Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

Ζύγι, ένα χωριό πάνω στη θάλασσα

Πολύ λίγα χωριά της Κύπρου είναι χτισμένα πάνω στη θάλασσα. Ο φόβος των πειρατικών και Αραβικών επιδρομών οδήγησε τους κατοίκους, από τα πολύ παλιά χρόνια, να ιδρύσουν συνοικισμούς στην ενδοχώρα, μέσα στην ασφάλεια των βουνών. Το Ζύγι είναι ένα από τα ελάχιστα αυτά χωριά. Βρίσκεται στη νότια πλευρά της Κύπρου, μεταξύ της Λάρνακας και της Λεμεσού. Σχετικά νεότερος συνοικισμός, άρχισε να δημιουργείται τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας (1878), κυρίως ως τόπος συγκέντρωσης και εξαγωγής χαρουπιών. Για το σκοπό αυτό κτίστηκαν μεγάλες αποθήκες, μερικές από τις οποίες διατηρούνται ακόμη. Από το ζύγισμα των χαρουπιών, σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, προέρχεται και το όνομα του χωριού.
Το 1960 οι κάτοικοι του χωριού ήταν 171, από τους οποίους οι 87 ήταν Έλληνες και οι 84 Τούρκοι. Στην τελευταία απογραφή του 2001 οι κάτοικοι ήταν 704, μόνο Έλληνες πια, μια και οι Τούρκοι, μετά την εισβολή του 1974, μεταφέρθηκαν όλοι στο βορρά. Ήταν τότε που το Ζύγι άρχισε να αναπτύσσεται. Ένας προσφυγικός συνοικισμός, διαμερίσματα και εξοχικές επαύλεις, έδωσαν ζωή και ανάπτυξη στον τόπο. Σήμερα είναι το πιο γνωστό ψαροχώρι της Κύπρου. Οι λάτρεις του φρέσκου ψαριού ολόχρονα κατακλύζουν τις πολυάριθμες ψαροταβέρνες του χωριού για να το απολαύσουν.

Ανθώνες στολίζουν την είσοδο στην ψαροταβέρνα


Ψαροταβέρνα πάνω από τη θάλασσα


Ακόμα μια ψαροταβέρνα πλάι στο κύμα


Στο ήρεμο πρωινό η ψαροταβέρνα ετοιμάζεται


Ρομαντικό δρομάκι του χωριού


Ταβερνάκι πίσω από την εκκλησία


Το πάρκο του χωριού, διασκέδαση για μικρούς, απόλαυση για μεγάλους


Στην Ακτή του Κυβερνήτη

Πολύ κοντά στο Ζύγι βρίσκεται η Ακτή του Κυβερνήτη ή, όπως είναι πιο γνωστή με το αγγλικό της όνομα, Governor's Beach γιατί εδώ συνήθιζε να κάνει το μπάνιο του ο Άγγλος Κυβερνήτης της Κύπρου



Ακόμα μια φωτογραφία από την Ακτή του Κυβερνήτη


Μια βουτιά στα δροσερά νερά είναι ότι πρέπει για τον καύσωνα του Αυγούστου


Μια οικογένεια απολαμβάνει τη θάλασσα


Για πού το 'βαλε άραγε η μικρή βαρκούλα;


Στα βράχια του Ζυγιού περιμένοντας το ψάρι να τσιμπήσει

Όποιος θέλει να μαγειρέψει μόνος του το ψάρι θα βρει φρέσκο εδώ


Ο ήλιος ανατέλλει στη θάλασσα, αλλά δύει πίσω από τους λόφους


Η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στον Απόστολο Βαρνάβα, γιορτάζει στις 11 Ιουνίου

