Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2012

Ο γιος του δάσκαλου

Ο Γιάννης Ξανθούλης ποτέ δεν ήταν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν, λοιπόν, αγόρασα το τελευταίο του βιβλίο, "Ο γιος του δάσκαλου" (Διόπτρα, 2012) ήταν γιατί αφενός η λέξη "δάσκαλος" μου ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη έλξη και αφετέρου γιατί το βιβλιοπωλείο είχε μειωμένες τιμές, 30%-70%.
Το βιβλίο μου άρεσε. Η ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας στο στρατό, αρχές της δεκαετίας του '70, η εσωτερικότητα, η  αναζήτηση των αιτιών παρελθόντων γεγονότων που έχουν ανεπανόρθωτα πληγώσει τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, η Νέμεσις-Θεία Δίκη που όσο κι αν αργεί στο τέλος επιβάλλεται, οι συμπτώσεις που ενίοτε καθορίζουν τη ζωή μας, συνθέτουν ένα ατμοσφαιρικό, πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Απ' τις πρώτες κιόλας σελίδες έχουμε όλα τα στοιχεία του δράματος. Τον χώρο, το χωριό Τριφύλλι στο Θεσσαλικό κάμπο, την οικογένεια του δασκάλου με τα πέντε παιδιά, μικρότερο από τα οποία είναι ο βασικός χαρακτήρας του έργου, ο Νικόδημος,  που έλειπε  στο Παρίσι και μετά στην Αθήνα και μια αυτοκτονία του μεγάλου αδελφού, του Βασίλη, που χρόνια τώρα στοιχειώνει τη ζωή και τη σκέψη του Νικόδημου. Δεν παύει να τον απασχολεί η απορία, τι οδήγησε τον μεγαλύτερο Βασίλη που ο μικρότερος Νικόδημος αγαπούσε και είχε ως πρότυπο, να αυτοπυροβοληθεί μέσα στη σκοπιά, ενώ υπηρετούσε τη θητεία του σ' ένα στρατόπεδο κοντά στην Κομοτηνή;
Μεσήλικας πια ο Νικόδημος, επιμελητής τώρα εκδόσεων σ' ένα μικρό εκδοπτικό οίκο, εξακολουθεί να βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα: γιατί;
Μια καλοκαιρινή μπόρα στην Αθήνα οδηγεί τα βήματά του  σ' ένα βιβλιοπωλείο κι εκεί τραβάει την προσοχή του ένα βιβλίο με τίτλο "Γεια σας, παιδιά", κάποιας άγνωστης Μαρίας Ιορδάνου. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι γι' αυτόν μια αποκάλυψη. Είναι σαν να διαβάζει την περιγραφή της οικογένειάς του, τον αυστηρό δάσκαλο-πατέρα, του οποίου δυο αγαπημένοι μαθητές αποτελούσαν με τον Βασίλη μια αχώριστη τριάδα. Μαζί ο δάσκαλος τους έδινε τα πρώτα μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, μαζί τους μάθαινε κολύμπι, μαζί μπήκαν στη Νομική, μαζί υπηρετούσαν τη θητεία τους στο ίδιο στρατόπεδο. Μέσα από το βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου εκτενώς μας παραθέττει ο συγγραφέας, όλα έρχονται στο φως. Ο Νικόδημος ξέρει πια την αιτία της αυτοκτονίας του αδελφού του. Αρχίζει τότε να ψάχνει αφενός να βρει κι άλλα αντίτυπα του "Γεια σας, παιδιά" και αφετέρου την άγνωστη συγγραφέα που τόσο πιστά απεικόνισε τα γεγονότα που είχαν συμβεί σαράντα χρόνια πριν.
Μπορεί να φαίνεται κάπως  απίθανος ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα έφτασαν στη Μαρία Ιορδάνου, που τώρα πια έχει πεθάνει, αλλά τίποτα στη ζωή δεν είναι απίθανο. Τελικά οι αίτιοι τιμωρούνται έστω και μετά από τόσα χρόνια. Τιμωρούνται με τρόπο που έχει κάτι από εξωλογικό στοιχείο, αλλά η περιγραφή του Ξανθούλη το καθιστά απόλυτα αληθοφανές. Πολύ δυνατές οι σελίδες στις οποίες περιγράφεται το θλιβερό άγγελμα της αυτοκτονίαςς του Βασίλη, οι αντιδράσεις των δικών του, η κηδεία μέσα στην ανοιξιάτικη φύση, παραμονές του Πάσχα. 
Δεν ξέρω αν μου άρεσε τόσο το βιβλίο, όχι μόνο γιατί είναι ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο ή και γιατί δυο γνωστά μου παιδιά, από τους οποίους ό ένας  υπήρξε και μαθητής μου, αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο μέσα στη σκοπιά...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012

