Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Η εξαιρετική "Γαλλική Σουίτα"

Από τις μεγαλύτερες ευτυχίες μου είναι η ευκαιριακή συγκυρία να 'χω στα χέρια μου ένα καλό βιβλίο κι απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή μου για να μη διακόψω το διάβασμα, πράγμα βέβαια που δεν συμβαίνει συχνά. Αυτή την ευτυχία δοκίμασα τις δυο τελευταίες μέρες. Άρχισα τη "Γαλλική Σουίτα" της Ιρέν Νεμιρόβσκυ και για δυο μέρες βυθίστηκα χωρίς διακοπή σ' ένα κόσμο τόσο μακρινό και συνάμα τόσο κοντινό. Μακρινό, γιατί διαδραματίζεται στη Γαλλία του 1940-41 και κοντινό, γιατί οι καταστάσεις, ο πόλεμος, η κατοχή, οι άνθρωποι κι η ψυχολογία τους είναι ίδια σ' όλο τον κόσμο και σ' όλες τις εποχές (αθάνατε Θουκυδίδη!). Τίποτα από την καθημερινότητα δεν ήρθε να διακόψει αυτό το απολαυστικό βύθισμα. Λίγο φαγητό, λίγος ύπνος και ξανά η περιδιάβαση στη Γαλλία του 1940-41, έτσι όπως με τη δύναμη της λογοτεχνικής της γραφής την αναπαριστά η Νεμιρόβσκυ.
Η ίδια η ζωή της συγγραφέως μοιάζει με μυθιστόρημα. Από πλούσια οικογένεια της Ρωσίας, φεύγει για να γλιτώσει τη δίωξη από την κομουνιστική επανάσταση. Καταφεύγει στη Γαλλία, παντρεύεται, έχει δυο κόρες, γράφει. Είναι όμως Εβραία (κι ας έχει ασπαστεί τον Καθολικισμό). Μέσα στη φρίκη του πολέμου, κρυμμένη εδώ κι εκεί, γράφει πυρετωδώς. Δίνει στο χαώδη γύρω της κόσμο, στους Γερμανούς που προελαύνουν στο γαλλικό έδαφος, στο Παρίσι που εκκενώνεται, στην κατακτημένη τελικά Γαλλία, την αιωνιότητα που χαρίζει η Τέχνη σε όποια μορφή. Δεν θα αποφύγει τη σύλληψη η Νεμιρόβσκυ. Κι αυτή κι ο άντρας της στέλλονται στο Άουσβιτς, απ' όπου βέβαια δεν θα βγουν ποτέ. Τα πυκνογραμμένα χειρόγραφά της κουβαλάει σε μια βαλίτσα από καταφύγιο σε καταφύγιο η μια της κόρη. Χρόνια αργότερα, αρχίζει να τα μεταγράφει. Το βιβλίο θα εκδοθεί τελικά το 2004 στη Γαλλία, 62 χρόνια μετά τη συγγραφή του, και στα Ελληνικά το 2005 (Πατάκης). "Σουίτα" το ονομάζει. Σκόπευε να το ολοκληρώσει σε πέντε μέρη, πρόλαβε να γράψει όμως μόνο τα δύο πρώτα.
Στο πρώτο μέρος, "Καταιγίδα τον Ιούνιο", απεικονίζεται η τρομαγμένη έξοδος από το Παρίσι. Οι άνθρωποι (πόσο καλά την ξέρουμε στην Κύπρο αυτή την εικόνα) φεύγουν πανικόβλητοι. Παίρνουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, κλειδώνουν τα σπίτια κι άλλοι με αυτοκίνητα, άλλοι με ποδήλατα, άλλοι πεζοί, αναζητούν ασφαλέστερη διαμονή στην ύπαιθρο. Η Νεμιρόβσκυ δεν γράφει αόριστα κι απρόσωπα. Μέσα στο αλλόφρον πλήθος ξεχωρίζουν πρόσωπα και χαρακτήρες: Μια πολυμελής, πλούσια οικογένεια, δυο μικρομεσαίοι υπάλληλοι Τράπεζας, ένας αριστοκράτης που η μόνη του έγνοια είναι να περισώσει την πολύτιμη συλλογή του από πορσελάνες, ένας σνομπ συγγραφέας και η ερωμένη του...Βομβαρδισμοί, έλλειψη τροφίμων, άνθρωποι που θυσιάζονται για τους άλλους κι άλλοι που, κυριαρχούμενοι από τα ένστικτα επιβίωσης κλέβουν βενζίνη ή τρόφιμα, ένα χάος, το οποίο αποδίδει με μοναδική δεξιοτεχνία, με φωτογραφική απεικόνιση της λεπτομέρειας.
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται "Ντόλτσε". Η Γαλλία είναι πια υπό κατοχήν. Η Νεμιρόβσκυ μας μεταφέρει σ' ένα χωριό, το Μπισσύ, όπου οι Γερμανοί έχουν επιτάξει τα σπίτια. Τα πρόσωπα του πρώτου μέρους δεν υπάρχουν εδώ, εκτός από μια χαλαρή αναφορά σε μερικά από αυτά. Στο επίκεντρο είναι τώρα οι άνθρωποι του χωριού, χωρισμένοι κι εδώ σε τάξεις. Ο απλός λαός κι οι αριστοκράτες. Με την ίδια απαράμιλλη τέχνη με την οποία η συγγραφέας απέδωσε το χάος του πρώτου μέρους, ζωγραφίζει τώρα την "ειρηνική" ζωή του χωριού. Ανταποκρινόμενη στον τίτλο του μυθιστορήματος, όπως σ' ένα μουσικό κομμάτι, από το βουερό, θορυβώδες, γεμάτο κίνηση πρώτο μέρος, μεταπίπτουμε σ' ένα απαλό, χαμηλόφωνο, ήρεμο δεύτερο μέρος. Ο μικρόκοσμος, οι καθημερινές του έγνοιες, η απουσία των ανδρών στο μέτωπο ή την αιχμαλωσία, τα αντιφατικά συναισθήματα που δημιουργούνται-ναι, οι Γερμανοί είναι ο εχθρός, είναι οι κατακτητές, αλλά ταυτόχρονα είναι νέοι και ωραίοι, μακριά κι αυτοί από τους δικούς τους, διαταγμένοι να εκτελούν εντολές- αποδίδονται σαν μέσα από μικροσκόπιο, με λεπτομερή ψυχολογική ανάλυση χαρακτήρων και συναισθημάτων, με τη λεπτομέρεια της περιγραφής να κυριαρχεί και πάλι.
Δυο πρόσωπα πρωταγωνιστούν. Η Λουσίλ, μια νέα γυναίκα που ασφυκτιά στο πλουσιόσπιτο της αυστηρής πενθεράς της, ενώ ο άντρας της λείπει στον πόλεμο, κι ο νεαρός Γερμανός αξιωματικός που συγκατοικεί στο επιταγμένο σπίτι. Μια τρυφερή φιλία αναπτύσσεται, που δεν θα γίνει όμως απάτη και προδοσία.
Ένα μυθιστόρημα που κι έτσι ημιτελές όπως το άφησε η συγγραφέας του, είναι αρκετό για να το χαρακτηρίσουμε αριστούργημα. Δεν ξέρω αν θα φανώ υπερβολική, αλλά νομίζω είναι μια καινούρια, εξίσου σπουδαία εκδοχή του "Πόλεμος και ειρήνη".

