Δευτέρα, Ιανουαρίου 24, 2011

Το βιβλίο για τα βιβλία

Δεν νομίζω ότι υπάρχει βιβλιόφιλος που να μην έλκεται και να μη γοητεύεται από ένα βιβλίο που μιλά για άλλα βιβλία. Είτε αυτό είναι μυθιστόρημα είτε δοκίμια είτε κριτικές και παρουσιάσεις. Ένα τέτοιο βιβλίο με τίτλο "Το βιβλίο για τα βιβλία" εξέδωσε πρόσφατα (Οξύ 2010) ο Πέτρος Τατσόπουλος. Πρόκειται για κριτικές που είχε δημοσιεύσει από το 2004 ως το 2010 στην εφημερίδα "Τα Νέα". Αν εμπιστευτούμε τον υπότιτλο του βιβλίου, "Η ανάγνωση ως απόλαυση", καθώς και τη δήλωσή του στον πρόλογο ότι "Ουδέποτε υπέκυψα στην ψυχαναγκαστική ανάγνωση. Ουδέποτε θα έμπαινα στον κόπο να διαβάσω τετρακόσιες ή πεντακόσιες σελίδες, μόνο και μόνο για να σας πω πόσο άσχημα πέρασα", όλες αυτές οι παρουσιάσεις και κριτικές αφορούν βιβλία που του άρεσαν, βιβλία που "πέρασε καλά μαζί τους".
Εκατό περίπου συγγραφείς και ισάριθμα βιβλία περιλαμβάνονται στη συλλογή του Τατσόπουλου. Από μυθιστορήματα έως μελέτες, από δοκίμια έως μαρτυρίες, από κλασσική έως σύγχρονη λογοτεχνία. "Βιβλία εύκολα και βιβλία δύσκολα, βιβλία διασκεδαστικά και βιβλία αποκαλυπτικά, βιβλία εκφοβιστικά και βιβλία ανακουφιστικά,  βιβλία ευοίωνα και βιβλία δυσοίωνα".  Αφθονούν οι βιογραφίες: Πικάσο, Τέννεσυ Ουίλιαμς, Χένρι Μίλλερ, Λόρδος Μπάιρον, Καραβάτζιο, Μπάροουζ, Φιντέλ Κάστρο, μερικοί μόνο απ' αυτούς στους οποίους αναφέρονται οι αναγνωστικές προτιμήσεις του συγγραφέα. Κατά πλειοψηφία (περίπου τα τρία τέταρτα) οι συγγραφείς είναι ξένοι. Δεν ξέρω αν αυτό είναι τυχαίο ή χαρακτηριστικό κι αυτό των προτιμήσεων του Τατσόπουλου.
"Το βιβλίο για τα βιβλία" μπορεί να λειτουργήσει ποικιλοτρόπως. Μπορεί να αποβεί έργο αναφοράς, στο οποίο κάποιος να μπορεί να ανατρέξει για πληροφορίες. Μπορεί επίσης να γίνει ένας οδηγός ανάγνωσης και να αποτελέσει κίνητρο για να αναζητήσει ο αναγνώστης και να διαβάσει κάποιο από τα αναφερόμενα βιβλία. Μπορεί τέλος να αποτελέσει και ένα μέτρο σύγκρισης για τις εντυπώσεις που δημιούργησαν τα ίδια βιβλία στον αναγνώστη, αν έχει τύχει να τα διαβάσει.
Συχνά ο Τατσόπουλος θεωρεί ως δεδομένο ότι ο αναγνώστης του ξέρει το κρινόμενο βιβλίο (π.χ. το "Δρ Ζιβάγκο" ή έργα του Ιουλίου Βερν) και είτε αναφέρεται ακροθιγώς είτε δεν αναφέρεται καθόλου στο περιεχόμενο, περιοριζόμενος σε άλλες πληροφορίες και σκέψεις γύρω από το βιβλίο. Δεν του λείπει το χιούμορ και η λεπτή ειρωνεία.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της έκδοσης είναι η ίδια η έκδοση. Σκληρό εξώφυλλο, ποικιλία τυπογραφικών στοιχείων, διάταξη του κειμένου, οπτικό υλικό. Πιστεύω πως πολλά βιβλιοφιλικά μπλογκς (ενδεικτικά αναφέρω το "Βιβλιοκαφέ" και τον Librofilo)  θα μπορούσαν άνετα να εκδοθούν και να σταθούν επάξια πλάι στον Τατσόπουλο, αν είχαν μια παρόμοια εκδοτική επιμέλεια.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2011

