Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2017

Μωρό από ατόφιο χρυσάφι

Margaret Drabble
Μωρό από ατόφιο χρυσάφι
(The pure gold baby)
Πόλις, 2015
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Αν και  η γνωστή και βραβευμένη Αγγλίδα συγγραφέας έχει εκδώσει δεκαοκτώ μυθιστορήματα (από τα οποία τρία έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά) δεν έτυχε ως τώρα να διαβάσω κάποιο από τα έργα της. Και αυτό, το πιο πρόσφατα εκδομένο, το "Μωρό από ατόφιο χρυσάφι", το αναζήτησα όχι ξέροντας κάτι για τη συγγραφέα, αλλά για το θέμα του: Ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Ένα θέμα που με ελκύει ιδιαίτερα, με απασχολεί, με προβληματίζει, που μου δημιουργεί ποικίλες σκέψεις και συναισθήματα.
Το μυθιστόρημα δεν ήταν όπως το φαντάστηκα, όχι όμως λιγότερο ενδιαφέρον. Έχει μια ιδιάζουσα τεχνική, τόσο ως προς τον τρόπο της αφήγησης όσο και ως προς το περιεχόμενο. Η αφηγήτρια εμφανίζεται υπό διπλή αφηγηματική ιδιότητα. Πότε είναι "ομοδιηγηματικός" αφηγητής, δηλαδή πρόσωπο που συμμετέχει στα δρώμενα γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο και πότε "παντογνώστης" αφηγητής, δηλαδή ακολουθεί την τριτοπρόσωπη γραφή για γεγονότα στα οποία η ίδια δεν συμμετέχει, παρακολουθώντας ως εξωτερικός παρατηρητής τις ενέργειες, ακόμα και τις σκέψεις των ηρώων της.
Αλλά και ως προς το περιεχόμενο υπάρχει μια ιδιαιτερότητα. Κεντρικά πρόσωπα είναι η Τζες, μια ανθρωπολόγος που μεγαλώνει μόνη την Άννα, παιδί από μια σύντομη σχέση της Τζες με τον παντρεμένο καθηγητή της. Ένα παιδί "από ατόφιο χρυσάφι" (χαρακτηρισμός από ένα ποίημα της Σύλβια Πλαθ). Παιδί με μειωμένες νοητικές ικανότητες, αν και πουθενά δεν αναφέρεται τι είδους είναι αυτή η καθυστέρηση. "Η Άννα, ως παιδί και αργότερα ως έφηβη, δεν ήταν οπτικά αναγνωρίσιμη ως ελλειμματική με οποιονδήποτε τρόπο". Η Άννα μιλάει, συνεννοείται, αλλά ποτέ δεν μαθαίνει να διαβάζει και ποτέ δεν θα μπορέσει να ζήσει μόνη της.
Καθώς όμως παρακολουθούμε τη ζωή της Τζες και της Άννας, πλήθος θέματα αναφύονται που συχνά υπερκαλύπτουν το κύριο θέμα. Χρονικά το μυθιστόρημα προχωρεί με αναδρομές, ενίοτε τόσο εκτενείς, που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να ξαναπροσαρμοστεί στο παρόν της αφήγησης. Οι δεκαετίες του '60 και '70 κυριαρχούν, αλλά γεγονότα και αναφορές φτάνουν ως την εποχή μας, τον 21ο αι.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας κατορθώνει να συνδυάσει τόσα θέματα. Το βόρειο Λονδίνο, στο οποίο ζει η Τζες με την Άννα, η αφηγήτρια Έλινορ και μια ομάδα άλλων συνομήλικων φίλων γυναικών με τα παιδιά τους, κυριαρχεί με τουε δρόμους του, τα κτίρια, τις αλλαγές που επέρχονται με το χρόνο. Παρεμβάλλονται σκέψεις για τα παιδιά, για το χρόνο, για τα γηρατειά κι αυτά ανάμεσα σε κριτική για τα ψυχιατρικά ιδρύματα ή το Εθνικό σύστημα υγείας, ανθρωπολογικές μελέτες ή λογοτεχνικές αναφορές. Μια εμμονή φαίνεται να κυριαρχεί στη συγγραφέα για τον εξερευνητή Λίβινγκστον, τον τάφο του οποίου επισκέπτεται στο Ουεστμίνστερ, αλλά και το μνημείο του αναζητεί στην Αφρική.
Από τις αναφορές στα καθυστερημένα παιδιά της Περλ Μπακ, του Άρθους Μύλλερ ή τον αδελφό της Τζέην Ώστεν ως τη μνεία του Μαρσέλ Προυστ και άλλων λογοτεχνών, η συγγραφέας συνδυάζει αμέτρτο πλήθος θεμάτων, αναφορών, υπαινιγμών, παραλληλισμών, τόσων που η παράθεση 108 επεξηγηματικών σημειώσεων στο τέλος του βιβλίου καθίσταται μεν αναγκαία, όχι όμως και το πιο βοηθητικό για την αναγνωστική απόλαυση.
Γενικά ένα ενδιαφέρον βιβλίο, θα το προτιμούσα όμως με λιγότερη ανάμιξη θεμάτων και περισσότερη έμφαση στο "Μωρό από ατόφιο χρυσάφι".

