Δευτέρα, Απριλίου 29, 2013

Πέρα από την Αφρική

Κάρεν Μπλίξεν
Πέρα από την Αφρική
Μεταίχμιο 2010
μετ. Έφη Φρυδά

Αν κάποιος διαβάζοντας το "Πέρα από την Αφρική" θελήσει να βρει σ' αυτό τη ρομαντική ιστορία που ζωντάνεψαν στην οθόνη (1985) οι Μέριλ Στριπ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πολύ θα απογοητευτεί. Εκείνο που κυριαρχεί στο βιβλίο είναι ο έρωτας της συγγραφέως, της Δανέζας Κάρεν Μπλίξεν όχι για έναν άντρα, αλλά για την Αφρική. Γι' αυτό το μυστηριώδη για το δυτικό άνθρωπο κόσμο που τότε, στις αρχές του 20ου αι., τον ανακάλυπτε, τον κατακτούσε, προσπαθούσε να τον "εκπολιτίσει", αλλά προπάντων να τον εκμεταλλευτεί.
Βέβαια, στο βιβλίο και στην πρωτοπρόσωπη γραφή της Μπλίξεν δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός ως προς το τι γύρευαν εκεί οι λευκοί, γιατί έπαιρναν τη γη των ιθαγενών και τους είχαν να δουλεύουν ως κολίγοι. Δεν είναι ασφαλώς ορθό να κρίνουμε το παρελθόν με το φακό του παρόντος, ομολογώ όμως ότι αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου καθώς διάβαζα τις αναμνήσεις της Μπλίξεν από τη ζωή της στην Αφρική.
Πρωτοπήγε εκεί το 1913 με το σύζυγό της, για τον οποίο κανένας λόγος δεν γίνεται στο βιβλίο. Η Μπλίξεν εμφανίζεται να διευθύνει η ίδια ένα μεγάλο αγρόκτημα με φυτείες καφέ. Όταν χώρισε με το σύζυγό της δημιούργησε δεσμό με τον Ντένις Φιντς-Χάτον, αλλά ούτε γι'αυτό το δεσμό μιλάει. Γράφει για τον Ντένις χωρίς καμιά διευκρίνιση, θεωρώντας γνωστή και δεδομένη τη σχέση τους. Εκείνος συνήθως συνόδευε ευρωπαίους σε σαφάρι, αλλά δεν είχε άλλο σπίτι από το αγρόκτημα. Μαζί πάνε σε νυχτερινό κυνήγι λιονταριών, μαζί ακούνε μουσική ή κουβεντιάζουν μπροστά στο τζάκι ή "μου μάθαινε λατινικά, μου μάθαινε να διαβάζω τη βίβλο και τους Έλληνες ποιητές", γράφει η Κάρεν. Κι όταν εκείνος σκοτώνεται σ' ένα αεροπορικό δυστύχημα, η Μπλίξεν δεν ξεσπάει σε συναισθηματικό θρήνο. Με την απλότητα και τη φυσικότητα που τη διακρίνει σ' όλη την αφήγηση περιγράφει την επιλογή του χώρου ταφής ψηλά στους λόφους, σ' ένα τοπίο που είχαν ανακαλύψει και απολαύσει μαζί σε μια τους εξόρμηση.
Η Μπλίξεν έζησε περίπου 20 χρόνια στη Βρετανική Ανατολική Αφρική, τη σημερινή Κένυα. Όταν το 1931 γύρισε στην πατρίδα της, άρχισε να καταγράφει τις αναμνήσεις από τη ζωή της εκεί. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1937. Δεν είναι αυτοβιογραφία ούτε διακρίνεται για χρονική συνοχή. Είναι σκόρπιες αναμνήσεις από ένα "χαμένο παράδεισο". Συνδέεται και αγαπά τους ντόπιους, μας περιγράφει το ντύσιμό τους, τους χορούς και τις γιορτές τους, τους νόμους και τις συνήθειές τους, τις περί δικαίου αντιλήψεις τους.
Οι εικόνες από τη φύση της Αφρικής είναι μαγευτικές: " Ο μεγάλος θόλος του ουρανού πάνω από το κεφάλι μας έγινε σταδιακά διαυγής σαν ένα ποτήρι κρασί. Ξάφνου οι κορυφές των λόφων έπιασαν το πρώτο φως του ήλιου και ρόδισαν απαλά. Σιγά σιγά, καθώς η γη έγερνε προς τον ήλιο, οι καταπράσινες πλαγιές στους πρόποδες του βουνού και τα δάση των Μασάι χαμηλότερα πήραν ένα γλυκό χρυσαφί χρώμα". Τα ζώα είναι αναπόσπαστο μέρος του κόσμου της Αφρικής. Στο αγρόκτημα μεγαλώνουν με μπιμπερό μια μικρή αντιλόπη και την αφήνουν μετά ελεύθερη. Άλλοτε εκφράζει την ενοχή που αισθάνεται για τα βόδια που "έχουν κουβαλήσει το βαρύ φορτίο της προόδου του ευρωπαϊκού πολιτισμού". Στη θέα δυο καμηλοπαρδάλεων που προορίζονται για ένα θηριοτροφείο στην Ευρώπη, μπαίνει στη θέση τους, φαντάζεται πόσο θα υποφέρουν μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον. Εκφράζεται με θαυμασμό για τα απίθανα χρώματα του δέρματος ενός ιγκουάνα, που με έκπληξη βλέπει να εξαφανίζονται μόλις το σκοτώσεις, για τις πυγολαμπίδες, για την επιδρομή των ακρίδων που δεν αφήνουν τίποτε στο πέρασμά τους.
Δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αναγκάζεται να πουλήσει το κτήμα και να γυρίσει στη Δανία. Όμως οι σελίδες στις οποίες περιγράφει το ξεπούλημα όλων όσα τόσα χρόνια αγάπησε και με τα οποία συνδέθηκε αποπνέουν βαθιά θλίψη γι' αυτόν τον χαμένο παράδεισο.

