Κυριακή, Ιουνίου 23, 2019

Εκεί που ζούμε

Χρίστος Κυθρεώτης
Εκεί που ζούμε
Πατάκης, 2019
"Το διδακτικό προσωπικό των λυκείων και των πανεπιστημίων είναι σε θέση να μας πληροφορήσει με πάσαν ακρίβεια  ποιες και πόσες παραλλαγές από κάθε στίχο του Σολωμού υπάρχουν, όπως επίσης-και ακόμα καλύτερα-τι ήτανε η Σχολή του Αμμωνίου Σακκά. Να μας πει όμως για ποιο λόγο συνιστά ποίηση "της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι" και, από το άλλο άκρο, το "μια κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν", ποτέ. Ούτε θα ήταν δυνατό".
Αυτή η σκέψη του Οδυσσέα Ελύτη από το δοκίμιό του "Η μέθοδος του "ΑΡΑ" με κυνηγούσε καθώς διάβαζα και προπάντων όταν τέλειωσα το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που ζούμε". Γιατί μου  άρεσε αυτό το βιβλίο; Γιατί το διάβαζα με τόση απόλαυση και ενδιαφέρον, ένα βιβλίο που δεν έχει συγκλονιστικά γεγονότα, ούτε ιστορικές πληροφορίες, ούτε πρωτότυπη πλοκή, ένα βιβλίο που καταγράφει απλώς μια μέρα από τη ζωή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, του νέου δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη; Εκτός από τον "Οδυσσέα" του Τζόυς, πολύ λίγα βιβλία ξέρω που η διάρκειά τους είναι μόνο ένα εικοσιτετράωρο. Θυμάμαι τώρα το "Στην ακτή" του ΜακΓιούαν, ή την "Κυρία Νταλλογουαίη", της Βιρτζίνια Γουλφ, ή το "Η δεξιά τσέπη του ράσου" του Μακριδάκη, αλλά, αν εξαιρέσουμε τον "Οδυσσέα", τα υπόλοιπα είναι ολιγοσέλιδα. Όμως το βιβλίο του Κυθρεώτη αριθμεί 440 σελίδες κι ούτε στιγμή βαριέσαι κι ούτε θέλεις να διακόψεις την ανάγνωση πριν φτάσεις στο τέλος.
Τέσσερις μόνο υποχρεώσεις προγραμματίζει για μια Παρασκευή του 2014 ο Αντώνης: Να παραστεί στο δικαστήριο ως συνήγορος μιας κυρίας που εξαπατήθηκε από ένα Ινστιτούτο Αισθητικής και έφτασε να χρωστάει 75 χιλιάδες ευρώ, τα οποία βέβαια αδυνατεί να πληρώσει, να συναντήσει ύστερα σε μια καφετέρια τη Στέλλα, ένα παλιό του δεσμό, τον οποίο είχε από καιρό διακόψει, ακολούθως να συνοδέψει τον πατέρα του που έπρεπε να παραδώσει το γεωτρύπανό του στον Ορχομενό για να τον μεταφέρει πίσω και, τέλος, αν προλάβει, να περάσει αργά το βράδυ από ένα μπαράκι στο κέντρο της Αθήνας, όπου θα είχε μαζέψει κάποιους φίλους η Άννα που, όπως λέει ο ίδιος, "είναι ό,τι πιο κοντινό σε "δική μου γυναίκα είχα ποτέ".
