Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008

Άουστερλιτς

Νομίζω ότι κάποτε η βιβλιομανία καταντάει εθισμός, στον οποίο, κατ' αναλογία των ναρκομανών, ο βιβλιομανής προχωρεί σιγά-σιγά από τα ελαφρότερα στα βαρύτερα, από την εισπνοή στις ενδοφλέβιες ενέσεις και έρχεται ώρα που δύσκολα πια ικανοποιείται και δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο νά βρει τη "δόση" που θα τον ευχαριστήσει.
Αυτές τις σκέψεις έκανα διαβάζοντας το "Άουστερλιτς" του W. G. Sebald (μετ. Ιωάννα Μεϊτανή, Άγρα, 2006), ενθουσιασμένη που η "δόση" μου ήταν πολύ ικανοποιητική, αλλά και με τη σκέψη ότι ίσως αυτό το βιβλίο να μη μπορέσει να το διαβάσει ή να μην αρέσει σε κάποιον που έχει συνηθίσει σε πιο ανάλαφρα διαβάσματα. Ένα βιβλίο που διαρκώς μετατοπίζεται σε τόπο και χρόνο. Που ξεκινά από το Βέλγιο για να πάει στην Αγγλία, τη Γερμανία, την Πράγα, τη Νυρεμβέργη, το Παρίσι και αλλού. Που αρχίζει μια μέρα του 1967, για να μεταφερθεί άλλοτε πιο πίσω, στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να ξαναγυρίσει σ' ένα μεταγενέστερο παρόν, και να τελειώσει στο σήμερα με τον αφηγητή να διαβάζει από ένα βιβλίο γεγονότα που αναφέρονται στο 1944. Και χρειάζεται πολλή προσοχή για να μη μπερδεύουμε τον αφηγητή. Όλο σχεδόν το βιβλίο είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά δεν είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο που μιλά. Ας γίνω λίγο περισσότερο διευκρινιστική.
Ο αφηγητής-συγγραφέας μια μέρα του 1967 συναντά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας έναν άγνωστο που του τραβά την προσοχή. Είναι ο Άουστερλιτς. Τον πλησιάζει, κάτι τον ρωτά και αρχίζει μεταξύ τους μια μακροχρόνια επικοινωνία που φτάνει με διαλείμματα ως το 1996. Σ' όλο αυτό το διάστημα και στις περιστασιακές συναντήσεις τους, ακούμε τις αφηγήσεις του Άουστερλιτς και μέσα από αυτές και άλλων προσώπων. Ο συγγραφέας σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Η φράση "είπε ο Άουστερλιτς" που επαναλαμβάνεται συνεχώς, μας βοηθά να μη χάσουμε το νήμα της αφήγησης,όπως επίσης και η φράση "είπε η Βιέρα (ή άλλο πρόσωπο), είπε ο Άουστερλιτς", όταν δηλαδή ο Άουστερλιτς επαναλαμβάνει την αφήγηση άλλου προσώπου (κι έτσι έχουμε αφήγηση της αφήγησης της αφήγησης). Μέσα απ' όλες αυτές τις διηγήσεις ολοκληρώνουμε σταδιακά, και όχι πάντα με ευθεία χρονολογική σειρά, την εικόνα της ζωής του Άουστερλιτς. Υπήρξε ένα παιδί του πολέμου. Εβραιόπουλο, στέλλεται στην ηλικία των 5 περίπου χρόνων, λίγο πριν από τον πόλεμο, μαζί με άλλα παιδιά, από την Πράγα στο Λονδίνο. Είχε προηγηθεί η αναχώρηση του πατέρα του στο Παρίσι, η μητέρα του που λογάριαζε να ακολουθήσει το παιδί δεν τα κατάφερε. Ο μικρός Άουστερλιτς μεγαλώνει στο σπίτι ενός αυστηρού Καλβινιστή ιερέα ως Ντάβιδ Ελίας και μόνο στα 15 του χρόνια πληροφορείται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ζακ Άουστερλιτς. Παράξενο όνομα που ως τότε το ήξερε μόνο ως τοποθεσία μιας ναπολεόντειας μάχης.
Τελειώνει το σχολείο, σπουδάζει ιστορία της αρχιτεκτονικής, αλλά το συναίσθημα της αποξένωσης κυριαρχεί πάντα στη ζωή του. Ψάχνει για το παρελθόν του. Θολές μνήμες ξυπνάνε μέσα του καθώς ακούει μια συνομιλία σε μια εκπομπή. Το ασυνήθιστο όνομα τον οδηγεί στην Πράγα, όπου συναντά μια παλιά φοιτήτρια τότε, γειτόνισσα και δική του νταντά. Οι αφηγήσεις της, κάποιες περιγραφές, μερικές φωτογραφίες, τον παρακινούν να ανασκαλεύει ολοένα και περισσότερο τη μνήμη του, να προσπαθεί να αναπλάσει τη μορφή της μητέρας του, να πάει στο Τερεζίν, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του οποίου εκείνη είχε κλειστεί, να διασχίσει την Ευρώπη με τρένο, απεγνωσμένα προσπαθώντας να διαπιστώσει αν αυτή τη διαδρομή είδε στα 5 του χρόνια. Το ίδιο ψάξιμο θα κάνει για τον πατέρα του στο Παρίσι, παντού νιώθοντας ξένος, ανέστιος, ένας πλάνητας, ξεκομμένος από τις ρίζες του, ένα από τους χιλιάδες πρόσφυγες και ανέστιους του κόσμου μας.
Ο χρόνος, η μνήμη, η γλώσσα, επανέρχονται στη γραφή του Sebald. Λεπτομέρειες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη, η ομίχλη που σηκώνεται από την κοιλάδα, μια γυναίκα σ' ένα παλαιοπωλείο, μια επιγραφή ή μια παλιά πόρτα σ΄ενα χωριό, σπαράγματα μνήμης διαποτίζουν την ιστορία του Άουστερλιτς. Οι ναζί, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν τη θέση τους, δεν είναι όμως το κυρίαρχο θέμα, ούτε μια ακόμα προσπάθεια προβολής του ολοκαυτώματος. Μοιάζουν όλα πολύ μακρινά, χωρίς συναισθηματική φόρτιση, με έντονη την προσπάθεια όχι να τα αναδείξει, αλλά μέσα από αυτά να αναπλάσει τους γονείς του και να βρει τον εαυτό του.
Ιδιομορφία του βιβλίου οι φωτογραφίες που το συνοδεύουν (ο Άουστερλιτς άλλωστε είχε ιδιαίτερη κλίση και διαρκώς φωτογράφιζε, συμβολική ίσως προσπάθεια να ακινητήσει το χρόνο), απτά τεκμήρια, πιστοποίηση της αυθεντικότητας του κειμένου.
Το βιβλίο, χωρίς κεφάλαια ή παραγράφους, με σελίδες ολόκληρες χωρίς μια τελεία, απαιτεί την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη, αλλά ανεπιφύλακτα του ανταποδίδει την ευχαρίστηση της υψηλής λογοτεχνικής απόλαυσης.
Για το ίδιο βιβλίο:


Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

Θαλερότης της ψυχής στα βαθιά γεράματα

Κλέβω τον τίτλο του ποστ μου από το επίμετρο της Ελένης Τζαβάρα στο ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι της Ζακλίν ντε Ρομιγί Τα ρόδα της μοναξιάς (μετ. Άννα Σπυράκου, συνάψεις, 2007), γιατί είναι ό,τι πιο κατάλληλο για να περιγράψει το περιεχόμενο αυτού του μικρού βιβλίου, που η ενενηντάχρονη Ρομιγί μας χάρισε. Η πολιτογραφημένη ως Ελληνίδα Γαλλίδα ελληνίστρια, που τα βιβλία της, προπάντων για τον Όμηρο και τον Θουκυδίδη υπήρξαν για μένα πολύτιμη συντροφιά και βοήθεια στην εκπαιδευτική μου πορεία, συνεχίζει ακόμα στα 95 της χρόνια να μελετά και να γράφει!
Έξι μικρά δοκίμια αποτελούν το τελευταίο αυτό μεταφρασμένο στα Ελληνικά βιβλίο της. Έξι μικρά διαμαντάκια, που η κάθε σελίδα, η κάθε παράγραφος, σε σταματά, σε προκαλεί να τη ξαναδιαβάσεις, που οδηγεί τη σκέψη σου σε καινούριους, δικούς σου συνειρμούς. "Είναι ένα βιβλίο με ρεμβασμούς και αναπολήσεις", όπως λέει η ίδια. " Θέλησα να συγκεντρώσω εδώ εμπειρίες καθημερινές, απ' αυτές που διαμορφώνουν λίγο-λίγο τη ζωή, δίχως πάταγο και δίχως δράματα. Θέλησα επίσης να δείξω πτυχές της ύπαρξής μας, που μας αποκαλύπτονται όταν η ηλικία προχωρήσει, διαμηνύοντάς μας όχι τον τρόμο, την άρνηση και την απελπισία, αλλά την ηρεμία και την ελπίδα."
Ξεκινώντας από αντικείμενα της καθημερινότητας που βρίσκονται γύρω της, βυθίζεται όχι μόνο στις αναμνήσεις και τα συναισθήματα που της δημιουργούν, αλλά και σε σκέψεις που πάνε πέρα απ' αυτά. Κοιτάζοντας δυο μπρούντζινα αλογάκια που της είχαν χαρίσει κάποτε στη Θεσσαλονίκη, στο τέλος μιας ομιλίας της που είχε θέμα "ένα άλογο που μιλά" και αναφερόταν στα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, αναπολεί τη μετάβασή της στον Όλυμπο, αλλά και τη θαυμάσια όσο και τραγική ομηρική σκηνή, όταν τα άλογα του Αχιλλέα κλαίνε για τον επικείμενο θάνατό του. (Εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι το κείμενο αυτό της Ρομιγί με παρακίνησε και μένα να ανατρέξω και να ξαναδιαβάσω τη σκηνή αυτή της Ιλιάδας, καθώς και το θαυμάσιο, μελαγχολικό ποίημα του Καβάφη "Τα άλογα του Αχιλλέως").
Σ' ένα δεύτερο κείμενο, βλέποντας μια κορνίζα φωτογραφίας, θυμάται αυτόν που της την είχε χαρίσει, αλλά ταυτόχρονα και σημαντικά άλλα πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή της. Το "Κέντημα στον καμβά" είναι, θα λέγαμε, ένα αφιέρωμα στη μνήμη της μητέρας της, που φαίνεται να υπήρξε μια εξαιρετική γυναίκα της εποχής της. Το "Λεκέδες πάνω σ' ένα παλαιό έπιπλο" είναι μια μικρή πραγματεία πάνω στα γηρατειά, πάνω στη φθορά πραγμάτων κι ανθρώπων, κάπου και μια μεταμέλεια γιατί, δοσμένη όλη της τη ζωή στη μελέτη, παραμέλησε την πλευρά της "νοικοκυράς". Γράφει:" Έχω περάσει τα ενενήντα, σχεδόν δεν βλέπω πια, δεν ακούω καλά, κυκλοφορώ μ' ένα λευκό μπαστούνι και είμαι αναγκασμένη να ζητώ βοήθεια για να διασχίσω το δρόμο". Για να συνεχίσει λίγο πιο κάτω:" Ήμουν στη δύση της ζωής μου, έτοιμη να πω absolvo te, και τώρα αντηχούσαν μέσα μου δυο άλλες λέξεις, που κουβαλούσαν την αέναα επαναλαμβανόμενη ειδοποίηση memento mori, θυμήσου το θάνατο που μέλλεται. Και λοιπόν; Τι ήταν να γίνει τότε; Ποια μοίρα με περίμενε εκεί; Δεν το ήξερα:προς το παρόν ήμουν ακόμη ζωντανή. Ήμουν ζωντανή και μπορούσα ακόμη, αν και με μεγάλο κόπο, να δουλεύω, να προχωρώ, να θαυμάζω και να προσπαθώ για το καλύτερο".
Στο "Οι καινούριες κουρτίνες" με τρόπο χαριτωμένο κι ανάλαφρο μας αφηγείται το δίλημμα στο οποίο βρέθηκε όταν, σ' αυτή την προχωρημένη ηλικία, χρειάστηκε να φτιάξει καινούριες κουρτίνες κι αναρωτήθηκε αν αξίζε τον κόπο, αλλά τελικά εκφράζει τη σχεδόν παιδική και άδολη χαρά της όταν τις έφτιαξε. Ενώ ταυτόχρονα η σκέψη της τριγυρίζει, όπως σε όλα σχεδόν τα κείμενα, στο θάνατο: "Δεν μιλώ για το θάνατο, δεν τον σκέφτομαι καν, όχι τουλάχιστον με τρόπο συνειδητό. Είναι όμως ολοφάνερο πως κάθε στιγμή, φευγαλέα ή βαθιά, η βεβαιότητα του ερχομού του κάνει τα πράγματα πιο εφήμερα και ταυτόχρονα πιο πολύτιμα".
Στο δοκίμιο "Η μέρα της Βερενίκης" ακούει μαγνητοφωνημένο το έργο του Ρακίνα, το σχολιάζει κι εκφράζει την άφατη ηδονή που της χάρισε σ' όλη της τη ζωή η λογοτεχνία. Μαζί της επαναλαμβάνω κι εγώ: "Πόσο τυχερή ήμουν πράγματι που πέραασα όλη μου τη ζωή σ' επαφή με τη λογοτεχνία, πόσο μ' ευνόησε η τύχη παρέχοντάς μου τη δυνατότητα να τη σχολιάζω τόσο συχνά και να κατορθώνω, στο τέλος της ζωής μου, να γεύομαι την ακατανόητη ηδονή της!".




Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008

Ζυλιέν Γκρακ, Μπαλκόνι στο δάσος

Υπάκουη πάντα στις "μπλοκοϊδέες", μετά από την εισήγηση του "Πατριάρχη Φώτιου" να διαβάσουμε όλοι και να ανταλλάξουμε απόψεις για το βιβλίο του Ζυλιέν Γκρακ "Μπαλκόνι στο δάσος" (Ίνδικτος, 2007) το αγόρασα αμέσως και...το τελείωσα με κόπο και μόχθο σε μια βδομάδα περίπου, ενδιάμεσα εγκαταλείποντάς το για άλλα αναγνώσματα. Διάβασα ως τώρα τις απόψεις του Πατριάρχη και του Ναυτίλου και τείνω να συμφωνήσω με τον πρώτο. Στο βιβλίο παρακολουθούμε αργά, ανιαρά, ράθυμα, τη ζωή τεσσάρων Γάλλων, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Γκρανζ, σ' ένα οχυρό στα σύνορα Γαλλίας-Βελγίου, στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τίποτα δεν συμβαίνει, παρά μόνο αναμονή. Αν στόχος του συγγραφέα ήταν να δημιουργήσει αυτό το συναίσθημα και στον αναγνώστη, σίγουρα το έχει πετύχει. Βρήκα μόνο δυο στιγμές κορύφωσης του ενδιαφέροντος, στην περιγραφή του κοριτσιού που περπατάει μπροστά από τον Γκρανζ (σ. 49-51) και στη σκηνή του τέλους (σ.218 κ.ε.), όταν ο Γκρανζ με ένα από τους συντρόφους του σώζονται από τον γερμανικό βομβαρδισμό, αλλά ο Γκρανζ τραυματισμένος εγκαταλείπεται μόνος. Το τέλος είναι ανοιχτό. Δεν ξέρουμε αν θα πεθάνει ή θα ζήσει.
Αναμφισβήτητη η ποιητικότητα του βιβλίου, οι ωραίες εικόνες του χιονισμένου δάσους, οι συχνές και πρωτότυπες παρομοιώσεις, αλλά αυτά και μόνο δεν μπορούν να κάνουν ένα βιβλίο ενδιαφέρον όση κι αν είναι η λογοτεχνική του αξία.
Με δυσκόλεψε επίσης η άγνοια των τοποθεσιών που έχουν ρόλο στο μυθιστόρημα, για παράδειγμα η γεωγραφική σχέση Αρδεννών-Μόζα-Μοριαρμέ-Φαλίζ κ.λπ. και ίσως ένα σχεδιάγραμμα στα σχόλια δεν θα ήταν άσκοπο. Μια τελευταία παρατήρηση για τη μετάφραση, συμπληρωματικά σε όσα γράφει ο "Πατριάρχης". Δεν είναι μόνο το ότι η μετάφραση "λεξιθηρούσε ασύστολα". Είναι και το ότι χρησιμοποιούσε λέξεις δυσνόητες ή και ανύπαρκτες. Για παράδειγμα: Τι σημαίνει "φελιασμένο" (μονοπάτι), "γλινερό" (δέντρο), "σέριγγες", κ.λπ.;
Γενική εντύπωση: Αξιόλογο δείγμα της γαλλικής λογοτεχνίας που ίσως μπορεί να εκτιμηθεί πιο πολύ από τον Γάλλο παρά τον Έλληνα αναγνώστη.


Τρίτη, Μαρτίου 04, 2008

Κώστας Μόντης, η ποιητική συνείδηση της Κύπρου

Με αφορμή την αναφορά του αγαπητού ναυτίλου στον αγαπημένο μας ποιητή Κώστα Μόντη και τις απόψεις που εκφράστηκαν στο μπλογκ του, αναρτώ (παρά την αντίθεσή μου για τα μακροσκελή ποστ) ένα αρκετά εκτενές κείμενό μου για τον μεγάλο αυτό ποιητή, για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ: Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
(Και μια αναφορά στο ποίημα «Νύχτες»)

Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά.
(ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ, Β, 456)
Αν το πικρό παράπονο του ποιητή για την έλλειψη αναγνώρισης, που όμως δυναμικά αντισταθμίζεται και εξισορροπείται από την περηφάνια της ελληνικής μας ταυτότητας, ισχύει για όλους τους Έλληνες ποιητές, πολύ περισσότερο ισχύει «γι’ αυτή τη μακρινή γωνιά» του Ελληνισμού που είναι η Κύπρος. Κάποιες πτυχές της ποιητικής συνείδησης αυτής της μακρινής γωνιάς θα προσπαθήσω να φωτίσω, γιατί σύμφωνα με την κρίση του εξοχότερου από τους δοκιμιογράφους μας, του πρόωρα χαμένου Ανδρέα Χριστοφίδη, «Αν πρόκειται να κριθούμε έξω από τα σύνορα του νησιού με ό,τι καλύτερο έχουμε να δείξουμε στην ποίηση, αναπόφευκτα και άφοβα ακόμα, θα παρουσιάσουμε το έργο του Μόντη». (1)
Τόσο η ζωή όσο και το έργο του είναι στενά συνυφασμένα με την Κύπρο, που επανέρχεται διαρκώς στους τίτλους των συλλογών του: Εξ ιμερτής Κύπρου…, Εν Λευκωσία τη…, Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω, Κύπρος εν Αυλίδι, Κύπρια ειδώλια.
Ο Μόντης έχει τεράστιο ποσοτικά έργο, πεζό και ποιητικό. Έγραψε διήγημα, μυθιστόρημα, θέατρο, ποιήματα για παιδιά, στην Πανελλήνια δημοτική αλλά και «στη γλώσσα που πρωτομίλησε», σε παραδοσιακή και σύγχρονη τεχνοτροπία, πολύστιχα και ολιγόστιχα ποιήματα. Θα περιοριστώ κατ’ ανάγκην σε μια παρουσίαση πτυχών μόνο του ποιητικού του έργου, θα σταθώ κάπως περισσότερο στα «Γράμματα στη Μητέρα» που θεωρείται η κορύφωση αυτού του έργου και θα κάνω μια αναφορά στο ποίημα «Νύχτες», το μοναδικό που ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Λυκείου.
Γεννημένος το 1914, ξεκίνησε το λογοτεχνικό του έργο αρχικά ως πεζογράφος. Είχε ήδη εκδώσει και δυο ποιητικές συλλογές, όταν στα 1958 εκδίδει την ποιητική συλλογή που θα αποτελέσει όχι μόνο σταθμό για την ποιητική πορεία του ιδίου, αλλά θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίηση πολλών νεοτέρων. Με την ποιητική συλλογή Στιγμές εγκαινιάζει ένα καινούργιο, εντελώς πρωτότυπο τρόπο έκφρασης, που εν σπέρματι υπήρχε και στις προηγούμενες συλλογές, αλλά που από τώρα και στο εξής θα πολλαπλασιάζεται ολοένα σ’ όλες τις συλλογές που θ’ ακολουθήσουν. Είναι το ακαριαίο, το στιγμιαίο ποίημα, το ποίημα του ενός, δύο, τριών στίχων, κάποτε άτιτλων, συχνά έντιτλων, ενίοτε με τον τίτλο μεγαλύτερο σε έκταση από το ίδιο το ποίημα. Δεν πρόκειται για σπαράγματα στίχων από μεγαλύτερες συνθέσεις, δεν μοιάζουν με τα ημιτελή του Σολωμού, επιζήσαντα θύματα της μάχης για την επίτευξη του ιδανικού. Είναι αυτούσια, ολοκληρωμένα ποιήματα, στα οποία έχει αφαιρεθεί όλο το περίβλημα, όλος ο περίγυρος κι έχει μείνει ο πυρήνας. Μοιάζουν με τη «στιγμιαία λάμψη του φωτογραφικού φλας», κατά ένα πολύ προσφυή χαρακτηρισμό του Ανδρέα Παστελλά, ή, όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής, «προσπάθησα να δίνω τον πυρήνα του ποιήματος και να αφήνω τον αναγνώστη να βρίσκει τα σκαλιά που οδηγούν στον πυρήνα και τα σκαλιά που οδηγούν πέρα από τον πυρήνα. Κι όπως καταλαβαίνετε, τα σκαλιά είναι διαφορετικά για τον κάθε αναγνώστη». (2)



ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ
Παρήκοα παιδιά που ξεμακρύνατε απερίσκεπτα
Και το πληρώσατε ακριβά (Β,843)
*
Στις κοιλάδες επωάζεται η άνοιξη
στα μάτια σου επωάζεται η ζωή μου.(Β,458)
*
Σε περιμέναμε η Κυριακή κι εγώ
κρατούσαμε χέρια και σε περιμέναμε (Α, 79)
*
ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Τι δύσκολα που ελέγχονται (Aνθ . 124)
*
ΤΩΡΑ ΠΙΑ
Τι φοβερό εκείνο το «πια»
τι δεν κρύβει εκείνο το μονοσύλλαβο «πια».( Ανθ. 123)
*
ΑΘΕΟΣ (ΠΡΟ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΕΛΟΥΣ)
Έχει γούστο να υπάρχει! (Β, 723)

Η τύχη του νησιού σημαδεύει και τη δική του πορεία. Σπουδάζει στην Αθήνα νομικά, σε μια εποχή που οι Άγγλοι δεν επέτρεπαν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος για όσους είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα. Ο Μόντης πήγε γιατί πίστευε πως, ώσπου να τελειώσει, θα γινόταν η Ένωση και δεν θα αντιμετώπιζε πρόβλημα εργοδότησης. Η διάψευση των προσδοκιών και των ονείρων κρατάει ακόμα εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά κι εκφράζεται με πικρούς στίχους στην ποίησή του:
Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε το χάρακά τους
και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ‘γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;
(ΚΥΠΡΟΣ 1974-1976, Β,605)
Μα δεν είναι μόνο η διάψευση των εθνικών πόθων που διαποτίζει με απαισιοδοξία την ποίησή του. Ο θάνατος τον σφράγισε οριστικά από την πιο τρυφερή ηλικία. Χάνει σε σύντομο διάστημα δυο αδελφούς 18 και 21 χρόνων, στα 11 του χρόνια χάνει τη μητέρα του, στα 16 τον πατέρα. Ο θάνατος ειδικά της μητέρας θα παραμείνει για πάντα μια ανεπούλωτη πληγή κι ο Μόντης, όχι αδικαιολόγητα, θα κάνει την ποίησή του (αλλά σε μεγάλο μέρος και τα πεζά του) σπουδή θανάτου. Διαμαρτύρεται ιδιαίτερα για τους άδικους θανάτους, για το θάνατο στον πόλεμο, για το θάνατο των μικρών παιδιών.
Όχι εργένηδες Χάρους, Κύριε,
Να ‘ χουν παιδιά κι εγγόνια (Ανθ. 74)
*
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τι μακρά κι άχρηστη προετοιμασία,
Τι μάταιος κόπος! (Β,672)
*
Η μόνη λύση, Κύριε,
Είναι να κάνεις τα βόλια να μη σκοτώνουν
Γιατί εμείς οπωσδήποτε θα εξακολουθούμε να πυροβολούμε(Ανθ.128)
*
ΜΝΗΜΕΙΑ ΗΡΩΩΝ
Φοβάμαι την πραγματική πρόθεση
Φοβάμαι πως είν’ απλώς
Για να ενθαρρύνουμε κι άλλους να σκοτωθούν(Β, 639)
*
ΠΡΟΣ ΧΑΡΟ
Δε γίνεται όταν θα ‘ρθεις
ναν’ έτσι όπως τώρα που σου γράφω
Κυριακή πρωί
και να ξανακοιτάζω ήσυχα τους στίχους μου;
Για ρώτηξε. Για εξήγησέ Τους, σε παρακαλώ.(Β, 649)

