Κυριακή, Φεβρουαρίου 21, 2016

Νόμος περί τέκνων

Γιαν ΜακΓιούαν
Νόμος περί τέκνων
Πατάκης, 2015
Μετ. Κατερίνα Σχινά

Γνωστός, βραβευμένος, αγαπημένος συγγραφέας για πολλούς βιβλιόφιλους, ο Γιαν ΜακΓιούαν μας χάρισε πρόσφατα ακόμα ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, το "Νόμος περί τέκνων", όπως μεταφράζεται το "Chlidren's act/1989" του Αγγλικού Δικαίου. Είναι ο νόμος που προνεί ότι κύριος σκοπός του, όταν αυτός αφορά ανήλικα παιδιά, είναι η ευημερία του παιδιού. Αυτόν τον νόμο καλείται να εφαρμόζει η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Φιόνα Μέι, ανώτερη δικαστικός του Οικογενειακού Δικαίου.
Στα πενηνταεννιά της χρόνια, ευσυνείδητη δικαστικός, επιτυχημένη επαγγελματικά, αφοσιωμένη στη δουλειά της, παντρεμένη μ' έναν εξίσου επιτυχημένο Καθηγητή Πανεπιστημίου, βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη με περιπτώσεις που απαιτούν όλη την ενέργεια, όλη την ευθυκρισία και την αμεροληψία για την εφαρμογή του "Νόμου περί τέκνων". Έχει να αντιμετωπίσει τη διαμάχη για τη φύλαξη των παιδιών σε περιπτώσεις διαζυγίου, αλλά και πιο δύσκολες περιπτώσεις, στις οποίες αντιπαρατίθενται θρησκευτικές ή πολιτισμικές διαφορές διαπληκτιζομένων γονιών. 
Η περίπτωση που θα αποτελέσει το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι μια τέτοια περίπτωση και μάλιστα περίπτωση ζωής και θανάτου. Ένας νεαρός, ο Άνταμ Χένρι, πάσχει από λευχαιμία. Είναι απαραίτητη η μετάγγιση αίματος για να κρατηθεί στη ζωή, αλλά τόσο οι γονείς του όσο και ο ίδιος είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά, των οποίων η θρησκεία  απαγορεύει τη μετάγγιση. Οι γιατροί προσφεύγουν στη δικαιοσύνη ζητώντας έγκριση για τη μετάγγιση, αφού ο νεαρός, αν και χρειάζεται μόνο τρεις μήνες για να κλείσει τα δεκαοκτώ, οπότε θα μπορεί ο ίδιος να αποφασίσει για τον εαυτό του, για τον νόμο είναι ακόμα ανήλικος. Η υπόθεση εξελίσσεται σε πραγματικό δικαστικό θρίλερ. Μετά την ακρόαση και πριν η δικαστής εκδώσει την ετυμηγορία της, αποφασίζει να επισκεφθεί τον νεαρό στο νοσοκομείο. Είναι μια επίσκεψη που θα αποβεί μοιραία τόσο για την απόφαση της δικαστού όσο και για την εξέλιξη της ιστορίας.
Παράλληλα με όσα συμβαίνουν στην επαγγελαμτική της ζωή, η Φιόνα έχει να αντιμετωπίσει και τα προσωπικά της προβλήματα. Ενώ μια καθυστερημένη μεταμέλεια για την εν μέρει εκούσια ατεκνία της την απασχολεί, ο γάμος της κινδυνεύει με διάλυση.
Έργο γεμάτο εσωτερικότητα. Όλα τα γεγονότα μας δίνονται μέσα από την εσωτερική, ψυχολογική διεργασία της ηρωίδας. Όχι μόνο τα πρόσωπα ή οι υποθέσεις τις οποίες χειρίζεται, αλλά και οι δρόμοι του Λονδίνου στους οποίους κινείται, η βροχή που τη συνοδεύει, η μουσική που ακούγεται (και ακούγεται πολλή μουσική), τα πάντα μας παρουσιάζονται μέσα από τη δική της ματιά. Αυτή η εσωτερικότητα είναι χαρακτηριστικό της γραφής του ΜακΓιούαν, ταυτόχρονα με ένα άλλο βασικό γνώρισμα της γραφής του: Τη λεπτομέρεια, τον προβληματισμό, τα ερωτηματικά που εγείρει. Κατορθώνει να δίνει τις λεπτότατες αποχρώσεις μιας κίνησης, μιας εικόνας, χωρίς να γίνεται φλύαρος ή ανιαρός. Να μας προκαλεί σκέψεις που γεννούν μέσα μας  ερωτηματικά χωρίς να γίνεται βαρύς ή δυσνόητος. Είναι τέτοια η τεχνική του που, ενώ 40-50 σελίδες πριν το τέλος αρχίζεις να το μαντεύεις, εντούτοις το ενδιαφέρον δεν μειώνεται ούτε κατ' ελάχιστον ως την τελευταία σελίδα. Εν ολίγοις ο ΜακΓιούαν  αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά μαέστρος της γραφής.

