Τετάρτη, Απριλίου 26, 2017

Υπηρέτριες Ένα όνειρο, δυο χρώματα

Κάθριν Στόκετ
Υπηρέτριες Ένα όνειρο, δυο χρώματα
Μίνωας, 2010
Μετ. Αναστασία Δεληγιάννη
(ebook)
[Τίτλος πρωτοτύπου: The help, 2009]
Μετά από το σκληρό, "ανδρικό" μυθιστόρημα "Λίγη ζωή", νομίζω ήταν ό,τι έπρεπε για διάβασμα το "γυνακείο", τρυφερό, λίγο μελό μυθιστόρημα της αμερικανίδας Κάθριν Στόκετ. Δεν έγινε, βέβαια, σκόπιμα η επιλογή αυτή. Τυχαία μια μέρα, μιλώντας με μια νεαρή, μου ανέφερε την ταινία "The help" που της είχε αρέσει. Όταν μου είπε ότι η ταινία στηρίχτηκε σε βιβλίο, επόμενο ήταν να το αναζητήσω.
Για τους νεότερους, ακόμα και για μας τους παλαιότερους που έχουμε εμπειρίες ταινιών και διαβασμάτων για τις φυλετικές διακρίσεις, που υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες στον Αμερικανικό Νότο, ένα σύγχρονο βιβλίο που έχει ως θέμα αυτές τις διακρίσεις, ίσως μας φαίνεται εκτός εποχής. Έτσι φαινόταν και σε πολλούς εκδότες στους οποίους είχε απευθυνθεί η Κάθριν Στόκετ, οι οποίοι και το απέρριψαν. Όταν όμως βρέθηκε κάποιος που το εξέδωσε, το βιβλίο έγινε best seller, μεταφέρθυκε στον κινηματογράφο και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα.
Διαδραματίζεται στο Τζάκσον του Μισισίπι το 1962-1964. Τρεις είναι οι αφηγηματικές φωνές: Είναι η Έιμπιλιν, μια μαύρη υπηρέτρια που εκτός από τα άλλα της καθήκοντα φροντίζει κι ένα μικρό κοριτσάκι, η Μίνι, μια άλλη μαύρη υπηρέτρια, δυναμική, αθυρόστομη, που πέρα από την υπηρεσία της σε σπίτια λευκών, έχει η ίδια να φροντίσει πέντε δικά της παιδιά κι ένα μέθυσο σύζυγο που συχνά την ξυλοφορτώνει. Η τρίτη φωνή είναι αυτή της κυρίας Σκίτερ, μιας νέας κοπέλας που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές της και γυρίζει στην πατρίδα της, το Τζάκσον (πατρίδα και της συγγραφέως).
Η Σκίτερ, παρ' όλο ότι έχει μεγαλώσει και η ίδια με τη νοοτροπία του διαχωρισμού μαύρων και λευκών, βλέπει τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Αγανακτεί με τις διακρίσεις και η αγανάκτησή της κορυφώνεται όταν μια φίλη της, η Χίλι, που φαίνεται να έχει σημαντική θέση και βαρύνουσα γνώμη στην κοινωνία του Τζάκσον, προωθεί την ιδέα όλα τα σπίτια να χτίσουν ξεχωριστές τουαλέτες για χρήση των μαύρων υπηρετριών. Ακόμα περισσότερο δε, όταν μια μέρα βρίσκει στη βιβλιοθήκη  ένα φυλλάδιο με καταγραμμένους κάποιους από τους νόμους των διακρίσεων:
Κανείς δεν μπορεί να ζητήσει από οποιαδήποτε γυναίκα να παρέχει νοσηλευτικές υπηρεσίες σε θαλάμους ή δωμάτια που υπάρχουν μαύροι άντρες.
Ο νόμος επιβάλλει κάθε λευκό άτομο να παντρεύεται μόνο λευκό άτομο. Κάθε γάμος που παραβιάζει αυτή τη ρύθμιση θεωρείται άκυρος.
Κανείς μαύρος κουρέας δεν μπορεί να ασκεί το επάγγελμά του σε λευκές γυναίκες και κορίτσια.
Ο αρμόδιος λειτουργός δεν μπορεί να ενταφιάζει κάποιον μαύρο σε έδαφος που χρησιμοποιείται για την ταφή λευκών.
Τα βιβλία δεν μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ σχολείων ατόμων διαφορετικού χρώματος, αλλά θα συνεχίσουν να ανήκουν αποκλειστικά στη φυλή που πρώτη τα χρησιμοποίησε.
