Παρασκευή, Φεβρουαρίου 19, 2021

Η Λυγερή

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας
Η ΛΥΓΕΡΗ
Schooltime
Ψηφιακά εκπαιδευτικά βοηθήματα
[Το ψηφιακό βιβλίο διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο]
Απρίλιος 2013
Η συγκυρία του εγκλεισμού, της ψηφιακής (δωρεάν) διάθεσης του βιβλίου και μια νοσταλγική διάθεση αναδρομής σε παλαιότερα λογοτεχνικά αναγνώσματα, με οδήγησε στο ξανα-διάβασμα  της "Λυγερής". Και, ομολογώ, δεν περίμενα ότι θα μου προκαλούσε τόσο ενδιαφέρον και τόση απόλαυση.
Δημιουργός του ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Γεννημένος το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, υπήρξε στρατιωτικός γιατρός, όμως πολύ πιο γνωστός είναι ως συγγραφέας, από τους πρωτοπόρους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Διηγήματα, Μυθιστορήματα, παιδικά αναγνώσματα, πληθώρα άλλων κειμένων του εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εκδίδονται. Από τα γνωστότερα έργα του "Ο ζητιάνος", "Τα λόγια της πλώρης" (εξαιρετικά θαλασσινά διηγήματα), "Ο αρχαιολόγος", "Η λυγερή", υπήρξαν θεμέλιο της πνευματικής συγκρότησης πολλών παλαιότερων γενιών και κατατάσσουν τον Καρκαβίτσα ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες πεζογράφους του 19ου-αρχές του 2ου αι.
"Η Λυγερή", νουβέλα μάλλον παρά μυθιστόρημα, μια και δεν ξεπερνά τις 200 σελίδες, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό "Εστία" το 1890, σε βιβλίο το 1896 από την "Εστία" και πολλές φορές αργότερα. Γραμμένη σε μια ωραία, απλή καθαρεύουσα, με αρκετά τοπικά γλωσσικά στοιχεία, αναπαριστά με ζωντάνια ήθη, έθιμα, συνήθειες, προλήψεις, τρόπο σκέψης, λαϊκή ιατρική, μια ολόκληρη κοινωνία, όπως υπήρξε  τον 19ο αι. ειδικά στην περιοχή της γενέτειρας του συγγραφέα. Κι ανάμεσα σ' όλα κυριαρχεί η γυναίκα, η ψυχολογία της, η θέση της σ' αυτή την κοινωνία.
Κεντρική ηρωίδα η Ανθή, η Λυγερή του χωριού: "Η Ανθή ήτο ο εντελέστατος και πιστότατος τύπος μιας λυγερής του χωρίου. Είχεν υψηλόν και ανδρικόν κάπως το ανάστημα, το στήθος εύρωστον και προπετές, την μέσην περισφιγμένην και λυγηράν. Η κεφαλή της ωραία, καλλιτεχνική, με ηνωμένα μαύρα φρύδια, κάτωθεν των οποίων μάτια κατάμαυρα, γεμάτα από λάμψιν και μυστήριον εκρύπτοντο οπίσω από μακράς βλεφαρίδας, ως εμφωλεύοντες μαγνήται".