Στο σπίτι




"Η Μέριλιν Ρόμπινσον αποτελεί ένα ζωντανό μύθο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας", σημειώνεται στο βιογραφικό της κι ας έχει γράψει τρία μόνο μυθιστορήματα.
Συνήθως, όταν περάσει καιρός από τότε που διαβάσαμε ένα μυθιστόρημα, οι λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Εκείνο που μένει είναι σε πολύ γενικές γραμμές η υπόθεση, ο μύθος κι ένα συναίσθημα αναλόγως ευχάριστο ή δυσάρεστο, που συνοδεύει την ανάμνησή μας. Όμως, χωρίς να έχει περάσει πολύς καιρός, σχεδόν ταυτόχρονα με την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος της Ρόμπινσον "Στο σπίτι" (Εν πλω 2012, μετ.Βασίλης Αργυριάδης), όταν θέλησα να το επαναφέρω στη μνήμη, είχαν ήδη σβηστεί οι λεπτομέρειες κι έμεινε μόνο η συναίσθηση μιας μελαγχολικής ατμόσφαιρας, η αίσθηση της φθοράς από το πέρασμα του χρόνου, η έννοια του σπιτιού όπως αυτή λειτούργησε στη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά και όπως λειτουργεί για τον καθένα μας.
Κι όμως, καθώς το διάβαζα, αυτό το σχεδόν χωρίς υπόθεση βιβλίο, απολάμβανα τη γραφή, το ύφος, σταματούσα σε κάποια φράση. Καμιά από τις 462 σελίδες του βιβλίου δεν ήταν ανιαρή, αντίθετα  σ' έκαναν να γυρίζεις τη μια μετά την άλλη, απολαμβάοντας το στυλ της Ρόμπινσον.
Το έργο τοποθετείται στη δεκαετία του '50, στη Γκίλιαντ, μια μικρή, αγροτική πόλη της Αϊόβα (("Γκίλιαντ" είναι και ο τίτλος του προηγούμενου βιβλίου της Ρόμπινσον). Εκεί επιστρέφει η 38χρονη Γκλόρι, ανύπαντρη κόρη του πρεσβυτεριανού ιερέα Ρόμπερτ Μπόουτον. Τα επτά παιδιά του ιερέα είχαν από χρόνια σκορπίσει, φεύγοντας από τη "νυσταγμένη μονοτονία του Γκίλιαντ". Η Γκλόρι επιστρέφει μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα, για να φροντίσει το γέροντα πατέρα της. Δεν ξέρω γιατί, καθώς το διάβαζα συνεχώς μου ερχόταν στο νου η Αντιγόνη καθώς συνοδεύει τον τυφλό Οιδίποδα. 
Εκείνο όμως που σ' όλο το βιβλίο κυριαρχεί και στο οποίο στηρίζεται σχεδόν  είναι η παραβολή του Ασώτου. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας υπήρξε ο Τζακ. Απείθαρχος, κλέφτης, αλκοολικός, έχοντας περάσει κι ένα διάστημα στη φυλακή, που δεν είχε επιστρέψει ούτε για την κηδεία της μάνας του, γυρίζει κι αυτός στη Γκίλιαντ, αναζητώντας ένα καταφύγιο, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον ίδιο τον εαυτό του, έχοντας κάπου αφήσει μια γυναίκα κι ένα παιδί.
Ανάμικτα τα συναισθήματα του πατέρα καθώς υποδέχεται το παραστρατημένο του παιδί, μα η αγάπη υπερέχει. "Προσπάθησα να μη σε αγαπώ τόσο πολύ", θα πει κάποια στγμή. Κι η αδελφική αγάπη της Γκλόρι ξεπερνά την επιφύλαξη με την οποία υποδέχεται στην αρχή τον παραστρατημένο αδελφό.
Το βιβλίο διαπνέεται από έντονη θρησκευτικότητα, καθώς εκτός από τον Μπόουτον, προβάλλεται κι ένας άλλος ιερέας, ο Έιμς, φίλος και γείτονας του Ρόμπερτ. Πλήθος χωρία της Καινής αλλά προπάντων της Παλαιάς Διαθήκης, από τις Προφητείες ή τους Ψαλμούς, παρεμβάλλονται στις συζητήσεις, αλλά δεν λείπουν και οι πολιτικές αναφορές της εποχής, ο ρατσισμός και άλλα.
Όλα αυτά δίνονται από τη Ρόμπινσον με μια αοριστία, υπαινικτικά, ελλειπτικά. Ακόμα και η απόπειρα αυτοκτονίας του Τζακ δίνεται με πολύ έμμεσο τρόπο, η λέξη αυτοκτονία δεν ακούγεται πουθενά..
Όμως ασφαλώς εκείνο που δεσπόζει είναι αυτό που δικαιολογεί και τον τίτλο του βιβλίου:"Το σπίτι". Που δεν είναι απλώς ένα οικοδόμημα, αλλά  παίρνει τη  μορφή ενός συμβόλου. "Τι όμορφο να είναι κανείς στο σπίτι", λέει κάποια στιγμή ο Τζακ που έχει επιστρέψει "με λιγοστή από τη νιότη που του έχει απομείνει". Αναμνήσεις, λεπτομέρειες που έζησαν εδώ ως παιδιά τους δένουν με το χώρο. Μια απ' αυτές τις αναμνήσεις είναι κι αυτή που συνοψίζει, θα λέγαμε, την έννοια του σπιτιού: "Έπειτα από κάθε συμφορά οποιασδήποτε εκτάσεως, εκείνη (η μητέρα) έκανε το σπίτι να μοσχομυρίσει κανέλλα από τίποτα κουλουράκια ή μπράουνις ή κοτόπουλο και τάρτες κι όλο αυτό σήμαινε, "Αυτό το σπίτι έχει μια ψυχή που μας αγαπά όλους ό,τι κι αν γίνει". Σήμαινε ειρήνη αν είχαν τσακωθεί, και αμνηστία αν είχαν παραστρατήσει"

