Τρίτη, Μαρτίου 30, 2010

ΧΑΜΕΝΟΙ- Αναζητώντας έξι στα έξι εκατομμύρια

Θα έπρεπε, για να είμαι δίκαιη μ' αυτό το βιβλίο, να αναρτήσω ένα μακροσκελέστατο ποστ. Ξέροντας όμως και εξ ιδίας πείρας, πόσο αποτρεπτικά είναι για τον αναγνώστη τα μακροσκελή κείμενα, θα προσπαθήσω, με κίνδυνο να αδικήσω το βιβλίο, στη συνήθη έκταση των αναρτήσεών μου.
Ο αναγνώστης πρέπει να διαθέτει πολύ χρόνο, πολλή υπομονή και ούτε ίχνος αντισημιτισμού για να παρακολουθήσει την περιπλάνηση του Ντάνιελ Μέντελσον στις 580 πυκνογραμμένες σελίδες του βιβλίου του "Χαμένοι" (Πόλις, 2010, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Έχουμε ασφαλώς διαβάσει πλείστα όσα βιβλία για το ολοκαύτωμα. Κι όμως ο Μέντελσον βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει γι' αυτό (και όχι μόνο γι' αυτό) από μια άλλη σκοπιά. Ο ίδιος, Εβραίος βέβαια, αλλά όχι φανατικά θρησκευόμενος, είναι πολύ νεότερος. Γεννημένος στην Αμερική το 1960, δεν έχει προσωπικές μνήμες, ούτε και οι γονείς του έζησαν τη φρίκη του πολέμου και της εξόντωσης, μια και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική πολύ πριν, η δε γιαγιά του είχε γεννηθεί στην Αμερική. Όμως, όταν ήταν μικρός, 6-7 χρονών, τύχαινε να μπει σ' ένα δωμάτιο και οι ηλικιωμένοι Εβραίοι συγγενείς, θείοι και θείες, να βάζουν τα κλάματα. Μέσα από κουβέντες, συχνά στα γίντις, ακούει "πόσο μοιάζει στο μακαρίτη θείο Σμιλ". Αυτές οι κουβέντες, το πλήθος των ιστοριών του παππού του που καταγόταν από μια μικρή πόλη της Ουκρανίας (σήμερα), το Μπόλεχοφ, εξάπτουν την περιέργεια και τη φαντασία του. Ποιος ήταν αυτός ο θείος Σμιλ για τον οποίο, παρ' όλο το πλήθος των άλλων ιστοριών, ο παππούς δεν έκανε λόγο; Ο Ντάνιελ το μόνο που ξέρει είναι ότι τον Σμιλ, τη γυναίκα του και τις τέσσερις κόρες του τους σκότωσαν οι Ναζί. Μεγαλώνοντας μεγαλώνει και το ενδιαφέρον του να ερευνήσει, να μάθει περισσότερα γι' αυτά τα χαμένα για πάντα πρόσωπα της οικογένειας. Συγκεντώνει στοιχεία, μελετά βιβλία, το διαδίκτυο είναι μεγάλη βοήθεια, κάποια στιγμή όμως αποφασίζει να μάθει από τους ίδιους τους επιζήσαντες από τη μικρή πόλη Μπόλεχοφ (αν μπορέσει να βρει) όχι μόνο πώς πέθανε η οικογένεια του μακρινού του θείου, αλλά και κυρίως πώς έζησε.
Η περιπλάνησή του αρχίζει. Πάει στο Μπόλεχοφ, στην Αυστραλία, στο Ισραήλ, στη Σουηδία, στην Πράγα, στη Βιέννη, στη Δανία, ξανά στο Ισραήλ και στο Μόλεχοφ. Συναντά ηλικιωμένους πια ανθρώπους που ήξεραν κάτι να του πουν για την οικογένεια του θείου του. Κι αυτοί βέβαια απ' ό,τι είχαν ακούσει, γιατί, όπως του λέει κάποιος, αν είχαν υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες, τότε δεν θα ήταν τώρα εδώ! Μέσα από την εκπληκτική αφηγηματική ζωντάνια παρακολουθούμε βήμα-βήμα τις μετατοπίσεις του στο χώρο και το χρόνο. Συλλέγοντας σπαράγματα αναμνήσεων προσπαθεί να ανασυστήσει όλη την ταραγμένη εκείνη εποχή και προπάντων να μάθει για τους άγνωστους εκείνους συγγενείς. Ώσπου, στο τέλος, σε μια συγκινητική σκηνή, ξαναγυρίζοντας στο Μπόλεχοφ για δεύτερη φορά, μαζεύει μια χούφτα χώμα και αποθέτει μια πέτρα (εβραϊκή συνήθεια) στο χώρο όπου κατά πάσα πιθανότητα έχει εκτελεστεί ο θείος και μια από τις κόρες, αφού στο μεταξύ κατόρθωσε να μάθει και να αναπλάσει με τη φαντασία του, ποιο ήταν το τέλος της συζύγου και των άλλων τριών κοριτσιών.