Κόρη του πλούσιου παντοπώλου Παναγιώτη Στριμμένου, αγαπά τον Γιώργη Βρανά, ένα εξίσου ωραίο παλικάρι, αλλά συνάμα θαρραλέο και ικανότατο γυρολόγο. Ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετά στην περιγραφή αυτού του επαγγέλματος, σε εποχή που οι γυρολόγοι διαδραμάτιζαν σημαίνοντα ρόλο στις μεταφορές, προπάντων της σταφίδας, βασικού προϊόντος της περιοχής.
Ο πατέρας όμως της Ανθής θέλει να την παντρέψει με τον παραγιό του, τον Νικολό Πικόπουλο, τον οποίο θεωρεί ικανότατον όχι μόνο για να μεγαλώσει το εμπορικό του, αλλά και να τον διαδεχθεί. Η Λυγερή βεβαίως ούτε να ακούσει  δεν θέλει. "Ήξευρε τον Νικολόν, από πολλών ετών υπηρέτην του πατρός της, ρυπαρόν, άθλιον, απόζοντα πάντοτε πετρελαίου και σαρδέλας, φορτωμένον τα εμπορεύματα. Ένα ζώον τέλος που έχει μόνον μορφήν ανθρώπου και είναι προωρισμένον διά τίποτε άλλο, παρά διά να δουλεύει την οικογένειάν της".
Ο Βρανάς προτείνει στην Ανθή να κλεφτούν, πράγμα που εκείνη, παρ' όλο τον έρωτά της αρνείται. Θα ήταν μια πράξη που θα την ατίμαζε στα μάτια όλης της κοινωνίας. Αναγκάζεται να παντρευτεί τον Νικολό. Ο πρώτος χρόνος του γάμου κοντά στον άξεστο και αγροίκο Νικολό είναι μαρτυρικός, προπάντων όταν η Λυγερή βλέπει τον αγαπημένο της Γιώργη να παντρεύεται μιαν άλλη κοπέλα. Όλα όμως θ' αλλάξουν, όταν στο τέλος του πρώτου χρόνου του γάμου, η Ανθή αποκτά το πρώτο της παιδί. Ένας καινούριος δεσμός αναπτύσσεται με τον άντρα της, μια ήρεμη ευτυχία εγκαθίσταται στο σπιτικό της.
Είναι εντυπωσιακό πώς, μέσα σ' ένα τόσο σύντομο έργο, ο συγγραφέας αναπτύσσει τόσα θέματα. Αφενός εξωτερικά, τον ρόλο της λαϊκής γιάτραινας-ξορκήστρας-προξενήτρας, των γυρολόγων, της παραγωγής σταφίδας, των λαϊκών γιορτών κ.λπ. και ταυτόχρονα την εσωτερικότητα, τις σκέψεις, την ανάλυση της ψυχολογικής κατάστασης των προσώπων του έργου.
Η τηλεοπτική μεταφορά του έργου το 1995 από την ΕΤ1 καθώς και οι ποικίλες εκδόσεις και αναλύσεις του εμφαίνουν τη διαχρονικότητά του και τη σημασία του για τη νεοελληνική λογοτεχνία.


Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2021

Ζωή μέχρι χθες


 Γιάννης Ξανθούλης
Ζωή μέχρι χθες
Διόπτρα, 2020
 Από τους γνωστότερους και πολυγραφότερους νεοέλληνες συγγραφείς (γεν. 1947), ο Γιάννης Ξανθούλης δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη παρουσίαση. Δεκάδες τα μυθιστορήματά του, το θέατρο, τα παιδικά βιβλία, μεγάλη η δημοσιογραφική του συμβολή.
Το τελευταίο του μυθιστόρημα, "Ζωή μέχρι χθες", είναι μια περιδιάβαση στην Αθήνα της δεκαετίας του '60, αλλά εν μέρει και της σύγχρονης. Περσόνα του συγγραφέα καθίσταται ένας γυναικείος χαρακτήρας, η Αμφιτρίτη-Ρίτα Βράνη, μια επαναστατημένη έφηβη του '60. Τη συναντάμε, εβδομηντάρα πια, να κάθεται στο κεφενείο ενός Πακιστανού, στην οδό Αχαρνών, να βλέπει απέναντι το παλιό της σπίτι, το νεοκλασικό της οικογένειάς της, που τώρα έχει γίνει οίκος ανοχής και να θυμάται: "Να λοιπόν που τα βγάζω όλα από μέσα μου ύστερα από μισό αιώνα και ανακαλώ το ΤΟΤΕ. Τότε, που όλοι μοιάζαμε ευτυχισμένοι. Πόσο κράτησε η ευτυχία και τα θεατρικής ευδαιμονίας γλέντια στο σπίτι; Θα πρέπει αρκετά ή ίσως και ελάχιστα. Μόνο που τότε ο χρόνος επιμηκυνόταν τεμπέλικα κι όλα τα γεγονότα, ακόμη και τα πλέον ασήμαντα, έπαιρναν καιρό να ξεχαστούν. Μέσα σε καταιγισμό ευχών, γέλιων και δακρύων κυλούσε η ζωή μας, ασφαλής και αρωματισμένη από τα αντισηπτικά που καθόριζαν το ιαματικό κύρος του μπαμπά".
Προσφέρει ένα σημαντικό ποσό στη γυναίκα που χειρίζεται τώρα το σπίτι για να μείνει μόνη της εκεί ένα βράδυ, να αναπολήσει, να ξαναζήσει τη ζωή της εφηβείας της. Και θυμάται. Τον πατέρα της, που υπήρξε γιατρός αφροδισιολόγος, τη μητέρα, τη μεγαλύτερη αδελφή Μπούκη και τον γάμο της, τον έφηβο αδελφό της Βάκη, τις θείες, αδελφές της μητέρας της που επισκέπτονταν καθημερινά το σπίτι, τη Μαρκετούση, ένα είδος φύλακα- αγγέλου, μια κοπέλα που την είχαν από μικρή στο σπίτι για όλες τις δουλειές, μια νοσοκόμα-βοηθό του γιατρού κι άλλες ακόμα θείες, αλλά και πλήθος γνωστών και επισκεπτών που γέμιζε το σπίτι στις "βαγγέρες" ή τις γιορτές.
Στις αναμνήσεις της Αμφιτρίτης μπλέκονται γογονότα, τοποθεσίες, πολιτιστικά συμβάντα της εποχής της εφηβείας της. Το θέατρο "Παλλάς" και οι παραστάσεις που είδαν εκεί, οι σοκολατίνες του Φλόκα, το μεσουράνημα της Φρασουάνζ Σαγκάν και το "Καλημέρα θλίψη" ( που το είχε μάθει απέξω, όπως λέει), η Γκρέης Κέλλυ, η Κάλλας, οι Πορείες Ειρήνης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Χίτσκοκ, η βύθιση του "Φαλκονέρα" και πλήθος άλλα πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα με αποκορύφωμα την επιβολή της δικτατορίας. Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες του Ξανθούλη όλα αυτά γίνονται ένα προσκλητήριο μνήμης.
Κυρίαρχο όμως στοιχείο στις αναμνήσεις της Αμφιτρίτης παραμένουν οι δικές της αναζητήσεις, προπάντων η αναζήτηση του έρωτα. Πιο πολύ μάλλον η ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου παρά του έρωτα. Απέναντι από το νεοκλασικό των Βράνηδων ζούσε μια εργατική, πολυμελής οικογένεια. Ερωτευμένη η Ρίτα με έναν από τους γιους της οικογένειας, τον Άγγελο, ικανοποιεί την ερωτική της δίψα όχι μόνο μ' αυτόν, αλλά και με τον δίδυμο αδελφό του, από τον οποίο ο Άγγελος δηλώνει ότι δεν χωρίζεται ποτέ. Δεν ξέρω γιατί ο συγγραφέας δημιουργεί μια τόσο ερωτοπαθή, ή μάλλον σεξοπαθή, ηρωίδα ώστε να την παρουσιάζει να καταφεύγει ακόμα και σ' έναν άγνωστο ταξιτζή για να ικανοποιήσει αυτή τη δίψα.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου τελειώνει την 21η  Απριλίου του 1967, μ' ένα δραματικό συμβάν για την Αμφιτρίτη. Στο δεύτερο μέρος θα τη συναντήσουμε πενήντα χρόνια αργότερα. Έχει παντρευτεί έναν αρκετά μεγαλύτερό της κοσμοπολίτη, τον Φοίβο, έχει τριγυρίσει μαζί του για πενήντα χρόνια στον κόσμο και μετά τον θάνατό του θα επιστρέψει, μόνη πια, στηνΑθήνα.
Βρήκα το δεύτερο αυτό μέρος του βιβλίου πολύ κατώτερο, με λιγότερο ενδιαφέρον από το πρώτο μέρος. Οι αναμνήσεις συνεχίζονται, αλλά η προσπάθεια της ηρωίδας να δημιουργήσει μια καινούρια ζωή στα εβδομήντα δύο της, σκοντάφτοντας σε απίθανες συμπτώσεις, έχει κάτι το κατθλιπτικό.