Σημ. Αναρτήσεις για άλλα βιβλία του στο Σάββατο, Στην ακτή, Χαμένο παιδί

Τρίτη, Φεβρουαρίου 16, 2016

Αν ήξερα αλλιώς να σ' αγαπώ

Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Αν ήξερα αλλιώς να σ' αγαπώ
Ψυχογιός, 2016

Αν ακούσεις κάτι αργά τη νύχτα
κάποια φασαρία, κάποιον καβγά
σε παρακαλώ μη με ρωτήσεις τι ήταν
σε παρακαλώ μη με ρωτήσεις τι ήταν

Αυτοί οι στίχοι από το τραγούδι "Λούκα" της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Σούζαν Βέγκα, που τους συναντάμε στη μέση περίπου του βιβλίου, θα ταίριαζαν, νομίζω, για μότο του μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος πλούσιου σε νοήματα, μηνύματα, εικόνες της πανέμορφης ελληνικής φύσης, πλημμυρισμένου από τα νιάτα και τα όνειρά τους, από τη φιλία, την αγάπη, τους οικογενειακούς δεσμούς, θλίψεις και χαρές, θανάτους και γεννήσεις, περιπέτειες και ανατροπές. Ενός μυθιστορήματος ώριμης γραφής, όπου η φαντασία στέρεα ακουμπά στην πραγματικότητα.
Το βιβλίο αρχίζει με μια ανώνυμη, για την ώρα, γυναίκα να οδηγείται στη φυλακή. Δεν ξέρουμε ποια είναι ούτε και γιατί οδηγείται εκεί. Όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας στο εισαγωγικό της σημείωμα, βρισκόμαστε στο 2006-2007. Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο μεταφερόμαστε λίγα χρόνια πίσω, σ' ένα ολόχαρο, φωτεινό σκηνικό, σ' ένα ελληνικό καλοκαίρι, σ' ένα ευτυχισμένο σπιτικό, μια χαρούμενη, νεανική συντροφιά. Βρισκόμααστε στον Βόλο, στο ωραίο, πλούσιο, φιλόξενο σπίτι της οικογένειας Θεοδωρίδη, ιδιοκτήτριας μιας ακμάζουσας επιχείρησης και εργοστασίων λαδιού και των προϊόντων του. Αυτή η εναλλαγή μεταξύ των κεφαλαίων στη φυλακή και της ξένοιαστης ζωής, άλλοτε μέσα στην όμορφη φύση του Βόλου και των ελληνικών νησιών, άλλοτε στην πορεία ζωής της ηρωίδας και των φίλων της, κάποτε ακόμα, σε μια αναδρομή, και στον ξεριζωμό του ελληνισμού από τη Μ. Ασία και την προσφυγιά, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Μοναδική κληρονόμος της επιχείρησης και της εταιρείας είναι μια νέα κοπέλα, η Γιολάντα, που ο πατέρας και ο παππούς της ήλπιζαν πως θα συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση στη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας. Η Γιολάντα όμως έχει άλλη κλίση κι άλλα όνειρα. Η αγάπη της για τη μουσική και τον χορό θα την οδηγήσει στις σχετικές σπουδές στο Λονδίνο, και το άνοιγμα μιας Σχολής στην Αθήνα θα είναι η πραγματοποίηση του ονείρου της.
Όμως στο μεταξύ ο έρωτας έχει κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπο ενός νέου, του Νίκου Αστεριάδη, που μπαίνει ξαφνικά σαν σίφουνας στη ζωή της. Είναι άραγε μια σωστή επιλογή; Τα σημάδια των αντενδείξεων είναι εκεί, οι φίλες, και ειδικά ο παιδικός φίλος της Γιολάντας, ο Στέφανος, τα βλέπουν. Έρχονται στιγμές που και η ίδια έχει αμφιβολίες, όμως ο έρωτας είναι πάνω απ' όλα αυτά. Γιολάντα και Νίκος παντρεύονται, αποκτούν ένα παιδί. Ο Νίκος κατορθώνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πενθερού του και  διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εταιρεία. Και τότε ο πραγματικός, μέχρι να πετύχει τον σκοπό του εαυτός του, αποκαλύπτεται. Η λεκτική και βαθμηδόν η ψυχολογική και σωματική βία κάνει την εμφάνισή της. Κι όμως, όπως συνήθως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, το θύμα σιωπά. Χάνει την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό, ντρέπεται κι έρχονται στιγμές που ο θύτης κάνει το θύμα να πιστεύει πως το ίδιο φταίει για την κακοποίησή του. Ώσπου τελικά μια συγκλονιστική, δραματική εξέλιξη θα  οδηγήσει τα πράγματα σ' ένα καθαρτικό τέλος.
"Είμαι σίγουρη πως σ' αυτό το μυθιστόρημα πολλές γυναίκες θα βρουν κάτι που αγγίζει και τη δική τους ζωή. Εύχομαι μόνο να βρουν τη δύναμη να ελευθερώσουν το πνεύμα και την ψυχή τους", λέει η συγγραφέας. Κι έχει απόλυτο δίκαιο.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2016

