Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

Η ακολουθία της Οξφόρδης

Γκιγέρμο Μαρτίνες, Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ, Πατάκης, 2004, μετ. Ελισώ Λογοθέτη.
Ο συνδυασμός της οξφορδιανής πανεπιστημιακής ατμόσφαιρας με τη στέρεα λογική των μαθηματικών και την προσπάθεια εξιχνίασης μιας σειράς φόνων είναι πραγματικά εκρηχτικός. Η απόλαυση της ανάγνωσης μεγεθύνεται, το βιβλίο (δυστυχώς γι' αυτή την περίπτωση όχι ογκώδες) δεν μπορείς να το αφήσεις πριν εξιχνιάσεις το μυστήριο, ακολουθώντας μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματος τα "κλειδιά" που σου δίνονται σε μια μαθηματική ακολουθία.
Ένας νεαρός μαθηματικός από την Αργεντινή (εμφανή εδώ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Μαρτίνες), φθάνει στην Οξφόρδη με υποτροφία ενός χρόνου. Μένει σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο μιας πολύ ηλικιωμένης κυρίας, η οποία ζει με την εγγονή της. Λίγες μέρες αργότερα η ηλικιωμένη κυρία βρίσκεται δολοφονημένη. Το πτώμα ανακαλύπτουν ο νεαρός ενοικιαστής και ο Άρθουρ Σέλντομ, ένας διάσημος καθηγητής μαθηματικός, φίλος της οικογένειας της νεκρής. Ο Σέλντομ είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα σ' ένα βιβλίο του με τις μαθηματικές ακολουθίες, στο οποίο είχε περιλάβει κι ένα κεφάλαιο για τους κατά συρροήν δολοφόνους, βιβλίο το οποίο είχε ευρύτατη κυκλοφορία. Ο νεαρός Αργεντινός (που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής) μαζί με τον Σέλντομ, καθώς βέβαια και τον αστυνομικό επιθεωρητή, προσπαθούν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία. Σύντομα θα ακολουθήσει και άλλη, ενώ μια σειρά από σημειώματα που αφήνει ο δολοφόνος και που σχετίζονται με σύμβολα (πρώτα ένας κύκλος, ύστερα ένα αφαιρετικό σχήμα ψαριού, μετά ένα τρίγωνο) οδηγούν τη σκέψη των δυο μαθηματικών στους Πυθαγορείους και στην αναμονή του τέταρτου φόνου, που σύμφωνα με τη μαθηματική αυτή ακολουθία θα είναι η τετρακτύς (ο αριθμός 10, το άθροισμα δηλ. του 1+2+3+4).
Δεν είναι όμως μόνο η αστυνομική πλοκή του βιβλίου που προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Είναι συζητήσεις, η φιλοσοφική θεώρηση των μαθηματικών, άλλες αστυνομικές ιστορίες που παρεμβάλλονται στις συζητήσεις και στην προσπάθεια εξιχνίασης των φόνων. "Ναι, υπάρχει μια θεωρητική αναλογία ανάμεσα στα μαθηματικά και στην εγκληματολογία: και οι δυο κάνουμε υποθέσεις", είναι μια άποψη που διατυπώνεται, για να ακολουθήσει βέβαια και η διάκριση της διαφοράς μεταξύ τους.
Το τέλος, απροσδόκητο όπως σ' όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά που θα μπορούσε ο προσεκτικός αναγνώστης να είχε υποπτευθεί. Δεν μπορώ βέβαια να ισχυριστώ ότι καταλαβαίνω πλήρως το θεώρημα του Γκέντελ ή του Φερμά, για τα οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο, όμως ο Γκιγέρμο Μαρτίνες, μαθηματικός ο ίδιος, παγιδεύοντάς μας με την αστυνομική πλοκή, μας γοητεύει ταυτόχρονα με τα μαθηματικά του.






Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

Ο "Μεσσίας" του Γκορ Βιντάλ

Τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενο δεν έχουν καμιά σχέση με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των ημερών, εκτός ίσως μόνο για να την ανατρέψουν. Αναζήτησα και διάβασα το βιβλίο του Γκορ Βιντάλ ("Μεσσίας", εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006, μετ. Δημήτρης Ελευθεράκης), ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς (γεν. 1925), χάρις στον φίλτατο librofilo. Ενδιαφέρον βιβλίο, αλλά θα συμφωνήσω μάλλον με τον Αθήναιο, που σχολιάζοντας την παρουσίαση του librofilo έγραψε: "όχι και να κόψω τις φλέβες μου". Ίσως, αν το διαβάζαμε τότε που πρωτοεκδόθηκε (1954), να μας έκανε άλλη εντύπωση. Από μια άποψη είναι ένα προφητικό βιβλίο, αλλά τίποτα από όσα αναφέρει δεν στηρίζεται σε μελλοντικές ανακαλύψεις ή εφευρέσεις. Η τηλεόραση, στην οποία οφείλεται κυρίως η μεγάλη απάτη που έστησαν οι ήρωές του, ήταν ήδη γνωστή, αν και βέβαια λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τη διάδοση και την απίστευτη δύναμη που θα αποκτούσε στην εποχή μας.
Με συντομία η υπόθεση. Ένας υπέργηρος συγγραφέας και ιστορικός, ο Ευγένιος Λούθερ, ζει με άλλο όνομα στην Αίγυπτο και, γράφοντας τα απομνημονεύματά του, θυμάται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του πενήντα χρόνια πριν. Αναπολεί μια πρόσκληση από μια πλούσια, ιδιόρρυθμη κυρία, την Κλαρίσα, στο σπίτι της οποίας γνωρίζει κι ερωτεύεται την ΄Αιρις Μόρτιμερ. Εκείνη του κάνει λόγο για ένα νεαρό, υπάλληλο γραφείου κηδειών, που έχει το χάρισμα να γοητεύει με το λόγο του το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Λέγεται Τζον Κέιβ (John Cave), αρχικά του οποίου ονόματος (J. C.) ευθέως παραπέμπουν στο Jesus Christ. Πρόκειται για ένα άγνωστης προέλευσης, με ελλιπή μόρφωση νεαρό, που όσοι τον ακούν δεν θυμούνται σχεδόν τίποτε από όσα είπε, παρά μόνο τη γοητεία που ένιωσαν και το κεντρικό μήνυμα της διδασκαλίας του: "Μονάχα ένα μήνυμα έχω να μεταδώσω στους ανθρώπους, κι αυτό έιναι το πώς να πεθαίνουν χωρίς φόβο, με χαρά, πώς να αποδεχτούν το μηδέν γι' αυτό που είναι καθεαυτό, ένας μακρύς και ανονείρευτος ύπνος".
Σύντομα γύρω από τον Κέιβ στήνεται μια ολόκληρη οργάνωση. Εκτός από την Κλαρίσα, την Άιρις, τον Λούθερ, επιστρατεύεται ένας ικανότατος διαφημιστής κι ένας άσημος, αλλά πλούσιος λόγω γάμου και με πολλές γνωριμίες συγραφέας, ένας επικοινωνιολόγος θα λέγαμε σήμερα, μια πεντάδα που οργανώνει όλη τη γιγάντια επιχείρηση. Ο Κέιβ μαγεύει, με τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση επηρεάζει ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, κασέτες με τις ομιλίες του, που άλλοι βέβαια του γράφουν, κυκλοφορούν παντού, ομάδες οπαδών σχηματίζονται, επικεφαλής εκπαιδεύονται, παντού σ' όλη την Αμερική διαδίδεται ο Κεϊβιτισμός και η αντίδραση του Χριστιανισμού που απειλείται, ενδυναμώνει ακόμα περισσότερο το κίνημα. Και, ασφαλώς, το αποτέλεσμα της βασικής διδασκαλίας περί εθελούσιου θανάτου δεν αργεί να έρθει. Πολλοί αρχίζουν να αυτοκτονούν, πράγμα που η πεντάδα επίσης εκμεταλλεύεται, δημιουργώντας χώρους και τρόπους για ήρεμη και ευχάριστη αποχώρηση από τη ζωή.
Ο ιστορικός της παρέας, αυτός που στα πρόθυρα του θανάτου, ζώντας άγνωστος στην Αίγυπτο, αναπολεί και αφηγείται, είχε αρχίσει να έχει τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις του για το δρόμο που πήρε το κίνημα (το όνομά του, Λούθερ-Λούθηρος ασφαλώς δεν είναι τυχαίο). Οι αντιδράσεις θα οδηγήσουν σ' ένα δραματικό τέλος, όχι όμως και στο τέλος του Κεϊβιτισμού.
Η προσπάθεια του Βιντάλ να απομυθοποιήσει όλα τα μαζικά, θρησκευτικά ή άλλα κινήματα, αλλά και όλες τις εξ αποκαλύψεως θρησκείες είναι προφανής. Τα πρόσωπα και τα σύμβολά του είναι παρμένα από τον Χριστιανισμό. Όχι μόνο τα αρχικά του ονόματος του ήρωά του (J.C.) αλλά και το ίδιο το όνομα (Cave=σπηλιά) παραπέμπουν στο Χριστό. Η πιστή, αφοσιωμένη μαθήτρια επίσης. Ο Τζον Κέιβ, όπως και ο Χριστός δεν έγραψε τίποτα. Το όνομα του Πολ (Παύλος) Χίμελ, του διαφημιστή στον οποίο οφείλεται η όλη οργάνωση, δεν νομίζω ότι είναι άσχετο με το όνομα του Αποστόλου Παύλου. Αλλά και η ανάγκη της θυσίας του ίδιου του Κέιβ για πλήρη εμπέδωση της καινούριας θρησκείας πόσο διαφέρει από την ανάγκη θυσίας του Χριστού;
Στη χριστιανική παρωδία παρεμβαίνει (και ομολογώ ότι δεν κατάλαβα πώς τα συσχετίζει) και η ιδέα του κειμενογράφου του Κέιβ για την ανατροφή των παιδιών, ιδέα βέβαια κλεμμέμη από τον Πλάτωνα. Δηλ. η ιδέα όχι μόνο της επιβολής της ευγονίας, αλλά και της αφαίρεσης των παιδιών από τους γονείς αμέσως μόλις γεννηθούν και η ανάθεσή τους στο κράτος.
Το βιβλίο δεν με ενόχλησε από τον θρησκευτικό, εικονοκλαστικό του χαρακτήρα. Απλώς νομίζω ότι μειώνεται η λογοτεχνική του αξία με το να οικειοποιηθεί γνωστά θρησκευτικά σύμβολα. Λειτουργεί εν μέρει προφητικά, το βρίσκω ενδιαφέρον, πολύ κατώτερο όμως από τον "Θαυμαστό καινούριο κόσμο" του Χάξλεϋ ή το "1984" του Όργουελ, βιβλία πραγματικά προφητικά, που εξακολουθούν να μας εκπλήττουν και να μας γοητεύουν.


Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

"Ο φάρος" της Π. Ντ. Τζέιμς

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα υπήρξαν πάντα μια κρυφή αγάπη και αδυναμία μου. Έχω διαβάσει σχεδόν όλη την Άγκαθα Κρίστι, όσα έργα του Μάικλ Κόνελι έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, βεβαίως όλα του δικού μας Μάρκαρη, για να περιοριστώ στους πιο αγαπημένους μου. Το πιο πρόσφατο ανάγνωσμά μου απ' αυτή την κατηγορία είναι "Ο φάρος" της Π. Ντ. Τζέιμς (Καστανιώτης, 2007). Αγαπημένη κι αυτή συγγραφέας στο είδος του αστυνομικού, μου έχει χαρίσει πολλές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης και έχω διαβάσει αρκετά δικά της, όπως "Περίπτωση δικαιοσύνης", 2000, "Τεχνάσματα κι επιθυμίες", 2002, "Θάνατος στην Ιερατική Σχολή, 2004 (όλα στον Καστανιώτη), καθώς και το εξαιρετικό "Τζούλιαν" (Πατάκης, 1995), έργο πιο πολύ επιστημονικής φαντασίας παρά αστυνομικό.
Δεν προτίθεμαι, βέβαια, να υπερασπιστώ την από πολλούς αμφισβητούμενη λογοτεχνική αξία των αστυνομικών ιστοριών, που άλλωστε στις μέρες μας έπαψαν να είναι απλώς αστυνομικές ιστορίες με δολοφόνους-ενόχους-αποκάλυψη-τιμωρία και προσέλαβαν πολλά άλλα στοιχεία, κοινωνικά, ψυχολογικά, επιστημονικά κ.λπ. [Για όσους ενδιαφέρονται παραπέμπω στη χρησιμότατη έκδοση "Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος" (Άγρα, 1986), όπου βρίσκουμε συγκεντρωμένα δοκίμια γνωστών και καταξιωμένων συγγραφέων γύρω από το αστυνομικό μυθιστόρημα].
Η Π. Ντ. Τζέιμς (γεν.1920) θα μπορούσε να θεωρηθεί η άξια διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι. Στο αγγλικό περιβάλλον διαδραματίζονται τα έργα της (αν και σε νεότερη βέβαια εποχή), συχνά στην αγγλική ύπαιθρο, την κοινωνία αυτής της χώρας καθρεφτίζουν, τη δική της αστυνομία, τη δική της ατμόσφαιρα και ανθρώπινες σχέσεις.
Στο "Ο φάρος" βρισκόμαστε σ΄ένα απομονωμένο, μικρό, ιδιόκτητο νησί στ΄ ανοιχτά της Κορνουάλης, το οποίο ο τελευταίος ιδιοκτήτης μεταβίβασε σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, με σκοπό να φιλοξενούνται εκεί για σύντομα χρονικά διαστήματα άνθρωποι της πολιτικής, της επιστήμης, των τεχνών, επιχειρηματίες, γενικά άνθρωποι που ασκούσαν υψηλά καθήκοντα και δύσκολη ζωή, ώστε να απολαμβάνουν εκεί διαλείμματα ασφάλειας και ηρεμίας, για να συνεχίζουν το δύσκολο έργο τους.
Σ' αυτό το ειδυλλιακό νησί (η ομοιότητα με τους περίφημους "Δέκα μικρούς νέγρους" της Άγκαθα Κρίστι σταματά εδώ) με τους λίγους φιλοξενούμενους και το απαραίτητο υπηρετικό προσωπικό, με την πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο, ένας επιφανής συγγραφέας βρίσκεται κρεμασμένος από το κιγκλίδωμα του εκτός λειτουργίας πια φάρου. Ο ντετέκτιβ Νταλγκλίς, μόνιμος ήρωας της Τζέιμς, μαζί με δυο βοηθούς του στέλλεται στο νησί για διαλεύκανση της υπόθεσης. Και εν πρώτοις, πρόκειται για έγκλημα ή αυτοκτονία; Ανακρίσεις, συζητήσεις, υποθέσεις, σχέσεις και χαρακτήρες των προσώπων που ζουν στο νησί, ωραίες περιγραφές του τοπίου ή των καιρικών συνθηκών, αναμμένα τζάκια, τσάγια και δείπνα, υποψίες για το δολοφόνο και βεβαίως μια δεύτερη δολοφονία, γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου και τις ώρες της ανάγνωσής μας.
Θα το χαρακτήριζα κλασικό του είδους, αν και έχω μια επιφύλαξη ως προς τον τρόπο αποκάλυψης του ενόχου. Μου φάνηκε ότι δεν προετοιμάστηκε επαρκώς το έδαφος, ότι η αποκάλυψη έρχεται ως τρόπον τινά "επιφοίτηση" στον Νταλγκλίς και όχι με στοιχεία διάσπαρτα από πριν, που θα μπορούσε να είχε προσέξει ο αναγνώστης, τεχνική στην οποία η Άγκαθα παραμένει αξεπέραστη.


Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Φόρος τιμής στην Άννα Μαρία Σελίνκο

Δεν ξέρω πόσοι από τους νεότερους ξέρουν ή πόσοι από τους παλαιότερους θυμούνται το όνομα της Άννα Μαρία Σελίνκο, της αυστριακής συγγραφέως που υπήρξε ό,τι γοητευτικότερο στα χρόνια της εφηβείας μας. Είχα διαβάσει, θυμάμαι, πάνω από μια φορά τα μυθιστορήματά της "Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα", "Ήμουν ένα άσχημο κορίτσι", "Σήμερα παντρεύεται ο άντρας μου". Η αισιοδοξία και ο χαρακτήρας, καθώς βέβαια και η καλή τύχη, της Τώνη Χούμπερτ στο "Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα", ομολογώ ότι στάθηκε οδηγός ζωής για μένα και από τότε μου γεννήθηκε η αγάπη για το ραδιόφωνο, που δεν με έχει εγκαταλείψει ως τώρα. Κρατάω ακόμα μια κιτρινισμένη, μισοδιαλυμένη έκδοση του 1954 (εκδόσεις "Κ.Μ") με πρόλογο και μετάφραση του Άρη Δικταίου, που γράφει, ανάμεσα σ' άλλα: "Η Selinko είναι κάτι σαν πρόσωπο θρύλου, μ' εντελώς ακαθόριστα χαρακτηριστικά. Πόσων χρονών είναι; Πού και πώς έζησε και ζει; Τι άλλο έγραψε, τι γράφει; Δεν ξέρουμε τίποτα. Τίποτα απολύτως, εκτός από ένα μόνο: πως ό,τι έγραψε είναι απολύτως γοητευτικό και πως αν είναι σήμερα γνωστότατη η άγνωστη αυτή γυναίκα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στη γοητεία των βιβλίων της". Και πιο κάτω σημειώνει: "Και τι συνιστά, αλήθεια, τη γοητεία αυτή;" για να απαντήσει ο ίδιος: "η δροσιά, το καλωσυνάτο κέφι, η όμορφη, φιλοπαίγνιδη κι αισιόδοξη διάθεση, η χαρούμενη πίστη της Selinko σε μια θεία, αλλά παράλογη Πρόνοια. Στοιχεία, όλ' αυτά, χαρακτηριστικά της θηλυκής εφηβείας". Ούτε και σήμερα, ψάχνοντας στον αχανή κόσμο του διαδικτύου μπόρεσα να βρω περισσότερα στοιχεία, παρά μόνο ότι γεννήθηκε στη Βιέννη το 1914, παντρεύτηκε ένα διπλωμάτη, πήγε στη Σουηδία το 1943 και δούλεψε για τον Ερυθρό Σταυρό. Αυτά!
Δεν ξέρω τι νοσταλγούσα αποφασίζοντας να διαβάσω σήμερα το μυθιστόρημά της "Ντεζιρέ". Ίσως γιατί δεν το θυμόμουν καλά, ίσως γιατί βγήκε σε ακόμα μια καινούρια έκδοση (Ωκεανίδα, 2002), ίσως (και υποσυνείδητα) να έψαχνα να βρω κάτι από τη μαγεία που μου δημιουργούσαν τα βιβλία της στα χρόνια της εφηβείας.
Η "Ντεζιρέ" είναι η ιστορία της ζωής μιας όμορφης, νεαρής κοπέλας, κόρης ενός εμπόρου μεταξωτών από τη Μασσαλία, που στα 15 της χρόνια γνωρίζει τον Ναπολέοντα, όταν εκείνος ήταν ακόμα ένας άσημος στρατιωτικός, τον ερωτεύεται. Κι εκείνος της δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια, φεύγει όμως για το Παρίσι, κυνηγώντας τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του. Η Ντεζιρέ τον ακολουθεί. Ο γάμος του με την Ιωσηφίνα θα την γεμίσει με απογοήτευση, αλλά ένας άλλος αξιωματικός, ο Ζαν Μπατίστ Βερναδότης θα την ερωτευτεί, θα την παντρευτεί και, χρόνια αργότερα, θα γίνει ο ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας της Σουηδίας και η Ντεζιρέ βεβαίως βασίλισσα. Παράλληλα η αδελφή της Ντεζιρέ παντρεύεται τον αδελφό του Ναπολέοντα κι έτσι η μεταξύ τους επαφή δεν χάνεται.
Το βιβλίο καλύπτει χρονικά τα ταραγμένα χρόνια 1795-1823. Μέσα από τη ματιά της Ντεζιρέ, που μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο κρατώντας ημερολόγιο, παρακολουθούμε όλη την πορεία της καταπληκτικής αυτής φυσιογνωμίας, του Ναπολέοντα. Πρόσωπα ιστορικά εκτός από τον Ναπολέοντα παρελαύνουν στο βιβλίο: Η οικογένειά του, τ' αδέλφια του (στα οποία μοίραζε τίτλους και βασίλεια λες και ήταν παιγνίδια), η μητέρα του, η Ιωσηφίνα, η δεύτερη γυναίκα του η Μαρία Λουίζα της Αυστρίας, η βασιλική οικογένεια της Σουηδίας, πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ροβεσπιέρος, ο Ταλλεϋράνδος, καλλιτέχνες όπως ο Μπετόβεν κ. ά. Παρακολουθούμε την ευρωπαϊκή ιστορία των χρόνων αυτών μέσα από το φακό της Ντεζιρέ, τις μάχες, πάντα από τα μετόπισθεν, τη ζωή των σαλονιών και των δεξιώσεων, την άνοδο και την πτώση του τρομερού ανθρώπου, του Ναπολέοντα, για τον οποίο η Ντεζιρέ δεν έπαψε να νιώθει τρυφερά αισθήματα, όχι χωρίς ανταπόδοση. Το πραγματικό σμίγει με το φανταστικό στη γραφή της Σελίνκο σε βαθμό που δύσκολα τα ξεχωρίζει κανείς.
Γραμμένο το 1951 η "Ντεζιρέ" είναι βιβλίο μιας άλλης εποχής. Όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο, αλλά και ως προς τον τρόπο γραφής. Είναι ένα κλασικό, ευθύγραμμο μυθιστόρημα, χωρίς βαθιά νοήματα και προβληματισμούς. Αφήγηση απλή, αν όχι απλοϊκή, εξιστόρηση γεγονότων, περιγραφή συναισθημάτων, απόδοση χαρακτήρων με τρόπο απλό και κατανοητό. Βιβλίο μέσα από το οποίο ο αναγνώστης με ευχάριστο τρόπο μαθαίνει ή ξαναθυμάται ένα σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Πριν από μερικά χρόνια ένας πολύ γνωστός κριτικός (και λογοτέχνης) από την Αθήνα ήρθε στη Λευκωσία για μια διάλεξη. Ενώ θέμα της ομιλίας του ήταν οι σύγχρονες τάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας, το μεγαλύτερο μέρος της ήταν μια προσπάθεια να "θάψει" το βιβλίο "Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα" (ήταν πολύ της μόδας τότε). Μεταξύ άλλων είπε πως τέτοια βιβλία και οι συγγραφείς τους είναι καταδικασμένοι στην εξαφάνιση με το πέρασμα του χρόνου. Και έθεσε το ρητορικό ερώτημα:" Ποιος θυμάται τώρα τη Σελίνκο;" Ήθελα να του πω "Ναι, κύριε Κ., πολλοί τη θυμούνται, όχι μόνο αναγνώστες αλλά και εκδοτικοί οίκοι που επανεκδίδουν τα βιβλία της, ενώ τα δικά σας λογοτεχνικά έργα ούτε οι σύγχρονοι τα γνωρίζουν".


Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Ένα εξαιρετικό Περουβιανό "Παλιοκόριτσο"

Δεν είναι καθόλου εύκολο να αφηγηθεί κανείς την υπόθεση του "Παλιοκόριτσου". Κάθε προσπάθεια υπονομεύει την τεχνκή του συγγραφέα, τις ανατροπές και τα απρόοπτα με τα οποία, μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο, προχωρεί η αφήγησή του. Θα δώσω επομένως σε πολύ γενικές γραμμές το θέμα του βιβλίου, ελπίζοντας ότι δεν προδίνω το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα και δεν μειώνω το ενδιαφέρον του πιθανού αναγνώστη.
Τι είναι ο έρωτας; Μπορεί να είναι έρωτας μια εμμονή σ' ένα πρόσωπο που στοιχειώνει τη ζωή σου, που το συναντάς αραιά και πού, που σε εγκαταλείπει για να παντρευτεί άλλους, που σου χαρίζει μόνο στιγμές ευτυχίας, που για χρόνια δεν έχεις νέα του, που καταφεύγει σε σένα μόνο στις δύσκολές του στιγμές, που σε γεμίζει ψέματα μια ζωή; Κι όμως αυτό το δυνατό αίσθημα μας περιγράφει καθηλώνοντάς μας ο Περουβιανός Μάριο Βάργκας Λιόσα στο μυθιστόρημά του "ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ" (Καστανιώτης 2007, μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου). Σ' αυτή τη 40χρονη σχεδόν πορεία μετακινούμαστε από το Περού στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Τόκιο, στη Μαδρίτη, χώροι που γίνονται το κέντρο δράσης και που ζωντανεύουν αριστοτεχνικά μεταφέροντάς μας στην ατμόσφαιρά τους, στο κλίμα της εποχής, σε γεγονότα και στιγμές ιστορικές: Τα επαναστατικά κινήματα, το κίνημα των χίπις, αναφορές σε λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα της εποχής, η πρώτη εμφάνιση του AIDS που ακόμα δεν είχε πάρει όνομα, η ζωή στο Λονδίνο, αλλά προπάντων στο Παρίσι, το οποίο φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ο Λιόσα, οι αλλαγές, πολιτικές και άλλες που έχουν γίνει στη χώρα του, παρεμβάλλονται ή μάλλον είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η παράξενη σχέση του Ρικάρντο με το "παλιοκόριστσο".
Το μυθισρόρημα αρχίζει στο Περού, στο Μιραφλόρες της Λίμα, το καλοκαίρι του 1950. Ο νεαρός Ρικάρντο ζει τα μυθικά χρόνια της εφηβείας σε μια ατμόσφαιρα που δεν διαφέρει πολύ από την εφηβεία του καθενός μας. Μια μικρή Χιλιανή, η Λίλι, που εμφανίζεται εκέινο το καλοκάιρι στη γειτονιά τον αναστατώνει. Την ερωτεύεται, αλλά εκείνη, αφού αποδειχτεί ότι δεν ήταν Χιλιανή, θα εξαφανιστεί από τη ζωή της γειτονιάς το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε.
Ο Ρικάρντο δεν έχει μεγαλεπήβολα όνειρα και στόχους. Όνειρό του είναι μόνο να μπορέσει να ξεφύγει από το Περού και να ζήσει στο Παρίσι. Τη δεκαετία του '60 τον συναντάμε εκεί. Είναι η εποχή των επαναστατικών κινημάτων, η εποχή που η Κούβα προσπαθεί να "εξαγάγει" την επανάστασή της. Δεκάδες νέοι απο Λατινοαμερικάνικες χώρες καταφεύγουν εκεί για εκπαίδευση, αλλά λόγω του αποκλεισμού της Κούβας περνούν μέσω του Παρισιού. Ο Ρικάρντο, χωρίς ο ίδιος να μετέχει, βοηθάει όσο μπορεί. Τότε θα ξανασυναντήσει τη Λίλι ως Αρλέτ τώρα, προορισμένη να πάει στην Κούβα, όχι γιατί πιστεύει στην επανάσταση, αλλά γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από τη χώρα της. Από εκεί θα γυρίσει παντρεμένη με ένα Γάλλο διπλωμάτη. Θα ξανασυδεθεί με τον Ρικάρντο για να τον εγκαταλείψει ξαφνικά κι αυτόν και τον Γάλλο σύζυγό της. Χρόνια αργότερα, ο Ρικάρντο, που έχει γίνει μεταφραστής και διερμηνέας, επάγγελμα που τον φέρνει σε διάφορες χώρες, δουλεύοντας σε συνέδρια και διασκέψεις, θα τη συναντήσει ως σύζυγο ενός Άγγλου αριστοκράτη. Η σχέση του Ρικάρντο με το Παλιοκόριτσο είναι ιδιόμορφη. Εκείνος είναι ξετρελαμένος μαζί της. Εκείνη δέχεται τον έρωτά του με παθητικότητα, με αδιαφορία, θα 'λεγε κανείς, δεν τον αποκρούει, αλλά είναι έτοιμη κάθε στιγμή να τον εγκαταλείψει, να φύγει με κάποιον που θα της εξασφαλίσει πλούτο και δύναμη. Αυτό θα γίνεται σ' όλο το μυθιστόρημα ως το τέλος, που βέβαια δεν θα αποκαλύψω. Κάθε φορά εκείνος πονάει, του παίρνει καιρό να συνέλθει, κάποτε φτάνει στα όρια της αυτοκτονίας, ορκίζεται στον εαυτό του ότι δεν θα την ξαναδεχτεί, αν εκείνη γυρίσει, κι όμως κάθε φορά υποκύπτει στο πάθος του γι' αυτή την παράξενη κοπέλα.
Αναρωτήθηκα, διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα που πραγματικά το απόλαυσα, αν ο έρωτας και η μεταφορά της δράσης από μια πόλη σε άλλη μέσα από απίθανες συμπτώσεις, ήταν απλώς το πρόσχημα για να πει άλλα πράγματα ο συγγραφέας. Να μιλήσει για μια εποχή, την εποχή του, να κρίνει πολιτικές καταστάσεις και κινήματα. Ότι και να 'ναι, μας έδωσε ένα ελκυστικό ανάγνωσμα.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

