Τετάρτη, Μαρτίου 30, 2011

Αφρισμένα νερά

Το ονειρικό, ομιχλώδες, πλημμυρισμένο τοπίο της μυθικής αυτής πόλης, της Βενετίας, αποτελεί το σκηνικό για όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Ντόνα Λεόν, πάντα με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Γκουΐντο Μπρουνέτι.
Πολλά έχουν γραφτεί για το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα που έπαψε πια να θεωρείται παραλογοτεχνικό είδος. Η κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, ψυχολογική ή άλλη διάσταση, του προσδίδει σήμερα πολύ διαφορρετικό χαρακτήρα από τα μυθιστορήματα τύπου Κόναν Ντόυλ ή Άγκαθα Κρίστι. Η αστυνομική πλοκή στο σύγχρονο μυθιστόρημα είναι το μέσο για να προβληθούν άλλοι, σοβαρότεροι προβληματισμοί από το να βρεθεί απλώς ο ένοχος ενός εγκλήματος. Κάποτε μάλιστα η αστυνομική διάσταση εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό σε μυθιστορήματα που δεν χαρακτηρίζονται ως αστυνομικά (π.χ. "Ο Φρόιντ στο Μανχάταν" ή "Το όνομα του ρόδου") ώστε αμφιταλαντευόμαστε αν θα τα κατατάξουμε στα αστυνομικά ή όχι.
Η αρχαιοκαπηλία, τα γνήσια και πλαστά έργα τέχνης, το εμπόριό τους, είναι το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται το μυθιστόρημα "Αφρισμένα νερά" (Σύγχρονοι ορίζοντες, 2008, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος). Στο παλάτσο μιας διάσημης σοπράνο, της Φλάβιας Πετρέλλι, στο οποίο μένει και η φίλη της, η πολύ γνωστή αρχαιολόγος Μπρετ Λιντς, εισβάλλουν δυο άγνωστοι που κακοποιούν βάναυσα την αρχαιολόγο. Κι ενώ εκείνη νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, ο διευθυντής του Μουσείου του Παλατιού του Δόγη βρίσκεται δολοφονημένος. Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα δυο εγκλήματα; Ο επιθεωρητής Μπρουνέτι αναλαμβάνει την υπόθεση. Ερευνώντας την μας παρασύρει μαζί του στον κόσμο της τέχνης, ιδιαίτερα της κινεζικής, πότε σε μια αντικερί, άλλοτε στις πληροφορίες που αφορούν τη διάκριση ενός πλαστού από ένα αυθεντικό έργο τέχνης. Απόηχοι δράσης της Μαφίας εμπλέκονται επίσης στην υπόθεση. Ανάλαφρη, χαριτωμένη ειρωνεία διακρίνει τις παρατηρήσεις της Ντόνα Λεόν για την ιταλική γραφειοκρατία (πόσο όμοια παντού!), για τις ιταλικές διαλέκτους, για τις συχνά ανορθόδοξες μεθόδους της αστυνομίας. Πολλές επίσης μουσικές αναφορές διανθίζουν το βιβλίο, δικαιολογημένα, αφού η Λεόν θεωρείται ειδική στην όπερα, παράλληλα με την κριτική του αστυνομικού μυθιστορήματος που γράφει στη Sunday Times.
Αμερικανίδα, γεννημένη το 1942, η Ντόνα Λεόν δίδαξε αγγλική λογοτεχνία σε πολλές χώρες και έζησε για μια εικοσαετία στη Βενετία. Γι' αυτό και οι εικόνες από την πλημμυρισμένη Βενετία, τα ερειπωμένα ή ανακαινισμένα παλάτσο, τα στενά, αδιέξοδα δρομάκια, το νερό που βρίσκεται παντού, που ανεβαίνει με την παλίρροια και μέσα του τσαλαβουτούν για ώρες οι ήρωες, ακόμα και το φινάλε που δίνεται ουσιαστικά μέσα στο νερό, συνθέτουν το σκηνικό που μας γοητεύει και μας συναρπάζει αυτό πιο πολύ κι από την ίδια την υπόθεση του έργου. Το οποίο, φυσικά, όπως όλα τα αστυνομικά, θα τελειώσει με την αποκάλυψη του ενόχου και την αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης πραγμάτων, "δι' ελέου και φόβου" μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