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

Real world

Νατσούο Κιρίνο
Real World
Μεταίχμιο 2010
Μεταφρ. Γωγώ Αρβανίτη

Ο τίτλος, Real World, διατηρημένος μάλιστα αυτούσιος και στην ελληνική έκδοση, δεν ξέρω αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν δηλαδή αυτή είναι η Ιαπωνία του σήμερα, τουλάχιστον το μέρος που αφορά τη νεολαία της, ή εμπεριέχει μια ειρωνική διάσταση. Μας παρουσιάζεται ένας κόσμος, ειδικά ο κόσμος των εφήβων, όμοιος αλλά και διαφορετικός απ' αυτόν που ξέρουμε στη Δύση.
Η συγγραφέας, Νατσούκο Κιρίνο, είναι γνωστή στη χώρα της για τα αστυνομικά της μυθιστορήματα. Το "Real World" έχει χαρακτηριστεί σαν "ένα λεπτοδουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, γραμμένο με τρόπο εφηβικό, που θυμίζει το "Καλημέρα θλίψη". Δεν θα συμφωνούσα ότι έχει μεγάλη σχέση με το εξαιρετικό κι ανεπανάληπτο για την εποχή του και για την εφηβεία της γενιάς μου "Καλημέρα θλίψη". Η μόνη ίσως ομοιότητα είναι η εφηβεία, οι ανησυχίες της, τα όνειρά της, οι  συναισθηματικές μεταπτώσεις που τη διακατέχουν που μπορεί κάποτε, στην ακραία έκφανσή τους να οδηγήσουν στο έγκλημα ή την αυτοκτονία.
Το έργο διαδραματίζεται στο Τόκιο. Μέσα από την ιστορία προβάλλουν στοιχεία του εκπαιδευτικού συστήματος, της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής της σύγχρονης Ιαπωνίας. Ένας νεαρός, μαθητής Λυκείου, αποκαλούμενος σε όλο το βιβλίο με το παρατσούκλι "Σκουλήκι", μια μέρα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, σκοτώνει τη μητέρα του και φεύγει από το σπίτι κλέβοντας το ποδήλατο και το κινητό της γειτονοπούλας του, της Τόσι. Η Τόσι, και τρεις φίλες της, η Γιουζάν, η Τερόκι και η Κίραριν, θα μπλεχτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη ζωή του νεαρού φυγάδα. Η μια μάλιστα, η Κίραριν, θα τον συναντήσει και θα ζήσει λίγες περιπετειώδεις ημέρες μαζί του. Τον ρωτάει κάποια στιγμή: "Γιατί τη σκότωσες τη μάνα σου;"_"Δεν θυμάμαι", απαντάει εκείνος. Οι λόγοι δεν έχουν σημασία. Απλώς με τσάντισε πάρα πολύ. Το σημαντικό είναι το πώς μια εμπειρία μπορεί να σε μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο και το πώς είναι η ζωή σου εκεί. Στον άλλο κόσμο. Και το τι σκέφτεσαι για τον κόσμο που άφησες πίσω σου. Δεν ξέρω αν το πιάνεις".
Η ιστορία, που ξεδιπλώνεται μέσα από τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των πέντε κύριων προσώπων, θα έχει ένα αναμενόμενο, τραγικό τέλος. Η Νατσούο μας άνοιξε μια ρωγμή, μέσα από την οποία μας άφησε να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στον σκληρό, ανελέητο, αλλοτριωμένο σύγχρονο κόσμο. Στον Real World.