Γύρω από το Ζύγι πολλά άλλα χωριά  προσφέρονται για ενδιαφέρουσες εκδρομές και εξερευνήσεις: Ψεματισμένος, Καλαβασός, Μαρώνι, Άγιος Θεόδωρος, Αλαμινός, Μαζωτός. Στο Μαζωτό ένα ξεχωριστού ενδιαφέροντος Πάρκο, το "Πάρκο των Γκαμήλων", προσελκύει ντόπιους και ξένους. Όχι μόνο γιατί μια βόλτα με γκαμήλα είναι μοναδική εμπειρία, αλλά και γιατί τα άλλα ζώα που φιλοξενούνται εδώ, η πισίνα, η καφετέρια, το εστιατόριο, τα παιγνίδια για τα παιδιά, το δείγμα του αγροτόσπιτου, η δροσιά του πράσινου, καθιστούν το χώρο όαση αναψυχής.


Ο γκαμηλιέρης φέρνει τις γκαμήλες


Η βόλτα στη ράχη της γκαμήλας ενθουσιάζει μικρούς και μεγάλους


Η βόλτα δυστυχώς τελειώνει


Τα παιδιά αποχαιρετούν τη γκαμήλα


Τέλος, η βεράντα μας στο Ζύγι που μας χαρίζει όμορφες στιγμές ξεκούρασης

Κυριακή, Αυγούστου 22, 2010

Το παιχνίδι του αγγέλου

Αν δεν είχα διαβάσει προηγουμένως το μυθιστόρημα του Κάρλος Ρουίθ Θαφόν "Η σκιά του ανέμου", ίσως το καινούριο του βιβλίο "Το παιχνίδι του αγγέλου" (Ψυχογιός, 2009, μετ. Κατερίνα Ρούφου) να μου είχε αρέσει περισσότερο. Τώρα μου φάνηκε σαν μια χλομή ανταύγεια του προηγούμενου. Μια προσπάθεια ανάμιξης των ίδιων υλικών, που όμως δεν ήταν αρκετά να κάνουν το δεύτερο βιβλίο του ισάξιο με το πρώτο. Συναντάμε μερικά από τα πρόσωπα και στοιχεία του πρώτου βιβλίου. Υπάρχει κι εδώ ο παθιασμένος με τα βιβλία βιβλιοπώλης Σεμπέρε, ο άλλος βιβλιοπώλης Μπαρθελό, το "Κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων", μια τόσο ωραία και εμπνευσμένη εφεύρεση του Θαφόν. Και φυσικά και πάλι η Βαρκελώνη με τη Ράμπλα, τα κτίρια του Γκαουντί, τον  περίφημο ναό Σακράδα Φαμίλια που χτίζεται εδώ κι εκατό χρόνια, τους δρόμους, τις γειτονιές, τις πλατείες, την πόλη τη νύχτα ή με βροχή.
Χρονικά το βιβλίο τοποθετείται σε προγενέστερη εποχή και, πιο συγκεκριμένα, αρχίζοντας το 1917 γράφει τον επίλογό του το 1945. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Νταβίδ Μαρτίν είναι ένας 17χρονος νεαρός, λάτρης των βιβλίων, που τα υπερασπίζεται ακόμη και με τη ζωή του, αν χρειαστεί, και εργάζεται σε μια εφημερίδα που "φυτοζωούσε". Από εκεί τον ανακαλύπτουν δυο εκδότες και του αναθέτουν να γράψει μια ιστορία γκραν γκινιόλ σε συνέχειες. Γράφει με