Το μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Μόντη είναι η ποίηση των ταπεινών πραγμάτων. Minima άλλωστε και Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής ονομάζονται οι πρώτες του συλλογές. Ένα δέντρο, μια σειρά «σκουλήκια του Μαρτιού», ένας γρύλος, τ’ αγριόχορτα, ένα γατάκι σκοτωμένο στην άσφαλτο, τα παιδιά, προπάντων τα παιδιά και τα εγγόνια.
Καταργήστε τις γωνιές
να μην αποσύρονται τα παιδιά να κλαιν(Α, 187)
*
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
Λοιπόν νομίζω πως αν ο Ιησούς δεν ήταν Γιος του
μα εγγονός Του
δεν θα μας άφηνε να Τον σταυρώσουμε
κι ας γινόμαστε ό,τι θέλαμε.(Ανθ. 87)

Ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου του 1955-59 στον οποίο πήρε μέρος και ο Μόντης καταγράφεται με τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο στη νουβέλα του Κλειστές πόρτες. Εξίσου όμως τον απασχολεί και στην ποίησή του.
ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ
Όταν διάβασα την ιστορία σου
το βράδυ είχα πυρετό (Β,424)
*
Ή το υπέροχο
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ
Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος.(Β,424)

Σπαρακτικός γίνεται ο λόγος του ποιητή το 1974 με την Τουρκική εισβολή:

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
*
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει ν’ αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε (Α, 229)
*
Ο πόνος κορυφώνεται όταν αναφέρεται στους αγνοούμενους:

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ-ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς
για να βγει το διαβατήριό τους
τότε που θα ‘φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,
τα χέρια της γυναίκας τους,
νάν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;
Πού να φανταζόντουσαν να μην έβαζαν τουλάχιστο
έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνει,
να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο
να επιτείνει;(Ανθ. 101)
Τα ποιήματα ποιητικής, ο προβληματισμός του γύρω από το θέμα «ποίηση» και την ιδιαίτερη σχέση του μαζί της, είναι διαρκώς παρόντα. Οι στίχοι αποκτούν δική τους υπόσταση, του ξεφεύγουν, στέκεται απέναντί τους και συνδιαλέγεται μαζί τους, κάποτε αντιδικεί, άλλοτε παραπονείται, αλλά πάντα γι’ αυτόν αποτελούν τη δικαίωση της ύπαρξής του, την απολογία του «ενώπιον του φοβερού βήματος».

Κάθισε πλάι μου ένας στίχος
και κάτι μου λέει στ’ αυτί και δεν καταλαβαίνω,
κάτι μου λέει (Α, 42)
*
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ
Όχι λουλούδια. Ένα φύλλο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα έτοιμο άσπρο χαρτί,
δυο φύλλα ανυπόμονο άσπρο χαρτί,
λαχταριστό άσπρο χαρτί. (Β, 595)

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα μας λογαριαστεί.
Και ν’ αποτύχει κατά κόσμον
εκεί θα ‘ναι απ’ τα κυριότερα ελαφρυντικά μας. (Γ, 1288)

Οι ποιητές κατά τον Μόντη είναι « το διαμπερές τραύμα της γης», «δεν σκάφτουν χαρακώματα οι ποιητές/αυτοί βγαίνουν ακάλυπτοι στα τρίστρατα του κόσμου/κι όσους πάρει ο χάρος».
Εκφραστικός τρόπος του Μόντη είναι και η ειρωνεία. Μια άκακη, άδολη, σαν δοσμένη με χαμόγελο ειρωνεία, απ’ την οποία δεν γλιτώνει ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι ποιητές:

ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
«Κυτάχτε τώρα τον Κωστάκη!
Θαρρεί πως κάτι είναι που γράφει.
Τη μια μιμείται Καρυωτάκη,
την άλλη Έλιοτ ή Καβάφη».
Ποιος αν του πω θα καταλάβει
πως ο Καβάφης κι ο Έλιοτ με μιμήθηκαν,
μονάχα που έτυχεν απλώς και μου προηγήθηκαν; (Γ, 1025)
*
ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΝ
Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
Γιατί τις ηνώχλησες; (Β, 513)
*
ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΜΕΛΕΤΗΤΗ ΠΟΙΗΣΗΣ
Αν πραγματικά βρήκες είκοσι λάμδα στο ποίημα
Με προβληματίζεις,
Αν πραγματικά βρήκες είκοσι δέλτα
Με προβληματίζεις πολύ σοβαρά. (Β,755)