Δευτέρα, Απριλίου 15, 2013

Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Φίλιππος Φιλίππου
Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Ψυχογιός, 2013
Είναι το τρίτο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου που διαβάζω, στο οποίο ακολουθείται παρόμοια τεχνική. Δηλαδή η μυθιστορηματική μετάπλαση γεγονότων που σχετίζονται με συγκεκριμένα, ιστορικά πρόσωπα. Το πρώτο ήταν το "Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη" (Πατάκης 2003). Ακολούθησε το "Ερωτευμένος Ελύτης" και τώρα το "Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου".
"Τούτο το βιβλίο το χαρακτηρίζω μυθιστορηματικό χρονικό. "Κι ένα μυθιστορηματικό χρονικό", γράφει η Ρέα Γαλανάκη μιλώντας για το δικό της, το Αμίλητα, βαθιά νερά-Η απαγωγή της Τασούλας, "δεν στηρίζεται τόσο στη μυθοπλασία, όσο στην ποικιλία των εκδοχών, στην αρχιτεκτονική της σύνθεσής του και στις σκέψεις των προσώπων". Ούτε ιστορικό μυθιστόρημα ούτε μυθιστορηματική βιογραφία δηλώνει ο Φίλιππος Φιλίππου.
Παρουσιάζοντας το "Ερωτευμένος Ελύτης" είχα διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια του επιθέτου "μυθιστορηματικός" που συνοδεύει αυτού του τύπου τα βιβλία, στα οποία φαίνεται να έχει ιδιαίτερη προτίμηση ο συγγραφέας. Εξακολουθώ να έχω τις ίδιες επιφυλάξεις και για το παρόν βιβλίο. Αφενός πολύ λίγα είναι τα μυθιστορηματικά στοιχεία, που, χωρίς να προδίδουν την ιστορική αλήθεια, πηγάζουν  από τη φαντασία, όπως τα συναισθήματα ή οι σκέψεις των ηρώων, αφετέρου δεν βρίσκω να εξυπηρετούν κανένα ιδιαίτερο σκοπό όταν πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, στηριγμένα σε πληθώρα βιβλιογραφίας, όπως αυτή παρατίθεται από τον Φιλίππου.  Θα προτιμούσα το χρονικό χωρίς τις παρεμβολές της φαντασίας του συγγραφέα, θα προτιμούσα αυτές  να αφήνονταν στη φαντασία του αναγνώστη. Να ένα τέτοιο παράδειγμα μυθιστορηματικής παρεμβολής: "Φαντάζομαι πως η ατμόσφαιρα ήταν θλιβερή. από κάποιο δωμάτιο ακούγονταν μουσικές, κάποιος έπαιζε λύρα, άλλος αυλό, τρίτος κιθάρα (...) Κι ενώ τα τύμπανα των Τούρκων χτυπούσαν, τα κανόνια βροντούσαν κι οι σάλιγγες ούρλιαζαν, τα φώτα του στρατοπέδου τους καταύγαζαν τα τείχη και οι φλόγες από τις φωτιές ανέβαιναν στον ουρανό, τον πήραν τα κλάματα. Συγκινήθηκαν κι εκείνοι κι έκλαψαν μαζί του".
Οπωσδήποτε όμως, παρά τις επιφυλάξεις μου, διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το βιβλίο για την ηρωική, αν και ενίοτε αμφισβητούμενη, μορφή του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Ποίηση, μυθιστόρημα, παραδόσεις, καημοί κι ελπίδες του Έθνους έχουν δημιουργήσει το θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά που εξακολουθεί ακόμα να μας συγκινεί.
Ο Φίλιππος Φιλίππου δεν ακολουθεί μια ευθύγραμμη χρονολογική πορεία, ούτε εξετάζει λεπτομερώς τη ζωή του Παλαιολόγου από τη στιγμή της γέννησης ως την ύστατη στιγμή του θανάτου. Επιμερισμένο σε έξι μέρη το βιβλίο, με περιεχόμενο του καθενός αποτελούμενο από σύντομα κεφάλαια με υποσημειώσεις στο τέλος κάθε κεφαλαίου, επικεντρώνεται σε καίριες στιγμές της ζωής του αυτοκράτορα. Την καταγωγή του, την παραμονή του στο Μυστρά, τις δυο συζύγους του που πέθαναν, την πολιτική κατάσταση και προπάντων τον ηρωικό του θάνατο που, κατά το συγγραφέα, καθιστούσε τον Κωνσταντίνο πιο άξιο από τον άλλο Κωνσταντίνο, τον Μεγάλο, να αγιοποιηθεί.
"Δεν γράφω βιογραφία", αναφέρει κάπου. "Θέλω απλώς να μιλήσω για την αυτοθυσία ενός ανθρώπου. Διότι ο Κωνσταντίνος μπορούσε να γλιτώσει τη ζωή του αν δεχόταν τους όρους του Μωάμεθ".
Οι τέσσερις συγγραφείς της Αλώσεως, Φραντζής, Δούκας, Χαλκοκονδύλης, Κριτόβουλος, βασικές ιστορικές πηγές του βιβλίου, μ' έφεραν χρόνια πίσω, τότε που τους διδασκόμαστε (και τους εξεταζόμαστε) στο Πανεπιστήμιο από τον αείμνηστο Ν. Τωμαδάκη.
Ένα ακόμα βιβλίο για τον Κωνσταντίνο Πλαιολόγο. Ιστορία, μνήμες, συγκίνηση, σκέψεις πικρές για τον Ελληνισμό του άλλοτε και του τώρα μας πλημμυρίζουν διαβάζοντάς το.