ψευδώνυμο,  ονομάζει την ιστορία "Η πόλη των καταραμένων" και γίνεται ένα πολύ δημοφιλές ανάγνωσμα. Του αποφέρει αρκετά χρήματα ώστε να ενοικιάσει ένα μεγάλο, ερειπωμένο και από χρόνια εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Μια μέρα ένας παράξενος Γάλλος εκδότης, όπως συστήνεται, εμφανίζεται και του προτείνει ένα πολύ μεγάλο ποσό, μια περιουσία σχεδόν, για να γράψει ένα βιβλίο που θα θεμελίωνε μια καινούρια θρησκεία, γιατί, όπως του λέει σε μια από τις πολλές συζητήσεις τους, "Όλα είναι αφήγημα, Μαρτίν. Αυτό που πιστεύουμε, αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που θυμόμαστε και ακόμα αυτό που ονειρευόμαστε. Όλα είναι αφήγημα, μια αφήγηση, μια ακολουθία γεγονότων και προσώπων που κοινωνούν ένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Μια πράξη πίστης είναι μια πράξη αποδοχής, αποδοχής μιας ιστορίας που μας διηγούνται. Δεχόμαστε για αληθινό μόνο αυτό που μπορεί να γίνει αντικείμανο αφήγησης".
Ο Μαρτίν δέχεται. Παράλληλα βρίσκει σ' ένα κλειστό δωμάτιο του παλιού σπιτιού γράμματα, φωτογραφίες κι ένα χειρόγραφο που ανήκουν στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, που πέθανε μυστηριωδώς. Κι ενώ συνεχίζει να προσπαθεί να γράψει αυτό που ο υποτιθέμενος Γάλλος εκδότης του ανέθεσε (που στον αναγνώστη υποβάλλεται η ιδέα ότι πρόκειται για τον διάβολο στον οποίο ο συγγραφέας πουλάει την ψυχή του), ο Νταβίδ αρχίζει να ερευνά γύρω από τον προηγούμενο ένοικο του σπιτιού.
Στο βιβλίο υπάρχει βεβαίως η κοπέλα που ο Νταβίδ ερωτεύεται με πάθος αλλά εκείνη παντρεύεται άλλον, υπάρχει μια άλλη που τον αγαπά και γίνεται βοηθός του, υπάρχει ο κίδυνος και η περιπέτεια, αλλά ενσπείρονται διαρκώς και θέματα που αφορούν το βιβλίο. Για παράδειγμα, πώς η κριτική μπορεί να "θάψει" ή να προβάλει ένα βιβλίο, πώς μπορεί να γίνει εκδοτική απάτη με την παράνομη εκτύπωση πλάι στη νόμιμη, πώς αισθάνεται, πώς εμπνέεται, πώς λειτουργεί ένας συγγραφέας κ.λπ.
Δεν μπορώ να πω πως το βιβλίο δεν διαβάζεται με ενδιαφέρον. Όμως πολλές απόψεις είναι κοινότοπες, πολλές ατάκες "εξυπνακίστικες", πολλά απίθανα συμβαίνουν που παραπέμπουν στην ύπαρξη του εξωλογικού και γενικά το βιβλίο δεν έχει τη σφιχτοδεμένη πλοκή του προηγούμενου. 

