Αγόρασα (μάλλον παρέλαβα από το ταχυδρομείο αφού το είχα παραγγείλει, μια και στην Κύπρο δεν είχε έρθει ακόμα) το τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη "Παλιά, πολύ παλιά" (Γαβριηλίδης, 2008) δυο μέρες πριν φύγω για ταξίδι, για να το πάρω μαζί μου. Δυστυχώς...το τελείωσα πριν φύγω και βρέθηκα να αναζητώ άλλο βιβλίο. Είναι ένα από τα καλύτερά του, αν όχι το καλύτερο. Η αστυνομική ιστορία με ήρωα τον μόνιμο πρωταγωνιστή του, τον συμπαθή αστυνόμο Κώσα Χαρίτο, είναι ταυτόχρονα κι ένα νοσταλγικό οδοιπορικό στη σύγχρονη, αλλά και την παλιά Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη πλημμυρίζει τον αναγνώστη που έχει ζήσει εκεί ή που την έχει επισκεφθεί έστω και για λίγο, με εικόνες, αναμνήσεις, μυρωδιές, νοσταλγία.
Ο γνωστός μας αστυνόμος Χαρίτος, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, την Αδριανή, με την οποία "μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε", πάνε για διακοπές στην Πόλη μαζί με ένα γκρουπ τουριστών. Πολύ ωραία αποδίδονται οι διάφοροι χαρακτήρες που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους ταξίδια, οι ξεναγήσεις, οι περιγραφές των αξιοθέατων, οι εντυπώσεις. Και ξαφνικά ο Χαρίτος μπλέκεται και πάλι σε μια αστυνομική περιπέτεια. Ένας ηλικιωμένος κύριος, κάτοικος της Πόλης, ακούγοντάς τους να μιλούν ελληνικά, ζητά να μάθει αν ταξίδεψε μαζί τους μια σχεδόν ενενηκοντούτις γνωστή του, που του είχε πει ότι αναχωρούσε για την Πόλη, αλλά δεν είχε φτάσει ποτέ. Η αναζήτηση της γριάς Μαρίας Χάμπου θα μπλέξει τον αστυνόμο Χαρίτιο, έστω κι αν βρίσκεται σε διακοπές, σε μια ακόμα αστυνομική περιπέτεια, στην οποία αναγκαστικά θα συνεργαστεί με την τουρκική αστυνομία. Πολύ σύντομα εντοπίζουν τα ίχνη της ηλικιωμένης, η οποία, αρχίζοντας από τον αδερφό της, σκορπάει το θάνατο προσφέροντας στα θύματά της μια..τυρόπιτα ζυμωμένη με παραθείο. Τα αίτια, που αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, κρύβονται σε παλιές μισοξεχασμένες ιστορίες, ζωντανές όμως για τη γριά Χάμπου που ζητά εκδίκηση. Ο Χαρίτος τριγυρίζει στην Πόλη, πότε με τον Τούρκο Μουράτ, πράγμα που συχνά δίνει αφορμή στο συγγραφέα να μιλήσει για τις σχέσεις και τη νοοτροπία των δυο λαών, άλλοτε πάλι μόνος, με τη βοήθεια Ελληνίδων της Πόλης (μια μάλιστα έτυχε να ταξιδεύει μαζί τους) προσπαθώντας να βρει τη γριά και να προλάβει το επόμενο χτύπημά της.
Περιφερόμαστε κι εμείς μαζί του πότε σε σπίτια, πότε σε γειτονιές, σε εκκλησίες, στον λίγο εναπομείναντα Ελληνισμό της Πόλης. Παλιές ιστορίες ξεθάβονται, μνήμες διωγμών επανέρχονται κι ανάμεσα σκόρπιες σκέψεις και συζητήσεις για τα λάθη του Ελληνισμού ή για την ιδιαιτερότητα των Ρωμιών της Πόλης, απ' την οποία και ο ίδιος ο Μάρκαρης κατάγεται. Μοιάζει σαν η αστυνομική ιστορία να είναι μόνο η αφορμή για να εκφράσει ο συγγραφέας τα συναισθήματά του για το γενέθλιο χώρο, να μας μιλήσει για την Πόλη και τους ανθρώπους της, για το πώς ήταν άλλοτε και πώς είναι σήμερα, για τους δρόμους, την πολυκοσμία, τα εστιατόρια, τα φαγητά της.
Για όσους έχουν διαβάσει προηγουμένως Μάρκαρη και τον αγαπούν, το βιβλίο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Για όσους για πρώτη φορά θα τον γνωρίσουν είμαι βέβαιη ότι δεν θα τους απογοητεύσει.