πρόβατα, σκουληκιασμένα γουρούνια, μια κότα που τρώει το αυγό της! Στο σπίτι όλα μοιάζουν παλαιικά, φθαρμένα. Κλειστές πόρτες, περίεργες φωτογραφίες, ένα σκοτεινό υπόγειο με παράξενους πίνακες.
Στο δρόμο της επιστροφής η σκοτεινιά και το χιόνι συνεχίζονται. Σταματούν κάπου για παγωτό και σε μια ερημιά συναντούν ένα τεράστιο Λύκειο. Χάνονται στους έρημους διαδρόμους, σε κλειστές αίθουσες διδασκαλίας, μ' έναν επιστάτη μόνο να σκουπίζει (μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα!). Και πολύ θα ΄θελα κάποιος να μου εξηγήσει σε τι χρησιμεύουν τέσσερις σελίδες του βιβλίου γεμάτες μόνο με την ερώτηση: "Ακόμα κάθεστε, ακόμα κάθεστε, ακόμα κάθεστε..." Τέσσερις ολόκληρες σελίδες!
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια τρομακτική σκηνή που δεν θέλω να τη σκέφτομαι. Και τότε μόνο ο αναγνώστης μπορεί να κατανοήσει κάποιους διαλόγους που παρεμβάλλονται μεταξύ των κεφαλαίων και στους οποίους δεν ξέρουμε ποιοι μιλούν, απλώς ότι αναφέρονται σ' ένα φόνο. Φόνο ή αυτοκτονία; Το ερώτημα αφήνεται να αιωρείται μαζί με όλα τα άλλα ερωτηματικά που δημιουργούνται στον αναγνώστη.
Τελικά τείνω να πιστεύω ότι η ταινία είναι καλύτερη από το βιβλίο!