Δευτέρα, Αυγούστου 16, 2010

Η ξυπόλυτη των Αθηνών

Η πιστή αναπαράσταση της Αθήνας του τέλους του 18ου αι. και τις αρχές του 20ου φαίνεται ότι είναι ο κύριος άξονας του καινούριου βιβλίου της Φιλομήλας Λαπατά, "Η ξυπόλυτη των Αθηνών" (Καστανιώτης 2010).
Η ιστορία αρχίζει το 1870, όταν ο άρχοντας Εμμανουήλ Χρυσολωράς, σπουδαίος γιατρός, έχοντας χάσει τη γυναίκα του, έρχεται από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, μαζί με τις δυο του κόρες, Μαργιόλα και Κατίγκω. Κατοικεί σ' ένα εντυπωσιακό μέγαρο, στην αρχή της οδού Πανεπιστημίου, ένα από τα ωραιότερα νεοκλασικά της Αθήνας, απέναντι από το Ιλίου Μέλαθρον και το Οφθαλμιατρείο Αθηνών.  Λίγο αργότερα θα φθάσει και η ανύπαντρη αδελφή του, η Κρυσταλλένια, μια ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, που θα σταθεί σύμβουλος και συμπαραστάτης στις περιπέτειες της οικογένειας.
Η μια από τις δύο κόρες, η Μαργιόλα, παντρεύεται τον ψυχίατρο Αριστείδη Μπαλτατζή, ενώ η Κατίγκω τον ωραίο Φραγκίσκο Αλφιέρι, κόμη του Μονρεάλε της Σικελίας και εγκαθίσταται εκεί. Τη συνοδεύει η θεία της, η Κρυσταλλένια. Η Κατίγκω αποκτά τρεις κόρες, όμως η ζωή της κοντά στον κόμη δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο ονειρεύτηκε. Το πάθος εκείνου για το τζόγο εξανεμίζει την περιουσία που η Κατίγκω είχε πάρει ως προίκα. Η αυτοκτονία του, που στον κόσμο παρουσιάστηκε ως ατύχημα, αναγκάζει την Κατίγκω να πάρει τις κόρες της και, πάντα με τη συντροφιά της Κρυσταλλένιας, να γυρίσει στην Αθήνα και να εγκατασταθεί στο πατρικό της.
Προσπαθεί να κρατήσει μια επίφαση αριστοκρατικής ζωής, όμως τα χρέη τρέχουν και  φτάνει στην οικονομική εξαθλίωση. Το μόνο που μπορεί να τη σώσει είναι να βρει ένα καλό γαμπρό για τη μεγάλη και πανέμορφη κόρη της, τη Λάουρα, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της τον τίτλο: Κοντέσα Λάουρα Αλφιέρι. Ένα γαμπρό που θα "αγόραζε" τον τίτλο και που θα μπορούσε να ξελασπώσει