Το όπλο του σπιτιού

Ομολογώ ότι το βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ (1991) Νοτιοαφρικάνας Ναντίν Γκόρτιμερ "ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ" (Καστανιώτης 2000, μετ. Θοδωρής Τσαπακίδης) δεν με τράβηξε από τις πρώτες σελίδες του. Το άρχισα, αλλά το παράτησα για άλλα, πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα. Όταν, μη έχοντας τίποτε άλλο για διάβασμα, το ξανάπιασα και πρχώρησα λίγο περισσότερο από τις πρώτες σελίδες, μαγεύτηκα. Όχι μόνο δεν μπορούσα με τίποτε να το αφήσω απ' τα χέρια μου ώσπου να φτάσω στην τελευταία γραμμή του κειμένου, αλλά απορούσα με τον ίδιο τον εαυτό μου πώς και δεν είχα καταλάβει από την αρχή τη γοητεία του. (Ποιος ξέρει, ίσως η διάθεση της στιγμής, ίσως γιατί βρήκα πιο "τραβηχτικά" τα άλλα που ξεκίνησα, γιατί το 'χω το κουσούρι ν' αρχίζω δυο-τρία βιβλία ταυτόχρονα).
Υπάρχει στην αρχή μια αοριστία στο θέμα, υπάρχουν πρόσωπα προσδιορισμένα μόνο με το αυτός\αυτή, δεν μπαίνεις αμέσως στο νόημα. Η αοριστία στο ύφος, οι διάλογοι χωρίς σαφή υποδήλωση για το ποιος μιλά, η άμεση μετάβαση από τον διάλογο στην ενδιάθετη σκέψη ή το σχόλιο της συγγραφέως, συνεχίζονται σε όλο το βιβλίο. Αλλά όταν ο αναγνώσης εξοικειωθεί, αυτό ακριβώς το ύφος και η τεχνική γίνονται τελικά μέρος της γοητείας του βιβλίου.
Το βασικό θέμα, ένας φόνος και μια δίκη, γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται πλήθος άλλα θέματα: Η ζωή στη Ν. Αφρική μετά την κατάργηση του άπαρτχαϊντ, αλλά και αναφορές στο πριν, το έγκλημα και η τιμωρία, το αμφιλεγόμενο θέμα της θανατικής ποινής, η θρησκευτική πίστη και ο ορθολογικός ανθρωπισμός, ο έρωτας και η φιλία, οι γονείς και ο άγνωστος κόσμος των παιδιών τους, σκέψεις και προβληματισμοί, ενώ το δικαστικό θρίλερ στο οποίο εξελίσσεται το βιβλίο σε ελκύει ακαταμάχητα.
Ένα ήσυχο βράδυ, ενώ ο Χάραλντ και η γυναίκα του Κλόντια, έχοντας τελειώσει το δείπνο τους, παρακολουθούν τηλεόραση, ένας άγνωστος, φίλος του γιου τους, όπως λέει, τους αναγγέλλει ότι ο γιος τους, ο 27χρονος Ντάνκαν, έχει συλληφθεί για φόνο. Φόνο ενός συγκάτοικου και φίλου του. Οι γονείς κεραυνοβολούνται. Αμφιβολία για την ενοχή δεν υπάρχει, ο ίδιος έχει ομολογήσει. Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί το δικό τους παιδί που το έχουν αναθρέψει με κάθε φροντίδα, με πολλή αγάπη, με κατανόηση (μορφωμένοι γονείς, ανώτερο διοικητικό στέλεχος ο πατέρας, γιατρός η μητέρα, το ίδιο το παιδί αρχιτέκτονας), να έχει διαπράξει φόνο; Τόσο λίγο λοιπόν ήξεραν το παιδί τους;
Ο δικηγόρος που προσλαμβάνεται, ο Χάμιλτον Μοτσαμάι, είναι μαύρος, εξαιρετικά ικανός, σπουδασμένος στην Αγγλία, που η παρουσία του στην υπόθεση αλλά και μια πρόσκληση στο σπίτι του γίνεται ακόμα μια αφορμή για αναφορά στο ρατσισμό, στο πρώην και νυν καθεστώς της Ν. Αφρικής. Αργά, σταδιακά, μέσα από πολλές οπτικές, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το δράμα που παίχτηκε το βράδυ της Παρασκευής, 19ης Ιανουαρίου 1996, σ' ένα σπίτι όπου συγκατοικούσαν τρεις φίλοι με ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ενώ στο σπιτάκι του κήπου συζούσε ο Ντάνκαν με τη φίλη του Νάταλυ. Ένα δράμα, όχι μόνο στις εξωτερικές του εκδηλώσεις αλλά και στις ψυχές αυτών των νέων που τους συνέδεαν ποικίλες σχέσεις. Ιδιαίτερα αναλύεται η ψυχοσύνθεση της κοπέλας, μιας προβληματικής, νευρασθενικής, που ο Ντάνκαν είχε σώσει από απόπειρα αυτοκτονίας, και βεβαίως του ίδιου του Ντάνκαν. Το βράδυ εκείνο ο Ντάνκαν με "το όπλο του σπιτιού", ένα όπλο που το είχαν για προσασία σ' αυτή τη δύσκολη εποχή, σκότωσε τον Καρλ, έναν από τους τρεις συγκάτοικους, με τον οποίο μάλιστα είχαν μια ιδιαίτερη σχέση, όταν τον είδε να κάνει σεξ με την Νάταλυ. Δεν τον σκότωσε αμέσως. Πέρασε μια ολόκληρη μέρα κλεισμένος στο σπιτάκι και στον εαυτό του. Επομένως ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα; Η δίκη με την εξέταση των μαρτύρων, με τις αγορεύσεις των δικηγόρων, αλλά προπάντων όταν ο πρόεδρος του διακστηρίου συνοψίζει για να εκδώσει την απόφασή του, κορυφώνουν την αγωνία του ακροατηρίου και μαζί του αναγνώστη.
Πριν όμως από τη δίκη του Ντάνκαν, η Γκόρτιμερ μας περιγράφει μια άλλη ενδιαφέρουσα δίκη. Είναι μια προσφυγή για να κηρυχτεί ο νόμος της θανατικής ποινής αντισυνταγματικός, και επομένως να καταργηθεί. Τα υπέρ και τα κατά προβληματίζουν, αλλά την τελική απόφαση η συγγραφέας έντεχνα μας αποκρύπτει, παρ' όλο που ο μαύρος δικηγόρος εμφανίζεται βέβαιος ότι η θανατική ποινή θα καταργηθεί.
Το κεντρικό και κεφαλαιώδες ερώτημα που θέτει το βιβλίο παραμένει: Πώς φτάνει ένας φιλήσυχος, μορφωμένος, σωστά αναθρεμμένος νέος, στο φόνο; Μήπως πέρα από τους γονείς, ευθύνεται και το γενικόττερο κοινωνικό περιβάλλον της βίας και του εγκλήματος, που αν δεν υπήρχε δεν θα καθιστούσε και την ύπαρξη του "όπλου στο σπίτι" απαραίτητη; Τι συμβαίνει στην ψυχή και στο νου του δολοφόνου τη στιγμή που πατάει τη σκανδάλη; "Να μπορούσε να βρεθεί κάτι στους λοβούς του εγκεφάλου που να εξηγεί πώς όλοι, αυτοί όπως κι αυτός, μπορούν να κάνουν αυτά τα πράγματα. Μπορούν να συνεχίζουν να τραυματίζουν, να κακοποιούν και, τελικό στάδιο όλων αυτών, να σκοτώνουν".
Το επιλογικό κεφάλαιο της Γκόρτιμερ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας (ως Έλληνες και ως εκπαιδευτικούς). Μιλάει, σκέφτεται μάλλον, ο Ντάνκαν. Στη βιβλιοθήκη της φυλακής βρίσκει μια μετάφραση της Οδύσσειας. Τη διαβάζει. Τον σταματάει η σκηνή όπου ο Οδυσσέας στέλλει τη σαΐτα του να καρφωθεί στο λαιμό του Αντίνοου την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του να πιει. Είναι σαν να διαβάζει την περιγραφή του φόνου που ο ίδιος έχει διαπράξει. "Δεν έχω τελειώσει το βιβλίο, δεν ξέρω πώς ο Οδυσσέας επανόρθωσε αυτό που έκανε", λέει, και το ίδιο αναρωτιέται για τον εαυτό του. Να βρει ένα τρόπο να συμφιλιώσει το θάνατο με τη ζωή.


Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Τρεις μέρες στη Μόσχα


Κάπως ετεροχρονισμένο το ποστ αυτό. Έστω και αργά καταγράφω κάποιες εντυπώσεις από το καλοκαιρινό μου ταξίδι.
Την έζησα στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια σαν τη φοβερή, κλεισμένη πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» πόλη, σαν το σύμβολο της αθεΐας και της ανελευθερίας, σαν την πλήρη αντίθεση στο Δυτικό κόσμο, στον οποίο νιώθαμε να ανήκουμε και το να την επισκεφθώ δεν τολμούσα να ονειρευτώ. Τη ζούσα όμως (και μπορώ να πω τη συμπαθούσα) μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από τα αθάνατα έργα των μεγάλων δημιουργών της. Και τώρα, να ‘μαι εδώ, σε μια Μόσχα που δεν ήταν αυτό που φαντάστηκα αλλά και που καθόλου δεν με απογοήτευσε..
Η Ρωσία είναι και δεν είναι ό,τι υπήρξε στο παρελθόν. Δεν είναι πια η υπερδύναμη, η Μητερούλα των λαών, ο νοητός παράδεισος εκατομμυρίων ανθρώπων που με αίμα αγωνίστηκαν να επιβάλουν και στις δικές τους χώρες το κομμουνιστικό της καθεστώς, εξακολουθεί όμως να είναι μια μεγάλη χώρα, και μια δύναμη που ολοένα αυξάνει την επιρροή της στο παγκόσμιο σκηνικό. Δεν είναι πια ούτε η τσαρική Ρωσία με τις τάξεις των ευγενών και δουλοπάροικων. Είναι όμως η Ρωσία των εκατομμυριούχων και των πάμπτωχων που αγωνίζονται να επιβιώσουν ξενιτευόμενοι ή με την πενιχρή τους σύνταξη. Δεν υπάρχουν παλάτια ως κατοικίες προνομιούχων, διατηρούνται όμως ως μουσεία, ως κρατικές υπηρεσίες και προπάντων ως προσοδοφόρες πηγές συναλλάγματος με τις ορδές των τουριστών να συμβάλλουν σ’ αυτό. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, το ρούβλι και οι υποδιαιρέσεις του, τα καπίκια, υπάρχουν, αλλά πλάι σ’ αυτά το δολάριο και, προπάντων το ευρώ, κυκλοφορούν ελεύθερα σαν να είναι νομίσματα της χώρας. Η Ρωσία δεν είναι πια η χώρα της καχυποψίας, της στέρησης της ελευθερίας, της λογοκρισίας. Εξακολουθεί όμως να είναι η χώρα των διατυπώσεων και μια νοοτροπία «κρατισμού» διακρίνεται ακόμα στη συμπεριφορά των κατοίκων, μια κάποια αργοπορία, κάποτε και αδιαφορία για την εξυπηρέτηση του ξένου.
Είναι άραγε καλύτερα ή χειρότερα τώρα; Πολλοί από τους παλαιότερους νοσταλγούν το παλιό καθεστώς. Τους βόλευε το ότι το κράτος είχε να φροντίσει για τα πάντα κι ακόμα συχνά αυτό περιμένουν. Οι νεότεροι απολαμβάνουν την ελευθερία, αλλά και πληρώνουν το τίμημα γι’ αυτό. Η απόκτηση στέγης είναι τώρα πολύ δυσκολότερη (έστω κι αν η παλιά παραχωρούμενη από το κράτος ήταν ελάχιστα τετραγωνικά) και η ασφάλεια δεν είναι πια αυτή που ήταν άλλοτε.
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ενδιαφέρον και συνάμα άξιο απορίας, πώς στη «Μέκκα του αθεϊσμού» (αν επιτρέπεται αυτή η αντίφαση), την πόλη που κάποτε άλλοι ονειρεύονταν σαν τον επίγειο παράδεισο κι άλλοι σαν την πηγή κάθε κακού, σήμερα, που ελεύθερα πια μπορεί ο καθένας να την επισκεφθεί, που το ίδιο ελεύθερα οι κάτοικοί της μπορούν να την εγκαταλείψουν, από τα πιο τουριστικά αξιοθέατα είναι οι εκκλησιές της!
Στην Κόκκινη Πλατεία δεσπόζει ο Άγιος Βασίλειος, με τους πολύχρωμους, κρεμμυδόσχημους τρούλους του έμβλημα της Μόσχας, το Κρεμλίνο είναι γεμάτο εκκλησιές, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα από τη Μόσχα, στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου όχι μόνο εκκλησιές, αλλά και Ιερατική Σχολή και 300 μοναχοί. Και πάνω απ’ όλα ο Ναός του Χριστού Σωτήρος, σε κεντρική περιοχή της Μόσχας, είναι ό,τι πιο εμβληματικό για την ήττα της αθεΐας και τη ζωογόνο δύναμη του Χριστιανισμού. Είναι ο ναός που με διαταγή του Στάλιν γκρεμίστηκε, στη θέση του χτίστηκε ένα κολυμβητήριο (!) κι όμως, τη δεκαετία του ’90, περήφανος υψώθηκε και πάλι στην ίδια θέση. Αν ο Στάλιν μπορεί από κει που είναι να δει αυτό το θαύμα, σίγουρα θα σκέφτεται: «Νενίκηκάς με Ναζωραίε».
Ασφαλώς δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τη γνωριμία μας με την πόλη από πουθενά αλλού, παρά από την Κόκκινη Πλατεία. Γνωστή όσο και το Κρεμλίνο, απλώνεται στη μια πλευρά του. Πόσες φορές την είδαμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, σε παρελάσεις της Πρωτομαγιάς ή της επετείου της Επανάστασης, ενώ το επιτελείο της Σοβιετικής ηγεσίας παρακολουθούσε αγέλαστο και σοβαρό μπροστά από το μνημείο του Λένιν! Τώρα βρισκόμαστε εμείς εδώ. Στεκόμαστε μπροστά ακριβώς από το ναό του Αγίου Βασιλείου που υψώνεται τεράστιος, πολύχρωμος, με ανάμικτο ρυθμό, ένας άναρχος συνδυασμός αετωμάτων, κρεμμυδόσχημων τρούλων, οξυκόρυφων στεγών και με τον ίδιο άναρχο συνδυασμό και στο εσωτερικό του. Εντυπωσιακός μεν, πολύ μακριά όμως από τις απλές, βυζαντινές μας εκκλησιές.
Απέναντι ακριβώς, στο άλλο άκρο της μεγάλης πλατείας, ένα κτίριο από κόκκινο τούβλο στεγάζει το Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας. Στα δεξιά μας εκτείνεται το περίφημο πολυκατάστημα Γκουμ. Σχεδιασμένο το 1889-93 είναι πράγματι ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με τις στοές του, τις αψίδες, τα κιγκλιδώματα από σφυρήλατο σίδηρο, τα γεφυράκια που ενώνουν τους χώρους, το κεντρικό σιντριβάνι, τις γύψινες διακοσμήσεις, ενώ καφετέριες και όλες οι επώνυμες μάρκες των δυτικών επιχειρήσεων προκαλούν τον επισκέπτη. Αξίζει να το επισκεφθεί κανείς, τουλάχιστον για ένα καφέ, αν δεν επιθυμεί ή…δεν αντέχει το πορτοφόλι του για κάποια αγορά.
Στην τελευταία πλευρά της πλατείας, αυτή που εφάπτεται του τείχους του Κρεμλίνου, το μνημείο του πρωτεργάτη της Οκτωβριανής Επανάστασης και ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης, του Λένιν, προσελκύει ακόμα τους προσκυνητές της ταριχευμένης σορού του. Οι απόψεις για την τύχη της διίστανται. Κάποιοι λένε πως είναι τόσο ζωντανή που μεγαλώνουν ακόμα τα νύχια και τα μαλλιά του! Κι άλλοι, πως έχει ήδη μετακινηθεί κι ότι αυτό που βλέπουν είναι ένα κέρινο ομοίωμα. Ποιος ξέρει…
Φυσικά κανένας τουρίστας που σέβεται τον τουριστικό εαυτό του δεν θα παραλείψει να επισκεφθεί την καρδιά της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης και σήμερα της Ρωσίας, το Κρεμλίνο. Στεκόμαστε στην κεντρική του πλατεία κι ακούμε τις πληροφορίες της ξεναγού. Εκκλησίες (Καθεδρικός ναός του Ευαγγελισμού, του Αρχαγγέλου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), το Ανάκτορο των Συνεδρίων, το Οίκημα των Μελών του Ανωτάτου Σοβιέτ, η Προεδρική Διοίκηση, ιστορικά κτήρια και μνημεία, πύργοι και κωδωνοστάσια, μουσεία, συνθέτουν αυτό το μεγαλοπρεπές σύνολο που λέγεται Κρεμλίνο και το όνομά του συμβολίζει όχι μόνο ολόκληρη τη χώρα, αλλά και τη δύναμη και την επιρροή της.
Ίσως η Μόσχα είναι η μόνη πόλη στα αξιοθέατα της οποίας περιλαμβάνεται και το μετρό της. Το μετρό της Μόσχας είναι ένα έργο τέχνης, τουλάχιστον οι πιο παλιοί σταθμοί του. Δεν θυμάμαι κι ούτε μπορώ να καταγράψω τα δυσκολοπρόφερτα ονόματα των σταθμών που επισκεφθήκαμε. Θυμάμαι όμως το μάρμαρο και τον γρανίτη, τις υπέροχες τοιχογραφίες, τα αγάλματα, τα μωσαϊκά, τις πορσελάνες, τους πολυελαίους, τις σκηνές που απεικονίζουν μορφές της επανάστασης ή της τέχνης. Θυμάμαι ακόμα την πληροφορία πως όλο αυτό το δημιούργημα κατασκευάστηκε από γυναίκες και άντρες απ’ όλη τη χώρα με εθελοντική εργασία. Κι αναρωτιέμαι (όπως συχνά σ’ αυτό το ταξίδι) πώς γίνεται ένα καθεστώς που μπορεί να εμπνεύσει τόση θέληση και προθυμία για δημιουργία, τόση προσφορά, να καταρρέει τόσο άδοξα. Να μη μπορέσει να οδηγήσει αυτό τον υπέροχο λαό στην ευτυχία που του υποσχόταν. Μεγάλο το θέμα…
Ένα πρωινό διασχίζουμε μέρος της μοσχοβίτικης υπαίθρου κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά, στο μοναστήρι του Αγίου Σεργίου. Πότε-πότε ξύλινες αγροικίες προβάλλουν τριγυρισμένες από το πράσινο του δάσους. Είναι οι «ντάτσες», τα εξοχικά των Μοσχοβιτών, η μόνη περίπτωση που βλέπουμε μονοκατοικίες. Μας παίρνει μια ώρα περίπου για να διανύσουμε τα 75 χιλιόμετρα και κάπου… δυόμισι ώρες για να γυρίσουμε. Είναι να μη μπλέξεις με τη φοβερή τροχαία κίνηση της Μόσχας.
Ιδρυμένο το 1345, το μοναστήρι είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα λατρείας και προσκυνήματος της Ρωσίας. Κλείστηκε το 1919 από τους κομμουνιστές, ξαναλειτούργησε το 1946 και έγινε μάλιστα έδρα της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας, ως το 1988, οπότε τα γραφεία της Εκκλησίας μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι Ντανίλοφσκι. Ένα συγκρότημα εκκλησιών και άλλων κτισμάτων αποτελούν το ονομαστό αυτό μοναστήρι. Στο ναό της Ανάληψης με το θαυμάσιο τέμπλο του 17ου αι. ζητάμε την άδεια να ψάλλουμε κάποιον ύμνο. Η βυζαντινή μελωδία της αυτοσχέδιας χορωδίας αντηχεί κάτω απ’ το θόλο της ρωσικής εκκλησίας, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης.
Πολύ συχνά στις πληροφορίες της ξεναγού επανέρχεται η εισβολή του Ναπολέοντα. Το 1812 ο Μ. Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία. Οι Ρώσοι, με τον στρατηγό Κουτούζοφ τον σταμάτησαν στο Μποροντίνο, 130 χμ. νοτιοδυτικά της Μόσχας. Η φονικότατη μάχη με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο παρατάξεις, λήγει με την υποχώρηση των Ρώσων. Όταν όμως οι Γάλλοι φτάνουν στην πόλη, τη βρίσκουν πυρπολημένη και κατεστραμμένη από τους ίδιους τους κατοίκους της. Χωρίς προμήθειες ο Ναπολέων, αντιμέτωπος με το ρωσικό χειμώνα, εγκαταλείπει άδοξα την εκστρατεία. Στο πεδίο της μάχης, μνημεία, μουσείο, αναπαράσταση κάθε χρόνο, εξακολουθούν να θυμίζουν το γεγονός, που τόσο εξαιρετικά απέδοσε λογοτεχνικά ο Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη». Εμείς δεν πάμε ως εκεί. Όμως η μάχη ζωντανεύει με καταπληκτική αληθοφάνεια, στο Μουσείο του Πανοράματος του Μποροντίνο, το οποίο και επισκεπτόμαστε. Σε μια κυκλική τρισδιάστατη προβολή απεικονίζεται με θέαμα και ήχους η περίφημη μάχη που σήμανε την αρχή του τέλους του Ναπολέοντα.
Ίσως να αποχαιρετούσαμε τη Μόσχα με την εντύπωση μιας άσχημης πόλης αν δεν διασχίζαμε τη λεωφόρο Κουτούζοφ κι αν δεν ανεβαίναμε στο «Λόφο των σπουργιτιών». Πλατιά, ωραία λεωφόρος, ανοιχτοσύνη, δέντρα και καταπράσινο γκαζόν, ωραίες πολυκατοικίες. Εδώ είχαν τα διαμερίσματά τους ο Γέλτσιν, ο Γκορμπατσόφ και άλλοι αξιωματούχοι, με εξαίρεση τον Πούτιν που ζει έξω από τη Μόσχα.
Στο «Λόφο των σπουργιτιών» πλήθος οι μικροπωλητές, με τις «ματριόσκες» ή «πάμπουσκες» σε πρώτη ζήτηση. Πίσω μας υψώνεται το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το ψηλότερο από τις εφτά σταλινογοτθικές «γαμήλιες τούρτες», όπως είναι γνωστοί οι εφτά ουρανοξύστες που κτίστηκαν τις δεκαετίες 1940 και 1950 κατά διαταγή του Στάλιν, ενώ κάτω απλώνεται η πόλη με το πράσινο των πάρκων της, με τις εκκλησιές της και με τον Μόσκβα να τη διασχίζει. Ό,τι πρέπει για μια τελευταία, αποχαιρετιστήρια ματιά σε μια πόλη που σίγουρα δεν θα απογοητεύσει τον επισκέπτη της.




Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007

Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη


"Δεν υπάρχει μαύρο-άσπρο στην Ιστορία, δεν υπάρχουν κακοί και καλοί", πιστεύει ένας από τους ήρωες της Ελένης Τσαμαδού (Ψυχογιός, 2006), ο νεαρός Θεόδοτος, καθώς στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζεται να γράφει το χρονικό των Γότθων. Αυτή τη θέση μοιάζει να υπερασπίζεται και η συγγραφέας σ' όλο το βιβλίο της. Ναι, οι Γότθοι ήρθαν ως εισβολείς, στη Θράκη, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, πέρασαν στην Ιταλία, λεηλάτησαν τη Ρώμη. Πόσα όμως άραγε φρικιαστικά εγκλήματα και σφαγές διέπραξαν και οι Ρωμαίοι που η ιστορία αποσιωπά;

Στηριγμένη σε ιστορικές πηγές, στα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στην αρχαία Μεσσήνη, παρακινημένη από την αγάπη της για την ιδιαίτερή της πατρίδα και πλουτίζοντάς το με τη γόνιμη φαντασία της, η Ελένη μας έδωσε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μπορεί να γοητεύσει ακόμα και όσους δεν αγαπούν ιδιαίτερα το είδος αυτό.