Πώς γύρω απ' αυτά τα τέσσερα γεγονότα εμπλέκονται ενέργειες, σκέψεις, συναισθήματα, αναπολήσεις που κρατούν αιχμάλωτο τον αναγνώστη, είναι ένα μυστήριο παράλληλο με την ανερμήνευτη μαγεία της ποίησης, εξού και η συσχέτιση με τη σκέψη του Ελύτη. Έχουμε εδώ τη μαγεία της πεζογραφίας, που αν γνωρίζαμε τα συστατικά της στοιχεία, θα μπορούσαμε όλοι να γράφουμε καλή πεζογραφία. Θα προσπαθήσω να επισημάνω κάποια στοιχεία που αναλογίζομαι (εκ των υστέρων, βέβαια) ότι δημιούργησαν αυτό το γοητευτικό, λογοτεχνικό παράδοξο.
Η αφηγηματική και περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα πρώτα απ' όλα. Με απλό, θα έλεγα κουβεντιαστό, ύφος αποδίδεται η ατμόσφαιρα των αθηναϊκών δικαστηρίων, η περιγραφή της διαδρομής από τον Ορωπό στον Ορχομενό, οι δρόμοι της Αθήνας, η ατμόσφαιρα του νυχτερινού μπαρ κ.λπ. Έπειτα οι ανατροπές. Όσο λίγα και συνήθη είναι τα τέσσερα γεγονότα, δεν λείπουν οι ανατροπές, αυτά που συμβαίνουν χωρίς να το περιμένει ούτε ο αφηγητής ούτε, ασφαλώς, ο αναγνώστης. Αυτές οι ανατροπές ανανεώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη: "Για να δούμε τι θα γίνει μετά από αυτό;" σκέφτεται και προχωρεί. Είναι ύστερα οι αναδρομές στο παρρελθόν. Αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, γεγονότα και πρόσωπα της περασμένης του ζωής κ.λπ. Και τέλος κυρίως, σκέψεις. Σκέψεις που λειτουργούν σαν σταθμός, που θέτουν σε λειτουργία και του αναγνώστη τη σκέψη. Για παράδειγμα: "Αν αυτά που κάναμε συμφωνούσαν πάντα με αυτά που πιστεύαμε η ζωή θα ήταν πολύ απλούστερη απ' όσο ξέρουμε ότι είναι". Ή, "Η χρονολογική σειρά είναι ο τρόπος που επιλέγει το μυαλό μας συνήθως για να συνδέει τα γεγονότα, όμως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, μέσα στους οποίους έννοιες όπως πριν ή μετά ή παλιά χάνουν τη σημασία τους-και τότε μπορεί να βρεθείς σε μια κατάσταση όπου δεν αναπολείς απλώς το παρελθόν, αλλά είσαι στο παρελθόν".
Και ο τίτλος; Ανέτρεξα στους στίχους  του ομότιτλου ραπ τραγουδιού."Εκεί που ζούμε". Τους διαβάζω και τους ξαναδιαβάζω προσπαθώντας να τους συνδέσω με το μυθιστόρημα. Είναι άραγε μια άρνηση όχι μόνο όσων συμβαίνουν στη ζωή του ήρωα εκείνη τη μέρα, προπάντων υπό τη σκιά της απόφασής του να εγκαταλείψει τα πάντα και να φύγει για το Λουξεμβούργο; Ή μήπως άρνηση της ζωής γενικότερα όπως την έχουμε καταντήσει, αλλά ταυτόχρονα και μια πίστη στη δύναμη του ανθρώπου, αν δεχτούμε τους στίχους του τραγουδιού:
.........................................................................................................................
Ό,τι κι αν γίνει όμως δεν παύουμε να ελπίζουμε
Μέσα στη χώρα των θαυμάτων εκεί ζούμε 
Και με αυτά τα θαύματα θα σε διαλύσουμε.