Ο Μέντελσον ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, θα 'λεγε κανείς την ιστορία των Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν σταματά μόνο στις σκηνές φρίκης που έχουμε γνωρίσει από τόσα άλλα διαβάσματα και θεάματα. Μαθαίνουμε πώς ήταν η ζωή σ' αυτή τη μικρή πόλη πριν ενσκήψει η λαίλαπα του Ναζισμού, σε μια πόλη όπου για αιώνες ζούσαν αρμονικά Πολωνοί, Εβραίοι και Ουκρανοί, μα που όταν ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή ήταν φορές που οι πρώην γείτονες φάνηκαν χειρότεροι και από τους Ναζί. Αλλά ήταν κι άλλοι που με κίνδυνο, κάποτε με θυσία της ζωής τους, βοήθησαν και έκρυψαν Εβραίους (Πόσο η ιστορία επαναλαμβάνεται!)
Μα η λογοτεχνική αξία του βιβλίου, που διασώζει πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, πάει πολύ πιο πέρα. Ο κλασικοθρεμένος Μέντελσον κάνει συχνές αναφορές στον 'Ομηρο, στην αρχαία τραγωδία. Η τεχνική της αφήγησής του, λέει κάπου στο βιβλίο, μιμείται την Ιλιάδα, όπου, στο Ζ συγκεκριμένα, δυο αντίπαλοι ήρωες, ο Διομήδης και ο Γλαύκος, ενώ ετοιμάζονται να συγκρουστούν, στήνουν μια μακροσκελή συζήτηση, αρχίζουν να αφηγούνται ιστορίες και τελικά χωρίζουν σαν φίλοι. Έτσι και ο ίδιος, λέει, παρεκκλίνει από τη γραμμή της αφήγησης, παρεμβαίνει με άλλα γεγονότα και ιστορίες, για να ξαναπιάσει ύστερα το νήμα από εκεί που το άφησε.
Μια άλλη σκηνή του θυμίζει τον Αινεία που εγκαταλείποντας συντετριμμένος την ερειπωμένη και πυρπολημένη πόλη του, την Τροία, φτάνοντας στην Καρχηδόνα, μια ζωγραφιά που αντικρίζει τον κάνει να αναλυθεί σε δάκρυα και να πει την περίφημη φράση (που τόσο έχει χρησιμοποιηθεί, sunt lacrimae rerum, έχουν δάκρυα τα πράγματα.
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα του βιβλίου είναι η παρεμβολή αποσπασμάτων από την Παλαιά Διαθήκη, ο σχολιασμός τους και ο παραλληλισμός με την ίδια τη ζωή. Η Γένεσις με την αμαρτία των πρωτοπλάστων, το αδελφικό έγκλημα του Κάιν, η περιπλάνηση του Αβραάμ, ο Νώε, τα Σόδομα και τα Γόμμορα, η μεταμόρφωση της γυναίκας του Λωτ σε στήλη άλατος και άλλα, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τους Εβραίους αλλά και για τον Χριστιανισμό, αφού η Παλαιά Διαθήκη είναι και για τον Χριστιανισμό ιερό βιβλίο.
Νομίζω ότι έχω ξεφύγει από την αρχική μου πρόθεση για μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου. Γι' αυτό κλείνω με μια άποψη που διατυπώνεται και συνοψίζει, πιστεύω, το σκοπό του συγγραφέα: "Συχνά το μυαλό συλλαμβάνει τα μικρά πράγματα πιο εύκολα από όσο τη γενική εικόνα. Για παράδειγμα, είναι πιο θελκτικό για τους αναγνώστες να κατανοήσουν το νόημα ενός ιστορικού γεγονότος πελώριας κλίμακας μέσω της ιστορίας μιας οικογένειας".