Σάββατο, Απριλίου 06, 2013

Μνήμες της Κωνσταντινούπολης

Αχμέτ Ουμίτ
Μνήμες της Κωνσταντινούπολης (2010)
μετ. Θάνος Ζαράγκαλης
Πατάκης, 2012, πρώτη ψηφιακή έκδοση 2013

Παρ' όλο ότι μου αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα δεν ήταν αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο αγόρασα το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν γιατί η αστυνομική πλοκή συνδυαζόταν με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης. Δεν ξέρω αν και στον υπόλοιπο ελληνισμό το όνομα "Κωνσταντινούπολη" ασκεί την ίδια έλξη, την ίδια μαγεία που ασκεί σε μας, τον αλύτρωτο ελληνισμό. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει πάψει να αποτελεί για μας ένα σύμβολο, κάτι το ιδεατό, ένα άπιαστο όνειρο, ταυτισμένο με τη δική μας τουρκική κατοχή και την ελπίδα της απαλευθέρωσης. Γι' αυτό ό, τι έχει σχέση με την πανέμορφη πόλη μας γοητεύει και μας συγκινεί.
Ο Αχμέτ Ουμίτ στο μυθιστόρημά του συνδυάζει την αστυνομική πλοκή με την ιστορία της Πόλης, με τις γειτονιές, τα μνημεία, την ομορφιά της, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό μείγμα, έστω κι αν οι 689 σελίδες του βιβλίου είναι κάποτε κουραστικές, με σκηνές που ξεστρατίζουν από τον κύριο κορμό της ιστορίας, συχνά προσλαμβάνοντας ύφος διδακτισμού.
Μια σειρά φόνων που θα καταλήξει με επτά θύματα απασχολεί την ομάδα των αστυνομικών, επικεφαλής της οποίας είναι ο αστυνόμος Νεβζάτ με τους βοηθούς του, τον Αλή και τη Ζεϊνέπ. Κλειδί στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τους δολοφόνους είναι ο χώρος στον οποίο ανευρίσκονται τα θύματα. Καθένα εντοπίζεται και σε ένα διαφορετικό ιστορικό σημείο. Άλλοτε στη Στήλη του Κωνσταντίνου, άλλοτε στη Χρυσή Πύλη των τειχών του Θεοδοσίου, στην Αγία Σοφία ή στο Τόπκαπι κ.λπ. Και πάντα στο χέρι ή κοντά στο πτώμα ένα νόμισμα της αντίστοιχης ιστορικής περιόδου.
Μεγάλη βοήθεια στη διερεύνηση των φόνων παρέχει η διευθύντρια του μουσείου του Τόπκαπι, η Λεϊλά Μπαρκίν που παρ' όλο ότι συμβάλλει με τις ιστορικές πληροφορίες που δίνει, δεν εξαιρείται από τον κύκλο των υπόπτων. Κυρίως γιατί συνδέεται μ' ένα σύνδεσμο που σκοπό έχει την προστασία των ιστορικών μνημείων της Κωνσταντινούπολης, που τα βλέπουν ολοένα και περισσότερο να καταστρέφονται, θυσία στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους.