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 15, 2017

Αρχάγγελος


Μαρία Μενοίκου Σιφνιάδου
Αρχάγγελος
Εκδ. Bellapais (Νέα Υερσέη), 2015
Α΄ έκδ. Archangel, 2014
"Απόθεσε τον βαρύ Αρχάγγελο στο έδαφος. Η πανοπλία του έλαμπε στο κίτρινο φως, το ξίφος του σε ετοιμότητα και το φτερό του που ξεπρόβαλλε πίσω από τον ώμο του, ήταν ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί. Το αμούστακο πρόσωπό του, νεανικό και αποφασιστικό, είχε φτιαχτεί έντεχνα από τον άγνωστο καλλιτέχνη. Συνεπαρμένη, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, παρατήρησε ότι τα χείλη του ήταν διαμορφωμένα από μια απλή γραμμή από κομμάτια σκούρο γυαλί τονισμένα πάνω και κάτω με μπεζ πλακάκια, η μύτη του: μια σειρά από κάθετες γραμμές. Η πρώτη ήταν μαύρη, η επόμενη γκρι, η άλλη μπεζ και αυτή που σχεδίαζε την κορυφή, λευκή. Τα μπλε ζαφειριά και σμαραγδιά που πλαισίωναν το φωτοστέφανό του έλαμπαν στα μάτια της Τζουλιάνας".
Η σκηνή αυτή, από το συναρπαστικό μυθιστόρημα της Μαρίας Μενοίκου, διαδραματίζεται στα 1989, στη Ζυρίχη. Η κεντρική ηρωίδα, η γκαλερίστα Τζουλιάνα Πετρέσκου, που διατηρεί γκαλερί Τέχνης στην Ουάσιγκτον, βρίσκεται στη Ζυρίχη για να διαπραγματευτεί την αγορά κάποιων πανάκριβων ψηφιδωτών από έναν Τούρκο έμπορο έργων τέχνης. Τα ψηφιδωτά, μοναδικά στο είδος τους, έργο του 6ου αι. και ειδικά εκείνο που εικονίζει τον Αρχάγγελο, την γοητεύουν. Όχι μόνο για την ομορφιά και τη μοναδικότητά τους, αλλά και για το κέρδος που θα της αποφέρουν, όταν θα τα μεταπουλήσει στην Αμερική. Αγνοεί βεβαίως την τραγική τους ιστορία.
Η συγγραφέας αρχίζει την ιστορία της από το 1979, όταν, λίγα χρόνια μετά την εισβολή του 1974, ένας Τούρκος αρχαιοκάπηλος αφαιρεί κομμάτια από το περίφημο ψηφιδωτό της Παναγίας της Κανακαριάς, που βρίσκεται στο χωριό Λιθράγκωμη, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Οι χρονολογίες, τα γεγονότα, τα πρόσωπα, ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες διαπλέκονται με επίκεντρο πάντα τα κλεμμένα ψηφιδωτά, για να καταλήξει η συγγραφέας στην τελική ευτυχή κατάληξη και τον επαναπατρισμό τους.