Ξεχασμένη φρουρά

"Ο Κουμανταρέας είναι από τους συγγραφείς που το όνομά τους και μόνο αποτελεί για μένα αρκετή εγγύηση για την ποιότητα του έργου, έστω κι αν δεν στέκονται όλα στο ίδιο ύψος". Αυτά έγραφα προλογίζοντας ένα άλλο κείμενο του Κουμανταρέα. Δεν αποτελεί εξαίρεση το πιο πρόσφατο βιβλίο του "Ξεχασμένη φρουρά", με υπότιτλο "Τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα" (Καστανιώτης 2010).
Θα το χαρακτήριζα αυτό που οι παλαιοί προσδιόριζαν ως "σύμμικτα", δηλ. μια συναγωγή ποικίλων κειμένων που γράφτηκαν (ή εκφωνήθηκαν) σε διάφορες περιπτώσεις. 
Στον κατατοπιστικότατο πρόλογό του ο συγγραφέας μας πληροφορεί πότε και με ποια ευκαιρία γράφτηκε κάθε κείμενο. Θέατρο, μουσική, ζωγραφική, ποίηση, πεζογραφία, όλες οι μορφές της τέχνης περνούν μέσα από τα γραπτά του. Όπως ο ίδιος λέει, "Κείμενα όλων των ειδών, που πέφτουν πυκνά σαν χιόνι ή κομφετί μεταμφιεσμένα σε δοκίμια, βιογραφίες, συνομιλίες ή απλά αφηγήματα. Κείμενα λοιπόν αυτοβιογραφικά, συγγραφικά, κοινωνικά, κάθε λογής που με απασχόλησαν τα τελευταία δέκα χρόνια".
Δεν είναι βέβαια εφικτό, θα ήταν άλλωστε ανιαρό, να αναφερθώ ξεχωριστά στο καθένα από τα 34 αυτά κείμενα. Σταματώ σε μερικά απ' αυτά. Πολύ μου άρεσε το κείμενο για τον Καβάφη κι ας λέει ο Κουμανταρέας: "Υπάρχουν πρόσωπα στη λογοτεχνία που ό,τι και να γράψεις γι' αυτά μοιάζει ήδη ειπωμένο. Ένα από αυτά και ο Καβάφης". Κι όμως στο κείμενο του Κουμανταρέα με τίτλο "Ένας θεός μου", ένα κείμενο κάπου 32 σελίδων, ρίχνουμε μια καινούρια ματιά στον Αλεξανδρινό. Παρακολουθούμε την πρώτη επαφή του συγγραφέα με αυτή την παράξενη ποίηση, που οφειλόταν σ' ένα φιλόλογο που τους τη δίδασκε εκτός προγράμματος. "Ο Καβάφης ήρθε ξαφνικά σαν πυρετός και ξεσήκωσε την τάξη. Πέσαμε μονομιάς όλοι άρρωστοι". Παρεμβάλλοντας πλήθος στίχων του μεγάλου ποιητή ο Κουμανταρέας προχωρεί συνειρμικά συνδέοντας προσωπικές του εμπειρίες με στοιχεία της ποιητικής και του χαρακτήρα του Καβάφη, θυμίζοντάς μας στίχους που "λειτουργούν ως σηματοδότες".
Τα κείμενα του τόμου δεν έχουν ομοιομορφία, προσαρμοζόμενα το καθένα στην περίπτωση για την οποία γράφτηκε. Αλλιώς αναφέρεται στον Καβάφη, διαφορετικά στον Μυριβήλη, από τα χέρια του οποίου δέχτηκε -δώρο ανεκτίμητο- το ¨Βασίλης ο Αρβανίτης", διαφορετικά στον Καραγάτση, από τους λίγους της γενιάς του που δεν γνώρισε προσωπικά, αλλιώς στον Τσίρκα, κεφάλαιο το οποίο τιτλοφορεί "Ένας τζέντλεμαν στην Αθήνα". Ακόμη ο Ταχτσής, ο Γιώργος Ιωάννου αλλά και νεότεροι όπως ο Τατσόπουλος, ο Ραπτόπουλος, ο Νιάρχος, ο Γκιμοσούλης και πολλοί άλλοι περνούν μέσα από τη βιωματική ματιά του συγγραφέα.
Με το κείμενό του για το θέατρο μας μεταφέρει σε αξέχαστες θεατρικές παραστάσεις, ενώ το κείμενό του από την επίσκεψη στην αναδρομική έκθεση του Τσαρούχη μας μεταδίδει όλο το πνεύμα της τέχνης του ξεχωριστού αυτού ζωγράφου, από τον ομώνυμο πίνακα του οποίου είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος του βιβλίου: "Ξεχασμένη φρουρά".
Διαβάζοντάς το δεν μαθαίνουμε μόνο γι' αυτούς για τους οποίους γράφει ο Κουμανταρέας. Μαθαίνουμε πολλά και για τον ίδιο, όχι μόνο από τον βιωματικό τρόπο γραφής αλλά και από μια συνέντευξη που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Είναι μια συνομιλία  με ένα φίλο που δεν έγινε για να δημοσιευτεί. Ίσως γι' αυτό τόσο αυθόρμητη, ειλικρινής και διαφωτιστική για τον συγγραφέα και το έργο του.

Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2011

Ληξιπρόθεσμα δάνεια

Μπορεί να μη θυμάμαι λεπτομέρειες από τα πέντε βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη (Νυχτερινό δελτίο, Άμυνα ζώνης, Ο Τσε αυτοκτόνησε, Βασικός μέτοχος, Παλιά, πολύ παλιά), όπως πολύ πιθανόν να μη θυμάμαι στο μέλλον και από το τελευταίο του βιβλίο "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" (Γαβριηλίδης, 2010). Όμως  διαβάζοντάς τα είναι σαν να ξαναβρίσκω παλιούς γνώριμους, φίλους που μ' ενδιαφέρει η ζωή τους, που θα ΄θελα να ξέρω τι κάνουν. Είναι οι μόνιμοι πρωταγωνιστές των βιβλίων του, ο συμπαθής αστυνόμος Χαρίτος, η τυπική μέση ελληνίδα νοικοκυρά γυναίκα του, η Αδριανή, η κόρη του Κατερίνα, τώρα και ο γαμπρός του Φάνης. Φυσικά και οι βοηθοί του και τα άλλα πρόσωπα του αστυνομικού σώματος.
Ο Πέτρος Μάρκαρης έντεχνα στήνει το σκηνικό των αστυνομικών του ιστοριών μέσα στο τοπικό (με εξαίρεση το "Παλιά , πολύ παλιά", που διαδραματίζεται στην Πόλη) και κοινωνικοπολιτικό πλαίσο της σύγχρονης Αθήνας. Έτσι, και σ' αυτό το τελευταίο του βιβλίο διασχίζουμε μαζί του με το καινούριο του Σέατ Ίμπιζα, που μετά από συμβουλή του γαμπρού του αντικατέστησε το παλιό Μιραφιόρι, τους μποτιλιαρισμένους δρόμους της Αθήνας, σκοντάφτουμε πάνω σε πορείες και διαδηλώσεις που κλείνουν τους δρόμους, κυκλοφορούμε σε δρόμους γνωστούς, αναμιγνυόμαστε με τους μετανάστες της οδού Αθηνάς, Ευριπίδου, Σωκράτους. Συμμεριζόμαστε τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας, αγωνιούμε ή κάποτε αντιμετωπίζουμε με χιούμορ τις περικοπές των μισθών ή τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, που χτύπησαν όλους τους εργαζόμενους. Κι αυτά ενώ προσπαθούμε μαζί με τον αστυνόμο Χαρίτο και τους βοηθούς του να ανακαλύψουμε ποιος επιτέλους είναι ο δολοφόνος που αποκεφαλίζει με σπαθί τα θύματά του, που όλα έχουν σχέση με Τράπεζες. Τον ίδιο καιρό η Αθήνα γεμίζει με αφίσες που παρακινούν τους πολίτες να μην εξοφλούν στις Τράπεζες τα δάνειά τους ή τις πιστωτικές τους κάρτες. Άραγε σχετίζονται τα δύο γεγονότα, οι δολοφονίες και οι αφίσες;
Οι υποψίες για τους ενόχους και τα αίτια των αποτρόπαιων δολοφονιών στρέφονται άλλοτε προς την τρομοκρατία, άλλοτε σε όποιον είχε τη δυνατότητα χρήσης σπαθιού. Στο τέλος, όπως συνήθως συμαβαίνει στα αστυνομικά μυθιστορήματα, ο ένοχος είναι κάποιος που δεν είχαμε υποπτευθεί.
Ο Πέτρος Μάρκαρης χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Πίσω από την αστυνομική ιστορία και ίσως κύριος σκοπός του είναι να περιγράψει και να κριτικάρει κοινωνικά προβλήματα της εποχής, που εδώ κυρίαρχο ρόλο έχει η πρόσφατη οικονομική κρίση της Ελλάδας.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστωτικό χρόνο, το βιβλίο αποκτά μια ζωντάνια, σαν να παρακολουθούμε τα γεγονότα μαζί με τον Χαρίτο την ώρα που διαδραματίζονται. Διάλογοι απλοί, συχνά γεμάτοι χιούμορ, σύντομα περιγραφικά και αφηγηματικά μέρη. Ακόμα και μια εξαιρετική περιγραφή του τελικού του Μουντιάλ του 2010 ανάμεσα στις ομάδες Ολλανδίας και Ισπανίας, γίνεται μέσα από σχόλια, επιφωνήματα ή τις αφελείς ερωτήσεις της Αδριανής, καθώς όλη η οικογένεια παρακολουθεί τον αγώνα τρώγοντας σουβλάκια.
Γνωρίσαμε την Κατερίνα φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο, ύστερα να κάνει το μεταπτυχιακό της, να γνωρίζει τον Φάνη, τώρα να παντρεύεται, με τον Χαρίτο να αντιδρά αρχικά, αλλά σύντομα να αποδέχεται τις επιλογές της μοναχοκόρης του. Θα τον δούμε άραγε και στο ρόλο παππού; Πολύ πιθανόν, καθώς προαναγγέλλεται ότι τα "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Όλοι εμείς οι φίλοι του Χαρίτου αδημονούμε για τη συνέχεια.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 03, 2011