Στο καλό μυθιστόρημα

"Έχω πάθος με τη λογοτεχνία και, όπως όλοι όσοι έχουν ένα πάθος, υποφέρω. Λαχταράω να διαβάσω ένα καλό μυθιστόρημα. Έχω απογοητευτεί τόσο πολύ, ώστε, εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν, δεν τολμάω πια ν' ανοίξω ένα καινούργιο. Περιμένω το χρόνο να τα ξεσκαρτάρει". Λόγια ενός από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος της Laurence Cosse "Στο καλό μυθιστόρημα" (Πόλις, 2011, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης), που συνοψίζουν το όνειρο κάθε βιβλιόφιλου: να υπήρχε τρόπος να διαβάζει μόνο καλή λογοτεχνία, να μη χρειάζεται να διανύει μια άγονη αναγνωστική πορεία χιλιομέτρων, για να κάνει επιτέλους σταθμό σε κάτι που θα τον ικανοποεί, που θα του προκαλεί την υπέρτατη εκείνη απόλαυση που σου προσφέρει ένα καλό μυθιστόρημα.
Ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο, που θα πουλούσε μόνο αριστουργήματα, άσχετα από το χρόνο έκδοσής τους, στήνουν δυο παθιασμένοι βιβλιόφιλοι. Ο Βαν (Ιβάν), που είχε διατελέσει πωλητής σε μια αλυσίδα βιβλιοπωλείων και η Φραντζέσκα, μια ωραία, πλούσια κληρονόμος που διαθέτει το σχετικό κεφάλαιο. Οι δυο τους συναντήθηκαν τυχαία στο βιβλιοπωλείο ενός χιονοδρομικού κέντρου ("Απ' όλες τις λειτουργίες της λογοτεχνίας μου επιβεβαιώνετε ότι μία από τις ευτυχέστερες είναι ν' αλληλοαναγνωρίζονται και να συζητούν άνθρωποι που είναι πλασμένοι να συνεννοούνται", θα πει ο Βαν στη Φραντζέσκα).
Αρχίζουν να υλοποιούν την ιδέα τους. Στο βιβλιοπωλείο τους, που το ανοίγουν σε κεντρική περιοχή του Παρισιού, θα διατίθενται μόνο αξιόλογα βιβλία, μυθιστορήματα και νουβέλες στα Γαλλικά, αλλά και ξένα μεταφρασμένα. Η επιλογή των βιβλίων ανατίθεται σε μια οκταμελή επιτροπή συγγραφέων, η σύνθεση της οποίας κρατείται μυστική. Ακόμη κάθε μέλος αγνοεί την ταυτότητα των υπολοίπων. Απλώς τους ζητήθηκε να προτείνει ο καθένας ένα κατάλογο από 600 βιβλία, από τα οποία οι δυο ιδρυτές του βιβλιοπωλείου "Au Bon Roman", όπως ονόμασαν το βιβλιοπωλείο τους, θα επέλεγαν ποια θα είχαν σ' αυτό.
Το εγχείρημα επιτυγχάνει. Οι βιβλιόφιλοι αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό την καινούργια ιδέα. Το βιβλιοπωλείο είναι διαρκώς γεμάτο κόσμο. Όμως η αντίδραση δεν αργεί να έρθει. Με άρθρα στον τύπο, με σχόλια στο ίντερνετ, η ιδέα ενός εκλεκτικού βιβλιοπωλείου επικρίνεται έντονα, τόσο από εκδότες, όσο και από συγγραφείς που δεν περιελήφθηκαν στον "κανόνα". Χαρακτηρίζεται ελιτίστικη, ακόμα και φασιστική. Ποιοι είναι αυτοί που θα καθορίσουν τι πρέπει να διαβάζει κανείς και τι όχι; Με ποιο δικαίωμα αποκλείουν από το βιβλιοπωλείο τους κάποια βιβλία; Οι επιθέσεις αφορούν ακόμη και την ιδιωτική τους ζωή. Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη πλευρά, των υποστηρικτών της ιδέας και οι συζητήσεις εντείνονται.
Αποκορύφωμα της αντίδρασης είναι οι επιθέσεις που δέχονται τρία μέλη της επιτροπής, πράγμα εντελώς ανεξήγητο, μια και η ταυτότητά τους ήταν μυστική. Με αυτές τις επιθέσεις αρχίζει το μυθιστόρημα και η αστυνομική  χροιά που του προσδίδει η Κοσέ, το καθιστά ακόμη πιο ενδιαφέρον, αν και για κάθε βιβλιόφιλο ίσως να μην ήταν απαραίτητη. Αρκούν οι δεκάδες βιβλία και συγγραφείς που αναφέρονται, αρκούν οι συζητήσεις και οι απόψεις γύρω από λογοτεχνικά θέματα. Όπως, τι είναι καλή και τι κακή λογοτεχνία, ο ρόλος της κριτικής, η εμπορευματοποίηση των πνευματικών δημιουργημάτων, οι αντιζηλίες των ομοτέχνων, ο ρόλος του τύπου, η εκδοτική δραστηριότητα ως κερδοφόρος επιχείρηση και πλήθος άλλα θέματα γύρω από τον κόσμο του βιβλίου.
Το βιβλιοπωλείο "Στο καλό μυθιστόρημα" δεν θα συντριβεί από την εναντίον του πολεμική. Θα αρχίσει να φθίνει όταν στον ίδιο δρόμο ανοίγει ένα άλλο βιβλιοπωλείο και σε λίγο ακόμη ένα, κακέκτυπα και ανταγωνιστικά του πρώτου. Αλλά δεν θα χαθεί. Με μια αισιόδοξη νότα τελειώνει το βιβλίο.
Το ωραίο, πρωτότυπο μυθιστόρημα της Λοράνς Κοσέ (δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας η ίδια, συγγραφέας του επίσης ωραίου μυθιστορήματος "Η απόδειξη"), που μέσα από τη μυθιστορηματική πλοκή ασκεί μια έντονη κριτική στα λογοτεχνικά πράγματα της Γαλλίας, κριτική που βεβαίως δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, είναι σίγουρο πως θα εύρισκε μια θέση στους πάγκους του βιβλιοπωλείου "Au Bon Roman".