Τρίτη, Μαρτίου 23, 2010

Κάτι έχω να σας πω

Πολλές φορές, καθώς διάβαζα το βιβλίο του Χανίφ Κιουρέισι "Κάτι έχω να σας πω" (Καστανιώτης, 2009, μετ. Αντώνης Καλοκύρης") σκέφτηκα να το παρατήσω (κάτι που πολύ σπάνια μου συμβαίνει). Όχι γιατί ο Κιουρέισι δεν είναι αξιόλογος συγγραφέας, ούτε γιατί το βιβλίο δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον. Το βρήκα όμως φλύαρο, με επαναλαμβανόμενες σκηνές και διαλόγους και με ένα διάχυτο σεξουαλισμό, με "σκηνές που μπορεί να ενοχλήσουν", όπως μας αναγγέλλουν κάποτε για τηλεοπτικές σκηνές. Όμως τελικά άντεξα ως την τελευταία 467η σελίδα, θέλοντας να έχω μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Τζαμάλ, είναι ψυχαναλυτής. Άγγλος Πακιστανικής καταγωγής, στοιχεία χαρακτηριστικά του ίδιου του συγγραφέα, απεικονίζει τη ζωή στο σύγχρονο Λονδίνο, ενώ η σκέψη και η αφήγησή του ανατρέχουν στο παρελθόν, στη δεκαετία του '70. Πλήθος τα πρόσωπα του βιβλίου, με έκαναν να νιώσω την ανάγκη, όπως συμβαίνει στο πρόγραμμα των θεάτρων, να έχω ένα κατάλογο με τη διανομή των ρόλων: Τζαμάλ-ο πρωταγωνιστής, Μύριαμ-αδελφή του Τζαμάλ που "είχε πέντε παιδιά από τρεις συζύγους ή τρία παιδιά από πέντε συζύγους", δεν ήταν σίγουρος ο Τζεμάλ, Χένρι-ο φίλος του Τζεμάλ που έχει σχέση με τη Μύριαμ, Ατζίτα-ο μεγάλος έρωτας του Τζεμάλ, Τζόζεφιν-η γυναίκα του από την οποία είναι χωρισμένος, Ράφι-ο δωδεκάχρονος γιος τους, Βολφ και Βαλεντίν-φίλοι από τα φοιτητικά χρόνια. Μούστακ-ο γκέι αδελφός της Ατζίτα που έχει γίνει διάσημος ποπ τραγουδιστής, Κάρεν-μια τηλεοπτική παραγωγός, Ομάρ Άλι- ομοφιλόφυλος εκατομμυριούχος, Μπούσι-σωφέρ και βοηθός στα πάντα. Αυτά είναι λίγα από τα πρόσωπα που θυμάμαι, γιατί πολλά άλλα πρόσωπα πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα, τη ζωή και την αφήγησή του.
Μέσα απ' αυτή την αφήγηση προβάλλει το Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του '70 αλλά και το σύγχρονο Λονδίνο του Μπλερ και των τρομοκρατικών επιθέσεων. Όλο το βιβλίο είναι μυθιστόρημα διάλυσης και διάσπασης. Γεμάτο διαλυμένες σχέσεις, σεξουαλική ασυδοσία, αιμομιξίες και ναρκωτικά. "Το Λονδίνο που μου άρεσε ήταν εκείνο των εξόριστων, των προσφύγων και των μεταναστών (...) ανθρώπων που δεν ανήκαν κάπου και δεν ήξεραν ποιοι είναι", λέει κάπου, και μέσα σ' αυτή την κοινωνία κινείται όλο το μυθιστόρημα. Οι πάντες κυκλοφορούν μ' ένα "μπάφο' στο χέρι, μόνο έτσι "φτιάχνονται". Ενθουσιάζονται όταν ένα καινούριο ναρκωτικό κάνει την εμφάνισή του. "Το Έκταση μ' έκανε να θέλω να επικοινωνώ με τους άλλους. Μ' έκανε να θέλω να μιλήσω, καθώς με κατάπινε η φριχτή φωνή της απόλυτης ηδονής, ένα φτηνό εισιτήριο για εκεί όπου ανέκαθεν κατευθύνονταν οι μυστικιστές και οι ψυχωτικοί".
Με τους δυο φίλους του ο Τζαμάλ συντελούν ουσιαστικά σ' ένα φόνο, όταν, θέλοντας να εκφοβίσουν τον πατέρα της Ατζίτα που την κακοπποιούσε σεξουαλικά, τον τρομοκρατούν μέχρι θανάτου. Και παρ' όλο που η σκιά αυτού του φόνου στοιχειώνει ολόκληρη τη ζωή του Τζαμάλ, δεν φαίνεται να έχει μετανιώσει. "Το σκέφτεσαι καθόλου;" τον ρωτά ο φίλος του, όταν συναντιούνται ύστερα από χρόνια. "Τώρα πια όχι συχνά, όχι πια", απαντά ο Τζεμάλ.
Υπάρχουν καλές σελίδες στην αφήγηση του Κιουρέισι, για παράδειγμα όταν η Κάρεν ανακαλύπτει ότι έχει καρκίνο, ή η τρομοκρατική επίθεση στον υπόγειο του Λονδίνου, κάποια ελάχιστα στοιχεία για το Πακιστάν ή σκόρπιες σκέψεις για τα νιάτα και τα γηρατειά, το χρόνο που τόσο σύντομα περνά. Όμως αυτά χάνονται μέσα στο πλήθος των σελίδων που αναφέρονται στα οργιώδη πάρτι ή στις επισκέψεις στα στριπτιζάδικα.
Γενικά θα ήταν πολύ καλύτερο το βιβλίο αν ήταν συντομότερο και αν η απεικόνιση της ζωής δεν ήταν τόσο μονόπλευρη.