την οικογένεια από τα χρέη της. Ο γαμπρός δεν αργεί να βρεθεί. Είναι ο Ζακυνθινός Φίλιππος Ρώμας, ταπεινής καταγωγής, αμόρφωτος, αλλά αυτοδημιούργητος πάμπλουτος. Η Λάουρα, σαν άλλη Ιφιγένεια, αναγκάζεται να υποκύψει στην πίεση της μητέρας της και να θυσιαστεί, παίρνοντας κάποιον που όχι μόνο δεν αγαπά, αλλά και περιφρονεί. Ο μεγάλος έρωτας εκείνου θα λιώσει τον πάγο της ψυχρότητας και του εγωισμού της. Το happy end αναπόφευκτο.
Η Φιλομήλα Λαπατά ξέρει να αφηγείται, ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Παράλληλα με τα κεντρικά πρόσωπα, πολλά άλλα πορεύονται με τις δικές τους ιστορίες. Σαφής είναι η πρόθεση της συγγραφέως να αναπαραστήσει τη ζωή της κοσμοπολίτικης Αθήνας της Μπελ Επόκ. Τόσο σαφής που ενίοτε η συγγραφή παύει να είναι αυθόρμητη και γίνεται μια εκ προθέσεως κατασκευή, προϊόν ασφαλώς αξιέπαινης έρευνας και μελέτης της συγγραφέως, όμως συχνά ανιαρή για τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η λεπτομερής γεωγραφική θέση της Αθήνας ("στα βόρεια βρίσκεται η Πάρνηθα, δυτικά ο λόφος του Αιγάλεω με τον Ελαιώνα" κ.λπ.) η αναφορά των δρόμων και τοποθεσιών με τα παλιά τους ονόματα (οδός Προαστίου-σημερινή οδός Εμμανουήλ Μπενάκη, Χασάνι-σημερινό Ελληνικό, Ξηροτάγαρο-σημερινό Παλαιό Φάληρο κ. ά.) μπορεί να έχουν εγκυκλοπαιδική αξία, όχι όμως και λογοτεχνική. Το ίδιο κι όταν  μέσα από τις επιστολές της Μαργιόλας προς την Κατίγκω όταν αυτή βρισκόταν στη Σικελία, γίνονται αναφορές για τα πρώτα τραμ με άλογα της Αθήνας  (1882), για τα εγκαίνια της διώρυγας της Κορίνθου (1893), για την οικονομική χρεωκοπία της Ελλάδας (1893), για τους πρώτους Ολυμπιακούς (1896) κ.λπ. κ.λπ. Χρήσιμα βέβαια όλα αυτά, αλλά η τεχνητή παρεμβολή τους μειώνει τη λογοτεχνική τους αξία.
Γενικά πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο με χρήσιμες πληροφορίες, εύπεπτο, με αρκετά στοιχεία σοβαρής ροζ λογοτεχνίας που δικαιολογεί την κατάταξή του στα ευπώλητα.