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2011

Επιληψία, αγάπη μου!

Πριν από λίγο καιρό πήρα ένα ευγενικό e-mail από ένα άγνωστό μου ζευγάρι, τον Κώστα και την Αντιγόνη Καλλιμάχου, με το οποίο μου ζητούσαν να τους πω τη γνώμη μου για ένα βιβλίο που ετοιμάζονταν να εκδώσουν και το οποίο επισύναπταν. Το βιβλίο δεν ήταν τίποτε άλλο από το περιεχόμενο του μπλογκ τους. Ξεκίνησα να το διαβάζω, αρχικά από περιέργεια. Η περιέργεια όμως σύντομα μετατράπηκε σ' ένα αδιάπτωτο ενδιαφέρον και το μόνο που δυσχέραινε την ανάγνωση ήταν, όσο προχωρούσα, τα θολά από τα δάκρυα μάτια μου.
Τώρα το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πάργα. Το ξαναδιάβασα από την αρχή ως το τέλος, παρ' όλο ότι το ήξερα ήδη. Δυο γονείς, ένα αγαπημένο νέο ζευγάρι, εδώ και εννιά χρόνια αφοσιωμένα αγωνίζεται για το κοριτσάκι του. Τη χαριτωμένη Μαρία-Φωτεινή, που από έξι μηνών πάσχει από φαρμακοανθεκτική επιληψία και μάλιστα μια πολύ σπάνια μορφή αυτής της αρρώστιας, το σύνδρομο Ντραβέ.
Με πρώτη καταγραφή στο μπλογκ στις 22 Φεβρουαρίου 2006 και τελευταία στις 2 Ιανουαρίου 2011 (όπως περιλαμβάνονται στο βιβλίο, γιατί το μπλογκ συνεχίζει ακόμα την πορεία του) παρακολοθούμε τον αγώνα αυτών των ανθρώπων, το δράμα αλλά και το μεγαλείο τους. Τα συναισθήματά τους όταν παρουσιάστηκε το πρώτο επιληπτικό επεισόδιο, τις αμέτρητες επιληπτικές κρίσεις, το χτυποκάρδι ώσπου να φτάσουν κάθε φορά στο νοσοκομείο, τις αγωνιώδεις προσπάθειες να ξεπεράσουν τη γραφειοκρατία και να εξασφαλίσουν κάποια κρατική οικονομική ενίσχυση για να μεταβούν στο εξωτερικό. Υποθηκεύουν το σπίτι τους, δανείζονται, αναζητούν βοήθεια πότε στην Αγγλία ή τη Γαλλία για να τη βρουν τελικά στο Mayo Clinic, στην Αμερική, όπου εφαρμόζεται η Κετογενική μέθοδος (μια μέθοδος που βασίζεται στη διατροφή) σε συνδυσμό με καινούρια φάρμακα.
Στα κείμενα δεν υπάρχει δυσανασχέτηση, δεν υπάρχει διαμαρτυρία γι' αυτό που τους συμβαίνει. Δεν υπάρχει το απελπισμένο ερώτημα "γιατί σ' εμάς;" Υπάρχει μόνο μια απέραντη αγάπη, μια ακατάβλητη θέληση, μια δύναμη ψυχής που δεν ξέρεις από πού πηγάζει. "Όλα όσα χαίρονται τα άλλα παιδάκια, εμάς μας προκαλούν τρόμο: η θάλασσα, ο ήλιος, το έντονο παιχνίδι, το φαγητό, τα γλυκά, η πολλή χαρά και το ξεφάντωμα!", γράφουν. Και παρακάτω, "Κερδίζουμε την υγεία του παιδιού κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, ζώντας κάτω από αυστηρούς περιορισμούς: 12 γραμμάρια καρότο, 16,5 γαλοπούλα, 8 γραμμάρια κουνουπίδι κ.λπ., βιταμίνες, φάρμακα και κόντρα φάρμακα με παρενέργειες που δεν τολμάς να διαβάσεις..."