Διαδραματίζεται γύρο στο 400 μ.Χ. Εποχή ταραγμένη, εποχή μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών, εποχή που ο χριστιανισμός παλεύει ακόμα με τα απομεινάρια της ειδωλολατρίας. Στη Μεσσήνη, μια νεαρή ιέρεια στο ναό της Άρτεμης, η Μεγώ, ερωτεύεται τον Αριστόφρονα, μένει έγκυος, εγκαταλείπει τη θητεία της στο ναό και φεύγει μαζί του κρυφά. Θα παντρευτούν επίσης κρυφά (εκείνος είναι χριστιανός) αλλά η ευτυχία τους πολύ λίγο κράτησε. Σε μια εισβολή των Γότθων στην Πελοπόννησο εκείνος σκοτώνεται και η Μεγώ σύρεται αιχμάλωτη, έχοντας χάσει και τα ίχνη του παιδιού της. Η Μεγώ βρίσκεται στο περιβάλλον του τρομερού αρχηγού των Γότθων, του Αλάριχου, ο οποίος παρ' όλο ότι παντρεμένος, αλλά χωρίς αναγνωρισμένα παιδιά και διάδοχο, έχει πλήθος άλλες παλλακές και δεν αργεί να προσθέσει σ' αυτές και τη Μεγώ, η οποία υποκύπτει στις ανάγκες του σώματος. Η σχέση όμως αυτή θα γίνει έρωτας και αγάπη. Η Μεγώ γίνεται χριστιανή, όπως είναι και οι Γότθοι και από αγάπη πλέον ακολουθεί τον Αλάριχο. Ένα παιδί της πεθαίνει σε βρεφική ηλικία, ένα άλλο, κορίτσι, δίνεται στη νόμιμη σύζυγο του Αλάριχου, δυο δίδυμα τα γεννά μακριά από τον Αλάριχο, όταν πιάνεται αιχμάλωτη από τους Ρωμαίους. Οι περιπέτειές της ατέλειωτες, ακολουθούν τη φορά των ιστορικών περιπετειών της εποχής. Μάχες, αιχμαλωσίες, σφαγές, όροι ειρήνης, από τη μια η αυτοκρατορική οικογένεια της Ρώμης, από την άλλη η βασιλική οικογένεια του Αλάριχου και η Μεγώ να κινείται ανάμεσα στους δυο, πότε αιχμάλωτη, πότε επίσημη αγαπημένη, πότε αγγελιαφόρος. Ο Αλάριχος της Τσαμαδού δεν είναι ο βάρβαρος κατακτητής. Είναι το νέο αίμα που έρχεται να μπολιάσει τη γερασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Είναι ένας ηγέτης που μπορεί να κρύβει και λεπτά αισθήματα και που αναζητά ένα τόπο να ζήσει ειρηνικά με το λαό του. Πεθαίνει χωρίς να το έχει επιτύχει, ενώ τη Μεγώ τη συναντάμε να γράφει την ιστορία της σ' ένα μοναστήρι, έχοντας χάσει όλους τους δικούς της, αλλά με την πιθανότητα, όπως η συγγραφέας συνδέει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με το τελευταίο, να ξανασυναντήσει το πρώτο της παιδί που ως χρονικογράφος εξιστορεί κι αυτός τα γεγονότα της εποχής.

Ένα ωραίο μυθιστόρημα για μια ενδιαφέρουσα εποχή.








Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

Ξενοδοχείο Lutetia

Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου, κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέα Pierre Assouline (Πόλις, 2006, μετάφρ. Σπύρος Παντελάκης), αλλά μου φαίνεται πολύ ελλιπής χαρακτηρισμός. Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο είναι και μυθιστόρημα, είναι και ιστορικό χρονικό, και φιλοσοφική σκέψη και καταβύθιση στην ψυχή του ανθρώπου. Συνδετικός ιστός πάνω στον οποίο διαπλέκονται πρόσωπα, γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, είναι το πολυτελές, παρισινό ξενοδοχείο "Lutetia" (παλιό λατινικό όνομα του Παρισιού). Κτίστηκε το 1910, απέναντι από το μεγάλο κατάστημα Μπον Μαρσέ, από την ίδια οικογένεια, για να εξυπηρετούνται οι πελάτες του καταστήματος, όταν έρχονταν στο Παρίσι για τα ψώνια τους.
Στο βιβλίο του Ασουλίν το ξενοδοχείο παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η είσοδος, το χολ, οι διάδρομοι, τα δωμάτια, οι τραπεζαρίες, το μπαρ, η αίθουσα τσαγιού, το πατάρι όπου παίζει η ορχήστρα, τα υπόγεια, η ταράτσα, είναι οι χώροι όπου σαν σε σκηνή θεάτρου κινούνται τα δεκάδες πρόσωπα, υπαρκτά ή φανταστικά. Είναι τέτοια η αριστοτεχνική ανάμιξή τους που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το φανταστικό.
Η ιστορία αρχίζει το 1938. Κύριο πρόσωπο και πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Εντουάρ Κιφέρ, πρώην αστυνομικός και τώρα φρουρός ασφαλείας του ξενοδοχείου. Ένας φρουρός καθόλου συνηθισμένος. Αλσατός, δίγλωσσος από καταγωγή, με σπουδές νομικής, έχοντας μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον ενός μαρκησίου, κοντά στον οποίο εργαζόταν ο πατέρας του, ανύπαντρος, μονήρης, εσωστρεφής, έχει για μόνιμη κατοικία του το ξενοδοχείο που ταυτίζεται με την ίδια την πόλη. Ο Κιφέρ στέκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους. Η πατρίδα του, η Αλσατία, περνούσε από τη Γαλλία στη Γερμανία και αντίστροφα. Ωραίο εύρημα του συγγραφέα ώστε ο ήρωάς του ν' αντικρίζει τα γεγονότα από διπλή σκοπιά. "Οι ναζί είχαν μολύνει τα γερμανικά, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να με πετάξουν έξω από αυτή τη γλώσσα που ήταν επίσης δική μου", γράφει κάπου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη:Ι. Ο κόσμος πριν, ΙΙ. Στο μεταξύ, ΙΙΙ. Η ζωή μετά. Στο πρώτο μέρος το ξενοδοχείο, και μαζί βέβαια η πόλη, ζει ακόμα την ανέμελη ζωή του μεσοπολέμου, όσο κι αν τα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει να μαζεύονται, πριν ακόμα σβήσουν οι αναμνήσεις του Α΄. Αριστοκράτες, ιδιόρρυθμοι πελάτες, διανοούμενοι, επιφανείς συγγραφείς, εμιγκρέδες, αντιναζί, πηγαινοέρχονται για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Ανάμεσά τους η Ν., άλλως κόμησσα Κλαρύ, μυστικός βαθύς έρωτας του Κιφέρ, ένας έρωτας που κρατάει από τα παιδικά τους χρόνια, παρ' όλο που εκείνη προτίμησε να παντρευτεί τον κόμη Κλαρύ, χωρίς να πάψει να διατηρεί ένα βαθύ ψυχικό δεσμό με τον Κιφέρ. Σ' όλο το βιβλίο την αποκαλεί μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματός της, Ν., λες κι είναι τόσο πολύτιμο ή τόσο τον πονάει που δεν μπορεί να το προφέρει ολόκληρο, Ναταλί. Ανάμεσα στους "πελάτες" του ξενοδοχείου πολλά γνωστά μας ονόματα: Τόμας Μαν, Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί, Ντε Γκωλ, Βίλι Μπραντ, Τζέιμς Τζόυς (για τον οποίο αφιερώνει 8 σελίδες) και πολλοί άλλοι που μας δίνονται μέσα από τις καθημερινές, ανθρώπινές τους στιγμές.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η ατμόσφαιρα αλλάζει. Ο πόλεμος έχει έρθει. Οι παλιοί πελάτες σκορπίζουν. Το ξενοδοχείο επιτάσσεται από τους Γερμανούς κι εκεί εγκαθίσταται η γερμανική αντικατασκοπία. Ο Κιφέρ, καθώς και μεγάλο μέρος του προσωπικού, παραμένει. Ενώ η διγλωσσία του τον κάνει ιδιαίτερα χρήσιμο ως διερμηνέα του κατακτητή, προσπαθεί να ισορροπήσει σ' ένα τεντωμένο σχοινί, καθώς και η Αντίσταση ζητά τη βοήθειά του. "Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του; Αυτό το ερώτημα αντηχούσε διαρκώς στ' αυτιά μου, τώρα περισσότερο παρά ποτέ". Πλήθος τα ονόματα, τα περιστατικά, η Αντίσταση αλλά και οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες, ημερομηνίες και ώρες, τα περιστατικά τα γραμμένα στο περιθώριο της Ιστορίας, χρωματίζουν την περίοδο 1940-44.
Και τέλος, το τρίτο και ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, μέρος του βιβλίου. Το τέλος του πολέμου μετατρέπει το ξενοδοχείο σε κέντρο υποδοχής των επαναπατριζομένων από τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Κιφέρ μαζί με πλήθος εθελοντών υποδέχονται τα ανθρώπινα ερείπια που γυρίζουν από τη φρίκη, ενώ έξω από το ξενοδοχείο μαζεύεται το πλήθος που περιμένει ν' αναγνωρίσει κάποιο δικό του ή, κρατώντας φωτογραφίες στα χέρια να ρωτήσει για την τύχη του (πόσο γνώριμη, αλήθεια, αυτή η εικόνα για μας εδώ που ακόμα τη ζούμε...). Άπειρες μικρές ιστορίες καταγράφονται, προσωπικά δράματα που δεν έχουν τελειωμό, σκελετωμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, να ξεχάσουν, να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και η Ν. που θα χαρίσει ένα τελευταίο, αδύναμο χαμόγελο στον πάντα μελαγχολικό Κιφέρ, καθώς φεύγει με την οικογένειά της.
Είναι πολλά τα αποσπάσματα που θα' θελα να καταγράψω, ήδη όμως το ποστ έγινε εκτενέστερο από ό,τι θα ήθελα. Παραθέτω μόνο ένα τελευταίο ποίημα που κάποιος άγνωστος άφησε στη θυρίδα του Κιφέρ, ένα ποίημα αναγνώρισης της ατομικής ευθύνης για τα δεινά του κόσμου μας.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους καθολικούς,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν καθολικός.
Μετά ήρθαν να πάρουν εμένα,
και δεν απέμεινε πια κανείς για να πει οτιδήποτε.
Αναφορές


Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2007

Στο φτερό του δελφινιού

Μεγάλα κέφια φαίνεται να είχε ο Τάκης Γεωργίου, γνωστός Κύπριος γυναικολόγος και συγγραφέας (αυτό είναι το τέταρτο βιβλίο του) όταν έγραφε το "ΣΤΟ ΦΤΕΡΟ ΤΟΥ ΔΕΛΦΙΝΙΟΥ" (Κ.Μ.Ζαχαράκης, 2007). Μου έδωσε την εντύπωση ότι διασκέδασε πρώτα αυτός γράφοντάς το. Αχαλίνωτη φαντασία, παρωδία γνωστών λογοτεχνικών "τόπων", αλλά και σύγχρονη ελληνική ιστορία, δοσμένα όλα σε γλώσσα γλαφυρή, σε ύφος ελκυστικό. Συχνά δεν ξέρεις αν ο συγγραφέας μιλάει σοβαρά ή παίζει με τους αναγνώστες του. Μνήμες από "Ροβινσώνα", "Νησί των θησαυρών", "Κόμη Μοντεχρήστο" κ. ά., ιστορίες της ελληνικής χούντας και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, αμερικανικά κοινόβια και ιατρικές αντιζηλίες, ερωτικές σκηνές και σάτιρα, Ιάπωνες του Β΄ παγκοσμίου Πολέμου και Αμερικανοί παμπόνηροι δικηγόροι, αντάρτες του ΕΛΑΣ, βασανιστές της χούντας και (υποψιάζομαι) αυτοβιογραφικά στοιχεία, όλα συμφύρονται σε μια γραφή συνειρμική, που θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη, αν ο συγγραφέας ήθελε να παρακολουθήσει τους ήρωές του ως τα βαθιά τους γεράματα.
Το βιβλίο αρχίζει το 1959 με δύο ναυαγούς, το γιατρό Αλέξανδρο Δαδιώτη, 32 χρονών, και την εντεκάχρονη Μαρία Χασαποπούλου, που σώζονται μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα σ' ένα άγνωστο, έρημο νησί του Ειρηνικού. Εκεί βρίσκουν παλιές εγκαταστάσεις Ιαπώνων από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έτσι έχουν τα πρώτα εφόδια για να επιζήσουν και να οργανώσουν τη ζωή τους. Περνούν εκεί 9 χρόνια. Η μικρή Μαρία, σαν μια νύφη που ξεπετάγεται μέσα από το κουκούλι και γίνεται χρυσαλλίδα, μεγαλώνοντας γίνεται ερωτικό ζευγάρι με το γιατρό, που τη φωνάζει πια Χρυσαλλίδα. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, όχι μόνο σώζονται και γυρίζουν στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά είναι και πάμπλουτοι! Φτάνουν στην Αμερική, αλλά τότε οι δρόμοι τους χωρίζουν και ο συγγραφέας ακολουθεί χωριστά τον καθένα στις περιπέτειες της ζωής του, ως το τέλος που τους ξαναφέρνει κοντά τον ένα στον άλλο, όχι όμως για πάντα. Και μια πρωτοτυπία στο τέλος: Ο συγγραφέας δίνει δυο εκδοχές (δεν θα τις πω). Ο αναγνώστης διαλέγει και παίρνει όποια προτιμά!
Το χάρηκα το βιβλίο του γιατρού. Την παρωδία του, τη σάτιρά του, τις ωραίες θαλασσινές περιγραφές του, τις απίθανες ερωτικές σκηνές (με την πρωτότυπη λέξη "λαγνοπραξίες" τις αποδίδει), τα λογοπαίγνιά του. Δείγμα της περιγραφικής του ικανότητας είναι μια εξαιρετική σκηνή (σ. 272) όπου ο γιατρός Δαδιώτης καθώς κι ένας ερημίτης τον οποίο συναντά χρόνια αργότερα σ' ένα άλλο ερημικό νησί, χρορεύουν ζεϊμπέκικο. Είναι μια τέλεια απόδοση με το λόγο αυτού του ιδιότυπου χορού.
Κάποιες κυπριακές γλωσσικές ιδιορρυθμίες, όπως "ταψάκι" αντί "τασάκι", ή "τα ψάρια λαχταρούν" αντί "σπαρταρούν", ή πραγματολογικά σφάλματα, ημερομηνίες και χρονολογήσεις θα 'πρεπε να προσεχθούν περισσότερο. Υπάρχουν ακόμη αρκετές τυπογραφικές αβλεψίες που ασφαλώς δεν βαρύνουν το συγγραφέα.
Γενικά το βιβλίο του Τάκη Γεωργίου είναι ένα ευχάριστο, διασκεδαστικό ανάγνωσμα για όποιον μπορεί να ξεφύγει από τη "λογική" της καθημερινότητας και να ακολουθήσει την οργιώδη φαντασία του γιατρού.


Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Η Λένα Μαντά στη Λευκωσία

Η γνωριμία μου με τη Λένα Μαντά δεν άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς. Είχα γράψει την πιο απορριπτική (και την πιο αγενή, ομολογώ) κριτική που ανέβασα ποτέ στο μπλογκ για το βιβλίο της "Θεανώ η λύκαινα της Πόλης". Η κ. Μαντά μπήκε στο μπλογκ, μου απάντησε, είχαμε ένα γόνιμο διάλογο και από τότε, όχι μόνο δεν μου κράτησε κακία, αλλά επισκέπτεται τακτικά το μπλογκ μου σχολιάζοντας πάντα με ευγένεια κι αγάπη.
Χτες βράδυ είχα τη χαρά να τη γνωρίσω και από κοντά, στην παρουσίαση του τελευταίου της βιβλίου "Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι" (Ψυχογιός, 2007), αλλά και των άλλων της βιβλίων. Στον ωραίο, ζεστό, καλαίσθητο χώρο του βιβλιοπωλείου "Κοχλίας", πλήθος οι φανατικές αναγνώστριες (κυρίως) των βιβλίων της, αλλά, όλως παραδόξως δεν έλειπαν και οι άντρες αναγνώστες. Απλή, προσηνής, γελαστή, πληθωρική, η Λένα Μαντά φαίνεται να ξεχειλίζει από τη χαρά της ζωής κι ίσως αυτό είναι κι ένας από τους λόγους που κάνουν τα βιβλία της τόσο αγαπητά, αν και, βέβαια, η δυστυχία και οι θάνατοι δεν λείπουν.
Στο τελευταίο της βιβλίο οι πέντε ηρωίδες της που φεύγουν από το χωριό τους στον Όλυμπο για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους είναι όλες πανέμορφες, ικανές να εμνεύσουν τον πιο μεγάλο έρωτα (για δυο απ' αυτές αυτοκτονούν δυο άντρες), γεμάτες και οι ίδιες ερωτισμό, απολαμβάνουν κατά κανόνα τον έρωτα και τα πλούτη που τους χαρίζουν οι άντρες ή αποκτούν μόνες τους. Τις αντιξοότητες της ζωής τις προσπερνούν χωρίς μεγάλη δυσκολία και τελικά γυρίζουν στο χωριό όλες, κάποιες με παιδιά (όλα θηλυκά, οι άντρες του βιβλίου έχουν όλοι εξοντωθεί ή εγκαταλειφθεί).
"Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι" είναι πρώτο στα ευπώλητα εδώ και καιρό. Χτες η κ. Μαντά μας πληροφόρησε ότι βρίσκεται στην 69η χιλιάδα ενώ ήδη ένα καινούριο βιβλίο της θα κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Μάιο. Καλή επιτυχία και σ' αυτό, αγαπητή κ. Μαντά.


Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα

Ω θεέ μου, τι βιβλίο! Απ' αυτά που αν συναντήσεις κι ένα μόνο κάθε 50 που διαβάζεις, πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στον Librofilo από τον οποίο πληροφορήθηκα γι' αυτό το βιβλίο, καθώς και στη Χριστίνα που ενίσχυσε την επιθυμία μου να το βρω. Το τέλειωσα πριν από μέρες, αλλά δεν τολμούσα να γράψω γι' αυτό. Ήθελα να το αφήσω να κατασταλάξει μέσα μου, ήθελα να ξαναγυρίσω τις σελίδες του, να ξαναδιαβάσω σκέψεις που με είχαν σταματήσει στην πρώτη ανάγνωση. Και νομίζω πως, ό,τι κι αν γράψω, δεν θα μπορέσω να αποδώσω τα έντονα συναισθήματα που μου δημιούργησε το "Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα" του Ελβετού Πασκάλ Μερσιέ (Ψυχογιός, 2006).
Ένας κλασικός φιλόλογος σε Λύκειο της Βέρνης (και μόνο αυτή η ιδιότητα ήταν αρκετή για να με γοητεύσει από την αρχή), ο Ράιμουντ Γκρεγκόριους, ενώ πηγαίνει ένα πρωί στο σχολείο, συναντά μια άγνωστη γυναίκα που φαίνεται έτοιμη να πέσει στο ποτάμι. Η μοναδική πορτογαλική λέξη που εκείνη προφέρει ασκεί μια παράξενη γοητεία στον μονήρη, ενδοστρεφή, σχολαστικό καθηγητή. Πάει στο σχολείο, αρχίζει το μάθημα, αλλά σε μια ξαφνική παρόρμηση εγκαταλείπει τα πάντα, φεύγει από το μάθημα, τριγυρίζει για λίγο στην πόλη, μπαίνει σ' ένα ισπανικό βιβλιοπωλείο κι εκεί ο βιβλιοπώλης του χαρίζει ένα βιβλίο γραμμένο στα Πορτογαλικά, μεταφράζοντάς του την εισαγωγή. Ο Γκρεγκόριους αγοράζει μια μέθοδο εκμάθησης Πορτογαλικών κι ένα λεξικό και αρχίζει με κόπο να μεταφράζει. Σε μια καινούργια παρόρμηση, παίρνει ένα νυχτερινό τρένο και φεύγει για τη Λισαβόνα, όπου και αρχίζει να αναζητά τον συγγραφέα του πορτογαλικού βιβλίου, κάποιον Αμαντέου ντε Πράντου, ενώ συνεχίζει να μεταφράζει και να διαβάζει το παράξενο βιβλίο που τον μάγεψε.
Από τον ένα στον άλλο, από μια οφθαλμίατρο σ' ένα γέρο βιβλιοπώλη, από έναν υπερήλικα ιερέα που υπήρξε καθηγητής του Αμαντέου σ' ένα παλιό φίλο, από έναν αγωνιστή κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην αφοσιωμένη αδελφή του Πράντου, από τη μικρότερη αδελφή σε μια παιδική φίλη και τελευταία στη μοιραία γυναίκα της ζωής του νεκρού πια γιατρού και συγγραφέα, ανασυνθέτει λίγο-λίγο τη ζωή και την προσωπικότητά του. Παράλληλα με το βιβλίο που εξακολουθεί κατά διαστήματα να μεταφράζει, και άλλα κείμενα που άφησε ο γιατρός, φιλόσοφος και ποιητής Αμαντέου, ολοκληρώνουν την αναπαράσταση της ζωής και της εξαιρετικής προσωπικότητάς του. Έχουμε ουσιαστικά ένα βιβλίο γεμάτο φιλοσοφικούς στοχασμούς, εγκιβωτισμένο σ' ένα άλλο βιβλίο, αυτό της αναζήτησης, καθώς ο Γκρεγκόριους τριγυρίζει στη Λισαβόνα. Σκέψεις για το πέρασμα του χρόνου, για τη δύναμη των λέξεων, για τη σημασία των συμπτώσεων που καθορίζουν τη ζωή μας, για την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος (η επίδραση του άρρωστου αλλά άτεγκτου δικαστικού που υπήρξε ο πατέρας του Αμαντέου ήταν καθοριστική για τη ζωή του), σκέψεις για το χρόνο, για τη μοναξιά, για το θάνατο, προπάντων για το θάνατο, συμφύρονται με ό,τι υπήρξε στη ζωή ο εξαιρετικός εκείνος άνθρωπος: ένα λαμπρό πνεύμα, μια ιδιοφυΐα που αναδεικνύεται μέσα από τα κείμενά του αλλά και από τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν.
Υποτίθεται ότι πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Μερσιέ είναι ο καθηγητής Γκρεγκόριους. Μ' αυτόν αρχίζει το βιβλίο, μ' αυτόν τελειώνει, αυτού την πορεία παρακολουθούμε στη Λισαβόνα. Στην ουσία όμως πωταγωνιστής αναδεικνύεται η μοναδική προσωπικότητα του νεκρού πια γιατρού Αμαντέου ντε Πράντου. Πλήθος οι πορτογαλικές λέξεις και φράσεις που άλλοτε ερμηνεύονται μέσα στο ίδιο το κείμενο, άλλοτε τις καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα, αποτελούν ακόμα ένα στοιχείο της γοητείας του βιβλίου. Κι ακόμα κάτι που λειτούργησε ως παράγων προσωπικής για μένα γοητείας. Έχοντας πριν από δύο χρόνια επισκεφθεί την Πορτογαλία, μπορούσα να φανταστώ το περιβάλλον μέσα στο οποίο τριγύριζε ο Γκρεγκόριους για τόσες μέρες. Μπορούσα να δω τον Τάγο ν' απλώνει τα ήρεμα νερά του καθώς ο καθηγητής τον διαπλέει, μπορούσα να φανταστώ τα στενά δρομάκια της Αλφάμα, να τριγυρίσω στην πλατεία Ρόσσιου, να διασχίσω την Αβενίτα ντα Λιμπερτάδε, να γοητευτώ ξανά από την ομορφιά της Κοΐμπρα στην οποία είχε σπουδάσει ο Πράντου. Κρίμα μόνο που δεν είχα διαβάσει το βιβλίο πριν πάω στην Πορτογαλία. Θα 'ψαχνα τότε ίσως να βρω τη ρούα Αουγκούστα "τον ωραιότερο δρόμο του κόσμου", κατά τον Αμαντέου.
Με δυο λέξεις:ένα εξαιρετικό βιβλίο.


