Είναι περίεργο και παράδοξο πώς λειτουργεί η μνήμη, πώς επιλέγει τι θα κρατήσει και τι θα απορρίψει, πώς συνδέει και πώς ανακαλεί φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους γεγονότα.
Πολλά βιβλία έχουν συνδεθεί άρρηκτα με συγκεκριμένες στιγμές της ζωής μου, αν και δεν σχετίζονταν μ' αυτές, παρά μόνο ως προς τη χρονική συγκυρία της ανάγνωσής τους. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι διάβαζα "Το Μαγικό Βουνό" καθισμένη για ώρες σ' ένα παλιό μπαλκόνι αντικρίζοντας τη θάλασσα, κι αυτή η εικόνα έρχεται πάντα στη σκέψη κάθε φορά που θυμάμαι το συγκεκριμένο βιβλίο. Όταν γίνεται λόγος για "Τα σταφύλια της οργής" ξαναθυμάμαι τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, γιατί αυτό το βιβλίο διάβαζα όταν άρχισαν οι πόνοι (και βεβαίως ποτέ δεν τέλειωσα, ίσως είναι καιρός να το κάνω). Πλάι στο κρεβάτι του βαριά άρρωστου συζύγου μου θυμάμαι ότι διάβαζα την ιστορία του Εδουάρδου και της Γουόλις Σίμσον (δεν θυμάμαι τον τίτλο, δεν βρίσκω το βιβλίο, ίσως να ξέμεινε στο δωμάτιο του νοσοκομείου του Λονδίνου).
Και τώρα, τώρα πώς θα μπορέσω να ξαναπάρω στα χέρια μου, ή να δω ή ν' ακούσω για το μυθιστόρημα του Ισραηλινού Νταβίντ Γκρόσμαν χωρίς να αναπολήσω το μαύρο πρωινό της 11ης Ιουλίου, όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του τόπου μας; Οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου στριφογυρίζουν από κείνο το πρωινό αδιάκοπα στη σκέψη μου:
"...Κύπρος εσύ, παραφόρτωσες την καρδιά μου μ' ερείπια και με άτακτα ριγμένους νεκρούς..."
Κι όταν τα ερείπια και οι νεκροί είναι σε καιρό πολέμου, κάπως μπορεί να γίνουν αποδεκτά. Αλλά όταν συμβαίνουν σε καιρό ειρήνης, όταν οφείλονται στην ανευθυνότητα, στη βλακεία, στις λανθασμένες πολιτικές εμμονές, τότε αγανακτείς, επαναστατείς, δεν μπορείς να δεχτείς το ασύλληπτο γεγονός. Νέοι άνθρωποι κομματιασμένοι, νεκροί, πάνω από τη μισή μας ηλεκτρική ενέργεια χαμένη, τεράστια οικονομική και οικολογική καταστροφή. Οι τηλεοπτικές μας οθόνες μέρες τώρα γεμίζουν από κηδείες, από θρήνο, από το μαύρο του πένθους και τους αχρείαστους τσακωμούς των πολιτικών.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα συνέχισα να διαβάζω το "Στο τέλος της γης" (Καστανιώτης 2011, μετ. Λουίζα Μιζάν). Ίσως γιατί ταίριαζε τόσο πολύ με ό, τι συνέβαινε γύρω μου. Ένα βιβλίο 752 σελίδων χωρίς ουσιαστικά υπόθεση, εννοώ χωρίς δράση, με κεντρικό πρόσωπο μια μάνα που ο γιος της, έχοντας τελειώσει την τρίχρονη στρατιωτική του θητεία, ξαναπάει να συμμετάσχει εθελοντικά σε μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση. Πρόκειται για "τον πόλεμο των έξι ημερών", όπως έγινε γνωστή εκείνη η φάση του ισραηλινού πολέμου με την Αίγυπτο.
Η μάνα είναι η Όρα. Ο σύζυγός της, που την έχει εγκαταλείψει, και ο μεγαλύτερος γιος της τριγυρίζουν κάπου στη Νότιο Αμερική. Η Όρα, όταν ο μικρότερος γιος της, ο Όφερ, πάει να υπηρετήσει ξανά, δεν μπορεί να ησυχάσει. Αγωνιά, φοβάται, τρέμει στην πιθανότητα να της ανακοινώσουν το θάνατο του γιου της. Και τότε μια ιδέα αστράφτει μέσα της: "...αυτή η πόρτα όμως θα παραμείνει κλειστή και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα και την άλλη βδομάδα και τις άλλες δυο βδομάδες, και τα μαντάτα δεν θα παραδοθούν, γιατί για να παραδοθούν μαντάτα χρειάζονται πάντα δύο, σκέφτηκε η Όρα, ένας που τα δίνει κι ένας που τα λαμβάνει, κι αυτά τα μαντάτα δεν θα υπάρχει κανένας να τα λάβει, και γι' αυτό δεν θα παραδοθούν, κι αυτή η σκέψη άστραψε ξαφνικά με μια λάμψη που όλο και δυνάμωνε από τη μια στιγμή στην άλλη πετώντας σπίθες σαν βελόνες σε μια έξαλλη χαρά, αφού το σπίτι είναι ήδη κλειστό και ασφαλισμένο πίσω της".
