Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 26, 2007

Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου

Γνώρισα την Ελένη Τσαμαδού μέσα από τη διαδικτυακή επικοινωνία των blogs κι ανταλλάξαμε ως τώρα αρκετές σκέψεις, βρίσκοντας και πολλά κοινά, όχι μόνο στην αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά και σε συμπτώσεις της ζωής. Ομολογώ ότι αυτή η γνωριμία ήταν και ο λόγος που αναζήτησα και διάβασα το μυθιστόρημά της "Η εταίρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου" (Ψυχογιός 2007). Αλλιώς, πιθανόν και να το προσπερνούσα, αν τυχαία το συναντούσα σε κάποιο βιβλιοπωλείο. "Ακόμα ένα βιβλίο για τον Μ. Αλέξανδρο", θα σκεφτόμουν. "Αρκετά δεν έχουμε διαβάσει;" Πλήθος συγγραφείς, από την αρχαιότητα ως σήμερα ενέπνευσε αυτή η καταπληκτική προσωπικότητα. Ξέρουμε πια κάθε πτυχή της ζωής του, κάθε ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του.
Κι όμως, το βιβλίο της Τσαμαδού δεν με απογοήτευσε. Χωρίς να απομακρύνεται από τα παραδεδομένα ιστορικά γεγονότα και τις πηγές, βρήκε ένα καινούριο τρόπο να μας μιλήσει γι' αυτή την ξεχωριστή φυσιογνωμία, αναπαριστώντας ταυτόχρονα με επιτυχία τη ζωή στην Ελλάδα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια αρκετά γνωστή τεχνική, την υποτιθέμενη δηλαδή ανεύρεση ενός χειρογράφου, που φαινόταν να είναι η επιστολή που μια γυναίκα απευθύνει στον Αλέξανδρο, αφού εκείνος είχε πια πεθάνει. Με βάση αυτά τα χειρόγραφα η συγγραφέας αναπλάθει τη ζωή της εταίρας Παγκάσπης ή Παγκάτης, τη γνωριμία της με τον Αλέξανδρο, το μεγάλο έρωτά της γι' αυτόν, αλλά και τη δική του επίσης αγάπη, αν και, κάποια στιγμή εκείνος την εγκαταλείπει, παντρεύεται άλλες και πεθαίνει, τελικά, νεότατος. Με την αφήγηση μεταφερόμαστε στη Λάρισα (από την οποία καταγόταν η Παγκάστη), στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στην Πέλλα και παρακολουθούμε τον Αλέξανδρο στη μεγάλη του εκστρατεία.
Η ιστορία σμίγει με τη μυθοπλασία σ' ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Η αφήγηση ελκυστική, πειστική, καθόλου κουραστική. Τα ιστορικά γεγονότα αναφέρονται όπως τα ξέρουμε και από άλλες πηγές. Τα μυθοπλαστικά μας πείθουν: "Γιατί όχι; Θα μπορούσαν να είχαν συμβεί κι έτσι". Μου άρεσε που η συγγραφέας δεν εκφράζει βεβαιότητες εκεί όπου δεν μας έχουν παραδοθεί στοιχεία. Για παράδειγμα, από ποιον και γιατί δολοφονήθηκε ο Φίλιππος; Όλες οι εκδοχές τίθενται υπό μορφή ερωτημάτων και πιθανοτήτων. Το ίδιο και για τη σχέση του Αλέξανδρου με τον Ηφαιστίωνα κι άλλα γεγονότα.
Μοναδική μου αντίρρηση στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της Τσαμαδού οι παραπομπές. Πιστεύω πως οι παραπομπές προσιδιάζουν μόνο σε επιστημονικά έργα και όχι στη λογοτεχνία. Θα ήταν αρκετή η αναφορά στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε (πράγμα που γίνεται άλλωστε) και όχι η συνεχής παραπομπή του αναγνώστη σε σημειώσεις και επεξηγήσεις.
Μου φαίνεται πολύ να τον αγάπησε η συγγραφέας τον Μ. Αλέξανδρο, παρ' όλα τα αντιφατικά στοιχεία του χαρακτήρα του. Μαζί της μας παρασύρει κι εμάς σ' αυτή τη λατρεία που πραγματικά την αξίζει. Όσα κι αν διαβάσουμε γι' αυτόν η ωραία μορφή του Αλέξανδρου πάντα θα μας συγκινεί και θα μας γοητεύει.


Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007

"Ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες"

Από τότε που ο Librofilo μας παρουσίασε τη μικρή αυτή ποιητική συλλογή (Γιάννη Ευσταθιάδη, Γραμμένα φιλιά, ύψιλον/βιβλία, 2006), την αναζητούσα. Χτες, τυχαία, την βρήκα μόνη και μισοξεχασμένη, ανάμεσα σε σωρούς άλλων πολύχρωμων, φανταχτερών, σε τίτλους και χρώματα βιβλίων. Λιτή, λευκή, αφανής, δεν τραβούσε την προσοχή. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη, δεν την ξεφύλλισα, όπως συνήθως, πριν την αγοράσω. Την ήθελα.
Τη διαβάζω ξανά και ξανά. Βυθίζομαι στον πόνο του πατέρα που έχασε το 25χρονο παλικάρι του, κάνοντας κι εγώ μαζί του "ασκήσεις μνημονικής".
Όποιος πονά για αγαπημένο απόντα (και ποιος δεν πονά), όποιος λαχταρά να στείλει "γραμμένα φιλιά" (αφού άλλα δεν μπορεί πια) ας βυθιστεί στην ανακουφιστική παρηγοριά αυτής της ποίησης. Δεν δακρύζουμε πια με το Παλαμικό "άφκιαχτο κι αστόλιστο", ο σπαραχτικός θρήνος του Ρίτσου "Γιε μου σπλάχνο των σπλάχνων μου" απαλύνεται διαχεόμενος στη μουσική του Θεοδωράκη, και το Θεομητορικό "ω, γλυκύ μου έαρ" χάνεται μέσα στις ευωδιές της αναγεννημένης φύσης και της προσδοκώμενης Ανάστασης. Τα "Γραμμένα φιλιά"-σαν αποστείρωση πληγής-καίνε κι ανακουφίζουν μαζί. Διαβάστε το.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Καημοί της Ρωμιοσύνης (και όχι μόνο...)