Το βιβλίο δεν περιορίζεται στην αρρώστια, στις κρίσεις, στην ιατρική πλευρά του θέματος. Οι συγγραφείς ανασύρουν και καταγράφουν μνήμες από τα παιδικά τους χρόνια, από το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο, ακόμη περιπτώσεις άλλων προσώπων με ιατρικά προβλήματα.
Όμως το θέμα του παιδιού είναι το κυρίαρχο. Αυτό έρχεται και επανέρχεται. Η αδιάκοπη φροντίδα του, τα πολυήμερα, κάποτε πολύμηνα ταξίδια στην Αμερική, η προφύλαξή του από τις ιώσεις. "Τα παπούτσια μας τα αφήνουμε στην είσοδο του σπιτιού, τα χέρια μας τα πλένουμε πάντα και συχνά, ειδικά όταν είναι να ασχοληθούμε με το παιδί. Όποιος από μας αρρωστήσει αμέσως μπαίνει σε καραντίνα στο δεύτερο όροφο, ενώ αν πρόκειται να μας επισκεφθεί κάποιος, τον ρωτάμε πώς νιώθει και πότε αρρώστησε για τελευταία φορά..."
Πράγματα που για τον πολύ κόσμο είναι συνηθισμένα και αυτονόητα γι' αυτή τη μάνα γίνονται ανέφικτο όνειρο: "Θα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, όλο ξεγνοιασιά και με την αίσθηση ότι τώρα πια ζούμε κι εμείς σαν άνθρωποι, σε ρυθμούς φυσιολογικούς, σε συνθήκες έστω ρουτίνας. Ναι, η ρουτίνα και η πλήξη του μέσου ανθρώπου-πόσο μου λείπει, πόσο τη ζηλεύω!"
Το βιβλίο προλογίζουν ο Νίκος Δήμου και η Φωτεινή Τσαλίκογλου, ενώ επιλογικό σημείωμα γράφει ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης.
Οι δυο συγγραφείς, ο Κώστας και η Αντιγόνη, παρά τον καθημερινό, επίμοχθο, πολύχρονο αγώνα τους για το δικό τους κοριτσάκι δεν κλείστηκαν εγωιστικά, ατομικιστικά στο δικό τους πρόβλημα. Άπλωσαν την αγάπη και τη δραστηριότητά τους και σ' όλους τους πάσχοντες από την "ιερή" αυτή νόσο, ως μέλη του Κυπριακού Συνδέσμου Στήριξης Ατόμων με επιληψία και έχουν δημιουργήσει εκτός από το δικό τους μπλογκ και το μπλογκ ephlipsia.
Είναι περίεργο. Κλείνοντας το βιβλίο δεν αισθάνεσαι, όπως θα περίμενε κανείς, κατάθλιψη, μελαγχολία. Αντίθετα, σε πλημμυρίζει ένας θαυμασμός και μια αισιοδοξία για τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής και της αγάπης. Κι όταν, στο τελευταίο κεφάλαιο διαβάζουμε: "...αρχίσαμε δειλά-δειλά να μετράμε: μια μέρα χωρίς κρίση, δυο βδομάδες χωρίς κρίση, ένας μήνας χωρίς κρίση, ένας χρόνος δίχως κρίση, δεκατέσσερις μήνες ευτυχίας!", η ευχή μας ολόψυχα ενώνεται με τη δική τους. Η ευτυχία αυτή να μην είναι μόνο ένα διάλειμμα, όπως φοβούνται. Να κρατήσει για πάντα.

Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011

Μακρινή ακτή

"Η Αγγλία έχει αλλάξει. Αυτή την εποχή είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος είναι ντόπιος και ποιος όχι. Ποιος είναι δικός μας και ποιος είναι ξένος. Είναι ενοχλητικό".
Και μόνο αυτή η εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος του Κάρυλ Φίλιπς "Μακρινή ακτή" (Scripta, 2009, μετ. Ρένα Χατχούτ), όπου στη θέση της λέξης "Αγγλία" θα μπορούσαμε άνετα να πούμε "Κύπρος", "Ελλάδα" ή οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου, είναι αρκετή για να μας κινήσει το ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Το τρομερό μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής μας, πολύ διαφορετικό από το αντίστοιχο άλλων εποχών, καθιστά το βιβλίο του Φίλιπς άκρως επίκαιρο και ενδιαφέρον. Και ασφαλώς όχι μόνο για την επικαιρότητά του.
Με κεντρικούς χαρακτήρες μια σχεδόν εξηντάχρονη δασκάλα μουσικής, τη Ντόροθι, κι έναν έγχρωμο λαθρομετανάστη, τον Σόλομον, που φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους, που η τύχη και οι συμπτώσεις τους φέρνουν να κατοικούν στο ίδιο μικρό χωριό κάπου στη βόρειο Αγγλία, ο συγγραφέας ανατέμνει την εποχή μας, σύγχρονα αλλά και διαχρονικά προβλήματα. Ο εμφύλιος σπαραγμός και η δυστυχία των Αφρικανικών χωρών, ο θάνατος, η αγωνία της επιβίωσης, η μοναξιά, η αναζήτηση της συντροφικότητας, η ξενοφοβία, περνούν μέσα από τη ζωή των δυο ηρώων.
Από το πρώτο κεφάλαιο σχεδόν ξέρουμε ήδη τη μοίρα τους, την κατάληξή τους. Αλλά δεν είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Πότε με πρωτοπρόσωπη και άλλοτε με τριτοπρόσωπη αφήγηση οδηγούμαστε στο τόσο διαφορετικό παρελθόν της Ντόροθι και του Σόλομον. Εκείνος, καταγόμενος από μια χώρα της Αφρικής που δεν κατονομάζεται, είδε ολόκληρη την οικογένειά του να σφαγιάζεται. Με έγκλημα εξασφαλίζει τα δυο χιλιάδες δολάρια που του ζητούν για να τον φυγαδέψουν. Ταξιδεύει καλυμμένος σ' ένα φορτηγό, κατάχαμα σ' ένα αεροπλάνο χωρίς καθίσματα, στριμωγμένος σ' ένα βαγόνι τρένου, λαθρεπιβάτης σ' ένα πλοίο, πηδάει με κίνδυνο της ζωής του στη θάλασσα για να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας, όπως φανταζόταν, την Αγγλία. Πολύ σύντομα η πραγματικότητα θα τον διαψεύσει. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, κατορθώνει να σωθεί με τη βοήθεια μιας συμπονετικής δικηγόρου και καταλήγει ανεπιθύμητος λαθρομετανάστης, νυχτοφύλακας και οδηγός για το νοσοκομείο, με το τραγικό τέλος να παραμονεύει.
Πολύ διαφορετική η μοίρα της Ντόροθι, μα η δυστυχία που βιώνει δεν την κάνει λιγότερο τραγική μορφή. Ο θάνατος την τριγυρίζει. Πεθαίνει η μάνα, ο πατέρας, χάνει  την αδερφή της από καρκίνο και, το επιστέγασμα, την εγκαταλείπει ο άντρας της. Θέλοντας να κάνει μια καινούρια αρχή στη ζωή της καταλήγει στο μικρό χωριό, σ' ένα καινούριο οικισμό, στον οποίο νυχτοφύλακας είναι ο Σόλομον. Μάταια όμως αναζητεί την ανθρώπινη επαφή.  Η αναζήτηση λίγης ανθρώπινης συντροφιάς θα σταθεί αφορμή να την εξωθήσουν σε αναγκαστική παραίτηση από τη δουλειά της. Θα καταλήξει σ' ένα ίδρυμα για ψυχοθεραπεία, κλεισμένη στον εαυτό της και στις σκέψεις της.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι. Τι είναι αυτό που κάνει ένα τόσο μελαγχολικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα διωγμού, αποξένωσης, μισαλλοδοξίας, απέλπιδης αναζήτησης κάποιας χαράς στη ζωή να μας γοητεύει; Αυτή είναι η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας. Τα προβλήματα του κόσμου να γίνονται δικά μας, η ψυχολογική βυθομέτρηση των ηρώων να γίνεται εργαλείο για τη δική μας ενδοσκόπηση.
Και μια φράση από κριτική του Time Out που συνοψίζει, νομίζω, με τον πιο καίριο τρόπο όλο το μυθιστόρημα: "Είναι ένα από τα σπάνια μυθιστορήματα που εξετάζουν με επιτυχία σημαντικά θέματα μέσα από το πρίσμα ασήμαντων ζωών".
Ευχαριστίες στον librofilo