Τρίτη, Οκτωβρίου 02, 2007

Το νησί

Είμαι γενικά πολύ επιφυλακτική με όσα βιβλία...αυτοδιαφημίζονται. Οι δυο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Victoria Hislop "Το νησί" (Διόπτρα, 2007), είναι γεμάτες από το τι "έγραψαν...είπαν" διάφοροι, γνωστοί και άγνωστοι, για το βιβλίο. Γιατί με προκαταλαμβάνει; Γιατί δεν με αφήνει να κρίνω μόνη μου; Κι έπειτα, αυτό το "15η έκδοση" στο εξώφυλλο τι σημαίνει; Πότε έγινε η πρώτη έκδοση; Στο εσώφυλλο δεν βλέπω άλλη χρονολογία από το 2007. Μπορούμε να μιλάμε για καινούριες εκδόσεις, όταν πρόκειται απλώς για ανατυπώσεις; Και πόσα αντίτυπα εκδίδονταν σε κάθε έκδοση; Πουθενά δεν το λέει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτά τα εμπορικά τεχνάσματα δεν έχουν σημασία, αν το ίδιο το βιβλίο αξίζει. Μήπως όμως ακριβώς αυτά τα διαφημιστικά ευρήματα φανερώνουν μια φοβία των εκδοτών και μια προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών με τεχνητά μέσα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι η εξής: Μια νεαρή κοπέλα, η Αλέξις, στην πρσπάθειά της να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ιστορία του παρελθόντος της Ελληνίδας μητέρας της, που με σχολαστική μυστικοπάθεια εκείνη απέκρυβε, ξεκινά από το Λονδίνο για την Κρήτη. Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Ενώ όμως η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, δεν κατάφερε, πέρα από το πληροφοριακό στοιχείο, να το αξιοποιήσει και λογοτεχνικά. Βρίσκω ότι το βιβλίο αυτό μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορεί να δημιουργήσει στους ξένους αναγνώστες παρά στους Έλληνες. Είναι εμφανής η προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην Κρήτη. Για παράδειγμα, η αναφορά στα πιατάκια με τους μεζέδες, η περιγραφή της νύχτας της Ανάστασης, ενός γλεντιού ή του χορού σε πανηγύρι, του γάμου, του τρύγου ή του μαζέματος των ελιών, μπορεί να δημιουργούν μια εξωτική ατμόσφαιρα για τους μη Έλληνες αναγνώστες, όχι όμως και για μας που όλα αυτά αποτελούν καθημερινές και αυτονόητες συνήθειες.
Έπειτα, στην όλη ιστορία λείπει η ένταση και το πάθος, λείπει το βάθος και η συγκίνηση. Είναι μια "φλατ" αφήγηση, θα έλεγα, που εξελίσσεται στο ίδιο ύφος, είτε μας περιγράφει εξωτερικά ένα τοπίο είτε τη συγκλονιστική στιγμή που μια νέα, όμορφη, αρραβωνιασμένη κοπέλα ανακαλύπτει στο σώμα της τα πρώτα σημάδια της λέπρας.
Ασφαλώς, για να τελειώσω το 500 σελίδων μυθιστόρημα (με αρκετό κόπο, ομολογώ) κάποιο ενδιαφέρον βρήκα σ' αυτό. Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσδώσει στο θέμα της η συγγραφέας.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Γνώρισα την Ελένη Τσαμαδού μέσα από τη διαδικτυακή επικοινωνία των blogs κι ανταλλάξαμε ως τώρα αρκετές σκέψεις, βρίσκοντας και πολλά κοινά, όχι μόνο στην αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά και σε συμπτώσεις της ζωής. Ομολογώ ότι αυτή η γνωριμία ήταν και ο λόγος που αναζήτησα και διάβασα το μυθιστόρημά της "Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου" (Ψυχογιός 2007). Αλλιώς, πιθανόν και να το προσπερνούσα, αν τυχαία το συναντούσα σε κάποιο βιβλιοπωλείο. "Ακόμα ένα βιβλίο για τον Μ. Αλέξανδρο", θα σκεφτόμουν. "Αρκετά δεν έχουμε διαβάσει;" Πλήθος συγγραφείς, από την αρχαιότητα ως σήμερα ενέπνευσε αυτή η καταπληκτική προσωπικότητα. Ξέρουμε πια κάθε πτυχή της ζωής του, κάθε ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του.
Κι όμως, το βιβλίο της Τσαμαδού δεν με απογοήτευσε. Χωρίς να απομακρύνεται από τα παραδεδομένα ιστορικά γεγονότα και τις πηγές, βρήκε ένα καινούριο τρόπο να μας μιλήσει γι' αυτή την ξεχωριστή φυσιογνωμία, αναπαριστώντας ταυτόχρονα με επιτυχία τη ζωή στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια αρκετά γνωστή τεχνική, την υποτιθέμενη δηλαδή ανεύρεση ενός χειρογράφου, που φαινόταν να είναι η επιστολή που μια γυναίκα απευθύνει στον Αλέξανδρο, αφού εκείνος είχε πια πεθάνει. Με βάση αυτά τα χειρόγραφα η συγγραφέας αναπλάθει τη ζωή της εταίρας Παγκάσπης ή Παγκάτης, τη γνωριμία της με τον Αλέξανδρο, το μεγάλο έρωτά της γι' αυτόν, αλλά και τη δική του επίσης αγάπη, αν και, κάποια στιγμή εκείνος την εγκαταλείπει, παντρεύεται άλλες και πεθαίνει, τελικά, νεότατος. Με την αφήγηση μεταφερόμαστε στη Λάρισα (από την οποία καταγόταν η Παγκάστη), στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στην Πέλλα και παρακολουθούμε τον Αλέξανδρο στη μεγάλη του εκστρατεία.
Η ιστορία σμίγει με τη μυθοπλασία σ' ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Η αφήγηση ελκυστική, πειστική, καθόλου κουραστική. Τα ιστορικά γεγονότα αναφέρονται όπως τα ξέρουμε και από άλλες πηγές. Τα μυθοπλαστικά μας πείθουν: "Γιατί όχι; Θα μπορούσαν να είχαν συμβεί κι έτσι". Μου άρεσε που η συγγραφέας δεν εκφράζει βεβαιότητες εκεί όπου δεν μας έχουν παραδοθεί στοιχεία. Για παράδειγμα, από ποιον και γιατί δολοφονήθηκε ο Φίλιππος; Όλες οι εκδοχές τίθενται υπό μορφή ερωτημάτων και πιθανοτήτων. Το ίδιο και για τη σχέση του Αλέξανδρου με τον Ηφαιστίωνα κι άλλα γεγονότα.
Μοναδική μου αντίρρηση στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Τσαμαδού οι παραπομπές. Πιστεύω πως οι παραπομπές προσιδιάζουν μόνο σε επιστημονικά έργα και όχι στη λογοτεχνία. Θα ήταν αρκετή η αναφορά στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε (πράγμα που γίνεται άλλωστε) και όχι η συνεχής παραπομπή του αναγνώστη σε σημειώσεις και επεξηγήσεις.
Μου φαίνεται πολύ να τον αγάπησε η συγγραφέας τον Μ. Αλέξανδρο, παρ' όλα τα αντιφατικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Μαζί της μας παρασύρει κι εμάς σ' αυτή τη λατρεία που πραγματικά την αξίζει. Όσα κι αν διαβάσουμε γι' αυτόν η ωραία μορφή του Αλέξανδρου πάντα θα μας συγκινεί και θα μας γοητεύει.


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007

"Ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες"

Από τότε που ο Librofilo μας παρουσίασε τη μικρή αυτή ποιητική συλλογή (Γιάννη Ευσταθιάδη, Γραμμένα φιλιά, ύψιλον/βιβλία, 2006), την αναζητούσα. Χτες, τυχαία, την βρήκα μόνη και μισοξεχασμένη, ανάμεσα σε σωρούς άλλων πολύχρωμων, φανταχτερών, σε τίτλους και χρώματα βιβλίων. Λιτή, λευκή, αφανής, δεν τραβούσε την προσοχή. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, δεν την ξεφύλλισα, όπως συνήθως, πριν την αγοράσω. Την ήθελα.
Τη διαβάζω ξανά και ξανά. Βυθίζομαι στον πόνο του πατέρα που έχασε το 25χρονο παλικάρι του, κάνοντας κι εγώ μαζί του "ασκήσεις μνημονικής".
Όποιος πονά για αγαπημένο απόντα (και ποιος δεν πονά), όποιος λαχταρά να στείλει "γραμμένα φιλιά" (αφού άλλα δεν μπορεί πια) ας βυθιστεί στην ανακουφιστική παρηγοριά αυτής της ποίησης. Δεν δακρύζουμε πια με το Παλαμικό "άφκιαχτο κι αστόλιστο", ο σπαραχτικός θρήνος του Ρίτσου "Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου" απαλύνεται διαχεόμενος στη μουσική του Θεοδωράκη, και το Θεομητορικό "ω, γλυκύ μου έαρ" χάνεται μέσα στις ευωδιές της αναγεννημένης φύσης και της προσδοκώμενης Ανάστασης. Τα "Γραμμένα φιλιά"-σαν αποστείρωση πληγής-καίνε κι ανακουφίζουν μαζί. Διαβάστε το.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Καημοί της Ρωμιοσύνης (και όχι μόνο...)

Κλείνω την τελευταία (459η) σελίδα του μυθιστορήματος του Βασίλειου Χριστόπουλου "ΚΙ ΕΣΥ ΈΛΛΗΝΑΣ, ΡΕ;" (Κέδρος 2005), αφού για τρεις συνεχείς ώρες δεν σήκωσα κεφάλι από το τελευταίο του μέρος και για ώρα πολλή δεν μπορώ να κάνω ή να σκεφτώ τίποτε άλλο. Η σκέψη μου ανατρέχει ξανά και ξανά σε χρόνους ταραγμένους, σε πρόσωπα και τόπους, σε γεγονότα ιστορικά που σφράγισαν τη μοίρα του Ελληνισμού αλλά και άλλων λαών (Αρμένιων, Κούρδων, Βούλγαρων, Σέρβων κ.ά.) που ζούσαν στη μεγάλη κάποτε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θλίψη και καημός, μελεγχολία που επιτείνεται από τη φουρτουνιασμένη πλάι μου θάλασσα του Σεπτέμβρη.
Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό λίγο βαριεστημένα, δεν με τράβηξε και πολύ στην αρχή, 1893, ένα καραβάνι επιστρέφει στο Μοναστήρι (καλά-καλά δεν ήξερα πού είναι)-άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, σκέφτηκα, τι καινούριο θα 'χει να μας πει; Κι όμως, σιγά-σιγά, όταν μπήκα για καλά στην ατμόσφαιρά του, όταν μπόρεσα να συνδέσω τα φαινομενικά ασύνδετα κεφάλαιά του, από ένα σημείο και πέρα δεν μπορούσα να σταματήσω.
Δυο ανεξάρτητες οικογένειες, η μια από το Μοναστήρι της Μακεδονίας, που δόθηκε αργότερα στη Σερβία και τώρα ανήκει στη FYROM (Σκόπια) και μια άλλη οικογένεια από το Χάνι, ένα χωριό στα Σούρμενα του Πόντου, διανύουν τις παράλληλες ιστορίες τους, ώσπου ένα παρακλάδι της μιας οικογένειας θα ενωθεί με ένα απόγονο της άλλης. Τα δραματικά ιστορικά γεγονότα ξετυλίγονται μέσα από τις τύχες των ηρώων, καλύπτοντας από το 1893 ως το 1926 περίπου, και μετά μ' ένα άλμα κλείνοντας στο 2002.
Χρόνοι ταραγμένοι, τα Βαλκάνια σε αναβρασμό, τα εθνικά κράτη το μεγάλο ζητούμενο, πόλεμοι, διωγμοί, ξεριζωμοί, οι άνθρωποι άλεσμα στις βαριές μυλόπετρες της Ιστορίας. Οι απλοί άνθρωποι, οι δοσμένοι στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, έμποροι, αγρότες, κτηνοτρόφοι, δεν ξέρουν απ' αυτά. Ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκεία τους χωρίζουν. Ο Νικολός από το Μοναστήρι κλέβει τη Λέγκω, μια μουσουλμάνα Βλάχα που μιλάει πότε ρωμέικα και πότε αρβανίτικα, από το χαρέμι του βαλή του Μοναστηρίου και την παντρεύεται χριστιανικά στη Θεσσαλονίκη, για να καταλήξει τελικά έμπορος καπνών στη Σμύρνη, με φίλο, συνεταίρο και κουμπάρο τον Τούρκο Ιμπραήμ.
Ο Λάμπο από το Χάνι παντρεύεται την Αρμένισσα Χατούνα, παρά τον "τεσκερέ", το διάγγελμα με το οποίο απαγορευόταν ο γάμος των Αρμενισσών με Οθωμανούς υπηκόους. Ο γιος του Λάμπο, ο Ανέστης, παντρεύεται την Κούρδισσα Ντιλάν και πάει να ζήσει στο Τιλκίτ, ένα κουρδικό χωριό στο βιλαέτι της Τραπεζούντας, εξισλαμίζεται μόνο φαινομενικά παίρνοντας το όνομα Αϊνούτ, ενώ ένας άλλος γιος του Λάμπο, ο Χριστόδουλος, θα παντρευτεί την κόρη του Νικολού στη Σμύρνη.
Ο αγώνας της διαφιλονικούμενης Μακεδονίας, η επανάσταση των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος, ο Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, οι διωγμοί των Αρμενίων, η ανταλλαγή πληθυσμών, η καταστροφή της Σμύρνης, όλα περνάνε μέσα από το μυθιστόρημα, όχι ως ιστορία, αλλά ως γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή των ηρώων του. Είναι τόσο πειστική η γραφή του Χριστόπουλου που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας και όχι εξιστόρηση της ζωής υπαρκτών προσώπων.
Το τρίτο μέρος του έργου μας μεταφέρει στο παρόν, στο 2002, όταν ένας Κούρδος λαθρομετανάστης, έγγονος του Αϊνούτ, φτάνει στην Πάτρα ψάχνοντας για συγγενείς, για τους οποίους του μιλούσε ο παππούς του. Και τι συγκινητική η φράση που απευθύνει, όταν εντοπίζει ένα τρίτο του ξάδελφο: "Το σον πάππο και το εμόν πάππο αδέλφια". Τα παράξενα ποντιακά Ελληνικά που έρχονται από τα βάθη της Ανατολίας δεν πείθουν τον Πατρινό ξάδελφο. Η μοίρα του περιπλανώμενου βαραίνει ακόμα στη ζωή του φτωχού Κούρδου Αϊνούτ και σ' όλους τους Αϊνούτ του κόσμου.
Γνώσεις ιστορικές, γεωγραφικές, εθνογραφικές μαρτυρούν την προεργασία που απαιτήθηκε γι' αυτό το μυθιστόρημα. Λέξεις και φράσεις αρβανίτικες, τούρκικες, αρμένικες, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε χρόνο και τόπο με αληθοφάνεια που ενισχύεται με ημερολογιακές αναφορές του τύπου: "ήταν 15 του Μάη του 1920" ή "Ξημερώνοντας 18 Απρίλη του 2002, ημέρα Πέμπτη" κ.λπ. Μ' άρεσε που, παρ' όλες τις ξένες λέξεις δεν υπάρχει γλωσσάρι, που όχι μόνο σε αναγκάζει να διακόπτεις την ανάγνωση αλλά μειώνει και τη φυσικότητα της αφήγησης.
Διερωτώμαι γιατί ένα τόσο εξαιρετικό βιβλίο (έτσι τουλάχιστον το είδα εγώ) δεν έτυχε της προβολής που του άξιζε. Να είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ή μήπως γιατί το πνεύμα του βιβλίου αντίκειται στους αναβιωμένους στην εποχή μας εθνικισμούς;