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Τα βιβλία που αγάπησα





«Η λογοτεχνία ήταν μια από τις μεγάλες μου αγάπες παιδιόθεν. Με ταξίδευε σε τόπους αλαργινούς κι ονειρεμένους. Μέσω της γνώριζα τόπους κι ανθρώπους. Χαιρόμουν για τα πετάγματα της νιότης τους, οσμιζόμουν τα πανέμορφα άνθη της ψυχής τους, ψηλαφούσα την αυτοθυσιαστική αγάπη που αχτινοβολούσε τη χάρη του Θεού. Γευόμουν, ταυτόχρονα, τις γεμάτες πνευματική αρχοντιά και ευωχία σελίδες κάποιων μεγάλων λογοτεχνών. Ιδιαιτέρως με συγκινούσαν τα βιβλία που είχαν σχέση με τις χαμένες πατρίδες. Πού να ‘ξερα τότε
Ο Υπουργός Άμυνας κ. Δημήτρης Ηλιάδης (καταγόμενος από το Λευκόνοικο) απευθύνει χαιρετισμό
Άποψη του ακροατηρίου
Έτσι αρχίζει προλογίζοντας το βιβλίο της «Τα βιβλία που αγάπησα» η  Ζήνα Λυσάνδρου. Ομολογώ ότι, όταν το πήρα στα χέρια μου, σκέφτηκα πως δεν θα είχε και μεγάλο ενδιαφέρον. Τι μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον, όσο και αν αγαπάει κι αυτός τα βιβλία, η αναφορά στα βιβλία που άλλος αγάπησε; Σκεφτόμουν ότι ήταν βέβαια μια πολύ ωραία και επιμελημένη έκδοση (Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2012),  αλλά διερωτόμουν αν θα το διάβαζα, τουλάχιστον όχι ολόκληρο. Κι όμως, όταν άρχισα να το ξεφυλλίζω με παρέσυρε τόσο που προχωρούσα από το ένα στο άλλο κείμενο, άλλοτε ενθυμούμενη βιβλία που κι εγώ είχα διαβάσει κι άλλοτε γνωρίζοντας συγγραφείς και κείμενα που δεν ήξερα.
Η παρουσιάστρια της εκδήλωσης, Ειρήνη Παρασκευά-Ροδοσθένους
 Άρχισα απ’ αυτά που ήξερα. Αφενός για να τα θυμηθώ και αφετέρου για να δω αν είχαμε κάνει τις ίδιες σκέψεις, αν μας είχαν εξίσου αρέσει. Ξεκίνησα από το  «1984» του Τζωρτζ Όργουελ, προχώρησα στο «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» της Μαριάννας Κορομηλά, στο «Χωρίς προσανατολισμό» της Αγγελικής Σμυρλή, στα βιβλία της Κλαίρης Αγγελίδου, του Γιάννη Μαγκλή, του Νίκου Γκατζογιάννη, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Κόντογλου, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, του Λεύκιου Ζαφειρίου, του Κώστα Βασιλείου… Δεν θα αναφέρω βέβαια και τα 68 βιβλία που «αγάπησε» η Ζήνα.
Η συγγραφέας
Στην έκδοση περιλαμβάνονται 36 παρουσιάσεις Ελλήνων συγγραφέων, 27 ξένων και 5 ποιητικές συλλογές. Καλύπτουν, θα έλεγα, όλα τα είδη του λόγου: Μυθιστόρημα, διήγημα, μελέτη, βιογραφία, δοκίμιο, ποίηση.
Όπως η ίδια πάλι αναφέρει στον πρόλογό της, η γραφή της δεν έχει αξιώσεις λογοτεχνικής κριτικής. Είχαν γραφτεί τα πλείστα για ραδιοφωνική εκπομπή, έχουν επομένως ένα πιο εκλαϊκευτικό χαρακτήρα. Αυτό εξηγεί επίσης το ότι δεν θα συναντήσουμε πουθενά αρνητικά σχόλια, κανένα μειονέκτημα στα παρουσιαζόμενα βιβλία. Επειδή ακριβώς πρόκειται για παρουσίαση, όχι κριτική αποτίμηση. Άλλωστε αυτό συνάδει με τον τίτλο «Τα βιβλία που αγάπησα».
Η παρουσιάστρια
Δεν αρχίζει κάθε παρουσίαση με τον ίδιο τρόπο. Άλλοτε αρχίζει με ένα γενικό χαρακτηρισμό, άλλοτε με τα συναισθήματα τα οποία της δημιούργησε το βιβλίο, άλλοτε με πληροφορίες ή χαρακτηρισμό του συγγραφέα κι άλλες φορές με την ευκαιρία που της δόθηκε να διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Και κλείνει πάντα την παρουσίαση με τη γενική εντύπωση, τα συναισθήματα που της δημιούργησε ή μια γενική αποτίμηση του βιβλίου.
Ο κ. Λ. Κάπας, Γυμνασιάρχης και πρώην Υπουργός Παιδείας
Η γλώσσα είναι απλή, ρέουσα, αλλά ταυτόχρονα γλαφυρή, συχνά εμπλουτισμένη με συσσωρευμένα επίθετα ή συνώνυμα που την καθιστούν ιδιαίτερη και γοητευτική, δημιουργώντας έτσι  το δικό της προσωπικό ύφος. Η συσσώρευση των συνωνύμων συμβάλλει όχι μόνο στο να τονίσει το νόημα της φράσης, γίνεται και αφορμή γλωσσικής διαπαιδαγώγησης. Δεν παραλείπει επίσης να χρησιμοποιήσει λογοτεχνικούς όρους, εξοικειώνοντας τον αναγνώστη με τη σύγχρονη λογοτεχνική ορολογία. Έτσι, συναντάμε τους όρους: «πρόδρομη αφήγηση ή πρόληψη», «παντογνώστης ή πανόπτης συγγραφέας», «εσωτερική εστίαση», «ευθύγραμμη, γραμμική πορεία» κ.λπ.
Ο δήμαρχος Λευκονοίκου κ. Μ. Πήλικος
Οι παρουσιάσεις της Ζήνας Λυσάνδρου δεν είναι αυτές ενός απόμακρου, ουδέτερου παρατηρητή. Τα συναισθήματά της ξεδιπλώνονται αυθόρμητα για κάθε βιβλίο που διαβάζει. Γράφει για παράδειγμα: «Διαβάζοντας το μικρό σε μέγεθος μα μεστό μυθιστόρημα «Οι συμμορίτες» του Λεύκιου Ζαφειρίου, ο αναγνώστης μένει με μια στυφή γεύση στα χείλη. Ένα πικρό συντάραχο αναδεύεται στα έγκατα της ψυχής του, κι από κει κι έπειτα κυοφορείται ένα αίσθημα οργής, αγανάκτησης, ανάμικτης με οίκτο και συμπάθεια, ενάντια στην αδικία, τον κατατρεγμό, την εξαθλίωση που γίνεται θηλιά πνιγηρή και τον σφίγγει και θέλει να φωνάξει, να αποδοκιμάσει τον πολιτισμό μας και τις αξίες του». (Λεύκιος Ζαφειρίου, «Οι συμμορίτες», Λευκωσία, Ρόπτρο, 1982).
Καθώς διαβάζει,  καθώς ξεδιπλώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, η συγγραφέας δεν βγάζει από το νου της την προσφυγιά που δοκίμασε η ίδια και πλήθος συμπατριώτες μας. Σε πάρα πολλά σημεία του βιβλίου ξεπηδούν σκέψεις και σχόλια για τη μοίρα του νησιού μας. Σταχυολογώ μερικά τέτοια σημεία:
Η δημοσιογράφος κ. Αλέκα Γράβαρη-πρέκα
Δεν με συγκίνησε τόσο η αιχμαλωσία του ήρωα ούτε η αλλαγή της πίστης του, συνηθισμένο φαινόμενο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όσο η επιστροφή στο πατρικό του σπίτι, ο ψυχικός του κλυδωνισμός, οι εικόνες του παρελθόντος που ξαναζωντάνεψαν για να δεχτεί η γη η ελληνική τον εξωμότη της. Άραγε εμείς πώς θα επιστρέψουμε στη γενέθλια γη μας;» (Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008).
Για τούτο κι η προσφυγιά, ειδικά για το γεωργό, είναι  αγιάτρευτος καημός και σαράκι που τρώει τα σωθικά. Του ‘κοψαν τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με τη μάνα γη». (Άρης Φακίνος, Ο πρόγονος, Αθήνα, Εστία,1990).
«Όταν ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου, με συγκινούσαν ιδιαίτερα τα λογοτεχνικά βιβλία για τη Μικρασία. Ένιωθα ότι μεταφερόμουν νοερά σ’ εκείνα τα άγια και πλούσια χώματα με τους προκομμένους ανθρώπους και τις θαυμαστές ιστορίες τους. Πού να το φανταζόμουν ότι σε πολύ λίγα χρόνια θα είχαμε κι εμείς την ίδια τύχη!» (Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Εδώ Σμύρνη Εδώ Σμύρνη (Αθήνα, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης 1995).
Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που μιλά για άλλα βιβλία. Τέτοια για παράδειγμα είναι «Το βιβλίο για τα βιβλία» του Πέτρου Τατσόπουλου και το «Ex libris» Αναστάση Βιστωνίτη. Το βιβλίο της Ζήνας λυσάνδρου δεν υστερεί καθόλου από αυτά.
Τι  μπορεί να μας προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο; Το βιβλίο για τα βιβλία μπορεί να λειτουργήσει ποικιλοτρόπως. Μπορεί να αποβεί έργο αναφοράς στο οποίο κάποιος να ανατρέξει για πληροφορίες. Μπορεί επίσης να γίνει ένας οδηγός ανάγνωσης και να αποτελέσει κίνητρο για να αναζητήσει ο αναγνώστης και να διαβάσει κάποιο από τα αναφερόμενα βιβλία. Μπορεί, τέλος, να αποτελέσει και ένα μέτρο σύγκρισης για τις εντυπώσεις που δημιούργησαν τα ίδια βιβλία στον αναγνώστη, αν έχει τύχει να τα διαβάσει.
Ένα από τα βιβλία που αγάπησε και παρουσιάζει η Ζήνα είναι και το πολύ σημαντικό, δίτομο έργο «Τα παιδιά από το Αρμπάτ» του Ρώσου συγγραφέα Ανατόλι Ριμπακόφ. Στο δεύτερο τόμο προτάσσεται ένα άρθρο του ίδιου του συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της Μόσχας το 1991, όταν ο συγγραφέας ήταν 80 χρόνων και όταν βέβαια είχαν πια πέσει τα ανατολικά καθεστώτα. Το άρθρο τελειώνει με κάποιες σκέψεις που θα μπορούσε και η Ζήνα αλλά και όλοι εμείς οι εραστές της λογοτεχνίας να επαναλάβουμε:
Η παρουσιάστρια, η συγγραφέας και ο Υπουργός Άμυνας
« Είμαι ευτυχής που διάβασα βιβλία, που άκουσα μουσική, κράτησα στη μνήμη μου μερικές ωραίες μελωδίες. Τελικά ο κόσμος του συγγραφέα είναι αρώματα και ήχοι που ανασταίνονται στη μνήμη του όταν η πένα του ακουμπάει στο χαρτί (…) είμαι ευτυχής που ίσως να έγραψα μερικές αράδες που συγκίνησαν κάποιες καρδιές. Είμαι ευτυχής που γράφω ακόμα, και ελπίζω κάτι ακόμα να γράψω».