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2011

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια

"Σε ρωτάω άλλη μια φορά. Τι θ' αποφάσιζες αν είχες την επιλογή; Θ' αποφάσιζες να ζήσεις μια σύντομη ζωή εδώ στη γη για να σε πάρουν ύστερα από λίγα χρόνια χωρίς δικαίωμα επιστροφής; Ή θα έλεγες: "Όχι, ευχαριστώ";
Έχεις μόνο αυτές τις δύο εναλλακτικές λύσεις. Επειδή αυτοί είναι οι κανόνες. Αν αποφασίσεις να ζήσεις, τότε αποφασίζεις και να πεθάνεις."
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι διαβάζει το γράμμα που έγραψε γι' αυτό ο πατέρας του έντεκα χρόνια πριν, όταν το μικρό τότε τετράχρονο αγόρι δεν θα μπορούσε να καταλάβει αυτά που ο πατέρας του είχε να του πει. Ο άρρωστος πατέρας ήξερε πως δεν θα ζούσε για να δει το γιο του να μεγαλώνει, δεν θα ζούσε για να τον δει να φτάνει στην ηλικία που θα μπορούσε να καταλάβει.
Ο Νορβηγός συγγραφέας, καθηγητής της φιλοσοφίας Γιοστέιν Γκάαρντερ, πασίγνωστος για το πολυμεταφρασμένο βιβλίο του "Ο κόσμος της σοφίας", μας δίνει με το μυθιστόρημά του "Το κορίτσι με τα πορτοκάλια" (Α.Α. Λιβάνη, 2005, μετ. Ιάκωβος Κοπερτί) ένα έργο φαινομενικά απλό, επιφανειακά ένα τρυφερό, μελαγχολικό, γλυκόπικρο παραμύθι, που όμως κάτω από την απλοϊκή επιφάνεια κρύβει βαθύτατα φιλοσοφικά ερωτήματα. Και το πιο βασικό απ' όλα το ερώτημα της ζωής: όταν ερχόμαστε σ' αυτό τον κόσμο, όταν γεννιόμαστε, είναι αναπόφευκτο ότι και θα πεθάνουμε. Αν λοιπόν είχαμε δικαίωμα επιλογής τι θα διαλέγαμε; Να μη γεννηθούμε ποτέ ή θα διαλέγαμε τη ζωή παρά την επίγνωση του τέλους της;
Ο Γκέορκ διαβάζει συγκινημένος το γράμμα του νεκρού πια πατέρα του, ενώ κάθε τόσο παρεμβάλλει τα σχόλια, τις σκέψεις του, στοιχεία της δικής του τωρινής ζωής. Η μακρά αφήγηση του πατέρα αναφέρεται στη ζωή του όταν ήταν είκοσι χρόνων, φοιτητής της ιατρικής. Μια μέρα συναντά στο τραμ ένα κορίτσι που κρατούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη πορτοκάλια. Κοιτάζονται. Ο νεαρός μαγεύεται. Η κοπέλα κατεβαίνει πριν εκείνος προλάβει να μάθει κάτι άλλο γι' αυτήν. Το κορίτσι με τα πορτοκάλια του γίνεται έμμονη ιδέα. Η φαντασία του οργιάζει. Τι να τα ήθελε άραγε τόσα πορτοκάλια; Πλάθει με το νου του διάφορα σενάρια, ενώ ταυτόχρονα την αναζητά σ' όλο το Όσλο. Πότε στην αγορά απ' όπου πιθανότατα αγόραζε τα πορτοκάλια, πότε σε μια καφετέρια, πότε στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Θα φτάσει ακόμα και στη Σεβίλη, όταν κάποια ίχνη της τον οδηγούν εκεί.