Κλείνω την τελευταία (459η) σελίδα του μυθιστορήματος του Βασίλειου Χριστόπουλου "ΚΙ ΕΣΥ ΈΛΛΗΝΑΣ, ΡΕ;" (Κέδρος 2005), αφού για τρεις συνεχείς ώρες δεν σήκωσα κεφάλι από το τελευταίο του μέρος και για ώρα πολλή δεν μπορώ να κάνω ή να σκεφτώ τίποτε άλλο. Η σκέψη μου ανατρέχει ξανά και ξανά σε χρόνους ταραγμένους, σε πρόσωπα και τόπους, σε γεγονότα ιστορικά που σφράγισαν τη μοίρα του Ελληνισμού αλλά και άλλων λαών (Αρμένιων, Κούρδων, Βούλγαρων, Σέρβων κ.ά.) που ζούσαν στη μεγάλη κάποτε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θλίψη και καημός, μελεγχολία που επιτείνεται από τη φουρτουνιασμένη πλάι μου θάλασσα του Σεπτέμβρη.
Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό λίγο βαριεστημένα, δεν με τράβηξε και πολύ στην αρχή, 1893, ένα καραβάνι επιστρέφει στο Μοναστήρι (καλά-καλά δεν ήξερα πού είναι)-άλλο ένα ιστορικό μυθιστόρημα, σκέφτηκα, τι καινούριο θα 'χει να μας πει; Κι όμως, σιγά-σιγά, όταν μπήκα για καλά στην ατμόσφαιρά του, όταν μπόρεσα να συνδέσω τα φαινομενικά ασύνδετα κεφάλαιά του, από ένα σημείο και πέρα δεν μπορούσα να σταματήσω.
Δυο ανεξάρτητες οικογένειες, η μια από το Μοναστήρι της Μακεδονίας, που δόθηκε αργότερα στη Σερβία και τώρα ανήκει στη FYROM (Σκόπια) και μια άλλη οικογένεια από το Χάνι, ένα χωριό στα Σούρμενα του Πόντου, διανύουν τις παράλληλες ιστορίες τους, ώσπου ένα παρακλάδι της μιας οικογένειας θα ενωθεί με ένα απόγονο της άλλης. Τα δραματικά ιστορικά γεγονότα ξετυλίγονται μέσα από τις τύχες των ηρώων, καλύπτοντας από το 1893 ως το 1926 περίπου, και μετά μ' ένα άλμα κλείνοντας στο 2002.
Χρόνοι ταραγμένοι, τα Βαλκάνια σε αναβρασμό, τα εθνικά κράτη το μεγάλο ζητούμενο, πόλεμοι, διωγμοί, ξεριζωμοί, οι άνθρωποι άλεσμα στις βαριές μυλόπετρες της Ιστορίας. Οι απλοί άνθρωποι, οι δοσμένοι στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης, έμποροι, αγρότες, κτηνοτρόφοι, δεν ξέρουν απ' αυτά. Ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκεία τους χωρίζουν. Ο Νικολός από το Μοναστήρι κλέβει τη Λέγκω, μια μουσουλμάνα Βλάχα που μιλάει πότε ρωμέικα και πότε αρβανίτικα, από το χαρέμι του βαλή του Μοναστηρίου και την παντρεύεται χριστιανικά στη Θεσσαλονίκη, για να καταλήξει τελικά έμπορος καπνών στη Σμύρνη, με φίλο, συνεταίρο και κουμπάρο τον Τούρκο Ιμπραήμ.
Ο Λάμπο από το Χάνι παντρεύεται την Αρμένισσα Χατούνα, παρά τον "τεσκερέ", το διάγγελμα με το οποίο απαγορευόταν ο γάμος των Αρμενισσών με Οθωμανούς υπηκόους. Ο γιος του Λάμπο, ο Ανέστης, παντρεύεται την Κούρδισσα Ντιλάν και πάει να ζήσει στο Τιλκίτ, ένα κουρδικό χωριό στο βιλαέτι της Τραπεζούντας, εξισλαμίζεται μόνο φαινομενικά παίρνοντας το όνομα Αϊνούτ, ενώ ένας άλλος γιος του Λάμπο, ο Χριστόδουλος, θα παντρευτεί την κόρη του Νικολού στη Σμύρνη.
Ο αγώνας της διαφιλονικούμενης Μακεδονίας, η επανάσταση των Νεότουρκων, οι Βαλκανικοί, ο Α΄ Παγκόσμιος, ο Ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, οι διωγμοί των Αρμενίων, η ανταλλαγή πληθυσμών, η καταστροφή της Σμύρνης, όλα περνάνε μέσα από το μυθιστόρημα, όχι ως ιστορία, αλλά ως γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή των ηρώων του. Είναι τόσο πειστική η γραφή του Χριστόπουλου που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας και όχι εξιστόρηση της ζωής υπαρκτών προσώπων.
Το τρίτο μέρος του έργου μας μεταφέρει στο παρόν, στο 2002, όταν ένας Κούρδος λαθρομετανάστης, έγγονος του Αϊνούτ, φτάνει στην Πάτρα ψάχνοντας για συγγενείς, για τους οποίους του μιλούσε ο παππούς του. Και τι συγκινητική η φράση που απευθύνει, όταν εντοπίζει ένα τρίτο του ξάδελφο: "Το σον πάππο και το εμόν πάππο αδέλφια". Τα παράξενα ποντιακά Ελληνικά που έρχονται από τα βάθη της Ανατολίας δεν πείθουν τον Πατρινό ξάδελφο. Η μοίρα του περιπλανώμενου βαραίνει ακόμα στη ζωή του φτωχού Κούρδου Αϊνούτ και σ' όλους τους Αϊνούτ του κόσμου.
Γνώσεις ιστορικές, γεωγραφικές, εθνογραφικές μαρτυρούν την προεργασία που απαιτήθηκε γι' αυτό το μυθιστόρημα. Λέξεις και φράσεις αρβανίτικες, τούρκικες, αρμένικες, μεταφέρουν τον αναγνώστη σε χρόνο και τόπο με αληθοφάνεια που ενισχύεται με ημερολογιακές αναφορές του τύπου: "ήταν 15 του Μάη του 1920" ή "Ξημερώνοντας 18 Απρίλη του 2002, ημέρα Πέμπτη" κ.λπ. Μ' άρεσε που, παρ' όλες τις ξένες λέξεις δεν υπάρχει γλωσσάρι, που όχι μόνο σε αναγκάζει να διακόπτεις την ανάγνωση αλλά μειώνει και τη φυσικότητα της αφήγησης.
Διερωτώμαι γιατί ένα τόσο εξαιρετικό βιβλίο (έτσι τουλάχιστον το είδα εγώ) δεν έτυχε της προβολής που του άξιζε. Να είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ή μήπως γιατί το πνεύμα του βιβλίου αντίκειται στους αναβιωμένους στην εποχή μας εθνικισμούς;