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2019

Δεκατριών χρονών σήμερα

Σαν σήμερα, 13 χρόνια πριν, γεννήθηκε το blog μου. Ο προσωπικός μου χώρος στο αχανές πέλαγος του διαδικτύου. Σε 593 αναρτήσεις κατέθεσα προσωπικές στιγμές, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλλά προπάντων σκέψεις για βιβλία, βιβλία, βιβλία... Ο χώρος άνθιζε τα πρώτα χρόνια. Σχόλια, συζητήσεις, ομοφωνίες ή διαφωνίες με άλλους βιβλιόφιλους. Λυπάμαι γιατί τα blogs δεν είναι πια αυτό που ήταν άλλοτε. Άλλα μέσα επικοινωνίας, πιο εύχρηστα μεν αλλά πιο ρηχά (και συχνά ανόητα), το face book, twitter κ.λπ.  επισκίασαν τα blogs. Γι'αυτό κι εμείς, οι επιζώντες bloggers, καταφεύγουμε και σ' αυτά τα μέσα για αναδημοσίευση των αναρτήσεών μας.
"Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ", κατά τον αγαπημένο Κοσμοκαλόγερο, δεν θα πάψω να καταφεύγω στην ομορφιά, τη γοητεία και την παρηγοριά του blog, έστω κι αν πολλοί αγαπημένοι bloggers έχουν χαθεί στο δρόμο.
Χρόνια πολλά και σ' εσένα, Πατριάρχη Φώτιε, αν και τώρα πια, φαίνεται υπερβαίνοντας το Σχίσμα, συνοδοιπορείς με την Πάπισσα Ιωάννα.