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007

Πέδρο Πάραμο, ένα παράξενο μυθιστόρημα


"Μυθιστόρημα μυστηριώδες, μυστικό, μουρμουριστό, ψιθυριστό, μυκώμενο και μουγγό, το Πέδρο Πάραμο συγκεντρώνει έτσι όλους τους νεκρούς ήχους του μύθου. Μύθος και Μόρος: αυτά είναι τα δύο "μι" που στεφανώνουν όλα τα άλλα, πριν τα στεφανώσει κι αυτά με τη σειρά του το ίδιο το όνομα του Μεξικού. Αρχετυπικό μεξικανικό μυθιστόρημα, αξεπέραστο και ανυπέρβλητο, το Πέδρο Πάραμο συνοψίζεται στο φάσμα της χώρας μας: ένα μουρμουρητό από σκόνη από την άλλη όχθη του ποταμού του θανάτου".
Ένα απόσπασμα από την πολύ κατατοπιστική ανάλυση του παράξενου αυτού μεξικανικού μυθιστορήματος, γραμμένη από τον Κάρλος Φουέντες. Διάβασα πολύ προσεκτικά το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας Έφης Γιαννοπούλου, τον πρόλογο στην αμερικανική έκδοση της Σούζαν Σόνταγκ, τις σκέψεις του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στο επίμετρο την ανάλυση του Φουέντες, τέλος μια συνομιλία του ίδιου του συγγραφέα Χουάν Ρούλφο με τον Τζόζεφ Σόμερς κι όμως δεν μπόρεσα να εισχωρήσω στον μυστηριώδη κόσμο του βιβλίου. Ένα βιβλίο γραμμένο το 1956, που επηρέασε αφάνταστα όλη τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Το αισθάνομαι σαν ένα καρπό με σκληρό περίβλημα που μάταια πάσχισα να το σπάσω για να απολαύσω το περιεχόμενο. Δεν ξέρω τι φταίει. Ίσως γιατί είμαι τόσο μακριά απ' αυτό τον κόσμο, από τη μυθολογία του, τη ψυχοσύνθεσή του. Σκέφτομαι πως ίσως έτσι να αισθανθεί κι ένα Μεξικανός, αν διαβάσει τη Ζυράννα Ζατέλη. Ό,τι και να συμβαίνει βρίσκω υπερβολική την κρίση του Μάρκες:
"Δεν είναι περισσότερες από τριακόσιες σελίδες και πιστεύω πως θα έχουν την ίδια διάρκεια με τις σελίδες που έχουν διασωθεί από το έργο του Σοφοκλη".

