Πέμπτη, Ιουνίου 23, 2016

Ένας πύργος στη Γερμανία-Ζιγκμαρίνγκεν

Pierre Assuline
Ένας Πύργος στη Γερμανία
Ζιγκμαρίνγκεν
Πόλις, 2016
Μετ. Μαρίζα Ντεκάστρο
 Πόλις, 2016
Είναι το τρίτο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα που διαβάζω και το βρίσκω εξίσου συναρπαστικό με τα δυο που προηγήθηκαν. Το πρώτο, Ξενοδοχείο Lutetia, το δεύτερο, Οι προσκεκλημένοι . Και τώρα το "Ζιγκμαρίνγκεν".
Δεν θα ήταν υπερβολή, νομίζω, αν χαρακτηρίζαμε τον Assuline "συγγραφέα του κλειστού χώρου". Και τα τρία έργα διαδραματίζονται σ' έναν περίκλειστο χώρο. Το πρώτο σ' ένα ξενοδοχείο, το δεύτερο σ' ένα αριστοκρατικό διαμέρισμα του Παρισιού, το τρίτο σ' έναν πύργο στη Γερμανία. Αυτός ο περιορισμένος χώρος στον οποίο κινούνται οι ήρωές του δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να αναπτύξει τους χαρακτήρες σε βάθος, να καταδυθεί στα μύχια της ψυχοσύνθεσής τους, να διερευνήσει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Άλλη μία ομοιότητα συνδέει το "Ξενοδοχείο Lutetia" με τον "Πύργο στη Γερμανία": Το πρόσωπο του αφηγητή. Στο πρώτο αφηγητής είναι ένας φρουρός ασφαλείας του ξενοδοχείου, καθόλου συνηθισμένος, με σπουδές νομικής, που έχει μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον ενός μαρκησίου. Στο "Ζιγκμαρίνγκεν" πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο αρχιοικονόμος Γιούλιους Στάιν, που όχι μόνο έχει πάρει μια αγωγή υψηλού επιπέδου, αλλά και σπουδές στη μουσική, για την οποία τρέφει ιδιαίτερη αγάπη. Τέλος, και στα δυο μυθιστορήματα η Ιστορία συναντά τη μυθοπλασία σ' ένα τέλειο συνδυασμό.
Βρισκόμαστε προς το τέλος του Β'  Παγκοσμίου Πολέμου. Τους τελευταίους μήνες του 1944 οι δωσίλογοι Γάλλοι της κυβέρνησης του Βισύ, ο Στρατάρχης Πετέν, ο Πρόεδρος Λαβάλ, οι υπουργοί του κι ένα πλήθος άλλο καταφεύγουν στη Γερμανία. Ανάμεσά τους και ο γιατρός-συγγραφέας Λουί Φερντινάν Σελίν που εμφανίζεται αρκετές φορές στο μυθιστόρημα.  Εγκαθίστανται σε μια μικρή πόλη, το Ζιγκμαρίνγκεν, ενώ για την κυβέρνηση και τους πιο επιφανείς παραχωρείται κατά διαταγή του Χίτλερ ένας πύργος που από τον 11ο αιώνα ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Χοεντζόλλερν. Οι ιδιοκτήτες του πύργου εκδιώκονται για να εγκατασταθούν οι Γάλλοι, αλλά ο αρχιοικονόμος Γιούλιους και το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό παραμένουν για την εξυπηρέτηση των ξένων.
Σιωπηλός, απόμακρος, κλειστός στον εαυτό του ο Γιούλιους συνεχίζει άψογα τα καθήκοντά του, ενώ τίποτα δεν ξεφεύγει από την παρατηρητική ματιά του. Κάτω από την αυστηρή, τυπική παρουσία του κρύβεται ένας συναισθηματισμός και μια ευαισθησία που εκδηλώνεται με την αγάπη του για τη μουσική και τον έρωτά του για την οικονόμο του Πετέν, την Ζαν Βόλφερμαν.
Ο πόλεμος ακόμα μαίνεται, αλλά το τέλος του αρχίζει να διαφαίνεται. Οι κλεισμένοι στα 383 (!) δωμάτια του πύργου στο Ζιγκαρίνγκεν, "ειρηνική νησίδα σ' έναν ταραγμένο ωκεανό", ζουν στο δικό τους κόσμο. Άλλοι αποδέχονται την κατάσταση, άλλοι ονειρεύονται ακόμα την επικράτηση του Χίτλερ και τη θριαμβευτική τους επάνοδο. Αντιζηλίες, αντιπαλότητες, φήμες για την ύπαρξη μυστικών όπλων που θα έδιναν τη νίκη στη Γερμανία, υποψία για κατασκοπία χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των εξορίστων. 
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος τον οποίο ο συγγραφέας επινοεί για να εξηγήσει τη στάση του Στάιν απέναντι στον πόλεμο και τη Γερμανία. Υπήρξε εξαρχής αντίθετος στο ναζιστικό καθεστώς, όμως δεν παύει να είναι Γερμανός και ξέρει πως μια ήττα της Γερμανίας θα σημάνει ολοκληρωτική καταστροφή για τη χώρα του. Ο Assuline τον παρουσιάζει να μην ταυτίζεται με κανένα καθεστώς. "Όταν έχουμε την τύχη να υπηρετούμε σ' ένα τέτοιο Σπίτι, με όσα παραμένουν ανέγγιχτα από την Ιστορία, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να εμπιστευθούμε τα καθεστώτα. Γιατί είναι παροδικά ενώ μια αρχοντική οικογένεια εγγράφεται στη μακρά διάρκεια. Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τις ιδεολογίες". Η δική του αντίσταση στον ναζισμό υπήρξε η παραίτησή του από τη μουσική του σταδιοδρομία όσο θα διαρκούσε το καθεστώς αυτό.
Μετά από οχτώ μήνες εγκλεισμού στον πύργο ο πόλεμος φτάνει στο τέλος του. Οι έγκλειστοι τον εγκαταλείπουν βιαστικά, οι παλιοί ιδιοκτήτες επανέρχονται. Με μια ανατροπή, έκπληξη και για τον Γιούλιους και για τον αναγνώστη τελειώνει το βιβλίο.
Πολύ βοηθητικές οι επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Ενδιαφέρον και το επίμετρο  στο οποίο ο συγγραφέας παραθέτει το τι απέγινε το καθένα από τα ιστορικά πρόσωπα του βιβλίου.

Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2016

Δέκα χρόνια blogger

Χθες, 21 Ιουνίου 2016, έκλεισαν ακριβώς δέκα χρόνια από τότε που ξεκίνησα αυτό το blog. Η λέξη μόλις είχε αρχίσει να ακούγεται, δεν ήξερα καλά-καλά τι είναι. Γρήγορα έμαθα. Η επιθυμία να αποκτήσω μια σελίδα όπου να καταγράφω τα βιβλία που διάβασα, τις σκέψεις μου γι' αυτά, αν μου άρεσαν ή όχι, η επιθυμία ακόμα να θυμάμαι καταγράφοντας ό, τι διάβαζα και να ανταλλάσσω απόψεις με άλλους, βρήκε την ικανοποίησή της στη δημιουργία του blog, που το ονόμασα anagnostria. Μέσω της ιστοσελίδας αυτής γνώρισα ανθρώπους, επικοινώνησα με φίλους, ήρθα σε επαφή με άλλους bloggers, ανταλλάξαμε απόψεις, συμφωνήσαμε ή διαφωνήσαμε. Τα σχόλια των αναγνωστών υπήρξαν αφορμή για γόνιμες συζητήσεις γύρω από το βιβλίο.
Ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω βλέπω ότι στα δέκα χρόνια έχω κάνει 543 αναρτήσεις. Η συτντριπτική πλειοψηφία αφορά βέβαια τις παρουσιάσεις βιβλίων. Υπάρχουν μερικές σελίδες που αφορούν τα ταξίδια μου ή κάποια άλλα προσωπικά γεγονότα που ήθελα να θυμάμαι. Όμως αυτά είναι ελάχιστα, πάνω και πρώτα απ' όλα το βιβλίο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, τα blogs φαίνεται να λιγοστεύουν, να μην έχουν την άνθηση που είχαν  κάποτε, λόγω ίσως και της πιο ευρείας διάδοσης των άλλων διαδικτυακών μέσων, του facebook, tuitter κ.λπ., γι' αυτό και τα σχόλια έχουν μειωθεί πολύ. Η δική μου όμως αγάπη για το blog παραμένει αμείωτη και "όσο ζω και αναπνέω" δεν θα πάψω να γράφω σ' αυτό, κατά κανόνα μια ανάρτηση την εβδομάδα, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα την ανάρτηση και στο fb.
Σημ. Ένα πολύ προσφιλές μου blog που όλως συμπτωματικά έχει τα γενέθλιά του την ίδια μέρα με μένα, 21/6/2006, είναι το αξιολογότατο blog με το όνομα ΒΙΒΛΙΟΚΑΦΕ. Χρόνια πολλά "Πατριάρχη Φώτιε". Υγεία, μακροημέρευση και πολλές-πολλές αναγνώσεις και αναρτήσεις.
Έτσι θα ήθελα να ζω, αν ξαναγεννιόμουν...