Προσπαθώντας να γίνει συγγραφέας, η Σκίτερ αποφασίζει να καταγράψει αφηγήσεις και ιστορίες από τη ζωή των μαύρων υπηρετριών. Τη βοηθούν η Έιμπιλιν και η Μίνι, ενώ οι περισσότερες από όσες υπηρέτριες προσεγγίζονται αρνούνται. Ο φόβος τις διακατέχει, έστω κι αν δεν θα χρησιμοποιηθούν τα πραγματικά τους ονόματα ούτε θα αναφερθεί το Τζάκσον. Τελικά, με πολύ κόπο, η Σκίτερ κατορθώνει να γράψει και να εκδώσει το βιβλίο, πράγμα που θα έχει ποικίλες επιπτώσεις.
Το μυθιστόρημα της Στόκετ έχει συγκίνηση αλλά και χιούμορ. Στοιχεία της εποχής, τραγουδιστές όπως ο Μπομπ Ντίλαν, βιβλία όπως το "Όσα παίρνει ο άνεμος", πρόσωπα όπως η Ρόζα Παρκς ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η δολοφονία του Κένεντι και άλλα διαθίζουν το κείμενο ως απλές αναφορές, συμβάλλοντας στη δημιουργία της ατμόσφαιρας της εποχής.
Το βιβλίο έχει χαρακτηριστεί ως μελό. Μπορεί να είναι. Είναι όμως ένα αξιοπρεπές μελό, που μεταφέρει τον αναγνώστη στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον των αρχών της δεκαετίας του '60, που κυλάει άνετα, που διαβάζεται ευχάριστα. Ό,τι λέει η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η κυρία Σκίτερ, για το βιβλίο της ισχύει νομίζω και για το βιβλίο της Στόκετ: "Σκοπός του βιβλίου είναι να συνειδητοποιήσουν οι γυναίκες πως είμαστε άνθρωποι όλες μας. Πως αυτά που μας χωρίζουν δεν είναι και τόσο πολλά. Όχι τουλάχιστον τόσα όσα πιστεύαμε".

Τρίτη, Απριλίου 18, 2017

Λίγη ζωή

Hanya Yanagihara
Λίγη ζωή (A little life)
Μεταίχμιο, 2016
Μετ. Μαρία Ξυλούρη
[ebook]
Στα τόσα χρόνια που διαβάζω, από τα εκατοντάδες βιβλία που διάβασα, πρώτη φορά μου συμβαίνει ένα βιβλίο να μου δημιουργεί τόσο αντιφατικά συναισθήματα. Συγκίνηση, λύπη, θυμό, απέχθεια, αηδία, θαυμασμό, θλίψη, χαμόγελο, δάκρυα, ανατριχίλα...Να φτάνω στο σημείο να λέω "φτάνει, ως εδώ, δεν μπορώ να διαβάσω παρακάτω" κι όμως ταυτόχρονα σαν μαγνήτης να με τραβά να συνεχίσω.
Αρχίζοντας το βιβλίο τίποτα δεν προετοιμάζει τον αναγνώστη για τη φρίκη που θα συναντήσει στη συνέχεια. Παρακολουθούμε μια συνηθισμένη ιστορία. Τέσσερις φοιτητές, που η συγκατοίκηση τους έκανε φίλους, συνεχίζοντας και μετά την αποφοίτησή τους τη φιλία τους, έρχονται στη Νέα Υόρκη και αρχίζουν να αγωνίζονται για την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Ο Μάλκομ αρχιτέκτονας, ο Τζέι Εμ ζωγράφος, ο Γουίλεμ ηθοποιος και ο Τζουντ δικηγόρος. Όλοι, εκτός από τον Μάλκομ που έχει πλούσιους γονείς, ξεκινούν χωρίς καμιά οικονομική υποστήριξη. Στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν όλοι θα πετύχουν τους στόχους τους, όλοι θα γίνουν πλούσιοι και διάσημοι. Σιγά-σιγά όμως το φως του συγγραφικού προβολέα βλέπουμε να επικεντρώνεται σε έναν απ' αυτούς. Είναι ο ωραίος Τζουντ που συστηματικά αποφεύγει να μιλήσει για το παρελθόν του, που ξέρει ένα σωρό πράγματα, αλλά που οι άλλοι δεν ξέρουν τίποτα γι' αυτόν. "Ήξερε γαλλικά και γερμανικά. Ήξερε τον περιοδικό πίνακα. Ήξερε-όσο κι αν δεν ήθελε-μεγάλα παραθέματα της Βίβλου σχεδόν απέξω. Ήξερε πώς να βοηθήσει στη γέννα ενός μοσχαριού και να αλλάζει ντουί στις λάμπες και να ξεβουλώνει σιφόνια και τον καλύτερο τρόπο να μαζέψεις καρύδια (...) κι έπειτα ήξερε πράγματα που ευχόταν να μην ήξερε, πράγματα που ήλπιζε να μη χρειαστεί ποτέ να ξαναχρησιμοποιήσει, πράγματα που, όταν τα σκεφτόταν ή τα ονειρευόταν τη νύχτα, τον έκαναν να ζαρώνει από μίσος και ντροπή".