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Οι Ντέβα (για γάτες και άλλα ζώα)

Έχω την άποψη πως ο Πάνος Ιωαννίδης, ένας από τους αξιολογότερους σύγχρονους Κύπριους πεζογράφους, κάπως σαν να σπατάλησε το εξαιρετικό του ταλέντο μ' αυτό το βιβλίο. Αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό, τόσο που πολλά πρόσωπα, χώροι, καταστάσεις να είναι εμφανώς ευδιάκριτα για μας που ζούμε εδώ, διασώζει ίσως μια πτυχή της οικογενειακής του ιστορίας, αλλά για τους αναγνώστες (αν εξαιρέσουμε τους φανατικούς ζωόφιλους), δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Και πρώτα ερμηνεία του παράδοξου τίτλου. Λέει ο συγγραφέας: "Ο όρος "Ντέβα" είναι λέξη σανσκριτική, που στη γλώσσα μας μπορεί να αποδοθεί σαν προστάτης άγγελος. Σύμφωνα με τις δοξασίες της Ανατολής, οι Ντέβα εποπτεύουν, προστατεύουν, καθοδηγούν και ωθούν προς εξέλιξη τα όντα του τρίτου βασιλείου της φύσης, του ζωικού". Ο συγγραφέας, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, μας παρουσιάζει την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, τα οποία διαθέτουν μεγάλες ντεβαϊκές ικανότητες. Η κόρη του, σε ηλικία τεσσάρων μόνο χρόνων, εξημερώνει ένα... σκαντζόχοιρο και ακολουθούν πλήθος περιστατικά με ζώα και πτηνά. Στο βιβλίο όμως πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι γάτες. Αγαπημένη γάτα των παιδιών η Τες που την περιμαζεύουν από το δρόμο, συνδέονται μαζί της, κι όταν ακόμα πεθαίνει, στο τέλος του βιβλίου, επισκέπτεται τον συγγραφέα ακόμα και στα όνειρά του. Επισκέψεις στον κτηνίατρο, αρρώστιες, εγχειρίσεις και γεννητούρια γάτων, απώλειες και εύρεσή τους παρεμβάλλονται στην πορεία της οικογενειακής ζωής. Και οι σκύλοι βέβαια δεν απουσιάζουν από το βιβλίο, όχι όμως στο βαθμό που κυριαρχούν οι γάτες. Υποβάλλεται η ιδέα μιας επικοινωνίας με τα ζώα, άλλοτε μέσω των ενστίκτων και άλλοτε μέσω των συναισθημάτων. Το θέμα μπορεί να μην ενδιαφέρει όλους μας, η συγγραφική ικανότητα όμως του Πάνου Ιωαννίδη, η ανάλαφρη γραφή και το χιούμορ που διανθίζουν το κείμενο, κάνουν το βιβλίο ελκυστικό και ευκολοδιάβαστο. Κάποτε η αγάπη για τα ζώα προβάλλεται αντιστικτικά μέσα από σκηνές που σχεδόν σοκάρουν με τη ρεαλιστικότητα της περιγραφής. Μια τέτοια σκηνή είναι η περιγραφή μιας γάτας που αγωνίζεται να σώσει τα κουτάβια της από τον γείτονα που, αντιπαθώντας τις γάτες, τα πήρε και τα έθαβε ζωντανά, αψηφώντας τις πληγές που εκείνος της κατάφερε με το φτυάρι, κόβοντάς της το πόδι. Και μια άλλη παρόμοια, όταν μια γάτα απεγνωσμένα παλεύει μ' ένα σκύλο για να σώσει πάλι τα μικρά της. Δεν είμαι ιδιαίτερα ζωόφιλη, αλλά το βιβλίο του Πάνου Ιωαννίδη μ' έκανε να βλέπω τα ζώα με άλλο βλέμμα, έστω κι αν θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του για ένα άλλου είδους μυθιστόρημα.


Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2007

Η "Σεκερίμ" της Μαρίνας Βαμβακά

Δεν ξέρω πού οφείλεται αυτή η μεγάλη άνθηση του ιστορικού μυθιστορήματος στην εποχή μας. Προτίμηση άραγε των συγγραφέων που δεν βρίσκουν εύκολα έμπνευση στο σήμερα, ή ανταπόκριση στη ζήτηση εκ μέρους του αναγνωστικού κοινού; Όποια και να' ναι η αιτία, γεγονός παραμένει πως το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας πλημμυρίζει τα ράφια των βιβλιοπωλείων.
"Σεκερίμ" (που σημαίνει στα τούρκικα "γλυκιά σαν ζάχαρη") ονομάζεται το πρώτο μυθιστόρημα της Μαρίνας Βαμβακά (Λιβάνης, 2007) και, όπως μας πληροφορεί η ίδια, πρόκειται για την ιστορία της προγιαγιάς της και άλλων προγόνων της, πλαισιωμένων βέβαια με μυθιστορηματικά πρόσωπα. Η επίσημη κριτική μέχρι στιγμής το έχει αγνοήσει και μόνο σε μια εφημερίδα, σ' ένα δημοσίευμα για "τα βιβλία των υπεραγορών" συνάντησα μια ειρωνική αναφορά. Κι όμως το βιβλίο έχει πολλά θετικά στοιχεία, χωρίς να λείπουν βέβαια και τα αρνητικά. Ξεκινώ από τα θετικά:
1. Η συγγραφέας διαθέτει μεγάλη αφηγηματική ικανότητα. Οι περιγραφές της είναι ζωντανές, πειστικές, οι διάλογοι φυσικοί, οι χαρακτήρες ολοκληρωμένοι 2. Γλώσσα επιμελημένη, πλούσια, με περιορισμένο αριθμό τούρκικων λέξεων (ερμηνεύονται στο τέλος σε γλωσσάρι) που συμβάλλουν στην αληθοφάνεια της όλης ατμόσφαιρας 3. Προσφέρει ιστορική γνώση για μια πολυτάραχη εποχή (1876-1922) με τρόπο φυσικό, μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων της, αλλά και με εμβόλιμα κεφάλαια με καθαρά ιστορικό περιεχόμενο.
Αρνητικά: 1. Οι πολλές επαναλήψεις παρόμοιων γεγονότων και σκηνών αυξάνουν τον όγκο του βιβλίου και κουράζουν. Ξανά και ξανά περιγράφονται φαγητά, κεντήματα, οι συναντήσεις με τον Σουλτάνο, τα χαμάμ, το χαρέμι κ.λπ. 2. (Προσωπικές αντιρρήσεις). Είναι φυσικό και λογικό μια Ελληνίδα-Χριστιανή που γίνεται ερωμένη του Σουλτάνου να νιώθει υπερήφανη γι' αυτό και σ' όλη της τη ζωή να το θυμάται και να το καυχάται; Είναι κάτι για το οποίο θα 'πρεπε οι άλλες κοπέλες να τη ζηλεύουν και να ονειρεύονται κάποτε να τις αγαπήσει κι αυτές ένας Σουλτάνος; (σ.309). 3. Στο βιβλίο είναι διάχυτη μια αγάπη για τη σουλτανική Τουρκία και λύπη όταν ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ εξορίζεται. Ακόμα κι όταν αργότερα, με την επικράτηση του Κεμάλ, περιγράφονται λεηλασίες και σκηνές φρίκης εις βάρος των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων, ένας από τους ήρωες της Βαμβακά λέει: " Ίσως ήρθε η ώρα να πληρώσουμε για τα χορτασμένα στομάχια μας, για τα πλούτη μας, για τις πρωτιές μας" (σ. 364). Ομολογώ ότι ως Κυπρία είμαι προκατειλημμένη. Αδυνατώ να μπω σ' αυτή τη λογική, όταν βλέπω τον Τούρκο να με έχει εκδιώξει βίαια από το σπίτι μου και να κατοικεί αυτός εκεί.
Τελικά, βέβαια, δεν νομίζω ότι έχασα το χρόνο μου διαβάζοντας τις 528 σελίδες της "Σεκερίμ". Αν όμως ήταν λιγότερες, το βιβλίο σίγουρα θα κέρδιζε περισσότερο.