Σάββατο, Αυγούστου 07, 2010

Η σκιά του ανέμου

"Αυτός ο χώρος είναι ένα μυστήριο, Ντανιέλ, ένα ιερό. Το κάθε βιβλίο, ο κάθε τόμος που βλέπεις, έχει ψυχή. Την ψυχή αυτού που το έγραψε και την ψυχή αυτών που το διάβασαν και έζησαν και ονειρεύτηκαν μαζί του. Κάθε φορά που ένα βιβλίο αλλάζει χέρια, κάθε φορά που κάποιος γλιστράει το βλέμμα του πάνω στις σελίδες του, το πνεύμα του διευρύνεται και δυναμώνει".
Τα βιβλία που έχουν σαν θέμα τους άλλα βιβλία ασκούν, νομίζω, μια ιδιαίτερη έλξη σ' όλους τους βιβλιόφιλους. Στο ωραίο μπλογκ "Βολτίτσες" (στο οποίο οφείλω και την ανάγνωση του παρόντος βιβλίου) μια ολόκληρη ενότητα ονομάζεται "Βιβλιοβιβλία", πολύ ενδιαφέρουσα και ενημερωτική για όποιον αγαπά αυτό το είδος. "Η σκιά του ανέμου" του Ισπανού Carlos Ruiz Zafon (Λιβάνης 2004, μετ. Κατερίνα Ρούφου) είναι ένα τέτοιο εξαιρετικό βιβλίο. Σε κρατάει αιχμάλωτο στη γοητεία της αφήγησης από την πρώτη ως την τελευταία (557η) σελίδα του. Αγάπη για το βιβλίο, περιπέτειες, ένας μεγάλος έρωτας, το πάθος της συγγραφής, η δύναμη της φιλίας, η ενσάρκωση του κακού, σκέψεις και αποφθεγματικές ρήσεις, πλήθος προσώπων και χαρακτήρων, στο φόντο με αδρές πινελιές ο Ισπανικός Εμφύλιος, μυστήρια και ανατροπές, η Βαρκελώνη με τις ράμπλα, τους δρόμους, τις πλατείες, τα καφέ, τα αρχοντικά της, συνθέτουν αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα που καθηλώνει τον αναγνώστη.
Δεν είναι δυνατό να αφηγηθεί κανείς το περιεχόμενο του βιβλίου χωρίς να αναφερθεί σε γεγονότα των οποίων η σταδιακή  αποκάλυψη αποτελεί μέρος της γοητείας του βιβλίου. Πολύ αδρομερώς μπορώ μόνο να αναφέρω τα εξής:
Βρισκόμαστε στο 1945. Ένα εντεκάχρονο αγόρι, ο Ντανιέλ, οδηγείται μια μέρα από το βιβλιοπώλη πατέρα του στο Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων.  "Είναι παράδοση την πρώτη φορά που κάποιος επισκέπτεται αυτό το μέρος να διαλέγει ένα βιβλίο, αυτό που προτιμά, και να το υιοθετεί, εξασφαλίζοντας πως δεν θα εξαφανιστεί ποτέ, πως θα μένει για πάντα ζωντανό. Είναι μια πολύ σημαντική υπόσχεση. Υπόσχεση ζωής", εξήγησε ο πατέρας μου. "Σήμερα είναι η σειρά σου".
Ο Ντανιέλ διαλέγει το βιβλίο "Η σκιά του ανέμου" του Χουλιάν Καράξ, ενός συγγραφέα του οποίου δεν έχει ακούσει ποτέ το όνομα. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος τον γοητεύει και αρχίζει μια περιπετειώδη προσπάθεια να μάθει γι' αυτόν τον άγνωστο συγγραφέα. Η περιέργεια και το ενδιαφέρον του εντείνονται, όταν ένας άλλος βιβλιοπώλης, φίλος του πατέρα του, του προτείνει ένα μεγάλο ποσό για να αγοράσει αυτό το βιβλίο. Ο μικρός αρνείται. Το μυστήριο μεγαλώνει, όταν ανακαλύπτει ότι κάποιος άγνωστος αναζητά τα βιβλία του Καράξ και τα καίει.
Τα χρόνια περνούν. Ο μικρός μεγαλώνει. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα του βιβλίου μπλέκονται διαρκώς στη ζωή του Ντανιέλ, που μοιάζει να επαναλαμβάνει τη ζωή του Καράξ. Μυθοπλασία και πραγματικότητα γίνονται ένα. Μη μπορώντας να αποκαλύψω πολλά από την υπόθεση του βιβλίου, παραθέτω ελάχιστες σκέψεις από τις πάμπολλες που με σταμάτησαν καθώς διάβαζα.
-"Μέχρι εκείνη τη στιγμή για μένα το διάβασμα ήταν μια υποχρέωση, ένα πρόστιμο που έπρεπε να πληρώσεις στους δασκάλους και τους καθηγητές χωρίς να ξέρεις καλά καλά το γιατί. Δε γνώριζα την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, αυτή που νιώθεις όταν εξερευνάς πόρτες που ανοίγονται στην ψυχή σου, όταν αφήνεσαι στη φαντασία σου, την ομορφιά και στο μυστήριο του μυθιστορήματος και της γλώσσας. Όλα αυτά γεννήθηκαν για μένα με εκείνο το μυθιστόρημα".
-Γιατί καίγονται τα βιβλία; Από ηλιθιότητα, από άγνοια, από μίσος...πού να ξέρει κανείς.
-Τα βιβλία είναι καθρέφτες:σ' αυτά φαίνεται μόνο αυτό που κουβαλάει κανείς μέσα του.


