Κάρεν Μπλίξεν
Πέρα από την Αφρική
Μεταίχμιο 2010
μετ. Έφη Φρυδά
Πέρα από την Αφρική
Μεταίχμιο 2010
μετ. Έφη Φρυδά
Αν κάποιος διαβάζοντας το "Πέρα από την Αφρική" θελήσει να βρει σ' αυτό τη ρομαντική ιστορία που ζωντάνεψαν στην οθόνη (1985) οι Μέριλ Στριπ και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πολύ θα απογοητευτεί. Εκείνο που κυριαρχεί στο βιβλίο είναι ο έρωτας της συγγραφέως, της Δανέζας Κάρεν Μπλίξεν όχι για έναν άντρα, αλλά για την Αφρική. Γι' αυτό το μυστηριώδη για το δυτικό άνθρωπο κόσμο που τότε, στις αρχές του 20ου αι., τον ανακάλυπτε, τον κατακτούσε, προσπαθούσε να τον "εκπολιτίσει", αλλά προπάντων να τον εκμεταλλευτεί.
Βέβαια, στο βιβλίο και στην πρωτοπρόσωπη γραφή της Μπλίξεν δεν υπάρχει κανένας προβληματισμός ως προς το τι γύρευαν εκεί οι λευκοί, γιατί έπαιρναν τη γη των ιθαγενών και τους είχαν να δουλεύουν ως κολίγοι. Δεν είναι ασφαλώς ορθό να κρίνουμε το παρελθόν με το φακό του παρόντος, ομολογώ όμως ότι αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου καθώς διάβαζα τις αναμνήσεις της Μπλίξεν από τη ζωή της στην Αφρική.
Πρωτοπήγε εκεί το 1913 με το σύζυγό της, για τον οποίο κανένας λόγος δεν γίνεται στο βιβλίο. Η Μπλίξεν εμφανίζεται να διευθύνει η ίδια ένα μεγάλο αγρόκτημα με φυτείες καφέ. Όταν χώρισε με το σύζυγό της δημιούργησε δεσμό με τον Ντένις Φιντς-Χάτον, αλλά ούτε γι'αυτό το δεσμό μιλάει. Γράφει για τον Ντένις χωρίς καμιά διευκρίνιση, θεωρώντας γνωστή και δεδομένη τη σχέση τους. Εκείνος συνήθως συνόδευε ευρωπαίους σε σαφάρι, αλλά δεν είχε άλλο σπίτι από το αγρόκτημα. Μαζί πάνε σε νυχτερινό κυνήγι λιονταριών, μαζί ακούνε μουσική ή κουβεντιάζουν μπροστά στο τζάκι ή "μου μάθαινε λατινικά, μου μάθαινε να διαβάζω τη βίβλο και τους Έλληνες ποιητές", γράφει η Κάρεν. Κι όταν εκείνος σκοτώνεται σ' ένα αεροπορικό δυστύχημα, η Μπλίξεν δεν ξεσπάει σε συναισθηματικό θρήνο. Με την απλότητα και τη φυσικότητα που τη διακρίνει σ' όλη την αφήγηση περιγράφει την επιλογή του χώρου ταφής ψηλά στους λόφους, σ' ένα τοπίο που είχαν ανακαλύψει και απολαύσει μαζί σε μια τους εξόρμηση.
Η Μπλίξεν έζησε περίπου 20 χρόνια στη Βρετανική Ανατολική Αφρική, τη σημερινή Κένυα. Όταν το 1931 γύρισε στην πατρίδα της, άρχισε να καταγράφει τις αναμνήσεις από τη ζωή της εκεί. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1937. Δεν είναι αυτοβιογραφία ούτε διακρίνεται για χρονική συνοχή. Είναι σκόρπιες αναμνήσεις από ένα "χαμένο παράδεισο". Συνδέεται και αγαπά τους ντόπιους, μας περιγράφει το ντύσιμό τους, τους χορούς και τις γιορτές τους, τους νόμους και τις συνήθειές τους, τις περί δικαίου αντιλήψεις τους.
Οι εικόνες από τη φύση της Αφρικής είναι μαγευτικές: " Ο μεγάλος θόλος του ουρανού πάνω από το κεφάλι μας έγινε σταδιακά διαυγής σαν ένα ποτήρι κρασί. Ξάφνου οι κορυφές των λόφων έπιασαν το πρώτο φως του ήλιου και ρόδισαν απαλά. Σιγά σιγά, καθώς η γη έγερνε προς τον ήλιο, οι καταπράσινες πλαγιές στους πρόποδες του βουνού και τα δάση των Μασάι χαμηλότερα πήραν ένα γλυκό χρυσαφί χρώμα". Τα ζώα είναι αναπόσπαστο μέρος του κόσμου της Αφρικής. Στο αγρόκτημα μεγαλώνουν με μπιμπερό μια μικρή αντιλόπη και την αφήνουν μετά ελεύθερη. Άλλοτε εκφράζει την ενοχή που αισθάνεται για τα βόδια που "έχουν κουβαλήσει το βαρύ φορτίο της προόδου του ευρωπαϊκού πολιτισμού". Στη θέα δυο καμηλοπαρδάλεων που προορίζονται για ένα θηριοτροφείο στην Ευρώπη, μπαίνει στη θέση τους, φαντάζεται πόσο θα υποφέρουν μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον. Εκφράζεται με θαυμασμό για τα απίθανα χρώματα του δέρματος ενός ιγκουάνα, που με έκπληξη βλέπει να εξαφανίζονται μόλις το σκοτώσεις, για τις πυγολαμπίδες, για την επιδρομή των ακρίδων που δεν αφήνουν τίποτε στο πέρασμά τους.
Δεν αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αναγκάζεται να πουλήσει το κτήμα και να γυρίσει στη Δανία. Όμως οι σελίδες στις οποίες περιγράφει το ξεπούλημα όλων όσα τόσα χρόνια αγάπησε και με τα οποία συνδέθηκε αποπνέουν βαθιά θλίψη γι' αυτόν τον χαμένο παράδεισο.