Και φεύγει. Μ' ένα εκδρομικό σακίδιο και μ' ένα δεύτερο που θα δώσει στον Άβραμ, παλιό φίλο και εραστή της, τριγυρίζει για μέρες στη χώρα. Κουβεντιάζει, σκέφτεται, κάποτε γράφει. Μέσα από τη σκέψη προσπαθεί να ξαναζήσει όλη τη ζωή του γιου της και να τον κρατήσει έτσι ζωντανό. Όλο το βιβλίο είναι αυτή η περιπλάνηση, η σκέψη και η ανάπλαση της ζωής της, με κέντρο πάντα τον Όφερ.
Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται πολύ χρόνο και πολλή υπομονή για να το τελειώσει κανείς. Ο Γκρόσμαν γράφει όπως θα κεντούσε ένα λεπτοδουλεμένο κέντημα. Είναι απίστευτες οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφει αναμνήσεις, σκηνές από τη ζωή του παιδιού της, χωρίς να γίνονται κουραστικές για τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η περιγραφή της μέρας που ο Όφερ έκανε τα πρώτα του βήματα κρατάει πέντε σελίδες (!) γεμάτες από λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις.
Το "Στο τέλος της γης" δεν είναι ένα βιβλίο που περιγράφεται. Είναι ένα βιβλίο που νιώθεται. Βαθύτατα αντιπολεμικό, ανατρέπει την εικόνα που συνήθως έχουμε για τους σκληρούς, τιμωρούς Ισρηλινούς που με προθυμία πάνε στον πόλεμο. Είναι η ανθρώπινη πλευρά της μάνας, της κάθε μάνας που αγωνιά για τη ζωή του παιδιού της.
Εν τέλει γίνεται ένα βιβλίο τραγικό καθώς, ενώ ο Γκρόσμαν το έγραφε, ο μικρότερος γιος του σκοτώθηκε. Γράφει σ' ένα σύντομο επίλογο: "Στις 12 Αυγούστου 2006, τις τελευταίες ώρες του Δεύτερου Πολέμου στο Λίβανο, ο Ούρι σκοτώθηκε στο νότιο Λίβανο (...) Με τη λήξη του επταήμερου πένθους στο σπίτι, επέστρεψα στο βιβλίο. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη γραφτεί. Αυτό που άλλαξε, πάνω απ' όλα, ήταν ο απόηχος της πραγματικότητας μέσα στον οποίο γράφτηκε η τελική εκδοχή του".
Και φεύγει. Μ' ένα εκδρομικό σακίδιο και μ' ένα δεύτερο που θα δώσει στον Άβραμ, παλιό φίλο και εραστή της, τριγυρίζει για μέρες στη χώρα. Κουβεντιάζει, σκέφτεται, κάποτε γράφει. Μέσα από τη σκέψη προσπαθεί να ξαναζήσει όλη τη ζωή του γιου της και να τον κρατήσει έτσι ζωντανό. Όλο το βιβλίο είναι αυτή η περιπλάνηση, η σκέψη και η ανάπλαση της ζωής της, με κέντρο πάντα τον Όφερ.
Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται πολύ χρόνο και πολλή υπομονή για να το τελειώσει κανείς. Ο Γκρόσμαν γράφει όπως θα κεντούσε ένα λεπτοδουλεμένο κέντημα. Είναι απίστευτες οι λεπτομέρειες με τις οποίες περιγράφει αναμνήσεις, σκηνές από τη ζωή του παιδιού της, χωρίς να γίνονται κουραστικές για τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η περιγραφή της μέρας που ο Όφερ έκανε τα πρώτα του βήματα κρατάει πέντε σελίδες (!) γεμάτες από λεπτές ψυχολογικές παρατηρήσεις.
Το "Στο τέλος της γης" δεν είναι ένα βιβλίο που περιγράφεται. Είναι ένα βιβλίο που νιώθεται. Βαθύτατα αντιπολεμικό, ανατρέπει την εικόνα που συνήθως έχουμε για τους σκληρούς, τιμωρούς Ισρηλινούς που με προθυμία πάνε στον πόλεμο. Είναι η ανθρώπινη πλευρά της μάνας, της κάθε μάνας που αγωνιά για τη ζωή του παιδιού της.
Εν τέλει γίνεται ένα βιβλίο τραγικό καθώς, ενώ ο Γκρόσμαν το έγραφε, ο μικρότερος γιος του σκοτώθηκε. Γράφει σ' ένα σύντομο επίλογο: "Στις 12 Αυγούστου 2006, τις τελευταίες ώρες του Δεύτερου Πολέμου στο Λίβανο, ο Ούρι σκοτώθηκε στο νότιο Λίβανο (...) Με τη λήξη του επταήμερου πένθους στο σπίτι, επέστρεψα στο βιβλίο. Το μεγαλύτερο μέρος του είχε ήδη γραφτεί. Αυτό που άλλαξε, πάνω απ' όλα, ήταν ο απόηχος της πραγματικότητας μέσα στον οποίο γράφτηκε η τελική εκδοχή του".