Χρονολογικοί σταθμοί: Το 1979 με τη σκηνή αφαίρεσης των ψηφιδωτών, το 1973 με το χωριό να γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο σε μέρες ειρηνικές, το 1974 με όλη την τραγωδία της εισβολής που πλήττει την οικογένεια ενός από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου, του μικρού τότε Γιώργου Φιλίππου, το 1989 όταν η Τζουλιάνα ακούει για πρώτη φορά για τα ψηφιδωτά, το 1981, όταν ο νεαρός τώρα πια Γιώργος νιώθει την ακατανίκητη επιθυμία να επισκεφθεί το τουρκοκρατούμενο χωριό του, το 1982 όταν η Εκκλησία της Κύπρου ενημερώνεται για την κλοπή και αρχίζει ενέργειες για εντοπισμό των ψηφιδωτών, όλες αυτές οι χρονολογίες και τα πρόσωπα μοιάζουν σαν ρυάκια που ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν στην τελική συνάντηση και στην απόδοση της δικαιοσύνης.
Με αριστοτεχνικό τρόπο η συγγραφέας ενώνει όλα τα κομμάτια της ιστορίας, Τις ειρηνικές μέρες, την εισβολή, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και την τελική δικαίωση. Εντυπωσιάζει το ύφος γραφής. Η αγάπη για τον τόπο, η αγάπη για την Τέχνη και τον πολιτισμό, ακόμα και η αναφορά στη βιαιότητα και τα εγκλήματα της εισβολής, εκφράζονται με μια ηπιότητα, με μια ηρεμία, που ενισχύουν την πλευρά του δικαίου. Είναι, πιστεύω, ο πιο κατάλληλος τρόπος να περάσουν τα μηνύματα της συγγραφέως σε ξένους που αγνοούν τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στον μαρτυρικό μας τόπο, αν σκεφτούμε μάλιστα πως το βιβλίο γράφτηκε πρώτα στα Αγγλικά.
Η ηρωίδα της Μενοίκου, η γκαλερίστα Τζουλιάνα, είναι μεν επαγγελαμτίας έμπορος έργων Τέχνης, αλλά ενεργεί καλόπιστα. Δεν ξέρει ότι τα ψηφιδωτγά είναι κλεμμένα. Ενθουσιάζεται με την τέχνη που τα δημιούργησε, τα περιγράφει λεπτομερώς, παθιάζεται ειδικά με εκείνο του Αρχαγγέλου τόσο, που θέλει να το κρατήσει για τον εαυτό της. Ένας Αρχάγγελος που εμφανίζεται στο βιβλίο και με την υπερφυσική του διάσταση στα πρόσωπα που πραγματικά τον αγαπούν.
Δεν ξέρω αν το βιβλίο μου έκανε τόσο βαθιά εντύπωση και μου άρεσε τόσο γιατί αφορά τον τόπο μου. Όμως νομίζω η συγγραφέας κατόρθωσε να συνδυάσει πραγματικότητα και φαντασία με τρόπο μοναδικό, να περάσει τα μηνύματά της χωρίς κραυγαλέα μεγαλοστομία.
Τα τέσσερα ψηφιδωτά, σπαράγματα του μεγάλου ψηφιδωτού της Κανακαριάς, βρίσκονται τώρα στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχ. Μακαρίου Γ΄ στη Λευκωσία. Είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς το βιβλίο και να μη θελήσει να επισκεφθεί το μουσείο και να τα θαυμάσει.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 09, 2017