Δεν θα αποκαλύψω τη συνέχεια, μια συνέχεια που αργά, μέσα από το τρυφερό γράμμα του πατέρα θα ανακαλύψει και ο Γκέορκ. Απ' τον πατέρα του διατηρεί μονάχα μια θολή ανάμνηση. Θυμάται προπάντων μια αστροφώτιστη νύχτα που ο πατέρας του τον κρατούσε αγκαλιά στη βεράντα και του μιλούσε για τη ζωή και το σύμπαν που βέβαια τότε δεν μπορούσε να καταλάβει.
"Τι είναι όμως ο άνθρωπος Γκέορκ; Τι αξία έχει; Μήπως είμαστε απλώς σκόνη που τη στροβιλίζει και τη σκορπίζει ο άνεμος;"
Μέσα από το γράμμα, την ήρεμη θλίψη από την επίγνωση του επικείμενου θανάτου εξουδετερώνει η ευτυχία της αγάπης και της ζωής που όσο σύντομη κι αν ήταν άξιζε να τη ζήσει.
Το ερώτημα που του έθεσε ο πατέρας του στριφογυρίζει διαρκώς στο μυαλό του:
"Φαντάσου ότι βρίσκεσαι πριν από δισεκαταμμύρια χρόνια στη γέννηση των πάντων, στο κατώφλι αυτού του παραμυθιού", έγραφε ο πατέρας μου. "Κι ότι πρέπει να επιλέξεις αν θα γεννηθείς για να ζήσεις σ' αυτό τον πλανήτη. Χωρίς να ξέρεις πότε θα ζήσεις και πόσο, σίγουρα πάντως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ήξερες δηλαδή ότι αν αποφάσιζες να έρθεις κάποτε σ' αυτό τον κόσμο, θα ήσουν αναγκασμένος να τον εγκαταλείψεις πάλι κάποτε, αυτόν και όλα όσα ήταν σ' αυτόν, όταν θα ωρίμαζε ο χρόνος, ή, όπως λένε,  "όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου".
Το κρίσιμο ερώτημα επανέρχεται επίμονα γιατί, όπως γράφει ο πατέρας, "Νιώθω κάτι σαν ενοχή επειδή συνέβαλα στο να έρθεις στον κόσμο (...) Το να χαρίζεις τη ζωή σ' ένα παιδί δε σημαίνει απλώς να του δωρίζεις τον κόσμο. Σημαίνει επίσης να του αφαιρείς πάλι κάποτε αυτό το ασύλληπτα μεγάλο δώρο".
Όταν το γράμμα τελειώνει ο Γκέορκ ψάχνει για τον παλιό υπολογιστή του πατέρα του στον οποίο θα το είχε γράψει. Κι εκεί απαντά στο νεκρό πατέρα του μ' ένα γράμμα που δεν θα επιδοθεί ποτέ:
"Αγαπητέ μπαμπά! Ευχαριστώ για το γράμμα σου. Ήταν ένα σοκ για μένα, μου έδωσε χαρά αλλά και με βασάνισε. Ωστόσο πήρα πια τη βαριά απόφαση:είμαι απολύτως βέβαιος ότι θα αποφάσιζα να ζήσω, κι ας ήταν μόνο για μια "στιγμή". Γι' αυτό ξέχασε παι αυτή την έγνοια. Μπορείς "να αναπαυθείς εν ειρήνη", όπως λένε".

Ευχαριστίες στη Χριστίνα απ' την οποία γνώρισα αυτό το υπέροχο βιβλίο.