Κάπως ετεροχρονισμένο το ποστ αυτό. Έστω και αργά καταγράφω κάποιες εντυπώσεις από το καλοκαιρινό μου ταξίδι.
Την έζησα στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια σαν τη φοβερή, κλεισμένη πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» πόλη, σαν το σύμβολο της αθεΐας και της ανελευθερίας, σαν την πλήρη αντίθεση στο Δυτικό κόσμο, στον οποίο νιώθαμε να ανήκουμε και το να την επισκεφθώ δεν τολμούσα να ονειρευτώ. Τη ζούσα όμως (και μπορώ να πω τη συμπαθούσα) μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από τα αθάνατα έργα των μεγάλων δημιουργών της. Και τώρα, να ‘μαι εδώ, σε μια Μόσχα που δεν ήταν αυτό που φαντάστηκα αλλά και που καθόλου δεν με απογοήτευσε..
Η Ρωσία είναι και δεν είναι ό,τι υπήρξε στο παρελθόν. Δεν είναι πια η υπερδύναμη, η Μητερούλα των λαών, ο νοητός παράδεισος εκατομμυρίων ανθρώπων που με αίμα αγωνίστηκαν να επιβάλουν και στις δικές τους χώρες το κομμουνιστικό της καθεστώς, εξακολουθεί όμως να είναι μια μεγάλη χώρα, και μια δύναμη που ολοένα αυξάνει την επιρροή της στο παγκόσμιο σκηνικό. Δεν είναι πια ούτε η τσαρική Ρωσία με τις τάξεις των ευγενών και δουλοπάροικων. Είναι όμως η Ρωσία των εκατομμυριούχων και των πάμπτωχων που αγωνίζονται να επιβιώσουν ξενιτευόμενοι ή με την πενιχρή τους σύνταξη. Δεν υπάρχουν παλάτια ως κατοικίες προνομιούχων, διατηρούνται όμως ως μουσεία, ως κρατικές υπηρεσίες και προπάντων ως προσοδοφόρες πηγές συναλλάγματος με τις ορδές των τουριστών να συμβάλλουν σ’ αυτό. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, το ρούβλι και οι υποδιαιρέσεις του, τα καπίκια, υπάρχουν, αλλά πλάι σ’ αυτά το δολάριο και, προπάντων το ευρώ, κυκλοφορούν ελεύθερα σαν να είναι νομίσματα της χώρας. Η Ρωσία δεν είναι πια η χώρα της καχυποψίας, της στέρησης της ελευθερίας, της λογοκρισίας. Εξακολουθεί όμως να είναι η χώρα των διατυπώσεων και μια νοοτροπία «κρατισμού» διακρίνεται ακόμα στη συμπεριφορά των κατοίκων, μια κάποια αργοπορία, κάποτε και αδιαφορία για την εξυπηρέτηση του ξένου.
Είναι άραγε καλύτερα ή χειρότερα τώρα; Πολλοί από τους παλαιότερους νοσταλγούν το παλιό καθεστώς. Τους βόλευε το ότι το κράτος είχε να φροντίσει για τα πάντα κι ακόμα συχνά αυτό περιμένουν. Οι νεότεροι απολαμβάνουν την ελευθερία, αλλά και πληρώνουν το τίμημα γι’ αυτό. Η απόκτηση στέγης είναι τώρα πολύ δυσκολότερη (έστω κι αν η παλιά παραχωρούμενη από το κράτος ήταν ελάχιστα τετραγωνικά) και η ασφάλεια δεν είναι πια αυτή που ήταν άλλοτε.
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ενδιαφέρον και συνάμα άξιο απορίας, πώς στη «Μέκκα του αθεϊσμού» (αν επιτρέπεται αυτή η αντίφαση), την πόλη που κάποτε άλλοι ονειρεύονταν σαν τον επίγειο παράδεισο κι άλλοι σαν την πηγή κάθε κακού, σήμερα, που ελεύθερα πια μπορεί ο καθένας να την επισκεφθεί, που το ίδιο ελεύθερα οι κάτοικοί της μπορούν να την εγκαταλείψουν, από τα πιο τουριστικά αξιοθέατα είναι οι εκκλησιές της!
Στην Κόκκινη Πλατεία δεσπόζει ο Άγιος Βασίλειος, με τους πολύχρωμους, κρεμμυδόσχημους τρούλους του έμβλημα της Μόσχας, το Κρεμλίνο είναι γεμάτο εκκλησιές, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα από τη Μόσχα, στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου όχι μόνο εκκλησιές, αλλά και Ιερατική Σχολή και 300 μοναχοί. Και πάνω απ’ όλα ο Ναός του Χριστού Σωτήρος, σε κεντρική περιοχή της Μόσχας, είναι ό,τι πιο εμβληματικό για την ήττα της αθεΐας και τη ζωογόνο δύναμη του Χριστιανισμού. Είναι ο ναός που με διαταγή του Στάλιν γκρεμίστηκε, στη θέση του χτίστηκε ένα κολυμβητήριο (!) κι όμως, τη δεκαετία του ’90, περήφανος υψώθηκε και πάλι στην ίδια θέση. Αν ο Στάλιν μπορεί από κει που είναι να δει αυτό το θαύμα, σίγουρα θα σκέφτεται: «Νενίκηκάς με Ναζωραίε».