Βερονάλ

Τάκης Θεοδωρόπουλος
Βερονάλ
Μεταίχμιο, 2015
(ebook)
Αν και πέθανε πριν εγώ γεννηθώ, πολλά είναι τα αόρατα νήματα που νιώθω να με συνδέουν με τον Ιωάννη Συκουτρή, τον διακεκριμένο φιλόλογο που αυτοκτόνησε το 1937, σε ηλικία μόλις 36 χρονών. Τον φαντάζομαι ως υφηγητή να περπατά στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τους ίδιους που κι εγώ περπάτησα χρόνια αργότερα. Τον σκέφτομαι να έχει ανάμεσα στους φοιτητές του τον Ν. Τωμαδάκη, που υπήρξε της δικής μου γενιάς καθηγητής (φοβερός και τρομερός!). Τον βλέπω να διδάσκει σ' ένα σχολείο της Κύπρου (1922-1924), τον ακούω να μεταφράζει το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα ( έργο που υπήρξε ίσως και αφορμή, ή ένας από τους λόγους της αυτοκτονίας του) κι είναι σαν ν' ακούω την ανεπανάληπτη διδασκαλία του Θεοδωρακόπουλου των φοιτητικών μου χρόνων.
Γι' αυτό, αλλά και για τον προβληματισμό που μου δημιουργεί πάντα η αυτοκτονία, έσπευσα να διαβάσω το "Βερονάλ" του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ένα ακόμα κείμενο κοντά σε πολλά άλλα που γράφτηκαν για τον Συκουτρή. "Στόχος του παρόντος αφηγήματος", γράφει ο Θεοδωρόπουλος, "δεν είναι η αποτίμηση του φιλολογικού έργου του πρωταγωνιστή του. Άλλοι, αρμοδιότεροι εμού το έχουν κρίνει επαρκώς. Στόχος είναι η περιγραφή μιας προσωπικότητας η οποία ανέδειξε σε υπαρξιακή περιπέτεια το πνευματικό δράμα του νέου ελληνισμού, τους δεσμούς του με τον κλασικό πολιτισμό σε όλα τα επίπεδα, δράμα το οποίο αποτέλεσε και τον κεντρικό πυρήνα των δεσμών του με το ευρωπαϊκό πνεύμα. Στόχος είναι η καταγραφή των εσωτερικών του αντιφάσεων, οι προσπάθειές του να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιθυμία του να διαπρέψει ως επιστήμονας για να βρει την αξιοπρέπεια που του στερούσε η βιολογική του ζωή, και την επιθυμία του να υπερβεί τα όρια της επιστημονικής του δραστηριότητας-να βγει από τον περίκλειστο χώρο του φιλολογικού εργαστηρίου για να μεταμορφωθεί σε ρήτορα, αναμορφωτή της πνευματικής ζωής, άγγελο της νέας αναγέννησης".
Ούτε ακόμα, θα πρόσθετα, είναι βιογραφία το έργο αυτό, αν και στοιχεία της ζωής του δίνονται βέβαια. Γεννημένος στη Σμύρνη, παιδί μιας πολυμελούς, φτωχής οικογένειας, πρόσφυγας στην Αθήνα, παθιασμένος με τη μελέτη ήδη από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης στην οποία είχε φοιτήσει, με φιλολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαίδευση στη Γερμανία, έφερνε ένα καινούριο πνεύμα στην πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία "διαθέτει συνοριοφύλακες που επιβάλλουν φόρους και δασμούς σε όσους προσπαθούν να περάσουν στα εδάφη της".