Θ' αργήσουμε να μάθουμε τι ήταν αυτά που "τον έκαναν να ζαρώνει από μίσος και ντροπή". Είναι η τεχνική της συγγραφέως ν' αφήνει υπονοούμενα, να σκορπά μόνο νύξεις για το άγνωστο παρελθόν του Τζουντ, το οποίο μας αποκαλύπτει αργά-αργά, σε δόσεις που δεν ακολουθούν πάντα ομαλή χρονολογική σειρά. Σ' ένα τόσο πολυσέλιδο βιβλίο (864 ηλεκτρονικές σελίδες) έρχονται στιγμές που ο αναγνώστης πλήττει, σαν ν' αποκοιμιέται και ξαφνικά η συγγραφέας μας δίνει μια σπρωξιά και ξυπνάμε και ανυπομονούμε να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Ονόματα ρίχνονται στην αφήγηση χωρίς πολλές εξηγήσεις, ο αδελφός Λουκ, ο πατέρας Γκαμπριέλε, η Άνα...Ποιοι ήταν αυτοί; Τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή του; "Η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει", θυμάμαι τον στίχο του Σεφέρη. Η φρίκη του παρελθόντος έχει εγκατασταθεί στην ψυχή και στο σώμα του Τζουντ. Επιτυχημένος πλέον δικηγόρος μεταπηδά από την Εισαγγελία ως διευθυντικό στέλεχος σε μια δικηγορική εταιρεία, από το άθλιο διαμέρισμα που μοιραζόταν με ένα από τους φίλους, τον Γουίλερ, αποκτά τώρα τον δικό του μεγάλο και όμορφο χώρο. Κι όμως ψυχικά δεν λέει να γιατρευτεί ποτέ. Συνεχώς χαρακώνει το σώμα του. Κρυφά τα βράδια το ξυράφι χαράζει τα χέρια του, το αίμα που τρέχει τον ανακουφίζει. Γιατί κόβεται ξανά και ξανά; "Μερικές φορές είναι επειδή νιώθω τόσο απαίσια, ή ντρέπομαι τόσο πολύ, και θέλω να σωματοποιήσω αυτό που νιώθω. Και μερικές φορές είναι επειδή νιώθω τόσο πολλά πράγματα και θέλω να μη νιώθω τίποτε απολύτως-με βοηθά να τα διώξω. Και μερικές φορές είναι επειδή νιώθω ευτυχισμένος, και πρέπει να μου υπενθυμίσω ότι δεν θα έπρεπε". Υποφέρει με τη σπονδυλική του στήλη, παθαίνει κρίσεις, κουτσαίνει, τον ταράζουν οι μολύνσεις, νοσηλεύεται επανειλημμένα στο νοσοκομείο. Δεν υπάρχει πιο ρημαγμένο σώμα.
Οι φίλοι δεν παύουν να του συμπαραστέκονται. Καθώς τα χρόνια περνούν παρακολουθούμε και τη δική τους επιτυχημένη πορεία. Η συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή και την αφήγησή της στους ανθρώπους, στη ψυχολογία τους, στις ανθρώπινες σχέσεις. Η πόλη και ο περίγυρος ελάχιστα την απασχολούν. Δεν μαθαίνουμε τίποτα για την εποχή, για το πολιτιστικό, πολιτικό, ιστορικό ή άλλο περιβάλλον και μόνο από κάποιες αόριστες αναφορές στη σύγχρονη τεχνολογία τοποθετούμαστε στην  εποχή μας. Ούτε υπάρχουν περιγραφές της φύσης ή του αστικού τοπίου. Συνήθως βρέχει ή χιονίζει επιτείνοντας τη ζοφερή ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος. Οι χαρακτήρες της είναι ακραία κακοί ή ακραία καλοί. Από τη μια αυτοί που κακοποίησαν φρικτά τον Τζουντ στην παιδική του ηλικία κι από την άλλη όσοι με αγάπη και ανιδιοτέλεια του παραστάθηκαν σ' όλη του τη ζωή. Η Άνα από το ίδρυμα που τον παρακίνησε και τον ενθάρρυνε να σπουδάσει, ο γιατρός Άντι που τον παρακολουθούσε και τον φρόντιζε σ' όλες τις φάσεις των χαρακιών και των μολύνσεων, ο Χάρολντ, ο καθηγητής του στο Πανεπιστήμιο που τον βοήθησε στην ανέλιξή του και που η αγάπη του έφτασε στο σημείο να τον υιοθετήσει. Και πάνω απ' όλους ο Γουίλερ, ο επιτυχημένος ηθοποιός, φίλος και σύντροφός του.