Ασφαλώς δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τη γνωριμία μας με την πόλη από πουθενά αλλού, παρά από την Κόκκινη Πλατεία. Γνωστή όσο και το Κρεμλίνο, απλώνεται στη μια πλευρά του. Πόσες φορές την είδαμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, σε παρελάσεις της Πρωτομαγιάς ή της επετείου της Επανάστασης, ενώ το επιτελείο της Σοβιετικής ηγεσίας παρακολουθούσε αγέλαστο και σοβαρό μπροστά από το μνημείο του Λένιν! Τώρα βρισκόμαστε εμείς εδώ. Στεκόμαστε μπροστά ακριβώς από το ναό του Αγίου Βασιλείου που υψώνεται τεράστιος, πολύχρωμος, με ανάμικτο ρυθμό, ένας άναρχος συνδυασμός αετωμάτων, κρεμμυδόσχημων τρούλων, οξυκόρυφων στεγών και με τον ίδιο άναρχο συνδυασμό και στο εσωτερικό του. Εντυπωσιακός μεν, πολύ μακριά όμως από τις απλές, βυζαντινές μας εκκλησιές.
Απέναντι ακριβώς, στο άλλο άκρο της μεγάλης πλατείας, ένα κτίριο από κόκκινο τούβλο στεγάζει το Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας. Στα δεξιά μας εκτείνεται το περίφημο πολυκατάστημα Γκουμ. Σχεδιασμένο το 1889-93 είναι πράγματι ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με τις στοές του, τις αψίδες, τα κιγκλιδώματα από σφυρήλατο σίδηρο, τα γεφυράκια που ενώνουν τους χώρους, το κεντρικό σιντριβάνι, τις γύψινες διακοσμήσεις, ενώ καφετέριες και όλες οι επώνυμες μάρκες των δυτικών επιχειρήσεων προκαλούν τον επισκέπτη. Αξίζει να το επισκεφθεί κανείς, τουλάχιστον για ένα καφέ, αν δεν επιθυμεί ή…δεν αντέχει το πορτοφόλι του για κάποια αγορά.
Στην τελευταία πλευρά της πλατείας, αυτή που εφάπτεται του τείχους του Κρεμλίνου, το μνημείο του πρωτεργάτη της Οκτωβριανής Επανάστασης και ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης, του Λένιν, προσελκύει ακόμα τους προσκυνητές της ταριχευμένης σορού του. Οι απόψεις για την τύχη της διίστανται. Κάποιοι λένε πως είναι τόσο ζωντανή που μεγαλώνουν ακόμα τα νύχια και τα μαλλιά του! Κι άλλοι, πως έχει ήδη μετακινηθεί κι ότι αυτό που βλέπουν είναι ένα κέρινο ομοίωμα. Ποιος ξέρει…
Φυσικά κανένας τουρίστας που σέβεται τον τουριστικό εαυτό του δεν θα παραλείψει να επισκεφθεί την καρδιά της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης και σήμερα της Ρωσίας, το Κρεμλίνο. Στεκόμαστε στην κεντρική του πλατεία κι ακούμε τις πληροφορίες της ξεναγού. Εκκλησίες (Καθεδρικός ναός του Ευαγγελισμού, του Αρχαγγέλου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), το Ανάκτορο των Συνεδρίων, το Οίκημα των Μελών του Ανωτάτου Σοβιέτ, η Προεδρική Διοίκηση, ιστορικά κτήρια και μνημεία, πύργοι και κωδωνοστάσια, μουσεία, συνθέτουν αυτό το μεγαλοπρεπές σύνολο που λέγεται Κρεμλίνο και το όνομά του συμβολίζει όχι μόνο ολόκληρη τη χώρα, αλλά και τη δύναμη και την επιρροή της.