Του αρνούνται τη θέση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, παρ' όλα τα προσόντα, την αγάπη και την αποδοχή που απολαμβάνει από τους φοιτητές του, τις δημοσιεύσεις, το πλήθος που γεμίζει τις αίθουσες όταν δίνει διαλέξεις. Αλλά η σφοδρότερη δίωξη που του ασκείται είναι για την εισαγωγή του στη μετάφραση του "Συμποσίου", έργο που του ανέθεσε η Ακαδημία Αθηνών. Συντεχνίες κουλουροπωλών, φθαρτοπωλών, θρησκευτικές οργανώσεις αλλά και ομότεχνοι ξεσηκώθηκαν διαμαρτυρόμενοι ότι με τον πρόλογό του στο "Συμπόσιο" προάγει την ομοφυλοφιλία και ειδικά την παιδεραστία.
Την 21η Σεπτεμβρίου 1937 ο Συκουτρής φτάνει στην Κόρινθο. Με κάθε λεπτομέρεια ο Θεοδωρόπουλος καταγράφει τις κινήσεις του την τελευταία αυτή μέρα της ζωής του. Ο Συκουτρής ανεβαίνει στον Ακροκόρινθο. Γράφει δυο σημειώματα. Στο ένα αναφέρεται στα έργα που δεν μπόρεσε να τελειώσει, στο άλλο δίνει οδηγίες σ' ένα φίλο του για πρακτικά ζητήματα. Κι ανάμεσα στο κείμενο προβάλλει η φράση: "ο έρως του θανάτου είναι ισχυρότερος από κάθε έρωτα: έρωτα ανθρώπων, έρωτα παιδείας, έρωτα γης και φωτός". Την επομένη βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στο οποίο είχε καταλύσει. Πλάι του ένα άδειο μπουκαλάκι του βαρβιτουρικού σκευάσματος Βερονάλ (εξού και ο τίτλος του βιβλίου), που συνήθιζε να παίρνει για να αντιμετωπίζει τις βασανιστικές του αϋπνίες.
Σ' ένα τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αιτίες της αυτοκτονίας του Συκουτρή. Όμως, όσες υποθέσεις κι αν έχουν διατυπωθεί "δεν μπορούν", λέει ο Θεοδωρόπουλος, "να ερμηνεύσουν τον "έρωτα θανάτου", με τον οποίο ο ίδιος κλείνει το τελευταίο κείμενο της ζωής του".
Η αυτοκτονία ήταν και εξακολουθεί να είναι (εκτός βεβαίως των παθολογικών περιπτώσεων) ένα μεγάλο φιλοσοφικό πρόβλημα.
Σημ. Με το θέμα της αυτοκτονίας ασχολείται και ο Πέτρος Χαρτοκόλλης στο βιβλίο του "Ιδανικοί αυτόχειρες" (Εστία, 2003), στο οποίο εξετάζονται οι αυτοκτονίες πέντε νεοελλήνων λογοτεχνών. Ανάμεσά τους βέβαια και ο Συκουτρής.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2016