Η μαύρη τουλίπα

Αλέξανδρος Δουμάς
Η μαύρη τουλίπα (La tulipe noire, 1850)
Καστανιώτης 2007
Μετ. Μιχαήλ Στασινόπουλος
Πριν από λίγο καιρό, μπαίνοντας στο σπίτι μιας φίλης, το βρήκα γεμάτο από πολύχρωμες, ωραίες τουλίπες. "Είναι το αγαπημένο μου λουλούδι", απάντησε στο ερωτηματικό μου βλέμμα. "Άλλωστε", συνέχισε, "σήμερα γιορτάζεται στην Ολλανδία η μέρα της τουλίπας". "Και πού είναι η Μαύρη Τουλίπα;" ρώτησα. Με κοιταξε απορημένη. "Δεν υπάρχει μαύρη τουλίπα".
Η σκέψη μου ταξίδεψε χρόνια πίσω. Στα παιδικά μου χρόνια, τότε που βιβλία σαν τη "Μαύρη Τουλίπα" με είχαν κρατήσει ξάγρυπνη, τότε που έκλεβα χρόνο από τα μαθήματα για να διαβάσω τη συνέχεια των αγαπημένων μου μυθιστορημάτων. Μια ακατανίκητη επιθυμία επιστροφής στο πααρελθόν με κυρίεψε και την άλλη κιόλας μέρα αναζήτησα το ωραίο μυθιστόρημα του Δουμά, που μόνο πολύ αμυδρά θυμόμουνα.
Το βρήκα σε διάφορες καινούριες εκδόσεις, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα διαβάζεται. Το διάβασα με συγκίνηση και νοσταλγία. Κι ανακάλυψα πως δεν είναι και τόσο παιδικό όπως νόμιζα. Ίσως τότε, όταν το διάβαζα μικρή, να μην έδινα και τόση προσοχή και σημασία στα ιστορικά γεγονότα. Το έργο τοποθετείται στην Ολλανδία, βέβαια, το 1672. Μια εποχή πολιτικών ταραχών, όταν δυο δημοκράτες πολιτικοί, οι αδελφοί Κορνέιγ και Ζαν ντε Βιτ γίνονται μισητοί στο λαό, γιατί θεωρούνταν φίλοι του Λουδοβίκου ΙΔ', εχθρού των Ολλανδών, και στη θέση τους ανεβάζουν τον Γουλιέλμο, Πρίγκιπα της Οράγγης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δουμάς: "Όπως όλοι οι νικημένοι λαοί, έτσι κι οι Ολλανδοί ελπίζανε πως ένας άλλος αρχηγός θα μπορούσε να τους σώσει από την καταστροφή και την ταπείνωση". 
Οι δύο δημοκράτες πολιτικοί λιντσάρονται και εκτελούνται από το εξαγριωμένο πλήθος. Ενώ συμβαίνουν αυτά στη Χάγη, μεταφερόμαστε στο Ντόρτρεχτ, όπου ζει ο Κορνήλιος βαν Μπέρλε, βαφτιστικός του Κορνέιγ, παθιασμένος με τις καλλιέργειες των φυτών του, ειδικά της τουλίπας, χωρίς να νοιάζεται ή να ασχολείται με την πολιτική. Την εποχή αυτή όλες οι προσπάθειές του επικεντρώνονται στο να επιτύχει τη δημιουργία της μαύρης τουλίπας και να κερδίσει έτσι κι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σ' ένα σχετικό διαγωνισμό που έχει προκηρυχθεί. Δίπλα στο σπίτι του μένει ένας άλλος καλλιεργητής που καραδοκεί να του κλέψει το μυστικό του. Οι σκοτεινοί δρόμοι της πολιτικής θα βρεθούν σε αντιπαράθεση με την αγνότητα της αγάπης για τα λουλούδια, η συκοφαντία και η ζήλεια θα αντιπαλέψουν με την αθωότητα και την καλοσύνη. Ο έρωτας θα διαδραματίσει κι αυτός τον ρόλο του για να οδηγηθεί το μυθιστόρημα σ' ένα ευτυχισμένο τέλος. Θα κατορθώσει άραγε μέσα από όλες τις περιπέτειες να ανθίσει η μαύρη τουλίπα; Υπήρξε άραγε ή ήταν μόνο δημιούργημα της φαντασίας του Δουμά;
Τέτοια βιβλία διαμόρφωσαν τη γενιά μου. Βιβλία όπου το καλό βγαίνει στο τέλος νικητής, όπου η ευγένεια και η καλοσύνη θριαμβεύουν. Βιβλία όπου η πραγματικότητα συνδυάζεται με τη φαντασία, βιβλία που τέρπουν αλλά και διδάσκουν. Για πολλά πράγματα ζηλεύω τις νεότερες γενιές. αλλά συνάμα τις λυπάμαι. Τις λυπάμαι γιατί στερούνται (στην πλειονότητά τους τουλάχιστον) τη χαρά και την απόλαυση του διαβάσματος.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 03, 2017