Ίσως η Μόσχα είναι η μόνη πόλη στα αξιοθέατα της οποίας περιλαμβάνεται και το μετρό της. Το μετρό της Μόσχας είναι ένα έργο τέχνης, τουλάχιστον οι πιο παλιοί σταθμοί του. Δεν θυμάμαι κι ούτε μπορώ να καταγράψω τα δυσκολοπρόφερτα ονόματα των σταθμών που επισκεφθήκαμε. Θυμάμαι όμως το μάρμαρο και τον γρανίτη, τις υπέροχες τοιχογραφίες, τα αγάλματα, τα μωσαϊκά, τις πορσελάνες, τους πολυελαίους, τις σκηνές που απεικονίζουν μορφές της επανάστασης ή της τέχνης. Θυμάμαι ακόμα την πληροφορία πως όλο αυτό το δημιούργημα κατασκευάστηκε από γυναίκες και άντρες απ’ όλη τη χώρα με εθελοντική εργασία. Κι αναρωτιέμαι (όπως συχνά σ’ αυτό το ταξίδι) πώς γίνεται ένα καθεστώς που μπορεί να εμπνεύσει τόση θέληση και προθυμία για δημιουργία, τόση προσφορά, να καταρρέει τόσο άδοξα. Να μη μπορέσει να οδηγήσει αυτό τον υπέροχο λαό στην ευτυχία που του υποσχόταν. Μεγάλο το θέμα…
Ένα πρωινό διασχίζουμε μέρος της μοσχοβίτικης υπαίθρου κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά, στο μοναστήρι του Αγίου Σεργίου. Πότε-πότε ξύλινες αγροικίες προβάλλουν τριγυρισμένες από το πράσινο του δάσους. Είναι οι «ντάτσες», τα εξοχικά των Μοσχοβιτών, η μόνη περίπτωση που βλέπουμε μονοκατοικίες. Μας παίρνει μια ώρα περίπου για να διανύσουμε τα 75 χιλιόμετρα και κάπου… δυόμισι ώρες για να γυρίσουμε. Είναι να μη μπλέξεις με τη φοβερή τροχαία κίνηση της Μόσχας.
Ιδρυμένο το 1345, το μοναστήρι είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα λατρείας και προσκυνήματος της Ρωσίας. Κλείστηκε το 1919 από τους κομμουνιστές, ξαναλειτούργησε το 1946 και έγινε μάλιστα έδρα της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας, ως το 1988, οπότε τα γραφεία της Εκκλησίας μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι Ντανίλοφσκι. Ένα συγκρότημα εκκλησιών και άλλων κτισμάτων αποτελούν το ονομαστό αυτό μοναστήρι. Στο ναό της Ανάληψης με το θαυμάσιο τέμπλο του 17ου αι. ζητάμε την άδεια να ψάλλουμε κάποιον ύμνο. Η βυζαντινή μελωδία της αυτοσχέδιας χορωδίας αντηχεί κάτω απ’ το θόλο της ρωσικής εκκλησίας, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης.
Πολύ συχνά στις πληροφορίες της ξεναγού επανέρχεται η εισβολή του Ναπολέοντα. Το 1812 ο Μ. Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία. Οι Ρώσοι, με τον στρατηγό Κουτούζοφ τον σταμάτησαν στο Μποροντίνο, 130 χμ. νοτιοδυτικά της Μόσχας. Η φονικότατη μάχη με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο παρατάξεις, λήγει με την υποχώρηση των Ρώσων. Όταν όμως οι Γάλλοι φτάνουν στην πόλη, τη βρίσκουν πυρπολημένη και κατεστραμμένη από τους ίδιους τους κατοίκους της. Χωρίς προμήθειες ο Ναπολέων, αντιμέτωπος με το ρωσικό χειμώνα, εγκαταλείπει άδοξα την εκστρατεία. Στο πεδίο της μάχης, μνημεία, μουσείο, αναπαράσταση κάθε χρόνο, εξακολουθούν να θυμίζουν το γεγονός, που τόσο εξαιρετικά απέδοσε λογοτεχνικά ο Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη». Εμείς δεν πάμε ως εκεί. Όμως η μάχη ζωντανεύει με καταπληκτική αληθοφάνεια, στο Μουσείο του Πανοράματος του Μποροντίνο, το οποίο και επισκεπτόμαστε. Σε μια κυκλική τρισδιάστατη προβολή απεικονίζεται με θέαμα και ήχους η περίφημη μάχη που σήμανε την αρχή του τέλους του Ναπολέοντα.
Ίσως να αποχαιρετούσαμε τη Μόσχα με την εντύπωση μιας άσχημης πόλης αν δεν διασχίζαμε τη λεωφόρο Κουτούζοφ κι αν δεν ανεβαίναμε στο «Λόφο των σπουργιτιών». Πλατιά, ωραία λεωφόρος, ανοιχτοσύνη, δέντρα και καταπράσινο γκαζόν, ωραίες πολυκατοικίες. Εδώ είχαν τα διαμερίσματά τους ο Γέλτσιν, ο Γκορμπατσόφ και άλλοι αξιωματούχοι, με εξαίρεση τον Πούτιν που ζει έξω από τη Μόσχα.
Στο «Λόφο των σπουργιτιών» πλήθος οι μικροπωλητές, με τις «ματριόσκες» ή «πάμπουσκες» σε πρώτη ζήτηση. Πίσω μας υψώνεται το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το ψηλότερο από τις εφτά σταλινογοτθικές «γαμήλιες τούρτες», όπως είναι γνωστοί οι εφτά ουρανοξύστες που κτίστηκαν τις δεκαετίες 1940 και 1950 κατά διαταγή του Στάλιν, ενώ κάτω απλώνεται η πόλη με το πράσινο των πάρκων της, με τις εκκλησιές της και με τον Μόσκβα να τη διασχίζει. Ό,τι πρέπει για μια τελευταία, αποχαιρετιστήρια ματιά σε μια πόλη που σίγουρα δεν θα απογοητεύσει τον επισκέπτη της.