Η αγάπη είναι δύναμη

Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη
Η αγάπη είναι δύναμη
(2ο βιβλίο της τριλογίας "Η Μάχρια της λήθης")
Λιβάνης, 2015
Όσοι είχαν διαβάσει και απολαύσει τη "Μάχρια της λήθης", το πρώτο βιβλίο της τριλογίας της Ρένας Πετροπούλου, σίγουρα θα θελήσουν να δουν τη συνέχεια της ιστορίας και της τύχης της ηρωίδας και των άλλων προσώπων.
Τα ιστορικά μυθιστορήματα μπορούν αδρομερώς να καταταγούν σε δυο κατηγορίες. Είναι εκείνα που έχουν ως βασικούς χαρακτήρες ιστορικά πρόσωπα (τον Μ. Αλέξανδρο, τον Μ. Ναπολέοντα, τον Χίτλερ, έναν λογοτέχνη, εφευρέτη κ.λπ.) και εκείνα που ενώ τα πρόσωπα, οι ήρωες είναι φανταστικά, τοποθετούνται σε ένα παρελθόντα χρόνο, η ατμόσφαιρα του οποίου περιγράφεται με ακρίβεια και φυσικότητα. Με αυτή τη δεύτερη έννοια τα δυο μυθιστορήματα της Πετροπούλου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ιστορικά.
Το έργο άρχισε το 1867, όταν γεννήθηκε η Μάχρια, η βασική ηρωίδα, και διάρκεσε περίπου ως το 1889. Η χρονική διάρκεια του δευτέρου μέρους είναι το 1889-1893. Η εποχή, το τέλος του 19ου αι., αναπαριστάται με αληθοφάνεια, ρεαλισμό, ζωντάνια. Η περιγραφή, για παράδειγμα, του περίφημου τρένου Οριάντ Εξπρές, ή της ατμόσφαορας σε μια διάλεξη του Φρόιντ στη Βιένη, ή ενός μοναστηριού στη Σαρδηνία, ή μιας αγοράς στην Ιαπωνία είναι τόσο πειστικές που ο αναγνώστης να νομίζει ότι ζει εκεί και τότε.
Όμως η ιστορική πλευρά του μυθιστορήματος δεν είναι η μόνη. Η φαντασία έχει κι αυτή τον ρόλο της. Η Μάχρια, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, είναι φανταστικά. Η Μάχρια είναι  μια εξαίρεση στον κανόνα της εποχής της. Τον κανόνα που ήθελε τη γυναίκα αμόρφωτη, καταπιεσμένη, εξαρτημένη από τον άντρα. Η Μάχρια ξεφεύγει απ' αυτόν τον κανόνα. Έχει μορφωθεί, έχει δραπετεύσει από το χαρέμι του σουλτάνου (στο πρώτο βιβλίο) και τώρα, το 1889, τη συναντάμε στη Μασσαλία με τους θετούς γονείς της και τον αγαπημένο της Ζακ, που την είχε βοηθήσει να δραπετεύσει. Όμως η συνέχεια δεν ήταν όσο ρόδινη τη φαντάστηκε με τον αγαπημένο της. Μια ξέφρενη ελευθερία στο Παρίσι, όπιο και ναρκωτικά την οδηγούν κάποια στιγμή, με τη στοργική φροντίδα των γονιών της και του Φρανσουά, αδελφικού φίλου του Ζακ, σε μια ειδική για αποτοξίνωση κλινική στην Αυστρία. Ο Ζακ, για άλλους λόγους, οδεύει προς την Αίγυπτο, όπου όμως δεν θα φτάσει ποτέ.
Δεν θα ήθελα να αποκαλύψω περισσότερα ούτε για τον Ζακ ούτε για τη Μάχρια, γιατί θα χανόταν το ενδιαφέρον που τα απρόοπτα και οι ανατροπές δημιουργούν για τον αναγνώστη. Σημειώνω μόνο πως η δράση απλώνεται από τη Μασσαλία ως τη Σαρδηνία, την Αυστρία και την Ιαπωνία. Η συγγραφέας κατορθώνει όχι μόνο να δώσει πειστικότατη περιγραφή χώρου και χρόνου, αλλά και να στήσει ολοζώντανους χαρακτήρες. Συναντάμε γεννήσεις και θανάτους, προκαταλήψεις αλλά και καινοτόμες ιδέες, τη δύναμη της φιλίας, της αγάπης (όπως και ο τίτλος δηλώνει), αλλά και τον θρησκευτικό φανατισμό και το μίσος που μας θυμίζει ανάλογες ιδέες της εποχής μας.
Η τεχνική της Πετροπούλου εξακολουθεί να είναι η ίδια με του πρώτου βιβλίου. Δηλαδή τα διάφορα πρόσωπα του έργου μιλούν εναλλάξ σε πρωτοπρόσωπη γραφή. Σε ελάχιστα μόνο κεφάλαια, δηλωμένα με κυρτά γράμματα, υπάρχει η παρέμβαση του παντογνώστη-αφηγητή.
Η ιστορία δεν τελειώνει βέβαια ακόμη. Το τέλος του δευτέρου μέρους της τριλογίας μας προϊδεάζει για τη συνέχεια. Η Κρήτη, πατρίδα της Μάχρια αλλά και της συγγραφέως, φαίνεται να είναι ο επόμενος σταθμός του έργου.

Υ.Γ. Ευχαριστώ τη συγγραφέα που αποδέχτηκε την εισήγησή μου και παραθέτει στην αρχή του βιβλίου κατάλογο των προσώπων του έργου και την ιδιότητα του καθενός, πράγμα που διευκολύνει πολύ τον αναγνώστη.