Σάββατο, Μαρτίου 13, 2010

Ένα ερωτικό καλοκαίρι

Η επιθυμία μου να γνωρίσω κάτι από τη σύγχρονη τσέχικη λογοτεχνία ήταν ο κυριότερος λόγος της ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Ιβάν Κλίμα " Ένα ερωτικό καλοκαίρι" (Καστανιώτης 2009, μετ. Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα). Θεωρείται το σπουδαιότερο έργο του γνωστού και βραβευμένου Τσέχου συγγραφέα (γεν.1931).
Η υπόθεση δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερα πρωτότυπο. Μια κοινότατη επαναλαμβανόμενη ιστορία, τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία. Ένας 36χρονος άντρας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, ερωτεύεται μια αρκετά νεότερή του γυναίκα. Ούτε ανατροπές, ούτε απρόοπτα γεγονότα, ούτε εξάρσεις στην αφήγηση. Κι όμως ο Κλίμα κατορθώνει να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, εστιάζοντας κυρίως στην εσωτερικότητα του ήρωά του. Στις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις αμφιταλαντεύσεις, την πάλη που γίνεται μέσα του. Τα δυο άλλα βασικά πρόσωπα, η σύζυγος και η ερωμένη, σκιαγραφούνται  μέσα από τη δική του οπτική.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Δαβίδ Κρέμπα, βιολόγος, που εργάζεται στο Ινστιτούτο Ερευνών, ασχολούμενος με τη διαδικασία της γήρανσης. Σύζυγός του η Καμίλα, δασκάλα, που δεν φαίνεται να την ελκύει ιδιαίτερα η δουλειά της, αφοσιωμένη στη φροντίδα του συζύγου και των δύο κοριτσιών τους.
Μια μέρα ο Δαβίδ παρευρισκόμενος στην κηδεία της σπιτονοικοκυράς τους, συναντά τυχαία τη νεαρή Ίβα. "Δεν ήταν η όψη της, ούτε το σώμα της, ήταν η κίνηση, καθώς μισογονάτισε κι ύστερα σηκώθηκε, που του κέντρισε το ενδιαφέρον. Τον ερέθισε αναπάντεχα". Βρέχει. Της προτείνει να τη μεταφέρει με το αυτοκίνητό του. Η περιπέτεια αρχίζει. Της ζητάει να την ξαναδεί. Εκείνη δεν αρνείται, αλλά και δεν φαίνεται να νοιάζεται και πολύ. Φοιτά σε σχολή θεάτρου για μαριονέττες και ένα βράδυ τη βδομάδα τραγουδάει κάπου. Χωρίς στέρεους δεσμούς με κανένα και τίποτα, με ελλιπή μόρφωση, δεν το βρίσκει κακό να κάνει έρωτα με όποιον της αρέσει. "Η Ίβα είναι από έναν άλλο κόσμο. Ο κόσμος της είναι χωρίς συσχετισμούς, κι εγώ έχω συνηθίσει να ζω μέσα σ' αυτούς. Στον κόσμο της υπάρχει χώρος για έρωτα αλλά όχι για αγάπη (...) δεν υπάρχει χώρος για κανένα άλλο άνθρωπο. Μόνο για τον εαυτό της".
Τα ψέματα βέβαια στη γυναίκα του αναπόφευκτα. Όχι χωρίς τύψεις, όχι χωρίς προβληματισμό. Εκείνη δεν αργεί να υποψιαστεί και είναι κάπως περίεργη η στάση της όταν ο σύζυγος ομολογεί ότι είναι ερωτευμένος με μια άλλη. Δεν εκρήγνυται, δεν καυγαδίζει, μόνο κλαίει. Και το κλάμα της τον φέρνει σε δυσκολότερη θέση. Σκέφεται: "Ξέρω πως τώρα είναι μόνη της. Ξέρω πως περιμένει κάποια λέξη ή ένα χάδι, αλλά δεν μπορώ να το κάνω, διότι ακόμα νιώθω στα δάχτυλά μου τη ζεστή επιδερμίδα της άλλης. Είμαι ακόμα γεμάτος με τη ζέστη και τη μυρωδιά της, ακόμα κάθομαι στο αυτοκίνητο και το πρόσωπό της ακουμπάει στο δικό μου.
Είναι τρομερό, είμαι ξαπλωμένος δίπλα σου και σκέφτομαι την άλλη.
Είναι τρομερό, σε σκέφτομαι και είμαι ξαπλωμένος δίπλα της."
Είναι τόσο δυστυχής μέσα στις αμφιταλαντεύσεις του που αισθάνεται ανακουφισμένος όταν μια πρόσκληση από Πανεπιστήμιο του Λονδίνου τον καλεί για ένα χρόνο εκεί για διαλέξεις και σχεδιάζει να πάρει μαζί και την οικογένειά του. Μα το μαρτύριο του πάθους δεν θα τελειώσει τόσο εύκολα, ούτε τέτοιες ιστορίες μπορούν να έχουν ένα ευτυχισμένο τέλος.
Πιστεύω ότι η πρωτοτυπία του βιβλίου κι αυτό που  κάνει αυτή την κοινότατη ιστορία να ξεχωρίζει είναι η ψυχική πάλη, το μαρτύριο που δοκιμάζει κάποιος, όταν μέσα του συγκρούεται η αγάπη για τη γυναίκα, τα παιδιά, την οικογένεια, με το πάθος για ένα άλλο πρόσωπο.