Σάββατο, Ιουνίου 15, 2019

Το Το Χρονικό ενός Πολυταξιδεμένου Γάτου

Χίρο Αρικάουα
Το Χρονικό ενός Πολυταξιδεμένου Γάτου
Μετάφρ. Αλεξάνδρα Κονταξάκη
Μίνωας, 2018
Αν εξαιρέσω τον "Παπουτσωμένο γάτο" που μας γοήτευε στο παιδικό παραμύθι, ποτέ δεν συμπάθησα τα βιβλία στα οποία αφηγητής είναι ένα ζώο. Κι αυτός ακόμα " Ο Μάγκας" της αγαπημένης μου Πηνελόπης Δέλτα, δεν ήταν από τα πιο προσφιλή μου έργα της. Έτσι, με κάποια επιφύλαξη άρχισα να διαβάζω "Το χρονικό ενός πολυταξιδεμένου γάτου" που μου δάνεισε φίλη, ενθουσιασμένη με την ανάγνωσή του.
Η επιφύλαξη σύντομα έδωσε τη θέση της στο ενδιαφέρον, στην περιέργεια για τη συνέχεια, εν τέλει στην απόλαυση ενός ωραίου, τρυφερού, γεμάτου ευγένεια και καλοσύνη έργου. Πολλοί, πιστεύω, ήταν οι λόγοι γι' αυτή τη μεταστροφή. Εν πρώτοις, δεν αποτελεί ολόκληρο το έργο αφήγηση του πρωταγωνιστή γάτου. Η δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όσα έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες, οι διάλογοι, η άκφραση σκέψεων και συναισθημάτων κ.λπ. δίνονται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, αναξάρτητη από τη "φωνή" του γάτου. Και όσα λέει ο γάτος είναι ακριβώς αυτά που παρατηρούμε όσοι αγαπάμε τα ζώα, ειδικά τους γάτους, και έχουμε μια επικοινωνία μαζί τους. Π.χ. ότι δεν τους αρέσει να τους αγγίζουμε την ουρά, ότι αγαπάνε τις ζεστές γωνιές, ότι δεν συμπαθούν το νερό, ότι έχουν μια έχθρα με τα σκυλιά, τι φαγητά προτιμούν κ.ο.κ. Ένας ακόμα λόγος που καθιστά ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται. Η Ιαπωνία, η φύση της, οι συνήθειες των ανθρώπων, οι νόμοι στους οποίους με απόλυτη φυσικότητα οι άνθρωποι υπακούουν (π.χ. αν δεν επιτρέπονται κάπου τα ζώα, δεν τίθεται θέμα συζήτησης. Αν  ένας μαθητής μετακινούμενος από ένα σχολείο σε άλλο πρέπει να δώσει εξετάσεις, τελεία και παύλα. Δεν ξενίζει κανένα. Αναφέρεται απλώς ως στοιχείο της ιστορίας. Και πολλά άλλα παρόμοια δείγματα υπακοής στον νόμο, από την οποία υπακοή τόσο απέχουμε...).
Ο Σατόρου είναι ένας νέος που ζει και εργάζεται στο Τόκιο. Μια μέρα περιποιείται ένα πληγωμένο γατί κι εκείνο δέχεται, αναγκάζεται καλύτερα, να εγκαταλείψει την ελευθερία του δρόμου που απολάμβανε και να ζήσει στο διαμέρισμα με τον Σατόρου. Τον ονομάζει Νάνα, που στα Ιαπωνικά σημαίνει επτά, από το σχήμα της ουράς του. Σατόρου και Νάνα ζουν μαζί πέντε χρόνια, όμως για κάποιους λόγους που δεν μας διευκρινίζονται, ο Σατόρου πρέπει να στερηθεί τον αγαπημένο του γάτο. Ξεκινάει λοιπόν ένα ταξίδι στη χώρα αναζητώντας παλιούς γνωστούς με τους οποίους τον έδεναν φιλικοί δεσμοί, για να εμπιστευθεί τον γάτο του. Η κάθε συνάντηση γίνεται αφορμή μιας αναδρομής στο παρελθόν, μέσα από την οποία αναπλαθεται η ζωή του Σατόρου. Αναζητά πρόσωπα που ξέρει ότι αγαπούν τα ζώα κι ότι ο γάτος του θα βρει ένα φιλικό περιβάλλον, ότι θα έχει την αγάπη και τη φροντίδα που απολάμβανε και κοντά του. Όμως όλες οι προσπάθειες αποδεικνύονται ατελέσφορες, κυρίως γιατί ο πανέξυπνος Νάνα, μη θέλοντας να αποχωριστεί τον Σατόρου, βρίσκει τρόπο να γίνει ανεπιθύμητος στο νέο περιβάλλον.
Ένα βιβλίο που πλημμυρίζεει από αγάπη, τρυφερότητα, φιλικούς δεσμούς, ήρεμη αποδοχή των συμβάντων του βίου. Ένα βιβλίο που οι ζωόφιλοι οπωσδήποτε θα απολαύσουν, αλλά που θα 'πρεπε να διαβάσουν κι όσοι αντιπαθούν ή, ακόμα χειρότερα, συμπεριφέρονται άσπλαχνα και σκληρά στα ζώα. Αν και αμφιβάλλω αν υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τη λογοτεχνία και εχθρεύονται ή βασανίζουν τα ζώα...