Ο Φρόιντ στο Μανχάταν

Ο συνδυασμός υπαρκτών και επινοημένων προσώπων, ψυχανάλυσης και αστυνομικής πλοκής, ορθολογισμού και αποκρυφισμού, πρέπει να είναι δύσκολο εγχείρημα για τον συγγραφέα, αποβαίνει όμως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Τέτοιο είναι το μυθιστόρημα, το πρώτο του μάλιστα, του Γάλλου Λυκ Μποσί "Ο Φρόιντ στο Μανχάταν"(Καλέντης 2010, μετ. Γιάννης Καυκιάς).
Το 1909 ο Φρόιντ μαζί με το μαθητή και φίλο του Γιουνγκ και τον Ούγγρο ψυχαναλυτή Φερέντζι (του οποίου ο ρόλος στο βιβλίο είναι πολύ υποβαθμισμένος σε σχέση με τους άλλους δυο) φτάνουν στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεων γύρω από την ψυχανάλυση. Μόλις όμως φτάνουν, πληροφορούνται τη δολοφονία μιας σημαίνουσας προσωπικότητας της Ν. Υόρκης. Πρόκειται για τον Όγκαστ Κόρντα, χρηματιστή, πολεοδόμο, επιχειρηματία στον τομέα των κατασκευών και της κτηματαγοράς, που υλοποιώντας ένα παιδικό του όνειρο, έβαλε τις βάσεις για να γίνει η Ν. Υόρκη, και ειδικά το Μανχάταν, η πιο ψηλή πόλη στον κόσμο. Η μοναδική μάρτυς του φόνου, η Γκρέις, κόρη του Κόρντα, δεν μπορεί να βοηθήσει την αστυνομία, γιατί πάσχει από αμνησία. Ο Φρόιντ αναλαμβάνει τη θεραπεία της. Όμως σε λίγο ένας ακόμη αρχιτέκτονας βρίσκεται δολοφονημένος με φρικτό τρόπο και ύστερα ακόμη ένας, οπότε ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ συνεργάζονται με την αστυνομία, ώστε μέσω της ψυχανάλυσης να ανακαλύψουν το δολοφόνο, πράγμα που βεβαίως θα γίνει, όπως σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, στις τελευταίες από τις 447 σελίδες του βιβλίου.
Όμως η αστυνομική πλοκή είναι μονάχα το δόλωμα. Παρακινημένος ο αναγνώστης από το ενδιαφέρον της αστυνομικής ιστορίας, παρακολουθεί τις ακόμη πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από την ψυχανάλυση. Έντονα προβάλλονται οι διαφωνίες Φρόιντ-Γιουνγκ. Ο Γιουνγκ προτιμούσε τον πνευματισμό, την τηλεπάθεια, πίστευε στη διαίσθηση και στις αισθήσεις, μίλησε για συλλογικό ασυνείδητο, ενώ ο Φρόιντ ανήγε την αιτία των νευρώσεων στην libido και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας. Ψυχαναλυτικοί όροι όπως ασυνείδητο, ελεύθεροι συνειρμοί, γλωσσικά ολισθήματα, ερμηνεία των ονείρων, υστερία, νεύρωση, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, παραπραξία κ.λπ. δίνονται με απλό τρόπο μέσα από τις συζητήσεις μεταξύ των δύο ψυχαναλυτών, άλλοτε με την αστυνομία, άλλοτε στην προσπάθεια του Φρόιντ να θεραπεύσει την Γκρέις.