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

Άκου τη φωνή μου

Πριν από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει το "¨Οπου σε πάει η καρδια" της Σουζάννας Ταμάρο. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μόνο ότι μια γιαγιά απευθυνόταν στην ορφανή εγγονή της, την οποία μεγάλωνε η ίδια, στις δύσκολες σχέσεις τους, στη φυγή, τελικά, της εγγονής στην Αμερική.
Στο τωρινό της βιβλίο (Ωκεανίδα, 2007, μετ. Άννα Παπασταύρου) η εγγονή επιστρέφει. Ξαναβρίσκει τη γιαγιά, οι ταραγμένες σχέσεις συνεχίζονται, αλλά τώρα είναι η εγγονή που μιλάει. Σκόρπια κομμάτια του παρελθόντος επανέρχονται στη μνήμη, η γιαγιά όμως αρχίζει να μη θυμάται, το μυαλό διαταράσσεται κι ένα πρωί τη βρίσκει αναίσθητη.
Εντελώς μόνη πια στον κόσμο η εγγονή αναρωτιέται για τους γονείς της, για τη μητέρα, την οποία θυμάται πολύ αόριστα, για τον πατέρα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει, για τις ρίζες της. Ένα ημερολόγιο, γράμματα και φωτογραφίες, ευρήματα σε μια παλιά βαλίτσα, της επιτρέπουν να ανατρέξει στο παρελθόν και στους γονείς της. Συνηθισμένο, βέβαια, εύρημα, αλλά η Ταμάρο το διανθίζει με σκέψεις κι αυτό νομίζω είναι το πλεονέκτημα του βιβλίου. Η μητέρα έχει από χρόνια πεθάνει, τον πατέρα, που ο ίδιος αγνοεί την ύπαρξή της, θα τον βρει, θα αναζητήσει τις ρίζες της μέχρι το Ισραήλ κι ένας ηλικιωμένος θείος θα της μιλήσει για το παρελθόν της οικογένειας και θα κουβεντιάσουν ώρες ολόκληρες.
Το βιβλίο δεν έχει εξωτερική δράση. Δεν έχει μύθο που προωθείται και εξελίσσεται, παρά ελάχιστα. Έχει μια εσωτερικότητα, σκέψεις για τη γέννηση και το θάνατο, για το τυχαίο, τη μοίρα, την ευθύνη κ.λπ. Να δυο δείγματα τέτοιων σκέψεων που αφθονούν στο βιβλίο.
"Κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν επιθυμεί να έρθει στον κόσμο. Μια ωραία ημέρα, χωρίς να ερωτηθούμε, βρισκόμαστε πεταμένοι στη σκηνή (...) Παρ' όλη αυτή την πασιφανή βία, με το που γεννιέσαι, δε θέλεις να το κουνήσεις από δω. Μου φαινόταν παράδοξο:δε ζητάω να έρθω στον κόσμο, αλλά, από τη στιγμή που βρίσκομαι εδώ δε θέλω πια να φύγω. Ποιο είναι λοιπόν το νόημα της προσωπικής ευθύνης; Εγώ είμαι αυτός που επιλέγει ή άλλοι επιλέγουν εμένα;"
"Το βάρος της νύχτας είναι το βάρος των ερωτήσεων που δεν έχουν απάντηση. Η νύχτα ανήκει στους άρρωστους, στους ταραγμένους, δεν υπάρχει τρόπος να λυτρωθείς από την τυραννία της. Μπορείς ν' ανάψεις ένα φως, ν' ανοίξεις ένα βιβλίο, να ψάξεις στο ραδιόφωνο για μια παρήγορη φωνή, αλλά η νύχτα μένει εκεί και παραμονεύει: από το σκοτάδι ερχόμαστε, στο σκοτάδι πάμε και στο σκοτάδι ήταν το διάστημα, προτού το σύμπαν πάρει μορφή".