Όλα τα θύματα, ένας αρχαιολόγος-ιστορικός, ένας αρχιτέκτονας, ένας δημοσιογράφος κ.λπ. σχετίζονταν με ένα μεγαλοεπιχειρηματία που δεν δίσταζε με τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες να καταστρέφει ακόμα και ιστορικά σημεία της πόλης. Είναι άραγε για κάποιο λόγο αυτός και ο περίγυρός του οι δολοφόνοι; Ή μήπως είναι τα μέλη του Συνδέσμου Προστασίας της Ισταμπούλ; Ή τρομοκράτες; Ή ισλαμιστές; Πολλοί οι ύποπτοι.
Ο αστυνόμος Νεβζάτ που ηγείται των ερευνών δεν είναι ο συνήθης σκληροτράχηλος αστυνομικός. Είναι ένας ευαίσθητος χαρακτήρας, με ποιητική ψυχή, θα λέγαμε, με απέραντη αγάπη για την πόλη του. Κουβαλάει μέσα του έναν ανεκπλήρωτο νεανικό έρωτα και μια θλίψη από το χαμό της γυναίκας του και της κόρης του λόγω μιας έκρηξης που στόχευε τον ίδιο. Τώρα είναι ερωτευμένος με μια Ελληνίδα (Ρωμαία, κατά την ίδια), την Ευγενία. Οι Έλληνες πουθενά δεν αναφέρονται στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας βλέπει την Πόλη και την ιστορία πάντα μέσα από την τουρκική ματιά. Το Βυζάντιο δεν είναι γι' αυτούς παρά η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία ακολούθησε η Οθωμανική περίοδος και τέλος η περίοδος της δημοκρατίας. Παραβλέπεται το γεγονός ότι στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος επεκράτησε ο Ελληνισμός, ότι από τον έκτο ήδη αιώνα επίσημη γλώσσα του κράτους ήταν η ελληνική, ότι η Ορθοδοξία και τα μνημεία της υπάρχουν ακόμα στην Πόλη.
Πέρα όμως απ' αυτή την πλευρά που ασφαλώς ενοχλεί εμάς τους Έλληνες, ο αναγνώστης απολαμβάνει το μυθιστόρημα του Ουμίτ. Σεριανάει στη μακρόχρονη ιστορία της, περιδιαβάζει στα μνημεία της, απολαμβάνει την ομορφιά της.
"Η εικόνα που συνάντησα στο τέλος των στριφτών σκαλοπατιών διέλυσε απότομα τις σκέψεις μου. Ξέχασα τα εγκλήματα, τον εραστή της Λεϊλα Μπαρκίν, ακόμη και το βάδισμα και στάθηκα σαν κεραυνοβολημένος μπροστά στο παραμυθένιο θέαμα. Κάτω απ' τα πόδια μου, μέσα στο ημίφως, εκτεινόταν μια μαγική λίμνη απ' τα νερά της οποίας ξεπρόβαλλαν σαν δέντρα εκατοντάδες κίονες με περίεργα κιονόκρανα, πλάι πλάι και πίσω ο ένας από οτν άλλο. Όχι, δεν ερχόμουν για πρώτη φορά στη Βασιλική Κιστέρνα, όμως, παρ' όλα αυτά, κάθε φορά που ερχόμουν, με κυρίευε το ίδιο συναίσθημα". (Το ίδιο συναίσθημα δοκιμάσαμε όσοι έτυχε να επισκεφθούμε το θαύμα αυτό του Ιουστινιανού, την υπόγεια δεξαμενή).
α νερά του Κεράτιου, που φάνταζαν σαν λυωμένο χρυσάφι, κυλούσαν νωχελικά στρίβοντας δεξιά αριστερά προς τη θάλασσα. Το τέμενος Φάτιχ δεν φαινόταν, όμως το τέμενος Σουλεϊμάνιγιε και η Αγία Σοφία, χωρίς να εμπδίζουν το ένα το άλλο, υψώνοντααν στον ουρανό. Δύο μοναδικοί τόποι λατρείας χτισμένοι πάνω στους μυθικούς λόφους τούτης της πόλης".