(Η παρουσίαση του βιβλίου της Ζήνας Λυσάνδρου έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2012 από την Κίκα Ολυμπίου (anagnostria) στο Σωματείο Λευκόνοικο (κατεχόμενο σήμερα).


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Ο 13ος επιβάτης

Δεν ξέρω γιατί το 2012 ονομάστηκε "έτος Γιάννη Μαρή" και ένας από τους πιο ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους, η Άγρα, ξεκίνησε μια σειρά εκδόσεων "χαμένων" κειμένων του "πατέρα" του ελληνικού στυνομικού μυθιστορήματος. Ίσως να έδωσε αφορμή μια μονογραφία που κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, μια μελέτη ουσιαστικά του Ανδρέα Αποστολίδη με τίτλο "Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή".
Ο Γιάννης Μαρής, ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου (1916-1979), μεσουράνησε στις δεκαετίες '50 και '60 ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ακόμα κι αν δεν έχουμε διαβάσει κανένα από τα δεκάδες μυθιστορήματά του, είναι αδύνατο να μην έχουμε δει κάποια από τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα βιβλία του, όπως για παράδειγμα το περίφημο "Έγκλημα στο Κολωνάκι".
"Ο 13ος επιβάτης" πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962 σε 129 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1971. Στον πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο της τωρινής έκδοσης από τον Ανδρέα Αποστολίδη, εκτός από στοιχεία για το έργο του Γιάννη Μαρή, παρατίθενται ειδήσεις και γεγονότα της δεκαετίας του '60 όπως αυτά δημοσιεύονταν στην Απογευματινή, εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα και το κλίμα μέσα στο οποίο άνθησε το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μαρή.
Πολύ σύντομα η υπόθεση του έργου. Μια σειρά θανάτων που όλοι φαίνονται φυσιολογικοί και άσχετοι μεταξύ τους, για παράδειγμα κάποιος που απροσεξία πέφτει από το τρένο, μια κοπέλα που φαίνεται να έχει αυτοκτονήσει, κάποιος που σκοτώθηκε σε τροχαίο κ.λπ. βάζουν σε υποψία τον αστυνόμο Μπέκα, τον βασικό ντετέκτιβ του Γιάννη Μαρή, γιατί σε όλες τις περιπτώσεις   εμφανιζόταν ένας άνδρας με άσπρο κοστούμι, μουστάκι και γυαλιά.
Ο Μπέκας προσπαθεί να ανακαλύψει τι κοινό υπάρχει στους φαινομενικά άσχετους  θανάτους κι όταν το εντοπίζει προσπαθεί να προλάβει τους επόμενους φόνους που είναι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν. Τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με τον συγγραφέα να οδηγεί τις υποψίες του αναγνώστη σε πρόσωπο που τελικά βέβαια δεν είναι ο ένοχος.
Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τους πολλούς, συνεχείς διαλόγους. Η περιγραφή και η αφήγηση σχεδόν απουσιάζουν εντελώς, το έργο φαίνεται έτοιμο για το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Η διαφορά με το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο εμπλέκει κοινωνικά, πολιτικά και άλλα στοιχεία είναι ότι περιορίζεται κυρίως στην αστυνομική πλοκή.
Το έργο μπορεί να προσφέρει στους πιο ηλικιωμένους αναγνώστες την αναπόληση μιας περασμένης εποχής και σ' όλους τους λάτρεις του είδους τη γνώση και την απόλαυση ενός βιβλίου αστυνομικής λογοτεχνίας που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα στον ελληνικό χώρο..
Επιμελημένη η έκδοση της Άγρα και ως συνήθως στο πολυτονικό.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012