Παρασκευή, Μαρτίου 05, 2010

Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ.

Απλώς υπέροχο! Από τα βιβλία που πρέπει να αρχίσεις μόνο όταν έχεις αρκετές ώρες στη διάθεσή σου, γιατί δεν μπορείς να το αφήσεις πριν φτάσεις και στην τελευταία σελίδα. Ένας συνδυασμός αστυνομικού θρίλερ και εξωλογικών συμβάντων, ένας προβληματισμός πάνω στην τυχαιότητα και στην αιτιότητα, η διαφορετική οπτική με την οποία μπορούν δυο άνθρωποι να αντικρίζουν τα ίδια γεγονότα, θέματα λογοτεχνικής γραφής και έμπνευσης, αντιστοιχία τιμωρίας και δικαιοσύνης (χαρακτηριστική η φράση:"Τη δικαιοσύνη δεν την ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά οι εκδοχές που μπορούν να αποδειχτούν"). Κι ακόμα η σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας (" αν η μυθοπλασία είναι ζωή, αν η μυθοπλασία δημιουργεί ζωή, τότε μπορεί να δημιουργεί και θάνατο"). Απόψεις του Χένρι Τζέιμς και η ανταπόδοση του κακού στη Βίβλο, διασταυρώνονται στο μυθιστόρημα. Κι όλα αυτά μέσα σε 272 μόνο σελίδες.
Αγόρασα το βιβλίο του Αργεντινού Γκιγέρμο Μαρτίνες "Ο αργός θάνατος της Λουσιάνα Μπ." (Πατάκης 2009, μετ. Ιφιγένεια Ντούμη) χωρίς να έχω διαβάσει ή ακούσει κάτι γι' αυτό, παρά μόνο από το όνομα του συγγραφέα, γιατί με είχε γοητεύσει "Η ακολουθία της Οξφόρδης". Και δεν διαψεύστηκα στις προσδοκίες μου.
Όλα αρχίζουν όταν ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας μάλλον αποτυχημένος συγγραφέας, δέχεται το τηλεφώνημα και σε λίγο την  επίσκεψη της Λουσιάνα. Ήταν μια δακτυλογράφος που δέκα χρόνια πριν είχε δουλέψει για ένα μήνα κοντά του, όταν εκείνος είχε σπάσει τον καρπό του δεξιού του χεριού και δεν μπορούσε να γράψει. Στα δέκα χρόνια που έχουν περάσει εκείνη δεν είναι πια το ωραίο κορίτσι που εκείνος είχε σχεδόν ερωτευτεί. Δεν είναι όμως μόνο η εξωτερική της εμφάνιση που είχε αλλάξει. Τρομοκρατημένη ζητά τη βοήθειά του, αποκαλύπτοντάς του ότι τέσσερα αγαπημένα της πρόσωπα έχουν πεθάνει, φαινομενικά καθένας με τρόπο που μπορεί να ερμηνευτεί λογικά. Όμως η ίδια πιστεύει ότι οφείλονται στην εκδικητικότητα του πρώην εργοδότη της, του πασίγνωστου, διάσημου συγγραφέα Κλόστερ. Αφηγείται με λεπτομέρειες πώς πέθανε καθένα από τα τέσσερα πρόσωπα και ζητά τη βοήθεια του αφηγητή (που δεν μαθαίνουμε το όνομά του) για να επέμβει, να μιλήσει στον Κλόστερ ώστε να σταματήσουν οι φόνοι, που σύμφωνα με την ίδια δεν θα σταματήσουν πριν  φτάσουν τους επτά.
Ο αφηγητής, παρά ττους δισταγμούς του, δέχεται να συναντήσει τον Κλόστερ. Στον μεταξύ τους εκτενή διάλογο ο Κλόστερ δίνει μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων, αλλά ταυτόχρονα θίγονται πολλά θέματα της λογοτεχνικής γραφής. Ποιος έχει δίκαιο; Τα γεγονότα όπως τα αφηγείται η Λουσιάνα ή όπως τα ερμηνεύει ο Κλόστερ; Πού βρίσκεται η αλήθεια; Τι θα δείξει η συνέχεια;
Ας μην περιμένει ο αναγνώστης ότι θα του δώσει την απάντηση ο Γκιγέρμο Μαρτίνες. "Θεοί μπορεί να μην είμαστε, αλλά κάθε συγγραφέας στη σελίδα του θεός είναι", λέει ο Κλόστερ. Σαν να μας λέει: Ο θεός δημιουργεί, δεν εξηγεί. Αυτό είναι έργο των ανθρώπων, έργο του αναγνώστη.