Πέρα από την αξιοθαύμαστη τεχνική της Χαναγκιχάρα εντυπωσιάζουν οι γνώσεις της για πλείστα όσα θέματα. Νομική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, μουσική, λογοτεχνία (από Προυστ μέχρι Τζέημς Τζόυς, Οδύσσεια και Ιλιάδα) διανθίζουν με αναφορές το μυθιστόρημα.
Το "Λίγη ζωή" θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "ανδρικό μυθιστόρημα". Οι γυνακείοι χαρακτήρες είναι ελάχιστοι και με πολύ μικρό ρόλο. Είναι ακόμα μια σπονδή στην ανδρική φιλία και την ομοφυλοφιλία. Είναι μια καταγγελία της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης, μα πάνω απ' όλα είναι ένα καλό βιβλίο.

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2017

Βραδιές μπαλέτου

Αλέξης Πανσέληνος
Βραδιές μπαλέτου
Μεταίχμιο, 2016
(α΄έκδοση, 1991)
[ebook]
Το αγόρασα για δυο κυρίως λόγους: Πρώτο, γιατί μου άρεσαν οι "Σκοτεινές επιγραφές" του ίδιου συγγραφέα και δεύτερο, λόγω της ευχέρειας απόκτησής του, μια και κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή. Αν όμως ήξερα σε τι λαβύρινθο θα περιπλανιόμουν, ίσως να μην αποτολμούσα την ανάγνωσή του.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια ομάδα νέων ανθρώπων, ηθοποιών, και κυρίως  χορευτών της Λυρικής, με κεντρικό πρόσωπο μια νεαρή χορεύτρια, την Κάτια, που αγωνίζεται να ξεχωρίσει, να ανέβει καλλιτεχνικά. Ίντρικες, αντιζηλίες, φιλίες, λοξοί δρόμοι εκμετάλλευσης κρατικών πόρων χαρακτηρίζουν όλο αυτό το πλήθος. Τη νεαρή Κάτια έχει ερωτευτεί και βοηθά στην προσπάθειά της να ξεχωρίσει, ένας πολύ ηλικιωμένος, ο Γιώργης Μορφονιός που, εκτός από την τεράστια ηλικιακή διαφορά που έχει με την Κάτια, σε αντίφαση με το όνομά του, είναι και κακάσχημος. Όταν πεθαίνει, αφήνει στη διαθήκη του ένα ακίνητο για τη νεαρή Κάτια. Η σύζυγος και ο γιος του αντιδρούν βεβαίως, η δε Κάτια ζητά να διαβάσει το ημερολόγιο που κρατούσε ο γέρος, θέλοντας να διαπιστώσει την ειλικρίνεια των αισθημάτων του για κείνη.
Αυτός είναι ο βασικός καμβάς του μυθιστορήματος. Αλλά από κει και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Το ημερολόγιο, που βρίσκεται στην κατοχή δυο άλλων υπέργηρων φίλων του Μορφονιού, είναι σχεδόν ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας του ανατρέχει σ' ολόκληρη τη ζωή του, συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου. Εξιστορεί τη φιλία του με τους άλλους δυο συνομήλικούς του, τον Παρασκευαΐδη και τον Μαρκέα, αναφέρει τις οικογενειακές τους σχέσεις τοποθετώντας τες βεβαίως στο ιστορικό πλαίσιο. Οι χρόνοι της αφήγησης διαπλέκονται. Για παράδειγμα, από την αφήγηση γεγονότων που αναφέρονται στη Χούντα ('67-'74) πάει χρόνια πίσω στη δικτατορία του Μεταξά,  όταν γνωρίστηκαν οι τρεις, γέροι τώρα πια, φίλοι. Χωρίς προειδοποίηση μεταπηδά στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, πηγαινοέρχεται στο παρόν του μυθιστορήματος (τέλος της δεκαετία του '80), συνειρμικά, χωρίς χρονική ακολουθία. Ο αναγνώστης χάνεται μέσα σ' αυτό το αφηγηματικό πέλαγος προσπαθώντας να θυμηθεί τα πολυάριθμα πρόσωπα και τις σχέσεις τους. Μια επιπλέον δυσκολία είναι το ότι τα πρόσωπα δεν αναφέρονται πάντα με το ίδιο όνομα. Π.χ. ο Μαρκέας άλλοτε αναφέρεται ως Σωτήρης, άλλοτε ως Γκαντέμης ή απλώς Γκ. Ο Παρασκευαΐδης άλλοτε είναι ο Μάριος, άλλοτε Δον Πάτσο κ.ο.κ. Αν σκεφτούμε τις γυναίκες των πιο πάνω, τους γιους τους, τα δεκάδες άλλα πρόσωπα που κυκλοφορούν στο μυθιστόρημα, διερωτάσαι γιατί ο συγγραφέας θέλησε να μας υποβάλει σ' ένα τέτοιο μαρτύριο!
