Η αργία του "Κατακλυσμού" μου χάρισε ένα υπέροχο τριήμερο . Νομίζω δεν υπάρχει πουθενά αλλού αυτή η πάνδημη θαλασσινή γιορτή τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος (που εμείς τη λέμε "Του κατακλυσμού"), όπως γιορτάζεται στην Κύπρο. Γιορτή που κρατάει από την πανάρχαια λατρεία του Άδωνι και της Αφροδίτης. Πέρα από το αλληλοβρέξιμο μικρών και μεγάλων (θυμάσαι τις πιτσίκλες, Mike;) όλες οι παράλιες πόλεις της Κύπρου γιορτάζουν. Θαλασσινοί διαγωνισμοί, λεμβοδρομίες κ.ά., διαγωνισμοί "τσιαττιστών"-είδος μαντινάδων, κυπριακοί χοροί, λαϊκοί τραγουδιστές, ένα τεράστιο πανηγύρι. Το χωριό, βέβαια, στο οποίο καταφεύγω, παραθαλάσσιο μεν, αλλά χωρίς το νταβατούρι των πόλεων. Μονάχα οι καμιά εικοσαριά ψαροταβέρνες του γεμίζουν ασφυκτικά κι εμείς οι "ντόπιοι" αποφεύγουμε τέτοιες μέρες να τις επισκεφθούμε. Τρεις όμορφες μέρες, λοιπόν, πλάι στο κύμα, απογευματινοί περίπατοι, φιλικές συντροφιές τα βράδια και προπάντων διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα. Πέτυχα, ευτυχώς, ωραία βιβλία.
ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΛΑ (του Φρανκ Μακ Κορτ, Λιβάνης 1998).
Πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει μια επιφυλλίδα του Παπανούτσου, που μάταια από τότε ψάχνω να τη ξαναβρώ στις συλλογές των δοκιμίων του, δεν ξέρω καν αν τη συμπεριέλαβε σε κάποια απ' αυτές. Θυμάμαι ότι έλεγε περίπου τα εξής: η αισθητική απόλαυση από την τέχνη του λόγου είναι άσχετη από τις καταστάσεις που περιγράφει. Όταν δηλ. διαβάζουμε ένα ωραίο λογοτεχνικό κείμενο, αισθανόμαστε μια ευφορία, μια απόλαυση, έστω κι αν οι καταστάσεις που περιγράφει είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστες.
Αυτό το κείμενο του Παπανούτσου μου ξανάρθε στο νου και για άλλη μια φορά διαπίστωσα την αλήθεια του, καθώς διάβαζα τις "Στάχτες της Άντζελα". Για 600 σελίδες διαβάζεις για φτώχεια, κρύο, πείνα, αρρώστιες, θανάτους, βάσανα, υγρά σπίτια, κουρέλια, βρωμιά, σκληρή κι απάνθρωπη συμπεριφορά κι όμως αισθάνεσαι αυτή την πληρότητα που σου χαρίζει η τέχνη. Στην ουσία είναι η αυτοβιογραφία του Φρανκ Μακ Κορτ, που αποδεικνύεται τεχνίτης του λόγου, όπως το είδαμε και στο "Δάσκαλο", γραμμένο μετά τις "Στάχτες". Δεν ξέρω πόσο υπερβάλλει, δεν ξέρω αν είναι αληθινά όλα τα περιστατικά που αναφέρει. Σημασία έχει ότι ο λόγος του σε τραβάει ακαταμάχητα, το δάκρυ που πάει να θολώσει τα μάτια σου το διαλύει το γέλιο που το διαδέχεται. Μου άρεσε ο τόσο ζωντανός Ενεστώτας, όχι συνήθης αφηγηματικός χρόνος. Εκτός από τις λίγες πρώτες σελίδες, στις οποίες μιλάει για την καταγωγή και τη γνωριμία των γονιών του, από τη στιγμή που μπαίνει ο ίδιος στη σκηνή και στη δράση, σε ηλικία 4 περίπου χρόνων, το βιβλίο προχωρεί σε χρόνο παροντικό, που χαρίζει στο ύφος μια ιδιαίτερη ζωντάνια.
Οι γονείς του ήταν Ιρλανδοί που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη, όπου είχαν μεταναστεύσει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, αλλά σύντομα αναγκάζονται να γυρίσουν στην Ιρλανδία. Τα παιδιά διαδέχονται το ένα το άλλο, χάνουν όμως ένα κοριτσάκι και δυο δίδυμα αγοράκια σε πολύ μικρή ηλικία. Επιζούν τέσσερα αγόρια, με πρωτότοκο τον Φρανκ. Όλο το βιβλίο είναι ένας αγώνα επιβίωσης, αλλά και μια παραστατική εικόνα της ζωής στην Ιρλανδία, και ιδίως στο Λίμερικ, τις δεκαετίες του '30 και '40. Απίστευτη φτώχεια, η οικογένεια ζει από τα επιδόματα ανεργίας ή τα βοηθήματα της Πρόνοιας, ο πατέρας, κι όταν βρίσκει κάποτε δουλειά, ξοδεύει τα λεφτά στο ποτό πριν φτάσει στο σπίτι. Για τον ίδιο λόγο χάνει τη μια δουλειά μετά την άλλη και τέλος, με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πάει στην Αγγλία, όπου (ευγνωμονώντας τον Χίτλερ!) υπάρχει μεγάλη ανάγκη από εργατικά χέρια. Αλλά και πάλι η οικογένειά του δεν βλέπει απ' αυτόν καθόλου λεφτά.
Ο μικρός Φρανκ αναλαμβάνει καθήκοντα δυσανάλογα με την ηλικία του. Πότε είναι υπεύθυνος για τα μικρότερα αδέλφια, πότε δουλεύει, πότε κλέβει, πότε κάνει σκασιαρχείο, πότε αρχίζει να ενημερώνεται για τη σεξουαλικότητα από μεγαλύτερα παιδιά και πάνω απ' όλα πεινάει, πεινάει και κρυώνει.
Το έντονο πνεύμα του Καθολικισμού και της Ιρλανδικής φιλοπατρίας συχνά γίνεται αντικείμενο ειρωνείας. Όταν ο δάσκαλος τους προετοιμάζει για να δεχτούν το Χρίσμα, λέει χαρακτηριστικά ο Φρανκ: "Θέλω να τους πω ότι δεν θα μπορέσω να πεθάνω για την Πίστη, γιατί είμαι ήδη κλεισμένος να πεθάνω για την Ιρλανδία".
Τελειώνοντας το δημοτικό δεν μπορεί να πάει πιο πέρα, παρ' όλο που ξεχωρίζει ως μαθητής και το διάβασμα του αρέσει πολύ. Βρίσκει διάφορες δουλειές με παντοτινό στόχο και όνειρο να μαζέψει τα ναύλα για την Αμερική, για τη Γη της Επαγγελίας. Το βιβλίο σταματά στην άφιξή του εκεί, όταν πια είναι 18 χρονών. "Μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς", λέει ο Μακ Κορτ. Κι εγώ σκέφτομαι: "Μόνο μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία μπορούσε να γίνει ένα τόσο ωραίο μυθιστόρημα".