Τα παιδιά από το Αρμπάτ

Για χρόνια άκουγα γι'αυτό το βιβλίο. Εκεί γύρω στη δεκαετία του '90, όταν γινόταν λόγος για βιβλία, συχνά άκουγα την ερώτηση: "Διάβασες  το βιβλίο του Ανατόλι Ριμπακόφ "Τα παιδιά από το Αρμπάτ"; Κι όταν ακόμα το 2007, στο ετήσιο καλοκαιρινό ταξίδι βρέθηκα στη Μόσχα, θέλησα να επισκεφθώ τη φημισμένη αυτή γειτονιά, ούτε τότε είχα διαβάσει το μυθιστόρημα. Οι συγκυρίες το έφεραν να το διαβάζω  τώρα και μόλις έχω τελειώσει τον πρώτο τόμο. (Στην Ελλάδα εξεδόθη το 1991 σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Γνώση, σε μετάφραση Πέτρου Ανταίου).
Ο πρώτος τόμος έχει τίτλο "Τα παιδιά από το Αρμπάτ-Το '35 και τ'άλλα χρόνια". Ασφαλώς δεν είναι το πρώτο ούτε το μόνο που αναφέρεται στα χρόνια της Σταλινικής τρομοκρατίας, με πιο πρόσφατο σχετικό ανάγνωσμά μου την"Υπόθεση Τουλάγιεφ" και το ξαναδιαβασμένο αξεπέραστο "Το μηδέν και το άπειρο", 
Η περίοδος αυτή, 1933-38 και οι περίφημες δίκες της Μόσχας είναι σήμερα πια πασίγνωστες. Ενούτοις το δίτομο αυτό έργο του Ριμπακόφ αποτελεί μια τόσο ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της εποχής που όσα και να έχει διαβάσει κανείς δεν παύει να αποτελεί ένα ελκυστικότατο ανάγνωσμα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο ότι ο συγγραφέας περιλαμβάνει και αυτοβιογραφικά στοιχεία ως Σάσα, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Πιο πολύ όμως θα έλεγα πως πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Στάλιν, ΕΚΕΙΝΟΣ, όπως γράφεται πάντα με κεφαλαία στο βιβλίο. Αυτού την προσωπικότητα, τις μεθόδους, τον χαρακτήρα φωτίζει ο συγγραφέας. Το μυθιστορηματικό στοιχείο διαπλέκεται με το ιστορικό δημιουργώντας ένα εκρηκτικό αναγνωστικό μείγμα.
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε δυο επίπεδα: στη Σιβηρία, όπου συναντάμε τον Σάσα, καταδικασμένο σε τρία χρόνια εξορίας για ασήμαντη αφορμή και στη Μόσχα, αφενός με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της συνοικίας Αρμπάτ, φίλους και γνωστούς του Σάσα και αφετέρου με την Κεντρική Επιτροπή, τον Στάλιν, τις δίκες. " Σκληροί, υπεύθυνοι καιροί. Η χώρα κυκλωμένη από εξωτερικούς εχθρούς, παλεύει ενάντια σ' εσωτερικούς εχθρούς. Η παραμικρή αμφιβολία για τον Στάλιν σημαίνει αμφιβολία για το κόμμα, έλλειψη πίστης  στην υπόθεση του σοσιαλισμού", λέει μια από τις ηρωίδες του έργου προς την αμφιταλαντευόμενη αδελφή της..
Το 1935, υπό την προεδρία του Στάλιν, η Ολομέλεια της Επιτροπής του Συντάγματος καταρτίζει νέο σύνταγμα το οποίο (υποτίθεται) θα εξασφάλιζε στο λαό κάθε είδους ελευθερία. Όμως αυτό δεν ήταν παρά η κάλυψη για ΕΚΕΙΝΟΝ, για την εξόντωση των παλιών στελεχών που θα ακολουθήσει. Το παραμικρό δίνει  αφορμή για σύλληψη και ανάκριση. Για παράδειγμα, ένας γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός. ο Βαντίμ, συλλαμβάνεται γιατί η αδελφή του παντρεύτηκε Γάλλο (άρα κατάσκοπο) και έφυγε στο εξωτερικό! Θα ξανασυλληφθεί αργότερα για ένα ανέκδοτο που αφορούσε τον Στάλιν! Η προσοχή όμως του Στάλιν και οι διώξεις δεν εστιάζονται στους απλούς πολίτες  που διαρκώς διακατέχονται από  το φόβο της εξορίας, της φυλάκισης ή της εκτέλεσης. Στόχος του είναι κυρίως ανώτατοι αξιωματούχοι, παλιοί επαναστάτες, άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τον κομμουνισμό, όταν έχει και την παραμικρή υποψία ότι τον αντιπολιτεύονται. Οι διωγμοί αυτοί εντάθηκαν μετά τη δολοφονία εξέχοντος κομμουνιστή ηγέτη, του Κίροφ, που αποδόθηκε σε συνωμοσία οπαδών του Τρότσκι.
Όμως οι θεωρούμενοι συνωμότες δεν πρέπει να εκτελεστούν μυστικά. Σημασία έχει να γίνουν δημόσιες δίκες στις οποίες να παραδεχτούν την υπονομευτική τους δράση. Οι ανακριτικές μέθοδοι έχουν εξελιχθεί σε επιστήμη. Η σωματική και ψυχολογική βία αναγκάζει τους ανακρινόμενους να παραδεχτούν τις κατηγορίες. Εξέχοντα στελέχη όπως ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ δικάζονται δημόσια και εκελούνται. Ένας άλλος, ο Σμυρνόφ, εξαναγκάζεται με εκβιασμό που σχετίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του.
Τα πάντα ελέγχονται, λογοκρίνονται. Η τέχνη, το θέατρο, η λογοτεχνία, ο τύπος πρέπει να υπηρετούν το Κόμμα,. Ο Στάλιν επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο Γκόρκι και σκέφτεται: "Για να υποτάξεις ένα λαό πρέπι ή να εξοντώσεις ή να εξαγοράσεις τη διανόησή του. Και πιο σωστά, ένα μέρος της διανόησης να το εξοντώσεις κι ένα άλλο να το εξαγοράσεις και να το έχεις υπό το κράτος του τρόμου".
Η προσωπολατρία του Στάλιν είναι κάτι ασύλληπτο. Λέει κάποια στγμή η μητέρα του Σάσα: "Όλοι τους έχουνε στραβωθεί. Έχουνε βάλει παρωπίδες μ' αυτό το όνομα, δεν θέλουν να σκεφτούν τι κάνει εκείνος, είναι θεός γι' αυτούς, περισσότερο κι από θεός, γιατί γι' αυτόν που πιστεύει στο θεό υπάρχει η έννοια του καλού και του κακού, της ευσπλαχνίας, της μετάνοιας, του ελέους, αλλά γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα. Γι' αυτούς υπάρχει μόνο ο Στάλιν. Αυτός είναι ο θεός τους, η συνείδησή τους".
Το βιβλίο τελειώνει με τη λήξη της τρίχρονης εξορίας του Σάσα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη Μόσχα. Οι περιπέτειες του βίου του θα συνεχιστούν στο δεύτερο τόμο των "Παιδιών από το Αρμπάτ" που έχει υπότιτλο "Ο φόβος".