Δευτέρα, Μαρτίου 01, 2010

Η σύντομη θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο

Σπάνια βρίσκομαι σε τόσο δύσκολη θέση να μιλήσω για ένα βιβλίο, όπως αυτή που βρέθηκα μετά το διάβασμα του μυθιστορήματος του Juno Dias "Η σύντομη θαυμαστή ζωή του Όσκαρ Γουάο" (Λιβάνης, 2009, μετ. Αλέξανδρος Καλοφωλιάς). Και πιστεύω πως καμιά παρουσίαση δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική του βιβλίου. Ας είναι όμως. Ας προσπαθήσω, με την επίγνωση του ατελούς της προσπάθειάς μου.
Ολόκληρο το βιβλίο είναι η εξιστόρηση της ζωής του Όσκαρ Γουάο από ένα φίλο του και φίλο της αδερφής του, τον Γιούνι. Πολύ συχνά ο αφηγητής παρεμβαίνει, απεθύνεται στον αναγνώστη, σχολιάζει όσα αφηγείται, πότε με θλίψη, πότε με πικρό χιούμορ. Για μεγάλα διαστήματα όμως σχεδόν ξεχνάμε την παρουσία του αφηγητή, κυρίως όταν η αφήγηση αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος για τα οποία δεν είχε άμεση γνώση.
Δυσκολεύει επίσης, αλλά και γοητεύει η πρωτοτυπία της χρονολογικής ανάμειξης των γεγονότων. Τα κεφάλαια χαρακτηρίζονται κυρίως με χρονολογική ένδειξη. Αρχίζει με το κεφάλαιο 1974-1987, όταν ο Όσκαρ είναι 7 χρονών και ζει με τη μητέρα και την αδερφή του στο Νιου Τζέρσι. Συνεχίζει με τις χρονιές 1982-1985 με αφήγηση τώρα  σε πρώτο πρόσωπο από τη Λόλα, αδερφή του Όσκαρ. Το τρίτο κεφάλαιο (1955-1962) μας γυρίζει πίσω, στην ιστορία της μητέρας τους Μπέλι, όταν ακόμη αυτή ζούσε στη Δομηνικανή Δημοκρατία. Μεταφερόμαστε ξανά στο 1988-1992, όταν ο αφηγητής Γιούνι συγκατοικεί στο Κολλέγιο με τον Όσκαρ, οπότε τον γνωρίζουμε πολύ καλύτερα. Ο Όσκαρ είναι ένα υπέρβαρο, άχαρο, αδέξιο παιδί, "ένα πικραμένο μαμούχαλο". Οι πάντες τον κοροϊδεύουν. Παθιασμένος με τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, τα κόμικς και τα παιγνίδια-ρόλους στο ίντερνετ, ο Όσκαρ γράφει διαρκώς, ονειρευόμενος να γίνει ένας άλλος Τόλκιν. Χαρακτηρισμοί, λεξιλόγιο, καταστάσεις του φανταστικού χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τον αφηγητή, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος (168 σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου για να ερμηνευθούν αυτές οι αναφορές ή φράσεις που στο πρωτότυπο είναι στα Ισπανικά και διατηρούνται έτσι και στην ελληνική μετάφραση, είναι υπερβολικά πολλές και αρκετά κουραστικό για τον αναγνώστη αν θέλει να τις παρακολουθεί όλες).
Βρήκα το πέμπτο μέρος (1944-1946) το πιο ενδιαφέρον του βιβλίου. Εδώ παρακολουθούμε τους γονείς της Μπέλι (παππούδες του Όσκαρ) που εκείνη δεν είχε γνωρίσει ποτέ, καθώς εξοντώθηκαν από το καθεστώς του Τρουχίγιο. Όλη η φρικτή περίοδος του δικτάτορα, την οποία τόσο επιτυχώς παρέστησε και ο Μάριο Βάργκας Λιόσα στο εξαιρετικό "Η γιορτή του τράγου", τον οποίο μάλιστα ο Diaz αναφέρει ονομαστικά, προβάλλει για άλλη μια φορά. Αγάπη για τον Άγιο Δομήνικο αλλά και μια πικρή ειρωνεία διαπνέει το βιβλίο του Δομινικανού στην καταγωγή συγγραφέα.
Στιγμές ζωής τριών γενιών αναπαριστούν την ιστορία του Αγίου Δομινίκου τα τελευτάι 50 περίπου χρόνια. Ιστορία που δεν βγαίνει μόνο μέσα από τις ζωές των ηρώων του, αλλά που παρατίθεται αυτούσια με υποσημειώσεις στο κάτω μέρος των σελίδων.
Παρ' όλο ότι όχι μόνο ο τίτλος αλλά και διάσπαρτες αναφορές στην αφήγηση προοικονομούν το σύντομο τέλος του Όσκαρ, εντούτοις ή ίσως ακριβώς γι' αυτό διαβάζουμε με εντεινόμενο ενδιαφέρον για να δούμε πώς και γιατί τέλειωσε αυτή η ζωή. Ο κλειστός, υπέρβαρος, ανέραστος, περιφρονημένος Όσκαρ, που ερωτεύεται  κορίτσια που κανένα δεν τον θέλει,  θα αφήσει πλήθος γραπτών, μέσα από τα οποία θα μπορέσει να ανασυνθέσει τη ζωή του ο αφηγητής Γιούνι, συμπληρώνοντας έτσι τις προσωπικές του γνώσεις.
Για μια και μοναδική φορά ο Όσκαρ θα βρει ανταπόκριση στον έρωτά του. Κι αυτός θα γίνει αφορμή για το τραγικό του τέλος. Όμως το βιβλίο τελειώνει με τη φράση "Τι ομορφιά! Τι ομορφιά!". Αν και σύντομη και βασανισμένη η ζωή του, άξιζε να τη ζήσει.