Βαρέθηκα τον Μακ Κορτ

Διάβασα τον "Δάσκαλο" του Μακ Κορτ με μεγάλο ενδιαφέρον. Ήταν ένα βιβλίο που χωρίς δισταγμό σύστηνα σε όλους, προπάντων όμως σε κάθε εκπαιδευτικό. Αναζήτησα στη συνέχεια και άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα. Βρήκα τις "Στάχτες της Άντζελα", αν και κατώτερο από το "Δάσκαλο", αρκετά καλό, και, παρ' όλη τη φτώχια και τη δυστυχία που έσταζε από παντού, ένα καλογραμμένο βιβλίο, που δεν του έλειπε το χιούμορ και η ωραία αφήγηση. Ε, το τρίτο του πια (τρίτο στη σειρά που τα διάβασα, δεν ξέρω με ποια σειρά τα έγραψε) και που είναι "Η ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ" (Λιβάνης, 2001, μετ. Αλέξανδρος Καλοφωλιάς), το τέλειωσα μόνο και μόνο γιατί εκείνες τις μέρες δεν είχα τίποτε άλλο προς ανάγνωση και γιατί, επίσης, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ο Μακ Κορτ είναι ένας γοητευτικός παραμυθάς.
Σ' αυτό το τρίτο βιβλίο δεν λέει τίποτα καινούριο. Θέμα είναι η ζωή του στην Αμερική, όταν, 19χρονος νέος, φτωχός κι αμόρφωτος, φτάνει εκεί και προσπαθεί να ορθοποδήσει. Τα διάφορα επαγγέλματα με τα οποία ασχολήθηκε, η κατάταξή του στο στρατό (ήταν τότε ο πόλεμος της Κορέας, αλλά ο ίδιος έφτασε μόνο ως τη Γερμανία), η φοίτησή του στο Κολλέγιο για να πάρει το δίπλωμα δασκάλου, ο διορισμός του σε διάφορα σχολεία (κάτι που αφηγείται πολύ καλύτερα στο "Δάσκαλο"), τα σπίτια που άλλαξε, ο γάμος και ο χωρισμός του, οι επισκέψεις του στην Ιρλανδία, η τύχη των αδελφιών και των γονιών του, αναμνήσεις ξανά και ξανά από τη δυστυχισμένη παιδική ηλικία, όλα σχεδόν γνωστά από τα προηγούμενά του βιβλία.
Δεν ξέρω αν κάποιος που δεν διάβασε προηγουμένως Μακ Κορτ θα το βρει ενδιαφέρον. Εγώ πάντως το βαρέθηκα.