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

Χορεύουν οι ελέφαντες

"Ο μωβ μαέστρος" της Σοφίας Νικολαΐδου δεν μου είχε αρέσει. Το δεύτερό της μυθιστόρημα "Απόψε δεν έχουμε φίλους"
 το βρήκα σαφώς καλύτερο, δεν με είχε όμως εμπνεύσει τόσο ώστε να αγοράσω και το τρίτο της, το "Χορεύουν οι ελέφαντες". Αλλά, το εξής απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ήταν μεγάλος πειρασμός: "Σχολικό έτος 2010-2011: ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση (Πολκ). Ο πρώην άριστος μαθυητής αρχίζει να ψάχνει. Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;"
Το αγόρασα λοιπόν γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε κανένα βιβλίο που έχει να κάνει με σχολείο και μαθητές.
Το "Χορεύουν οι ελέφαντες" δεν με απογοήτευσε αλλά και δεν με ενθουσίασε. Θα εξηγήσω γιατί. Εν πρώτοις πατάει πάνω στο "πατρόν" ("μόλα" το λέμε στην Κύπρο) του πρηγούμενού της βιβλίου. Δηλαδή έχουμε μια υπόθεση που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.  Στο προηγούμενο βιβλίο ήταν ανάμεσα στο 2008 με τις διαδηλώσεις και καταστροφές που ακολούθησαν το φόνο του νεαρού Αλέξη και τα γεγονότα με τους δωσίλογους της Κατοχής, φτάνοντας ως το 1989. Στο τελευταίο βιβλίο ο χρόνος κινείται μεταξύ του παρόντος (2010-2011) και της περίφημης δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ,το 1948, για την οποία έχουν γραφτεί πλήθος κείμενα, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα αίτια ή οι δολοφόνοι, παρ' όλο που  καταδικάστηκε κάποιος, αν και υποστήριζε ότι είναι αθώος. Στο "Απόψε δεν έχουμε φίλους" ένας φοιτητής αναλαμβάνει να εκπονήσει μια διατριβή για το θέμα, εδώ  ένας μαθητής διερευνά την παλιά δολοφονία του Πολκ.
Πολλά πρόσωπα του προηγούμενου βιβλίου τα συναντάμε κι εδώ σε άλλους ρόλους.  Τον Σιουκούρογλου που στο προηγούμενο βιβλίο απέτυχε να πάρει πανεπιστημιακή έδρα, εδώ τον συναντάμε φιλόλογο στο Λύκειο. Είναι ένας ιδιόρυθμος, μονήρης τύπος, που χρησιμοποιεί πρωτότυπες και αντισυμβατικές μεθόδους διδασκαλίας. Χαϊδευτικά οι μαθητές τον αποκαλούν Σουκ.
Συναντάμε ακόμα τον καθηγητή Αστερίου που είχε απορρίψει τότε τη διατριβή του Σιουκούρογλου. Επίσης, η Φανή Ντόκου που εκεί ήταν τραγουδίστρια, εδώ είναι καθηγήτρια μουσικής. Βρίσκουμε επίσης έναν ωραίο τύπο γιαγιάς, εκεί τη Νίνα, εδώ την Ευθαλία. Δεν ξέρω αν η Νικολαΐδου θέλησε το παρόν μυθιστόρημα να είναι μια συνέχεια του προηγούμενου. Ίσως μόνο ως προς τα πρόσωπα, γιατί κατά τα άλλα έχουν αρκετές διαφορές.
Το θέμα έχει ως εξής: ένας μαθητής της Γ΄Λυκείου, ο Μηνάς Γεωργίου, γιος δημοσιογράφου, δηλώνει ότι δεν θέλει να προετοιμαστεί και να δώσει Πανελλαδικές. Ο καθηγητής του τότε, ο Σιουκούρογλου, του αναθέται να εκπονήσει μια εργασία σχετικά με τη δολοφονία του Πολκ στη Θεσσαλονίκη το 1948 που συντάραξε την Ελλάδα. Την εργασία αυτή θα πρέπει στο τέλος Φεβρουαρίου να την παρουσιάσει ενώπιον κοινού μαθητών και καθηγητών. 
Η τεχνική της συγγραφέως είναι η διάκριση των κεφαλαίων σε παρόν και παρελθόν με διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Μετά από τα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης άλλοτε του παρελθόντος (π.χ. της μητέρας του αδίκως καταδικασθέντος Γκρη, ή του διευθυντή της ασφάλειας που είχε αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης) και άλλοτε του παρόντος (π.χ. του Μηνά) παρεμβάλλονται κεφάλαια τριτοπρόσωπης αφήγησης με τίτλο "Οι άλλοι κρίνουν", όπου υπάρχει μια πιο αντικειμενική αφήγηση.
Παράλληλα με την αφήγηση της υπόθεσης Πολκ (στο βιβλίο αποκαλείται Τζακ Τάλας) η αφήγηση του παρόντος αφορά κυρίως τη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση. Είναι μια δριμεία κριτική του τρόπου διδασκαλίας, της απομνημόνευσης, του άγχους των Πανελλαδικών και μια σκιαγράφηση της σύγχρονης μαθητικής νεολαίας με τις καταλήψεις και τις άλλες μαθητικές εκδηλώσεις.
Βρίσκω ότι η Νικολαΐδου προσπάθησε να δώσει δυο διαφορετικές εποχές, αλλά αυτό γίνεται με δύο άσχετα θέματα, με τον πολύ χαλαρό σύνδεσμο της εκπόνησης της σχετικής εργασίας από τον Μηνά. Μια εργασία όμως που εξαντλείται στην καταγραφή γεγονότων, όπως ήδη είναι γνωστά από πλήθος δημοσιεύματα, χωρίς καμιά προσπάθεια ερμηνείας ή συμπερασμάτων ή κριτικής;. Τίποτα δεν προσφέρει στην υπόθεση Πολκ πέρα από όσα έχουν ήδη γραφτεί, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο ίδιο το μυθιστόρημα (σ. 286-287).

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2012

Μπαρ Φλωμπέρ



Δεν ξέρω πώς μου διέφυγε (αν και η πρώτη του έκδοση ανάγεται στο 2000) ένα όχι ευκαταφρόνητο βιβλίο. Το ανακάλυψα πρόσφατα, ίσως γιατί τώρα με την επανέκδοσή του κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη «Μπαρ Φλωμπέρ» (Καστανιώτης, 2012).
Η βασική του ιδέα μου θύμισε ένα από τα ωραιότερα βιβλία (αν όχι το ωραιότερο) που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς εξαντλημένο πια, το «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα», του Πασκάλ Μερσιέ. Δεν μιλώ για μίμηση. Μιλώ για ομοιότητα στην κεντρική ιδέα. Άλλωστε, όπως λέει ο Σεφέρης, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη.
Ο Γιάννης Λουκά, φιλόλογος, κοντά στα σαράντα, συνεργάτης σε διάφορα περιοδικά, αναλαμβάνει να βοηθήσει τον συγγραφέα πατέρα του στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του. Ψάχνοντας το αρχείο του, βρίσκει το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Μπαρ Φλωμπέρ», με συγγραφέα κάποιον Λουκά Ματθαίου. Ο πατέρας του Γιάννη, σύμβουλος σε εκδοτικό οίκο, το είχε απορρίψει. Όμως ο Γιάννης εντυπωσιάζεται και αρχίζει την αναζήτηση του άγνωστου συγγραφέα. Αποσπάσματα του μη εκδοθέντος «Μπαρ Φλωμπέρ», που είχε εντυπωσιάσει τον Γιάννη Λουκά, παρεμβάλλονται στη δική του περιπέτεια αναζήτησης.  Μια αναζήτηση που τον φέρνει στη Βαρκελώνη, στη Φλωρεντία, στο Βερολίνο και τελικά σε χωριά της Αρκαδίας.
Γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου του: «Ένας σκοτεινός σαγηνευτικός άντρας, ένας νεότερος άντρας σε περίοδο κρίσης, ένας πίνακας του Πουσέν, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, το ευρωπαϊκό  τοπίο του τέλους του 20ου αιώνα, οι μπιτ, ο Γκαουντί, η αρχιτεκτονική, ο Φασμπίντερ, τα έντυπα της εποχής, το πατρικό πρότυπο, η σαγήνη του αρσενικού, η σαγήνη του θηλυκού, ο φόβος του ν’ αγαπηθείς, η απόλυτη μοναξιά του ερωτευμένου. Αλλά και η αποξένωση, η αίσθηση του να είσαι ταυτόχρονα μέσα κι έξω απ’ τα πράγματα, η εξέλιξη της δομής του μυθιστορήματος, οι επάλληλες αφηγηματικές στρώσεις, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, η αλληλοδιείσδυση μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
Το ετερόκλητο αυτό υλικό άρχισε σταδιακά να μου επιβάλλεται. Του παραδόθηκα αμαχητί και του επέτρεψα να με οδηγήσει».
Γεμάτο με κωδικούς που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει, όπως ο ίδιος ο τίτλος «Μπαρ Φλωμπέρ» ή το μότο του πρώτου κεφαλαίου: Oral-Mare-Even-Neat ή τα αρχικά Λ.Δ.Σ.Κ. Προς το τέλος σημαντικό ρόλο παίζει η περίφημη φράση από τον πίνακα του Πουσέν (17ος αι.) «Et in Arcadia ego», στην οποία φράση η παράλειψη του ρήματος επιτρέπει ποικίλες ερμηνείες. Και ακόμα μια λατινική φράση, «I TEGO ARCANA DEI», βάζει και τον πρωταγωνιστή και τον αναγνώστη στο δρόμο για την τελική λύση.
Κρυπτογραφήματα, αναγραμματισμοί, περιπέτεια, έρωτας και πάνω απ’ όλα η ατμόσφαιρα των τριών πόλεων, της Βαρκελώνης, της Φλωρεντίας και του Βερολίνου συνθέτουν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα. Προπάντων για όποιον έχει γνωρίσει τις τρεις αυτές πόλεις ή τα χωριά  της Αρκαδίας, είναι σαν να ξαναβρίσκεται σε οικείο περιβάλλον. Τις φαντάζεται, περιπλανιέται μαζί με τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση. Του άλλου άραγε ή και του ίδιου του εαυτού μας;

Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2012

Καβαφικοί φόνοι

Φαίνεται ότι έγινε μόδα να εμπνέονται οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων από τη λογοτεχνία. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι σε σύντομο διάστημα κυκλοφόρησαν δύο τέτοια μυθιστορήματα. Πρώτα το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη "Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών" (Ψυχογιός) στηριγμένο στη "Φόνισσα" και στο "Έγκλημα και τιμωρία", και τώρα κυκλοφορεί το επίσης αστυνομικό του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Καβαφικοί φόνοι" (Ψυχογιός, 2012) εμπνευσμένο από τον Καβάφη.
Το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη ήταν πιο συμπυκνωμένο και ως ένα βαθμό πιο πειστικό για τα αίτια των δολοφονιών και τον τρόπο εξιχνίασής τους. Διερωτώμαι γιατί ο Παπαθεοδώρου χρειάστηκε 514 σελίδες (ηλεκτρονικά 597) για να ολοκληρώσει το έργο του. Ίσως ήταν η προσπάθειά του να εντάξει όσο πιο πολλούς Καβαφικούς στίχους μπορούσε.
Η υπόθεση είναι εν συντομία η εξής: Ένας αποτυχημένος και κυνικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Νίκος Μάντης, αφού είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική, ανοίγει στην Αθήνα ένα γραφείο ερευνών με μηδαμινή πελατεία. Μια μέρα όμως ένα e-mail του προτείνει 20.000 ευρώ για να εξιχνιάσει μια δολοφονία και του καταθέτει ως προκαταβολή 2.000 ευρώ. Φυσικά αποδέχεται.. Το θύμα, μια 98χρονη εκκεντρική και πάμπλουτη πρώην πόρνη, βρέθηκε νεκρή. Όργανο του φόνου ήταν ένα χρυσό αιγυπτιακό ξίφος, που στη λαβή του είχε τη μορφή της Κλεοπάτρας. Στο χέρι της βρέθηκε επίσης ένα φωτοτυπημένο αντίγραφο του ποιήματος του Καβάφη "Πόλις", με τις μουντζούρες, τις διαγραφές, τα συνθηματικά αρχικά που ο Καβάφης συνήθιζε να βάζει στα πρόχειρά του, πριν τους δώσει την τελική μορφή. Στον τοίχο, στο πλαίσιο ενός κάδρου, ήταν ένα άλλο ποίημα, το "Αλεξανδρινοί βασιλείς".
Θα ακολουθήσουν αρκετοί άλλοι φόνοι (νομίζω επτά) και κάθε φορά ένα διαφορετικό καβαφικό ποίημα συνοδεύει το νεκρό. Εκτός από τα ποιήματα, πολλοί άλλοι στίχοι κυκλοφορούν στο βιβλίο, κυρίως όπως τους αναφέρει ένας πρώην καθηγητής στην Οξφόρδη, μελετητής του Καβάφη, τη βοήθεια του οποίου ζητά ο Μάντης για να εξιχνιάσει τις δολοφονίες.
Ενώ ο Παπαθεοδώρου που γνωρίσαμε τόσο διαφορετικό στην τετραλογία "Οι καιροί της μνήμης" είχε μια καλή ιδέα στην οποία να στηριχτεί, έμπλεξε τόσα πρόσωπα, τόσες υποθέσεις που ο αναγνώστης χάνεται μέσα στο λαβύρινθο της αφήγησης. Ο ντετέκτιβ εμφανίζεται εντελώς αδαής, κάνει διαρκώς καλαμπούρια, όχι πάντοτε επιτυχημένα και εκφράζεται με μια γλώσσα που προσιδιάζει στους σκληρούς του υποκόσμου.  Και κανένας λόγος νομίζω δεν υπάρχει να καταφεύγει ο συγγραφέας τόσο συχνά σε παρομοιώσεις, κάποτε εξεζητημένες.
Στο έργο, που διαδραματίζεται στην Αθήνα κυρίως και εν μέρει στην Αλεξάνδρεια, κυκλοφορεί πολλή ομοφυλοφιλία, που κάποια στιγμή επισημαίνεται και στο ίδιο το βιβλίο. Υπάρχουν επίσης γεγονότα που δεν σχετίζονται άμεσα με το κεντρικό θέμα, όπως για παράαδειγμα ο παράλυτος και εντελώς ακίνητος αδελφός του Μάντη που νοσηλεύται σε μια κλινική ή η αντικατάσταση μιας αγιογραφίας από το μοναστήρι του όρους Σινά, με αντίγρφαφο από έναν αρχαιοκάπηλο. Έστω κι αν αυτός δολοφονείται, η δολοφονία του δεν σχετίζεται με την αρχαιοκαπηλία.
Αν και στην αρχή το μυθιστόρημα κινεί το ενδιαφέρον, γίνεται στη συνέχεια δαιδαλώδες και κουραστικό. Ας διαβάσουμε καλύτερα απευθείας τον Καβάφη!