Δευτέρα, Αυγούστου 02, 2010

Θάνατος σε ιδιωτική κλινική

Στην πρωτοφανή θερμοκρασία των 46ο (!), ρεκόρ στα χρονικά της Κύπρου, τίποτα πιο δροσιστικό από ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα (εννοείται βεβαίως στη δροσιά του κλιματιστικού). Όπως έγραφα και άλλοτε, παρουσιάζοντας το μυθιστόρημα της Π. Ντ. Τζέιμς "Ο φάρος", με ελκύει ιδιαίτερα το αγγλικό αστυνομικό μυθιστόρημα τύπου Άγκαθα Κρίστι. Γιατί σ' αυτού του τύπου τα αστυνομικά με γοητεύει όχι μόνο η πλοκή, το μυστήριο και η λύση του. Απολαμβάνω όλη την πορεία ώσπου να φτάσει το τέλος. Την περιγραφή των δρόμων του Λονδίνου, της αγγλικής εξοχής, της βροχής που αδιάκοπα συνοδεύει τη δράση, τους αγγλικούς πύργους, την τυπικότητα των Άγγλων, τους κήπους, τα ονόματα που δίνουν στα σπίτια τους, τα αμέτρητα τσάγια που καταναλώνουν, τα αναμμένα τζάκια...
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συναντάμε πάλι στο καινούριο μυθιστόρημα της Π. Ντ. Τζέιμς , θεωρούμενης ως διαδόχου της Άγκαθα Κρίστι, σε πιο σύγχρονη βεβαίως εποχή, "Θάνατος σε ιδιωτική κλινική" (Καστανιώτης 2010, μετ. Τούλα Τόλια).
Κύριος τόπος δράσης είναι το Ντόρσετ, "πασίγνωστο για την ιστορία και την ποικιλομορφία των πύργων του", όπως μας λέει η συγραφέας. Πιο συγκεκριμένα, το έργο διαδραματίζεται στο Σέβερελ Μάνορ, ένα παλιό πύργο, βγαλμένο από τη συγγραφική  φαντασία. Μια πτέρυγα του πύργου είχε μετατραπεί από τον τελευταίο ιδιοκτήτη, έναν επιφανή πλαστικό χειρουργό, σε ιδιωτική κλινική αισθητικής χειρουργικής. Εκεί καταφεύγει μια  διάσημη δημοσιογράφος, η Ρόντα Γκράτουιν, για να αφαιρέσει ένα σημάδι που είχε στο πρόσωπο. Όμως, την επομένη της επέμβασης η Ρόντα θα βρεθεί νεκρή, στραγγαλισμένη στο κρεβάτι της. Ο ταξίαρχος Νταλγκλίς της Σκότλαντ Γιαρτ με τους δύο βοηθούς του, καταφθάνουν και αρχίζουν δράση. Βεβαίως, σ' αυτού του τύπου τα μυθιστορήματα δεν έχουμε μόνο ένα φόνο. Θα ακολουθήσει ακόμη ένας, μια απόπειρα για έναν άλλο και μια αυτοκτονία, για να βρεθεί στο τέλος ο ένοχος. Το παρελθόν των υπόπτων, οι οικογενειακές τους σχέσεις, οι σχέσεις με τα θύματα, ερωτικοί δεσμοί, τραύματα της παιδικής ηλικίας, διαθήκες και κληρονομιές, όλα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της αστυνομικής έρευνας.
Ο αναγνώστης των μυθιστορημάτων της Τζέιμς (άλλα έξι κυκλοφορούν στις εκδόσεις Καστανιώτη) δεν πρέπει να βιάζεται. Να απολαμβάνει τον αργό ρυθμό, τις λεπτομερέστατες περιγραφές, όχι μόνο του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και των εσωτερικών χώρων. Η διαρρύθμιση των σπιτιών, η επίπλωση, ακόμα και οι ζωγρφικοί πίνακες, περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια. Τα προγεύματα, τα γεύματα, τα δείπνα, τα τσάγια λες και σερβίρονται για τον αναγνώστη! Δεν λείπουν ούτε οι σκόρπιες λογοτεχνικές πινελιές (άλλωστε ο ήρωάς της, ο Νταλγκλίς, είναι και ποιητής) ούτε και η αναφορά στη σύγχρονη τεχνολογία, αν και οι μυθιστορηματικοί της ήρωες δεν φαίνεται να κάνουν συχνή ή σημαντική χρήση αυτών των μέσων. Άλλωσε δεν θα ήταν και πολύ ταιριαστός ο συνδυασμός ηλεκτρονικών υπολογιστών και παλιών ιστορικών πύργων που τόσο επιτυχημένα περιγράφει η Τζέιμς.
Κλείνω τις σκέψεις μου με μια πολύ σύντομη παράγραφο, ένα ελάχιστο δείγμα γραφής της γηραιάς πλέον αυτής κυρίας (γεν. 1920) του αστυνομικού μυθιστορήματος. "Ο Ντιν σέρβιρε το τσάι και η ατμόσφαιρα έγινε σπιτική, σχεδόν φιλική. Έξω ο αέρας μαζί με τη βροχή έπεφτε στα κλειστά τζάμια σαν ομίχλη και το σκοτάδι, όλο και πιο πυκνό, κάλυπτε τα πάντα, αφήνοντας μόνο ορατή τη γεωμετρία του κήπου με τα παρτέρια, ενώ ο φράχτης με τις ψηλές οξιές έγινε μια μακρινή, ακαθόριστη μάζα. Μέσα όλα ήταν φως, χρώματα, ζεστασιά και η μυρωδιά από το τσάι και τα μπισκοτάκια σε στύλωνε"