Τετάρτη, Ιουνίου 05, 2019

Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα

Roberto Vecchioni
Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Μετάφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου
Κριτική, 2019
Αν είναι ποτέ δυνατό, να δω ένα βιβλίο που  απεικονίζει στο εξώφυλλό του έναν τοίχο γεμάτο βιβλία, μπροστά του έναν άσχημο, ηλικιωμένο άντρα ανεβασμένο σ' ένα σκαμπώ, να τακτοποιεί (;) να ψάχνει (;) να τοποθετεί (;) βιβλία και να μην το αγοράσω χωρίς δεύτερη σκέψη! Τίτλος του, "Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα". Είναι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, νουβέλα θα έλεγα, που μέσα στις 124 σελίδες του δίνει στον αναγνώστη πολλές αφορμές για προβληματισμό γύρω από το θέμα της γλώσσας, των εννοιών, της σκέψης, της λογοτεχνίας.
Σε μια πόλη που κάποτε ονομαζόταν Σελινούντας, οι κάτοικοι έχουν ξεχάσει τη σημασία των λέξεων. Χρησιμοποιούν μόνο ένα πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο, τόσο μόνο όσο να συνεννοούνται για απλές, καθημερινές ανάγκες. Η σκέψη τους δεν αναπλάθει το παρελθόν, δεν μπορεί να εκφράσει συναισθήματα. Σ' αυτή την πόλη εμφανίζεται μια μέρα ένας βιβλιοπώλης. Ο Νικολίνο, ο φίλος του συγγραφέα που του αφηγείται την ιστορία, περιγράφει την πρώτη φορά που είδε τον βιβλιοπώλη: "Μόνος, σ' ένα τραπεζάκι, με μια δυσθεώρητα μεγάλη στοίβα βιβλίων μπροστά του, καθόταν ο πιο άσχημος άντρας που είχα δει ποτέ". Μα το πιο παράξενο δεν ήταν η άσχημη εμφάνιση αυτού του ξένου, μοναχικού βιβλιοπώλη. Το παράξενο ήταν πως δεν πουλούσε βιβλία. Μόνο κάποιες αφίσες που κυκλοφορούν στην πόλη γράφουν: "Κάθε βράδυ στις 9, στην οδό Τρεμόντι, λογοτεχνικές αναγνώσεις, είσοδος δωρεάν". Κάποιοι πάνε από περιέργεια να τον ακούσουν. Είναι όμως οι πρώτοι και οι τελευταίοι. Ο μόνος που μαγεύεται από την ανάγνωση του παράξενου βιβλιοπώλη είναι ο δεκατριάχρονος Νικολίνο, που κάθε βράδυ το σκάει κρυφά από το σπίτι του και κρυμμένος ακούει τις παράδοξες αναγνώσεις. Τις ακούει μαγεμένος έστω κι αν δεν καταλαβαίνει το νόημά τους. "Ο βιβλιοπώλης ήταν καθισμένος και διάβαζε. Διάβαζε χωρίς κοινό. Η γλώσσα ήταν ακατάληπτη, ελληνικά, σκέφτηκα και μου ράγισε η καρδιά. Μα τι φωνή ήταν αυτή; Προκαλούσε ανατριχίλα, όμοιά της δεν είχα ξανακούσει. Έμοιαζε με νανούρισμα, λιτανεία, προσευχή, όχι όμως μονότονη, ούτε πάντα ίδια (...) σαν να τραγουδούσε με λόγια χωρίς μουσική".
Κάθε βράδυ ο Νικολίνο ακούει τα αποσπάσματα που διαβάζει ο παράξενος βιβλιοπώλης. Αποσπάσματα, πολλών, ακόμα και χωρίς τις παραπομπές του τέλους, αναγνωρίζουμε την προέλευσή τους: Πεσσόα, Σοφοκλής, Τολστόη, Σαπφώ, Προυστ κ.ά. Ώσπου μια νύχτα μια πυρκαγιά καταστρέφει τα πάντα. Δεν μένει τίποτα από το παράξενο βιβλιοπωλείο κι ο βιβλιοπώλης εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνος. Όμως, κατά περίεργο τρόπο, τα βιβλία (αυτά ή άλλα;) δεν χάθηκαν. Το άλλο βράδυ "στον ουρανό πετούσανε βιβλία. Δεν έκανα λάθος, ήταν αληθινά βιβλία, όλα όμοια, με το ίδιο μπλε κάλυμμα που γνώριζα καλά (...) Από δεξιά, από αριστερά, από κοντά ή μακριά, τα βιβλία κατέφθαναν, άλλα αργά, άλλα πιο γρήγορα. Αρκετά απ' αυτά περνούσαν ξυστά από το παράθυρό μου, έπαιρναν ύψος και γύρευαν να βρουν τα υπόλοιπα βιβλία που ήτανε συγκεντρωμένα στην πλατεία". Ένας μικρός αυλητής, σαν άλλος Πήτερ Παν εμφανίζεται και στο άκουσμα του αυλού του τα βιβλία τον ακολουθούν πέφτοντας στη θάλασσα.
Κι όμως τα βιβλία δεν θα πεθάνουν. Κάηκαν, πνίγηκαν, όμως ο Νικολίνο γεμάτος αισιοδοξία, τα περιμένει: "Το πατρικό μου θα 'ναι γεμάτο βιβλία, θα' ναι γεμάτο με τα συγκεκριμένα βιβλία με το μπλε εξώφυλλο. Θ' αντικρίσω ένα βουνό, έναν ωκεανό βιβλίων να έχει κατακλύσει το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο, την κουζίνα, το μπάνιο, το μπαλκόνι. Όπου κι αν στρέφω το βλέμμα θα υπάρχουν μόνο βιβλία, αραδιασμένα σε στοίβες, πεταμένα, το ένα πάνω στο άλλο, κλειστά, ανοιχτά, στο πλάι ή μπροστά μου..."
Δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε ερμηνεία των αλληγοριών του βιβλίου, ούτε να παραθέσω το  πλήθος των σκέψεων που μου προκάλεσε. Μια τελευταία μόνο σκέψη: Πόσο ευγνώμων αισθάνομαι γι' αυτούς που με μύησαν στην απόλαυση της καλής λογοτεχνίας ( ή μήπως άραγε είναι κάτι που φέρουμε στο DNA μας;) και πόσο λυπάμαι γι' αυτούς που δεν μπόρεσαν να αισθανούν την απόλαυση που χαρίζει η καλή λογοτεχνία. Εύχομαι, στη διδακτική μου πορεία, να μπόρεσα να μεταδώσω αυτή τη δίψα και τη χαρά σε κάποιους έστω από τους μαθητές μου.