Τα δυο μέρη του μυθιστορήματος, ο κόσμος της Τέχνης και οι καταγραφές του ημερολογίου, έχουν μια πολύ χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Εντούτοις το μυθιστόρημα δεν παύει να έχει ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο τα γεγονότα του πρόσφατου, σχετικά, παρελθόντος που προσελκύουν την προσοχή μας. Είναι προπάντων η κριτική ματιά με την οποία τα βλέπει τώρα πια ο ηλικιωμένος συγγραφέας. Κριτική για τις ιδεολογίες, γι' αυτούς που πίστεψαν και αγωνίστηκαν για τα πιστεύω τους κι αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν τους αγώνες και τις θυσίες των άλλων. Αποδομεί ινδάλματα, τον Σεφέρη, τον Θεοτοκά, τη Λαμπέτη (Γράφει για τον Σεφέρη:"Αυτός ο μελαγχολικός απολογητής μιας γενιάς και μιας τάξης που κυλίστηκε παφλάζοντας μέσα στις λάσπες της 4ης Αυγούστου ευτύχησε παρομοίως "ν' ακουμπήσει όλη η Ελλάδα στο φέρετρό του". Είδα αμέτρητους αριστερούς στην κηδεία εκείνου που υπήρξε ο spokesman του Ι. Μεταξά προς τους ανταποκριτές του ξένου Τύπου-τότε που ο Γκαντέμης κι ο Δ.Π. τρώγαν ξύλο κι έλιωναν με τα πισινά τους τις παγοκολόνες του Φιξ. Decidement, η νεότερη ιστορία στον τόπο μας γράφεται το ίδιο ελαφρά τη καρδία όπως και η παλιά της"). Η ψυχολογία του ηλικιωμένου, σκέψεις για τα γηρατειά, ύστερα μια ανάμνηση από εκδρομή στους Δελφούς. "Ήμασταν εκεί, μοιραστήκαμε μια φέτα της ζωής που έτρεχε γοργά κάτω απ' τα πόδια όλων μας. Άνθρωποι χωρίς τίποτα κοινό-ούτε πόθους ούτε σκοπούς, ούτε τις ίδιες πληγές, ούτε την ίδια αμοιβή να μας προσμένει. Ήμασταν όμως κάποτε μαζί". Άλλοτε ξαναγυρίζει στα νιάτα του: "Μόνο γιατί ήμασταν νέοι έγινε κι αντέξαμε τόσα χρόνια! Μόνο γιατί το σώμα μπορούσε να τα ξεκεφαλώσει με το κρύο, με την πείνα, με τον ποδαρόδρομο".
Κι όταν ο φίλος του αντιδρά στην κοινοποίηση του ημερολογίου, τον αντιμετωπίζει με τη θλιβερή διαπίστωση: "Για τ' όνομα του Θεού Μάριε! Καταλαβαίνεις ή δεν καταλαβαίνεις πως οι περισσότεροι από τους ανθρώπους εκείνους έχουν πεθάνει κι έχουν λησμονηθεί; Ότι όσοι ζουν έχουν αποσυρθεί από τα εγκόσμια; Ότι κανείς δεν θυμάται ούτε τι ήσαν ούτε τι ρόλο έπαιξαν ούτε πότε ήταν που τον έπαιξαν αυτό τον ρόλο, ούτε ενδιαφέρεται να το μάθει; Πού ζεις λοιπόν;"
Δεν βρίσκω καταλληλότερο χαρακτηρισμό γι' αυτό το βιβλίο από την άποψη της Σταυρούλας Παπασπύρου: "Αλλόκοτο εγχειρίδιο εθνικής αυτογνωσίας" (Lifo, 16.12.2016).