Το τέλος μιας σχέσης

Γκράχαμ Γκρην
Το τέλος μιας σχέσης
Μεταίχμιο, 2009
Μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου
Πρόλογος, Αναστάσης Βιστωνίτης
(ebook)
(The end of the affair, 1951)
Νομίζω πως όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι, εμείς που διαβάζουμε από τα παιδικά μας χρόνια, εμείς για τους οποίους μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή είναι ένα καλό βιβλίο, βρισκόμαστε μεγαλώνοντας σε πολύ δύσκολη θέση. Το να βρούμε μέσα στη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή το βιβλίο εκείνο που θα μας ενθουσιάσει, θα μας μαγέψει, θα αναδεύσει μέσα μας σκέψεις και συναισθήματα που θα μας συνοδεύουν για καιρό γίνεται ολοένα και πιο σπάνιο και πιο δύσκολο. Μια λύση, συχνά πιο ικανοποιητική από το αδιέξοδο κυνήγι του σύγχρονου έργου είναι ίσως το ξαναδιάβασμα βιβλίων που είχαμε απολαύσει στο παρελθόν.
Από μια τέτοια ιδέα παρακινημένη πήρα να ξαναδιαβάσω ένα έργο που μου  είχε καρφωθεί στη σκέψη από τότε που, χρόνια πριν, το πρωτοδιάβασα: Το τέλος μιας σχέσης, του Γκράχαμ Γκρην. Ήξερα την υπόθεση, ήξερα κι αυτά που όταν το διαβάζει κανείς για πρώτη φορά, αποτελούν την ανατροπή και την έκπληξη. Κι όμως  το διάβασα με το ίδιο ενδιαφέρον, προσέχοντας τώρα περισσότερο τη φιλοσοφική-θρησκευτική του διάσταση. Τους προβληματισμούς, τις αμφιβολίες, τις σκέψεις των ηρώων του, πιθανότατα σκέψεις και προβληματισμούς και του ίδιου του συγγραφέα.
Λονδίνο 1944. Ο ανερχόμενος συγγραφέας Μόρις Μπέντριξ ερωτεύεται τη Σάρα, σύζυγο του Χένρι Μάιλς, ανώτερου δημόσιου υπάλληλου. Μια δυνατή ερωτική σχέση, ένας παθιασμένος έρωτας συνδέει τον Μόρις και τη Σάρα. Ένα βράδυ, καθώς βρίσκονται στο σπίτι του Μόρις, μια βόμβα που πέφτει στην είσοδο του σπιτιού τον τραυματίζει ελαφρά. Από κείνη τη στιγμή και μετά η Σάρα εξαφανίζεται από τη ζωή του. Στην απεγνωσμένη αναζήτησή του, στα γράμματα, στα τηλεφωνήματα απόλυτη σιωπή. Οι υποψίες του Μόρις γίνονται βεβαιότητα: Εκείνη έχει βρει άλλον εραστή.
Περνούν σχεδόν δυο χρόνια, όταν τυχαία ο Μόρις συναντά τον Χένρι. Τον συνοδεύει στο σπίτι του, όπου ο Χένρι του εξομολογείται ότι κάτι τον ανησυχεί στη συμπεριφπρά της Σάρας, κάνει μάλιστα τη σκέψη να απευθυνθεί σε ντετέκτιβ για να την παρακολουθήσει. Τελικά είναι ο Μόρις που θα καταφύγει στον ντετέκτιβ και θα μάθει την αλήθεια.
Όμως δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο για τη συνέχεια, μη θέλοντας να αποκαλύψω την απρόοπτη εξέλιξη. Θα σταθώ μόνο στα ερωτήματα που βασανίζουν τους ήρωες του έργου. Ποιος ο ρόλος της Εκκλησίας (εδώ του Καθολικσμού) στη ζωή μας; Η Σάρα παλεύει ανάμεσα στον ορθολογισμό και την πίστη.Υπάρχει Θεός; Γίνονται θαύματα ή μήπως αυτό που λέμε θαύμα είναι απλές συμπτώσεις; Κι όμως όταν είσαι απελπισμένος, έστω κι αν δεν πιστεύεις, μπορείς να προσευχηθείς για να γίνει κάποιο θαύμα. Ποια η δύναμη της προσευχής; Οι ήρωες του Γκράχαμ προσεύχονται, αν και δεν πιστεύουν. Ο Μόρις το δηλώνει καθαρά: Δεν πιστεύει. Κι όμως φωνάζει κάποια στιγμή: "Σε μισώ, Θεέ, σε μισώ σαν να υπάρχεις".
Και το βιβλίο, στο οποίο ο ίδιος ο Μόρις μας αφηγήθηκε τη δυνατή ερωτική του σχέση και τη μοιραία κατάληξή της, τελειώνει με μια ακόμα αποστροφή προς τον Θεό: "Θεέ μου, αρκετά έκανες, αρκετά μου στέρησες. Είμαι πολύ κουρασμένος και πολύ μεγάλος για να μάθω ν' αγαπώ, άφησέ με καλύτερα ήσυχο για πάντα."