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2012

Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22

Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν σημαίνει πάντα ότι είναι και ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Αυτό αισθάνθηκα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Αμάντα Χότζκινσον  "Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22" (Πατάκης, 2012, μετ. Μυρτώ Καλοφωλιά), το πρώτο της, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της. Είναι ένα αξιοπρεπές, θα έλεγα, βιβλίο, ένα αγγλικό ευπώλητο, ίσως κάπως καλύτερο από τα αντίστοιχα δικά μας.
Το μυθιστόρημα μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το παρόν είναι το 1946 και το παρελθόν τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα νέο ερωτευμένο ζευγάρι, ο Γιάνους και η Σιλβάνα, που ζουν στην Πολωνία, χωρίζονται από  τον πόλεμο. Εκείνος φεύγει για να καταταγεί, όμως διάφορες συγκυρίες τον αποκόπτουν από τη μονάδα του, ουσιαστικά λιποτακτεί κι έπειτα από αρκετές περιπέτειες κατορθώνει να φτάσει στη Γαλλία και από εκεί στην Αγγλία, όπου και παίρνει μέρος στον πόλεμο.
Η Σιλβάνα, μόνη με τον δεκατεσσάρων μηνών γιο τους, υφίσταται βιασμό από ένα Γερμανό στρατιώτη και προσπαθεί να φύγει από την κατειλημμένη Βαρσοβία. Για έξι χρόνια θα περιπλαηνθεί στα δάση, θα βρει ανθρώπους που θα τη βοηθήσουν, άλλους που θα την εκμεταλλευτούν, αλλά ουσιαστικά έμαθε να επιβιώνει μόνη με το γιο της μέσα στο δάσος.
Όταν ο πόλεμος τελειώνει, ο Γιάνους που έχει εγκατασταθεί στο Ίπσουιτς, αναζητά, βρίσκει τη Σιλβάνα, η οποία και φτάνει στην Αγγλία με το γιο της. Προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα των έξι χρόνων. Δεν είναι πια οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν χωρίσει πριν από έξι χρόνια. Ο καθένας κάτι έχει να κρύψει από τον άλλον. Θα περάσουν πολλές δυσκολίες ωσότου προσαρμοστούν στην καινούρια ζωή, αλλά τελικά το βιβλίο έχει ένα "happy end".
Η συγγραφέας δεν ακολουθεί μια εθύγραμμη αφήγηση. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο Ίπσουιτς του παρόντος και τα κεφάλαια "Γιάνους" και "Σιλβάνα", όπου περιγράφεται η ξεχωριστή ζωή που έζησε ο καθένας.
Η επιτυχία του βιβλίου σε Αγγλία και Αμερική και η ταυτόχρονη μετάφρασή του σε δέκα γλώσσες δεν στοιχειοθεεί κατ' ανάγκη κα τη λογοτεχνική του αξία.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012

Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου

"Είδος δοκιμιακού μυθιστορήματος με θέμα τη λογοτεχνία". Δεν νομίζω ότι μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος προσδιορισμός του είδους του βιβλίου του Δημήτρη Φύσα "Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου" (Εστία, 2012). Ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζετται στην Αθήνα του 2004-2005 και που δεν μπορεί παρά να αρέσει σε κάθε εραστή της λογοτεχνίας.
Μια νέα κοπέλα, η Βάλια Σουρμελή, ιδιωτική υπάλληλος, βλέπει τυχαία σε μια ιστοσελίδα μια αγγελία με  την οποία ζητείται αναγνώστρια για ανάγνωση λογοτεχνίας. Παρ' όλο που η σχέση της με τη λογοτεχνία είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη, ανταποκρίνεται στην αγγελία, για να αυξήσει το εισόδημά της, δηλώνοντας ότι διαθέτει μόνο τα απογεύματα. 
Η ανάγνωση αφορά μια μεσήλικη γυναίκα, τη Λόρα Μπραΐμη, πολύ πλούσια, πολύ καλλιεργημένη, που ζει σ' ένα αρχοντικό στην Πολιτεία, που είχε χάσει την όρασή της σ' ένα δυστύχημα στο μετρό του Λονδίνου. Σύντομα η Βάλια παραιτείται από την πρωινή εργασία και εργοδοτείται ως αναγνώστρια για όλη τη βδομάδα, διαβάζοντας πρωί και απόγευμα, από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Η Λόρα Μπραΐμη που δεν έχει συγγενείς (ο άντρας είχε πεθάνει κι ένας αδελφός βρίσκεται στην Αμερική) θεωρεί σχεδόν σαν οικογένειά της το υπηρετικό προσωπικό, επικεφαλής του οποίου είναι ο 78χρονος Ρόμπερτ, ένα είδος μπάτλερ. Γι' αυτό και στο γεύμα που ακολουθεί την ανάγνωση παρακάθονται όλοι και συζητιούνται ποικίλα λογοτεχνικά θέματα. 
Το πρώτο δοκιμαστικό κείμενο που διαβάζει η Βάλια είναι από την "Πανούκλα" του Αλμπέρ Καμί, για τον οποίο βέβαια η Βάλια δεν είχε ιδέα. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα βιβλία και συζητήσεις γύρω από τη λογοτεχνία. Εκτός από τα βιβλία που διαβάζει η αναγνώστρια, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται στο βιβλίο (Βαλτινός, Καβάφης, Καρυωτάκης, Ροΐδςης, Ρέιμοντ Τσάντλερ κ. ά) αναφέρονται πλήθος άλλα βιβλία, συγγραφείς, λογοτεχνικοί ήρωες και θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία. 
Η Βάλια, η ανίδεη της λογοτεχνίας, παρασύρεται σιγά-σιγά. Ανακαλύπτει τη χαρά του διαβάσματος, αγοράζει βιβλία, διαβάζει και μόνη της. Επιπλέον η λογοτεχνία ασκεί επίδραση και σε άλλους τομείς της ζωής της π.χ. στο είδος της μουσικής που της αρέσει ή στην εξωτερική της εμφάνιση. Την απασχολεί όμως η αυστηρή απαγόρευση να πλησιάσει τη βίλα έστω κι από μακριά, τα Σαββατοκύριακα, στοχείο που χρησιμεύει για προώθηση του μύθου αλλά και δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου.
Η μεγάλη πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του  Φύσα έγκειται σε κάτι που δικαιολογεί το χαρακτηρισμό "δοκιμιακό μυθιστόρημα". Ο συγγραφέας-αφηγητής σε εκτενείς παρεκβάσεις διατυπώνει θέσεις και απόψεις που αφορούν τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, γιατί κατά κανόνα το ελληνικό δημόσιο σχολείο δεν εκπαιδεύει τα παιδιά στην απόλαυση της λογοτεχνίας, ειρωνεύεται τα ευπώλητα, τις ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων, τις σχολές δημιουργικής γραφής. Υπάρχει επίσης μια ασφαλώς υποκειμενική αξιολόγηση πεζογράφων και ποιητών. Π.χ. θεωρεί τον Ροΐδη ως τον σημαντικότερο νεοέλληνα πεζογράφο, "Το τέλος της μικρής μας πόλης" του Δημήτρη Χατζή "ίσως την καλύτερη συλλογή νεοελληνικών διηγημάτων" κ.λπ.
Το μειονέκτημα του βιβλίου κατά την άποψή μου είναι η υπερβολική παρεμβολή  του συγγραφέα,. όχι τόσο σχετικά με τις απόψεις του πάνω σε ποικίλα λογοτεχνικά θέματα, όσο για την παρέμβασή του στο ίδιο το μυθιστόρημα, στην αυτοαναφορικότητα. Αν και ίσως χρησιμεύουν ως ειρωνεία για τη συγγραφή γενικά, εντούτοις είναι ενοχλητική η συχνή παρεμβολή τους.
Γενικά όμως πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που θα αρέσει στους παθιασμένους με την "άκακη λόξα που λέγεται λογοτεχνία".