Κωνσταντίνος Τσάτσος
Λογοδοσία μιας ζωής
Οι εκδόσεις των φίλων, 2000
Μια βαθιά μελαγχολία με κυριεύει καθώς κλείνω την
τελευταία σελίδα (645η) του δίτομου έργου του Κωνσταντίνου Τσάτσου
«Λογοδοσία μιας ζωής». Αναρωτιέμαι πού να οφείλεται. Ίσως μου τη μετέδωσε ο
αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας καθώς, όπως ομολογεί, η απαισιοδοξία ήταν ένα από
τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Η σκέψη του θανάτου σκιάζει όλο του
το έργο. «Ζω το θάνατό μου. Ζω τη ζωή,
όπως θα ‘ναι χωρίς εμένα», γράφει. Κι ένα κεφάλαιο, απ’ την αρχή κιόλας της
αυτοβιογραφίας του, έχει τον τίτλο «Περί θανάτου».
Η μελαγχολία
επιτείνεται στη σκέψη του θανάτου που το ίδιο το βιβλίο αυτό σου υπενθυμίζει.
Από όλα αυτά τα πρόσωπα, από όλες τις προσωπικότητες που σφράγισαν την εποχή
τους, από όλα τα έξοχα πνεύματα που έλαμψαν για μερικές δεκαετίες, δεν βρίσκεται
κανένας πια στη ζωή: Θεοδωρακόπουλος, Κανελλόπουλος, φίλοι του και οι δυο των
σπουδών στη Χαϊδελβέργη, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Κατσίμπαλης,
Βενιζέλος, Καραμανλής, Αβέρωφ, Παπανδρέου,
οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη, ξένοι ηγέτες, ανάμεσά τους ο Τίτο και ο
Μακάριος και αμέτρητο πλήθος άλλων που διαδραμάτισαν ρόλο στη ζωή του Τσάτσου,
τώρα «γη και σποδός». Κι ο ίδιος ο συγγραφέας που μέσα από τις σελίδες του
βιβλίου του τον νιώθεις τόσο ζωντανό, σαν να σου μιλάει τώρα, πάνε κιόλα 26 χρόνια
που έχει φύγει από τη ζωή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω αυτό το βιβλίο. Το
είχα διαβάσει τότε που πρωτοεκδόθηκε. Θέλοντας όμως να ξεφύγω από τη ρηχότητα,
την ελαφρότητα, την έλλειψη ήθους και προπάντων καλλιέργειας των πιο πολλών
σύγχρονων πολιτικών, είπα να αναπνεύσω λίγη από τη σοβαρότητα και την
πνευματικότητα ενός ανθρώπου που ίσως είναι από τους ελάχιστους που
ανταποκρινόταν στο πλατωνικό ιδεώδες του ηγέτη, να συμπέσει δηλαδή στον ίδιο
άνθρωπο «δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία».
Ο Τσάτσος γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 1987. Έζησε
δηλαδή μια μακρά ζωή που καλύπτει σχεδόν ένα αιώνα. Παιδί ακόμα έζησε τους
βαλκανικούς πολέμους, αργότερα τον Α΄ Παγκόσμιο, το διχασμό
Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, τον Β΄ Παγκόσμιο, την Κατοχή, πραξικοπήματα και
δικτατορίες, όλη την πονεμένη ιστορία του ελληνισμού στον 20ο αι.,
όχι ως απλώς θεατής αλλά συμμετέχοντας ενεργά στα γεγονότα. Στα πενήντα του
άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του. Τη συνέχισε και την ολοκλήρωσε στα
ογδόντα πέντε του. Κι εξεδόθη μετά το θάνατό του.
Έζησε μια πλούσια πνευματική ζωή, συνδυάζοντας τη μελέτη,
τη συγγραφή, τη δικηγορία (που απεχθανόταν) με την πολιτική δράση. Ο ίδιος προς
το τέλος της αυτοβιογραφίας του, μιλά με παράπονο και αυτοϋποτίμηση για τη
«διασπορά», όπως τη λέει, την ενασχόλησή του με ποικίλους τομείς που δεν του
άφησε περιθώρια να διακριθεί ιδιαίτερα σε κάποιο τομέα. Τι έλλειψη
αυτοεκτίμησης!
Οι πρόγονοί του ήταν έμποροι, ο πατέρας του δικηγόρος και
βουλευτής, η μητέρα του επίσης από οικογένεια εμπόρων της Τεργέστης. Με διδασκαλία
κατ’ οίκον, με γκουβερνάντα πρώτα μια σλοβάκα από την Τεργέστη με την οποία
φαίνεται τον έδεσε μια ιδιαίτερη αγάπη, αργότερα με γερμανίδα, μεγάλωσε
μιλώντας Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Αγγλικά και στη λογοτεχνία αυτών των γλωσσών
μυήθηκε ως τα δεκαπέντε του. Η επαφή με την ελληνική λογοτεχνία ήρθε αργότερα.
Παράλληλα έμαθε πιάνο και βιολί και η μουσική υπήρξε μια από τις αγάπες του.