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Είναι, όπως έχει επισημανθεί, το κορυφαίο ποιητικό επίτευγμα του Μόντη. Στην έκδοση των Απάντων του (1987) ο Μόντης τοποθετεί ως μια ενότητα τα τρία Γράμματα στη Μητέρα, παρόλο που γράφτηκαν μέσα σε μια χρονική απόσταση 7 και 8 χρόνων το ένα από το άλλο. Η φετινή Μικρή Ανθολόγηση από την ποίησή του αρχίζει πάλι με τα Γράμματα, ένδειξη, αν όχι απόδειξη, της σημασίας που αποδίδει σ’ αυτά ο ποιητής. Πρόκειται για τρεις εκτενέστατες ποιητικές συνθέσεις που απευθύνονται ως επιστολές στο συμβολικό πρόσωπο της Μητέρας. Σε στιγμές καθοριστικές για τον τόπο (1965, μόλις έχει προηγηθεί η Τουρκική ανταρσία, ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας και η πρώτη απειλή της Τουρκίας για εισβολή, 1972, μέσα στη δίνη του αδελφοκτόνου σπαραγμού που προοιωνιζόταν τα δεινά που θα επακολουθούσαν, 1980, με την Κύπρο υπό κατοχή), όταν ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να εκμυστηρευτεί όλα όσα πλημμυρίζουν και δονούν την ψυχή του, στρέφεται προς τη Μητέρα, γιατί μόνο αυτή μπορεί να τον καταλάβει.. Σκέψεις, συναισθήματα, φόβοι, αγωνίες για τους κινδύνους που διατρέχει το νησί, αναμνήσεις, προβληματισμοί, διάψευση, διαμαρτυρία, θλίψη για τα πανανθρώπινα δεινά, υπαρξιακές ανησυχίες για τη μοίρα του ανθρώπου, όλα «συμμείγνυνται» κατά την έκφραση του ιδίου του ποιητή.
Στο τριπλό αυτό γράμμα που μπορεί (και πρέπει ίσως) να αντιμετωπίζεται ως ενιαία ποιητική σύνθεση, διακρίνουμε τρεις άξονες: Τον προσωπικό-αυτοβιογραφικό, όπου κυριαρχούν οι δεσμοί με το γενέθλιο χώρο, οι οικογενειακές τραγωδίες και τα προσωπικά αδιέξοδα, τον φυλετικό με τις ιστορικές περιπέτειες και το δράμα του τόπου, και τέλος τον οικουμενικό, όπου ανιχνεύεται το δράμα και η αγωνία της σύνολης ανθρωπότητας. Όλα αυτά διοχετεύονται με ασθμαίνοντα ρυθμό σε πάνω από 2000 στίχους, λαχανιαστά θα έλεγε κανείς, με επαναλήψεις που μοιάζουν με το κοπιαστικό ανέβασμα μιας απότομης βουνοκορφής, με ζοφερά χρώματα που ζωγραφίζουν κάποτε σουρεαλιστικές εικόνες, με κάποιες σπάνιες πινελιές χαράς. Ο ποιητής απλώνει τη ματιά του από τον εαυτό του στην Κύπρο, από τις ατομικές και φυλετικές περιπέτειες, ως τη Σομαλία, τη Τσεχοσλοβακία, το Βιετνάμ. Είναι πραγματικά εκπληκτική η ενορατική και διαισθητική δύναμη του ποιητή που όχι μόνο επισημαίνει αλλά και προλέγει. Κατά τον Γ. Π. Σαββίδη « αποτελεί μιαν από τις πιο αποκαλυπτικές και συνάμα νικηφόρες μαρτυρίες που διαθέτει η νεότερη Ευρωπαϊκή τέχνη, μετά τη μουσική του Μπαχ, για τον καθημερινό αγώνα του συνειδητού τεχνίτη να δώσει θετικό νόημα και νέα μορφή στη διασπαστική, ασυνάρτητη εποχή μας».(3)
Δίνω στη συνέχεια ένα δείγμα από τα Γράμματα. Είναι από το τρίτο γράμμα και περιγράφει τα συναισθήματα με τα οποία η Κύπρος περίμενε το 1974 τη βοήθεια της Ελλάδας, όταν έγινε η εισβολή και την πικρή διάψευση.
Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου να’ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.


ΝΥΧΤΕΣ
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρο ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα,
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν
και πουν οι φίλοι καληνύχτα
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότε θα λογαριαστείτε,
θες ή δεν θες θα μπουν κάτω όλα να λογαριαστείτε.
Θα ‘ σαι μονάχος.
Κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα
κι απ’ τη δουλειά σου και άλλες φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό και σε περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.



Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής, εκδομένα το 1954. Στην έκδοση των Απάντων του το 1987, ο ποιητής το κατατάσσει στα «Προδρομικά». Στην πολύ πρόσφατη όμως έκδοση (Φεβρουάριος 2003) Μικρή Ανθολόγηση από την ποίησή του, ο Μόντης ανθολογεί και τις Νύχτες, πράγμα που σημαίνει πως, έστω και προδρομικό, ο ποιητής δεν το αποκηρύσσει, ούτε το υποτιμά.
Το ποίημα εμφανίζεται σαν η συνέχεια μιας από πριν αρχινισμένης συνομιλίας. Η λέξη «καλά» με την οποία ανοίγει το ποίημα, θα μπορούσε να είναι μια συγκαταβατική απάντηση σ’ ένα φανταστικό συνομιλητή: «Καλά, έστω, δέχομαι ότι…», για να έρθει στον 5ο στίχο η αντίρρηση του ποιητικού υποκειμένου με την έντονη αντίθεση: «Όμως…»
Ο ποιητής απευθύνεται σ’ ένα υπονοούμενο «εσύ», σ’ ένα δεύτερο πρόσωπο. Τεχνική πολυχρησιμοποιημένη από τον Καβάφη (την επίδραση του οποίου κατά δική του ομολογία έχει υποστεί σε μεγάλο βαθμό ο Μόντης) προσδίδει στο ποίημα καθολικότητα και δραματικότητα.. Μια δραματικότητα που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη ένταση επειδή απευθύνεται «εις εαυτόν», στο διχασμένο ποιητικό υποκείμενο.
Από τον πρώτο κιόλας στίχο ρίχνεται η λέξη έγνοια, η λέξη στην οποία πέφτει όλο το βάρος του ποιήματος. Θα επαναληφθεί στο 10ο στίχο, ο οποίος αυτούσιος θα επανέλθει ως 17ος . Το ασύνδετο σχήμα της εισαγωγής (μέρα, κίνηση, δουλειά, φίλοι) φανερώνει το βιαστικό, γρήγορο, αγχώδες πέρασμα της μέρας, ενώ τα δύο διαζευκτικά του 4ου στίχου επιβραδύνουν το ρυθμό, δείχνοντας την προσπάθεια του υποκειμένου να επιβραδύνει όσο είναι δυνατό την επιστροφή στο σπίτι, απασχολούμενο και σε δραστηριότητες που του είναι λίγο ως πολύ αδιάφορες. Γιατί ξέρει τι τον περιμένει στο σπίτι: Σε περιμένει η έγνοια. Ένας Ενεστώτας διαρκείας με το «περιμένει» να επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, τις τρεις μάλιστα αλλεπάλληλα στος τρεις τελευταίους στίχους, σαν μια επικρεμάμενη απειλή που ολοένα δυναμώνει και σε γεμίζει τρόμο καθώς αναπόφευκτα την πλησιάζεις.
Ποια είναι όμως αυτή η έγνοια; Τι είναι τόσο βασανιστικό, επώδυνο και φοβερό που να αφαιρεί τον ύπνο, που σε κάνει σχεδόν να μη θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι, να περισπάσαι δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να αναβάλεις να την αντιμετωπίσεις; Φροϋδικοί αντίλαλοι αντηχούν μέσα στο ποίημα. Το υποσυνείδητο καταπιεσμένο όλη μέρα, σκεπασμένο απ’ την επιφάνεια της συνείδησης, ξυπνά κυρίαρχο κι απαιτητικό τη νύχτα. Ακόμα κι αν ο ύπνος σε κάνει να απολησμονήσεις για λίγο, εκείνο ξεπετάγεται ακόμα και στα όνειρα:
Κάθε βράδυ στα όνειρά μας
εχτίθεται ανεπανόρθωτα το μυαλουδάκι μας
κάθε βράδυ τα όνειρά μας
μας αποκαλύπτουν πλήρως τη μικρότητά του.
Όμως εμείς αγρόν ηγοράσαμεν,
όμως εμείς του επιτρέπουμε την άλλη μέρα
να υποτιμήσει τα όνειρα
όμως εμείς του επιτρέπουμε την άλλη μέρα
να υποσκάψει τη λυδία λίθο,
να γελοιοποιήσει τις αποκαλύψεις (Η ΛΥΔΙΑ ΛΙΘΟΣ, Β,537)
Η βιοτική μέριμνα, η εξασφάλιση της υλικής επιβίωσης δεν φαίνεται πιθανή. Το ποιητικό υποκείμενο είναι επαγγελματικά αποκαταστημένο, έχει μια οικονομική άνεση που του επιτρέπει να ψυχαγωγείται σε θέατρο, κέντρα και αλλού. Το ίδιο αποκλείεται και η έλλειψη επικοινωνίας. Έχει φίλους που τον συνοδεύουν μάλιστα στη διασκέδασή του. Αλλά η έγνοια ακοίμητη, εκεί, καιροφυλακτεί.
Το ποίημα, γραμμένο στα 1954, παραμονές της εθνικής εξέγερσης της Κύπρου, θα μπορούσε να υποβάλλει και την ιδέα κάποιας άλλης έγνοιας. Της έγνοιας της σκλαβιάς, της έγνοιας του ότι τελοσπάντων κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι πρέπει να γίνει μ’ αυτό το θέμα. Ίσως κιόλας τα προμηνύματα να είχαν φτάσει στον ποιητή κι η έγνοια για το ποια πρέπει να είναι η δική του συμμετοχή να τον βασανίζει.
Καθόλου όμως δεν αποκλείεται και μια άλλη έγνοια. Είναι η βασανιστική λαχτάρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το να θέλεις να εκφραστείς, το να ψάχνεις να βρεις τον προσφορότερο τρόπο. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για το μαρτύριο αυτό των καλλιτεχνών, ούτε και του ίδιου του Μόντη.
ΠΟΙΗΣΗ
Γιατί πρέπει απαραιτήτως να συμπληρώσω απόψε αυτούς τους στίχους,
γατί πρέπει απαραιτήτως να τους συμπληρώσω
μες στην αγρύπνια και την κούρασή μου,
δε γίνεται αύριο,
δε μου’ χουν εμπιστοσύνη αύριο; (Β, 561)

Πιθανότατα όμως η έγνοια να έχει ένα γενικότερο, καθολικότερο νόημα, να είναι μια έγνοια υπαρξιακή, μεταφυσική. Η Καφκική, αναίτια ενοχή της υπάρξεως που βαραίνει πιο πολύ το θύμα παρά το θύτη, η ένοχη συνείδηση, οι τύψεις που καταπνίγεις και καταπιέζεις μέσα στην τύρβη της ημέρας, ξυπνούν απειλητικές τη νύχτα. Το «λογαριαστείτε» που εκτοξεύεται απειλητικά δυο φορές μάλιστα, προαναγγέλλει το φόβο μιας πιθανής τιμωρίας. Να’ ναι άραγε αυτή η μια και κυρίαρχη έγνοια, όταν τέσσερα χρόνια αργότερα θα γράψει:
ΕΓΝΟΙΕΣ
Άλλες ήρθαν πρώτα και σ’ απασχόλησαν,
κι όταν έπειτα ανέβηκε εκείνη
σα δευτερεύουσα, σαν ταπεινή, παρεμπιπτόντως,
και σου’ κανε τους πρώτους ακροβολισμούς,
τις πρώτες νύξεις,
καθόλου δεν υποψιάστηκες
πως θα κυριαρχούσε τόσο γρήγορα,
πως οι άλλες έγνοιες δεν ήταν
παρά ασήμαντοι πρόδρομοι και προφάσεις της,
πως αυτή ήταν
που θα σε κρατούσε άγρυπνο ως το πρωί.(Β,419)
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Είδαμε ήδη τη χρήση του δευτέρου προσώπου. Η γλώσσα είναι λιτή, γλώσσα της καθημερινότητας. Απογυμνωμένη από κάθε στολίδι επαυξάνει την ένταση της αγωνίας. Τα επίθετα μετρημένα, αποκτούν ουσιαστικό βάρος χαρακτηρίζοντας τους δυο αντιπάλους: Εσένα και την έγνοια. Εκείνη: Σκληρή, αδυσώπητη και σίγουρη (ότι θα ‘ρθεις). Εσύ: Μονάχος (που επαναλαμβάνεται) και ανυπεράσπιστος. Το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο.
Ανάλογη αντίθεση παρατηρείται ανάμεσα στους χρόνους των ρημάτων. Σε στιγμιαίο Μέλλοντα όσα αφορούν εσένα: Θ’ απορροφήσουν, θα ‘ρθεις κλπ. Ένας Ενεστώτας διαρκείας για την έγνοια: Σε περιμένει.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησης του Μόντη είναι η προσωποποίηση. Προσωποποιεί τα πάντα. Σαν να ζει μέσα σε μια εμψυχωμένη φύση απευθύνεται και κουβεντιάζει με τα δέντρα, με τα βουνά, με τη γη, τον ήλιο, τη θάλασσα. Προσωποποιεί ακόμα και αφηρημένες έννοιες, όπως η ζωή, ο θάνατος, η ελπίδα, η ελευθερία. Κι εδώ η έγνοια προσωποποιημένη σαν ένας επίβουλος και ύπουλος εχθρός σε περιμένει, σίγουρη ότι θα ‘ρθεις, για να λογαριαστεί μαζί σου.
Ένα ακόμα γνώρισμα της ποίησής του που θα γίνει μόνιμο και ολοένα αυξανόμενο στοιχείο είναι τα ερωτήματα. Εδώ υπάρχει μόνο στον 8ο στίχο σε μια πρώιμη μορφή (τι θα γίνει;) ως αφορμή για την απάντηση που δίνει ο άλλος. Στην εξέλιξη όμως της ποιητικής του πορείας τα ερωτήματα, προπάντων τα αναπάντητα ερωτήματα, θα πληθαίνουν ολοένα. Ερωτήματα που έχουν σκοπό να αναταράξουν τη συνείδησή μας, να μας κάνουν να σταθούμε, να διερωτηθούμε μαζί με τον ποιητή και να ψάξουμε να βρούμε την απάντηση. Συχνά ρωτάει με την αφέλεια, την αθωότητα, την απορία ενός παιδιού. Κι εμείς στεκόμαστε αμήχανοι, όπως αμήχανοι μένουμε άλλες φορές, όταν μας ρωτάει ένα παιδί. Πολλά ερωτήματά του απευθύνονται στο Θεό, με τον οποίο συνομιλεί ως ίσος άλλες ίσο:

Είμαι εντάξει, Κύριε,
Που αυτοί προσεύχονται κι εγώ γράφω στίχους;(Α, 182)
*
Περιπολείς, Κύριε, στις συνοικίες;(Α,192)
*
Φαίνεται κι η Αφρική απ’ εκεί πάνω, Κύριε;
Φαίνεται κι η Αιθιοπία κι η Σομαλία;
Μπορεί κανείς να διακρίνει;(Ανθ., 130)
Και τέλος οι παραλλαγές. Πάλι και πάλι, ξανά και ξανά επανέρχεται στα ίδια θέματα σαν σε κάποιους βασικούς άξονες, επαναλαμβάνοντας με μια μικρή διαφοροποίηση, μια ανεπαίσθητη προσθήκη, μια κάπως διαφορετική ματιά. Η ζωή, ο θάνατος, ο άνθρωπος, οι στίχοι του, το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, η καρδιά και το μυαλό, η νοσταλγία της νιότης, ο έρωτας, τα γηρατειά, τα εγγόνια του, η Κύπρος, η Ελλάδα, η ελληνική γλώσσα, η φύση, η Ακρόπολη, οι Καρυάτιδες, ο Θεός κι όλα τα άλλα θέματα της ποίησής του δεν τον απασχολούν μονάχα μια φορά. Έτσι κι οι νύχτες, οι φόβοι και τα αδιέξοδά τους ανακυκλούνται αδιάκοπα στην ποίηση του Μόντη.
Κι οι νύχτες σκυμμένες απάνω μας,
κι οι νύχτες σκυμμένες στα ίχνη μας. (Α, 169)
*
Φοβάμαι τις νύχτες
που μας μιμούνται και όλα γδύνονται (Α, 193)
*
Τις νύχτες που αρχίζει ο έλεγχος
κι η καταμέτρηση…(Α,232)
Ο ποιητής δεν μας λέει πώς θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τον κίνδυνο που ελλοχεύει εκεί, κάθε βράδυ. Ίσα-ίσα που κάποτε ανησυχεί μήπως εφησυχάσουμε.

Ανησυχούμε που αρχίσαμε να μην ανησυχούμε,
ανησυχούμε που αρχίσαμε
να μη μένουμε πια άγρυπνοι τις νύχτες. (Α, 295)
*
Δυστυχώς δε θέμε και πολύ για να μένουμε άγρυπνοι,
ευτυχώς δε θέμε και πολύ για να μένουμε άγρυπνοι (Α, 308)

Ο ποιητής επισημαίνει, καταγράφει, προειδοποιεί. Τα παραπέρα είναι δουλειά του καθενός μας.
Σημειώσεις
1. Ανδρέας Χριστοφίδης, «Ο Κώστας Μόντης, σαρανταπέντε χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου του», 12 Κείμενα για τον Κ. Μόντη, Ερμής, 1984, σ. 103
2. Κώστας Μόντης, «Στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση», περ. η λέξη, τευχ. 152, Ιούλιος-Αύγουστος ’99, σ. 405
3. Γ. Π. Σαββίδης, «Πολυχρόνιο για το Μόντη», 12 Κείμενα…ό.π., σ.97

Οι παραπομπές γίνονται είτε στους τόμους των Απάντων (Λευκωσία,1987), είτε στη Μικρή Ανθολόγηση από την ποίησή του (Λευκωσία, 2003)

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. 12 Κείμενα για τον Κ. Μόντη. Επιμέλεια Γιώργος Κεχαγιόγλου-Μιχάλης Πιερής, Ερμής, Αθήνα 1984.
2. Κιτρομηλίδης Γιώργος , Κώστας Μόντης. Προσεγγίσεις στο λογοτέχνη και το έργο του, Λευκωσία 1997
3. Μαυρής Χρήστος, Κώστας Μόντης ο Μείζων (Συνομιλίες με τον ποιητή), Λευκωσία 1996
4. Πιερής Μιχάλης, «Καρυωτάκης και Μόντης». Από το μερτικόν της Κύπρου, Καστανιώτης, Αθήνα 1991.
5. Πιερής Μιχάλης, «Ζητήματα κριτικής των «Γραμμάτων» του Κώστα Μόντη: Φιλολογική ανίχνευση του εδάφους». Από το μερτικόν, ό. π.
6. Περιοδ.. Η λέξη,(αφιέρωμα), τευχ. 152, Ιούλιος-Αύγουστος ‘99

[ Πλήρης βιβλιογραφία για τον Μόντη στο έργο των Φοίβου Σταυρίδη, Λευτέρη Παπαλεοντίου και Σάββα Παύλου, Βιβλιογραφία Κυπριακής Λογοτεχνίας (από το Λεόντιο Μαχαιρά έως τις μέρες μας), μικροφιλολογικά, Λευκωσία, 2001. Άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία και άλλες πληροφορίες για τον ποιητή, στην ιστοσελίδα www.costasmontis.com]
ΚΙΚΑ ΟΛΥΜΠΙΟΥ