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

Άκου τη φωνή μου

Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει το "¨Οπου σε πάει η καρδια" της Σουζάννας Ταμάρο. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μόνο ότι μια γιαγιά απευθυνόταν στην ορφανή εγγονή της, την οποία μεγάλωνε η ίδια, στις δύσκολες σχέσεις τους, στη φυγή, τελικά, της εγγονής στην Αμερική.
Στο τωρινό της βιβλίο (Ωκεανίδα, 2007, μετ. Άννα Παπασταύρου) η εγγονή επιστρέφει. Ξαναβρίσκει τη γιαγιά, οι ταραγμένες σχέσεις συνεχίζονται, αλλά τώρα είναι η εγγονή που μιλάει. Σκόρπια κομμάτια του παρελθόντος επανέρχονται στη μνήμη, η γιαγιά όμως αρχίζει να μη θυμάται, το μυαλό διαταράσσεται κι ένα πρωί τη βρίσκει αναίσθητη.
Εντελώς μόνη πια στον κόσμο η εγγονή αναρωτιέται για τους γονείς της, για τη μητέρα, την οποία θυμάται πολύ αόριστα, για τον πατέρα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει, για τις ρίζες της. Ένα ημερολόγιο, γράμματα και φωτογραφίες, ευρήματα σε μια παλιά βαλίτσα, της επιτρέπουν να ανατρέξει στο παρελθόν και στους γονείς της. Συνηθισμένο, βέβαια, εύρημα, αλλά η Ταμάρο το διανθίζει με σκέψεις κι αυτό νομίζω είναι το πλεονέκτημα του βιβλίου. Η μητέρα έχει από χρόνια πεθάνει, τον πατέρα, που ο ίδιος αγνοεί την ύπαρξή της, θα τον βρει, θα αναζητήσει τις ρίζες της μέχρι το Ισραήλ κι ένας ηλικιωμένος θείος θα της μιλήσει για το παρελθόν της οικογένειας και θα κουβεντιάσουν ώρες ολόκληρες.
Το βιβλίο δεν έχει εξωτερική δράση. Δεν έχει μύθο που προωθείται και εξελίσσεται, παρά ελάχιστα. Έχει μια εσωτερικότητα, σκέψεις για τη γέννηση και το θάνατο, για το τυχαίο, τη μοίρα, την ευθύνη κ.λπ. Να δυο δείγματα τέτοιων σκέψεων που αφθονούν στο βιβλίο.
"Κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν επιθυμεί να έρθει στον κόσμο. Μια ωραία ημέρα, χωρίς να ερωτηθούμε, βρισκόμαστε πεταμένοι στη σκηνή (...) Παρ' όλη αυτή την πασιφανή βία, με το που γεννιέσαι, δε θέλεις να το κουνήσεις από δω. Μου φαινόταν παράδοξο:δε ζητάω να έρθω στον κόσμο, αλλά, από τη στιγμή που βρίσκομαι εδώ δε θέλω πια να φύγω. Ποιο είναι λοιπόν το νόημα της προσωπικής ευθύνης; Εγώ είμαι αυτός που επιλέγει ή άλλοι επιλέγουν εμένα;"
"Το βάρος της νύχτας είναι το βάρος των ερωτήσεων που δεν έχουν απάντηση. Η νύχτα ανήκει στους άρρωστους, στους ταραγμένους, δεν υπάρχει τρόπος να λυτρωθείς από την τυραννία της. Μπορείς ν' ανάψεις ένα φως, ν' ανοίξεις ένα βιβλίο, να ψάξεις στο ραδιόφωνο για μια παρήγορη φωνή, αλλά η νύχτα μένει εκεί και παραμονεύει: από το σκοτάδι ερχόμαστε, στο σκοτάδι πάμε και στο σκοτάδι ήταν το διάστημα, προτού το σύμπαν πάρει μορφή".


Βαρέθηκα τον Μακ Κορτ

Διάβασα τον "Δάσκαλο" του Μακ Κορτ με μεγάλο ενδιαφέρον. Ήταν ένα βιβλίο που χωρίς δισταγμό σύστηνα σε όλους, προπάντων όμως σε κάθε εκπαιδευτικό. Αναζήτησα στη συνέχεια και άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα. Βρήκα τις "Στάχτες της Άντζελα", αν και κατώτερο από το "Δάσκαλο", αρκετά καλό, και, παρ' όλη τη φτώχια και τη δυστυχία που έσταζε από παντού, ένα καλογραμμένο βιβλίο, που δεν του έλειπε το χιούμορ και η ωραία αφήγηση. Ε, το τρίτο του πια (τρίτο στη σειρά που τα διάβασα, δεν ξέρω με ποια σειρά τα έγραψε) και που είναι "Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ" (Λιβάνης, 2001, μετ. Αλέξανδρος Καλοφωλιάς), το τέλειωσα μόνο και μόνο γιατί εκείνες τις μέρες δεν είχα τίποτε άλλο προς ανάγνωση και γιατί, επίσης, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο Μακ Κορτ είναι ένας γοητευτικός παραμυθάς.
Σ' αυτό το τρίτο βιβλίο δεν λέει τίποτα καινούριο. Θέμα είναι η ζωή του στην Αμερική, όταν, 19χρονος νέος, φτωχός κι αμόρφωτος, φτάνει εκεί και προσπαθεί να ορθοποδήσει. Τα διάφορα επαγγέλματα με τα οποία ασχολήθηκε, η κατάταξή του στο στρατό (ήταν τότε ο πόλεμος της Κορέας, αλλά ο ίδιος έφτασε μόνο ως τη Γερμανία), η φοίτησή του στο Κολλέγιο για να πάρει το δίπλωμα δασκάλου, ο διορισμός του σε διάφορα σχολεία (κάτι που αφηγείται πολύ καλύτερα στο "Δάσκαλο"), τα σπίτια που άλλαξε, ο γάμος και ο χωρισμός του, οι επισκέψεις του στην Ιρλανδία, η τύχη των αδελφιών και των γονιών του, αναμνήσεις ξανά και ξανά από τη δυστυχισμένη παιδική ηλικία, όλα σχεδόν γνωστά από τα προηγούμενά του βιβλία.
Δεν ξέρω αν κάποιος που δεν διάβασε προηγουμένως Μακ Κορτ θα το βρει ενδιαφέρον. Εγώ πάντως το βαρέθηκα.



Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007

Αχ, καημένη μάνα-Ελλάδα

Διαβάζω, πώς θα μπορούσα αλλιώς; Δεν μπορώ όμως να γράψω τίποτα. Ο νους μου εκεί, στον πύρινο εφιάλτη που κατακαίει την ομορφιά, που εξαφανίζει χωριά, που αφαιρεί με το φρικτότερο τρόπο ζωές. Γιατί; Γιατί; Ποια μοίρα κακή δεν αφήνει αυτή την έρμη γη να ησυχάσει; Απ' τις σκλαβιές στους εμφυλίους κι απ' τους πολέμους στις δικτατορίες και στις φυσικές καταστροφές. Αχ, μάνα, πιο πολύ νιώθουμε τον πόνο σου εμείς που βρισκόμαστε μακριά. Έκλαψα χτες, βλέποντας τα πυροσβεστικά μας οχήματα να φορτώνονται για να 'ρθουν να βοηθήσουν, τους εθελοντές μας να προστρέχουν για να συνεισφέρουν τη δική τους αρωγή, τους λογαριασμούς που ανοίχτηκαν εδώ για εισφορές. Στη σκέψη μου ήρθε η ευτελής βέρα που φορούσε η μητέρα μου στο χέρι της ως το θάνατό της, μια φτηνή βέρα που τους έδιναν για αντάλλαγμα της χρυσής δικής τους, τότε που πρόθυμα την πρόσφεραν στους εράνους για τη μάνα Ελλάδα. Έκλαψα σήμερα διαβάζοντας στην εφημερίδα τη βοήθεια που πρόσφεραν διάφορες χώρες. Εξήντα πυροσβέστες η Γαλλία, 137 η μικρή Κύπρος! Πονάμε, όπως πονάει το παιδί τη μάνα που υποφέρει.
Αλλά δεν ήταν μόνο η θλίψη αυτό που ένιωσα. Ανοίγοντας για λίγο την τηλεόραση σε Ελλαδικά κανάλια, αγανάκτησα, θύμωσα, πικράθηκα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως την ώρα της απίστευτης συμφοράς, υποψήφιοι βουλευτές ή δημοσιογράφοι θα διαπληκτίζονταν και θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν προεκλογικά αυτό το κακό. Όλοι αυτοί αντί να τσακώνονται θα 'πρεπε να βρίσκονται εκεί, στα καμένα χωριά, κοντά στους άστεγους, δίπλα στους πονεμένους ανθρώπους. Θα 'πρεπε, αυτή την ώρα, αντί να ψάχνουν ποιος φταίει, όλοι, σαν ένας άνθρωπος, να καταθέσουν ιδέες και προτάσεις, να δουν πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το κακό, και πώς να εμποδιστεί να ξαναγίνει. Κι ας έρθουν μετά να αναζητήσουν ευθύνες και ενόχους.
Πονάω για την Ελλάδα, πονάω όμως και για τον άνθρωπο γενικά. Κάποτε συμμεριζόμουν την αισιοδοξία του Σικελιανού που στο ερώτημα που έθετε ο ίδιος,
Κι η καρδιά μου, ως εβάδιζα βογκούσε:
"Θα 'ρτει τάχα ποτέ, θε να 'ρτει η ώρα
που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,
κι η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,
θα γιορτάσουν μαζι;"
απαντούσε:"Θα 'ρτει". Τώρα πια δεν είμαι τόσο σίγουρη.

Σάββατο, Αυγούστου 18, 2007

Σκηνικό γάμου


Πώς είναι όταν κάποτε τύχει να πέσει στα χέρια σου ένα άλμπουμ με φωτογραφίες γάμου, ενός γάμου εντελώς ξένου προς εσένα, με πρόσωπα άγνωστά σου, που καθόλου δεν σε ενδιαφέρουν κι όμως συνεχίζεις να το ξεφυλλίζεις, γιατί οι φωτογραφίες είναι ωραία τραβηγμένες, έτσι μου φάνηκε και το βιβλίο της Blandine Le Callet "ΣΚΗΝΙΚΟ ΓΑΜΟΥ" (Πόλις, 2007). Ένα άλμπουμ γάμου με λόγια. Ναι, βέβαια, κάποιες σκηνές θυμίζουν το δικό σου ή άλλους συγγενικούς γάμους. Για παράδειγμα, το ζευγάρι μπροστά στον ιερέα, ο εσμός από παρανυφάκια, οι σοβαροί μες στις επίσημες τουαλέτες και τα κοστούμια τους συμπέθεροι, η πανύψηλη τούρτα, η υπέργηρη γιαγιά, τα τραπέζια της δεξίωσης, ο χορός των καλεσμένων, οι ανύπαντροι που ελπίζουν εδώ να συναντήσουν κάποιο υποψήφιο γαμπρό ή νύφη, τα ποτήρια με τη σαμπάνια, τα δώρα, είναι κοινά είτε ο γάμος γίνεται στον τόπο μας είτε στη Γαλλία, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα της Le Callet.
Καθένα από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι δοσμένο με τη ματιά κι ενός διαφορετικού προσώπου απ' όσα παίρνουν μέρος σ' αυτή την τελετή. Η μικρή Πωλίν, μια από τις μικρές παρανύφους, ο ιερέας, η γιαγιά, μια αδελφή της νύφης, ο αδελφός του γαμπρού, ο ίδιος ο γαμπρός, η νύφη, γίνονται το κέντρο βάρους κάθε κεφαλαίου και μέσα από τη δική τους σκοπιά ανασυντίθεται όχι μόνο το σκηνικό, αλλά και στιγμές του παρελθόντος, ψυχογραφούνται πρόσωπα, εξιστορείται ο τρόπος γνωριμίας του ζευγαριού, οι οικογενειακές σχέσεις, η ψυχρότητα μεταξύ ορισμένων μελών της οικογένειας, τονίζεται η διαφορά των τάξεων, περιγράφεται ο τρόπος ζωής και νοοτροπίας μιας μεγαλοαστικής, ίσως και αριστοκρατικής τάξης, αλλά ακόμα και παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όπως αυτή μιας αδελφής της νύφης που αποδεικνύεται λεσβία, ή ενός από τους καλεσμένους που τη βραδιά της δεξίωσης ελπίζει να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες.
Το "Σκηνικό γάμου" έχει μια πρωτοτυπία ως προς την τεχνική του, είναι στιγμές όμως που τα πρόσωπα και οι μεταξύ τους συγγενικές σχέσεις συγχίζονται και ξαναγυρνάς τις σελίδες για να θυμηθείς ποιος είναι ποιος. Η αφήγηση έχει ενδιαφέρον και σε ελκύει, αλλά η όλη εντύπωση που μου έμεινε τελικά είναι αυτή που είπα και στην αρχή: Σαν να κοιτάς τις, ωραίες πράγματι, φωτογραφίες ενός ξένου γάμου που δεν σε ενδιαφέρει.