Ένα, επομένως, κοσμοπολιτικό πνεύμα τον διέκρινε, πράγμα που του επέτρεπε μια καθολικότερη
εποπτεία των ανθρωπίνων. Ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας για το κοντό, άσχημο και
φιλάσθενο σώμα του το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα της νόησης. Γράφει: « Καθώς ούτε η σωματική μου διάπλαση, το
ανάστημά μου, η ρώμη και η υγεία μου με βοηθούσαν, από παιδί σχεδόν κατάλαβα
ότι δεν είχα άλλη διέξοδο για να αποκτήσω στον ήλιο μοίρα, από το νου μου και
το ήθος μου. Γι’ αυτό εξαρχής το φρόντισα, γιατί μόνο από αυτό εξαρτιότανε η
επιτυχία στη ζωή μου».
Παράλληλα με την πολιτική και την πνευματική του ζωή και
δημιουργία πορεύεται και η προσωπική του ζωή. Νέος πολύ παντρεύτηκε, αλλά
σύντομα χώρισε. Παντρεύτηκε αργότερα την Ιωάννα, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη,
γυναίκα καλλιεργημένη και με έντονη προσωπικότητα. Έζησε μαζί της μια μακρά,
ευτυχισμένη ζωή και απόκτησαν δυο κόρες, τη Δέσποινα και την Ντόρα. «Ο κόσμος του σπιτιού μας ήταν φιλοσοφία και
λογοτεχνία», γράφει. Εντούτοις δεν υπήρξε πάντα πιστός, όπως ομολογεί. Κατά τη γνώμη μου ήταν κι οι
ερωτικές του περιπέτειες αποτέλεσμα της προσπάθειας υπέρβασης της σωματικής του
μειονεξίας. (Βέβαια, παραλείπονται, δηλώνοντάς τα οι εκδότες με αποσιωπητικά,
στιγμές της πολύ προσωπικής ιδιωτικής του ζωής).
Νομικός, πολιτικός, πανεπιστημιακός δάσκαλος, λογοτέχνης,
άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, που καλύπτει ποικίλους τομείς. Από την ποίηση,
τη φιλοσοφία, τη φιλοσοφία του δικαίου που ήταν ο τομέας του, την κριτική της λογοτεχνίας,
όπως ήταν το έργο του για τον αγαπημένο του Παλαμά. Διαρκώς παραπονείται πως η ενασχόληση με την πολιτική δεν του
αφήνει χρόνο για τη μελέτη και τη συγγραφή. Και σχεδόν ευγνωμονεί τη δικτατορία
του Μεταξά που τον εξόρισε στη Σκύρο και μετά στις Σπέτσες δίνοντάς του τη δυνατότητα
της συγγραφής. Παροπλισμένος πολιτικά, με περιορισμό στο σπίτι του κατά τη
διάρκεια της χούντας είχε και πάλι αυτή τη δυνατότητα.
Εκπροσωπώντας την Ελλάδα, κυρίως την πενταετία που υπήρξε
Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε πλήθος ταξίδια στο εξωτερικό, γνώρισε πολιτικούς
και ανθρώπους του πνεύματος και οι κρίσεις του για πρόσωπα, αν και σύντομες,
είναι καίριες και συχνά απολαυστικές, όπως κάποτε εκφράζονται με μια υποδόρια
ειρωνεία, άλλοτε όμως με εκτίμηση και θαυμασμό, κυρίως όταν συναντά
καλλιεργημένους ανθρώπους.
Για την Κύπρο, εκτός από σποραδικά σχόλια, υπάρχει και
ολόκληρο κεφάλαιο, στο οποίο επισημαίνει δέκα καταστροφικά λάθη που έγιναν. Για
τον Μακάριο γράφει: «Μου έδωσε απ’ αρχής
την εντύπωση ενός ανθρώπου του οποίου η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία ήταν
μεγαλύτερη και από την αναμφισβήτητη ευφυΐα του και τον πατριωτισμό του.
Κυριολεκτικά τον τύφλωνε η φιλοπρωτία του».
Υπάρχουν κεφάλαια στο βιβλίο που πιθανόν να μην
ενδιαφέρουν τον απλό αναγνώστη. Σίγουρα ενδιαφέρουν τον πολιτικό και τον
ιστορικό. Αλλά ακόμα κι ανάμεσα σ’ αυτά τα κεφάλαια ξεπετάγονται σκέψεις και
προβληματισμοί ενός φιλοσοφημένου ανθρώπου που ενδιαφέρουν τον καθένα μας.
Εξαιρετικό είναι το τελευταίο μέρος της «Λογοδοσίας» (σ.
561-645) όπου ψυχαναλύεται, καταγράφει τις αρχές και τις αξίες στις οποίες
πίστεψε, στην ουσία αποχαιρετά τη ζωή. Λίγο πριν είχε γράψει: «…ο αναγνώστης μου δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί
ότι σε όλες αυτές τις περιπλανήσεις η ψυχή μου έμενε πιστή στην Ιθάκη, στα
ατελείωτα κείμενά μου, σε αυτές τις στοίβες τα χαρτιά με τα οποία ελπίζω να
παρατείνω για λίγα χρόνια τη μεταθανάτια ύπαρξή μου μέσα στο χάος του χρόνου».
Αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή (στην οποία ο ίδιος δεν
πίστευε) θα ‘ναι ευτυχής βλέποντας πως αφού υπάρχουν άνθρωποι που τον διαβάζουν
η μεταθανάτια ύπαρξή του θα παραταθεί για πολλά ακόμα χρόνια.