Δευτέρα, Ιουνίου 13, 2016

Το χνάρι που δεν έσβησε

Νοέλ Μπάξερ
Το χνάρι που δεν έσβησε
Διόπτρα, 2016
Παρακολουθώ τη συγγραφική πορεία της Νοέλ Μπάξερ από το πρώτο της βιβλίο, "Από δρυ παλιά και από πέτρα", για το οποίο η αρνητική μου ματιά προκάλεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με 32 (!) σχόλια. Στη συνέχεια ήρθε το "Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος" που τα θετικά, αυτή τη φορά, σχόλιά μου, θεωρήθηκε ότι ήταν σαν "να έβαλα νερό στο κρασί μου", όπως γράφτηκε σ' ένα σχόλιο. Το τρίτο της βιβλίο, "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας" το βρήκα ακόμα καλύτερο (αυτή τη φορά ελάχιστα και αμελητέα σχόλια). και τώρα το τέταρτο βιβλίο, "Το χνάρι που δεν έσβησε".
Η γραφή της Μπάξερ ωριμάζει ολοένα και περισσότερο. Παρ' όλο που διατηρεί το σταθερό χαρακτηριστικό της τοποθέτησης του έργου σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, με αναφορές στην περίοδο αυτή, εντούτοις καινούρια στοιχεία εισχωρούν στο στυλ της. Στοιχεία, για παράδειγμα, που προσεγγίζουν τον μαγικό ρεαλισμό και που η ανάπτυξή τους θα μπορούσε να δώσει μια διαφοετική όψη στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ο πρόλογος μας εισάγει ήδη, αν και δεν το ξέρουμε ακόμα, σ' αυτό που θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σ' όλο το μυθιστόρημα. Ένας νέος άντρας αναζητά στο υπόγειο του σπιτιού το πανωφόρι του νεκρού από χρόνια πατέρα του. Η ρεαλιστική αναζήτηση του πανωφοριού γίνεται το σύμβολο της αναζήτησης της προσωπικότητας, του χαρακτήρα, της φυσιογνωμίας του πατέρα. Η κατάληξη της αναζήτησης θ' αργήσει πολύ και μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος θα γίνει η σύνδεση με την αρχή.
Καθώς  τελειώνω το βιβλίο και το ξαναφέρνω στη μνήμη προσπαθώντας να καταγράψω τις εντυπώσεις μου, διερωτώμαι αν υπάρχει πρωταγωνιστικός χαρακτήρας σ' αυτό το πολυπρόσωπο έργο. Νομίζω δεν  υπάρχει. Οι ρόλοι επιμερίζονται εξίσου σε πολλά πρόσωπα. Είναι ο νεαρός Άγης που ψάχνοντας το πανωφόρι του πατέρα του ψάχνει ουσιαστικά τον ίδιο τον πατέρα που δεν γνώρισε. Είναι η παράξενη μορφή της μοναχής Ευθαλίας που τριγυρίζει στα χωριά προσφέροντας παντός είδους βοήθεια και ζώντας με τη συνδρομή των άλλων. Η Υπατία, που η απόρριψη την οποία γνώρισε αμέσως με τη γέννησή της καθόρισε και τη μελλοντική της πορεία. Η Λεώνη, άλλη μια μικρή ορφανή, για την οποία όχι η απόρριψη αλλά η αγάπη που την περιβάλλει προσδιορίζει τον παράξενο χαρακτήρα της. Ο Σύλας. Ο Σπάρτακος. Η Σαβέλα. Η Μαργαρίτα. Όλα τα πρόσωπα του έργου είναι σημαντικά, όλα επηρεάζονται από τις συνθήκες της ζωής κι όλα με τη σειρά τους επηρεάζουν άλλους.
Τα πρόσωπα δεν κινούνται βέβαια σ' ένα κενό χώρου και χρόνου. Ο χώρος δεν καθορίζεται ονομαστικά. Πότε είναι ένα ανώνυμο χωριό, άλλοτε "το στρόγγυλο βουνό" ή "Η πόλη που ακούμπησε τη θάλασσα", πράγμα που επιτρέπει στη φαντασία να τα τοποθετήσει οπουδήποτε στον ελλαδικό χώρο. Ο χρόνος καθορίζεται μέσα από τα ιστορικά γεγονότα, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη Χούντα, γεγονότα ποτ επηρεάζουν και τις τύχες των ηρώων.
Ο ρεαλισμός σμίγει αρμονικά με τη φαντασία σ' αυτό το ενδιαφέρον μυθιστόρημα της Μπάξερ. Το λογικό με το εξωλογικό στοιχείο. Όταν στην κούνια ενός νεογέννητου παιδιού βρίσκεται, αντί του βρέφους ένα κουνέλι, όταν μια γυναίκα ζει τον μοναχικό βίο τριγυρνώντας στο βουνό, όταν μια νέα χορεύει τον χορό της Σαλώμης με τα επτά πέπλα, μεταφερόμαστε σε μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Που όμως δεν ακυρώνει τη ρεαλιστική όψη της ζωής, την αλληλεπίδραση και τον καθορισμό της πορείας των ηρώων.
Αν έχω μια επιφύλαξη είναι αυτή που και στο παρελθόν διαετύπωσα. Ο όγκος του μυθιστορήματος. Έτσι όπως απλώνεται σε 644 σελίδες χαλαρώνει, η συνεκτικότητα μειώνεται, η προσοχή του αναγνώστη διασπάται. Νομίζω το βιβλίο θα είχε πολλά να κερδίσει αν περιοριζόταν ο όγκος του.