Όμως το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν εξαντλείται εδώ. Με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθούμε τη γένεση του Νέου Κόσμου και τη δημιουργία του Μανχάταν. Ουρανοξύστες γνωστοί ως σήμερα με το όνομα που τους δόθηκε τότε, στοιχεία αρχιτεκτονικής, ζωντανεύουν την ομορφιά και το μεγαλείο της πόλης, αν και δίνεται και σ' αυτό ακόμη μια ψυχαναλυτική ερμηνεία: "Αν τα εξέταζε όλα αυτά από ψυχαναλυτική σκοπιά, δεν ήταν παρά καθαρή κενοδοξία και ναρκισσιστική παρόξυνση. Ο συμβολισμός του ύψους, που άλλοτε βρισκόταν στην υπηρεσία του Θεού, του βασιλιά ή της επιστήμης, τώρα υμνούσε τον προμηθεϊκό άνθρωπο που θριάμβευε. Οι φαλλικοί ουρανοξύστες αποτύπωναν την επιθυμία του για δύναμη". 
Ακόμη και στη ρυμοτομία του Μανχάταν αποδίδεται αποκρυφιστική σημασία: "Δώδεκα είναι ο αριθμός των λεωφόρων του Μανχάταν. Ο αριθμός των οδών, που είναι εκατόν πενήντα έξι, είναι επίσης το γινόμενο του δώδεκα πολλαπλασιαζόμενου με το δεκατρία. Οι ολλανδοί μασόνοι που χάραξαν τις λεωφόρους και τις οδούς είχαν δανειστεί αυτούς τους ιερούς αριθμούς από τους παλιούς αλχημιστές". Σε πολλά σημεία το βιβλίο θυμίζει Νταν Μπράουν, αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη και πειστική μορφή.
Εκτός από τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ (που πράγματι έκαναν αυτό το ταξίδι στην Αμερική) πολλές άλλες υπαρκτές προσωπικότητες κάνουν το πέρασμά τους στο μυθιστόρημα. Για παράδειγμα, ο βραβευμένος με Νόμπελ Μαρκόνι που είχε εφεύρει τον ασύρματο και τη ραδιοφωνία, ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ, ο Μαρκ Τουέιν κ.ά. Είναι μια εποχή εφευρέσων, η αστυνομία αποκτά τα πρώτα της αυτοκίνητα, ο κόσμος είναι γεμάτος δυναμισμό και αισιοδοξία, ενώ παράλληλα η εγκληματικότητα αυξάνεται.
Υπάρχουν βέβαια αρκετές υπερβολές στο βιβλίο, καταδιώξεις που θυμίζουν γκαγκστερικές ταινίες, συμπτώσεις και συλλογισμοί που οδηγούν στο δολοφόνο, αλλά γενικά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που συνδυάζει το ρεαλισμό με τη φαντασία, τη σοβαρότητα με το χιούμορ, την επιστήμη με την αλχημεία, την αναγνωστική απόλαυση με τη γνώση και τον προβληματισμό.