
Η ίδια η ζωή της συγγραφέως μοιάζει με μυθιστόρημα. Από πλούσια οικογένεια της Ρωσίας, φεύγει για να γλιτώσει τη δίωξη από την κομουνιστική επανάσταση. Καταφεύγει στη Γαλλία, παντρεύεται, έχει δυο κόρες, γράφει. Είναι όμως Εβραία (κι ας έχει ασπαστεί τον Καθολικισμό). Μέσα στη φρίκη του πολέμου, κρυμμένη εδώ κι εκεί, γράφει πυρετωδώς. Δίνει στο χαώδη γύρω της κόσμο, στους Γερμανούς που προελαύνουν στο γαλλικό έδαφος, στο Παρίσι που εκκενώνεται, στην κατακτημένη τελικά Γαλλία, την αιωνιότητα που χαρίζει η Τέχνη σε όποια μορφή. Δεν θα αποφύγει τη σύλληψη η Νεμιρόβσκυ. Κι αυτή κι ο άντρας της στέλλονται στο Άουσβιτς, απ' όπου βέβαια δεν θα βγουν ποτέ. Τα πυκνογραμμένα χειρόγραφά της κουβαλάει σε μια βαλίτσα από καταφύγιο σε καταφύγιο η μια της κόρη. Χρόνια αργότερα, αρχίζει να τα μεταγράφει. Το βιβλίο θα εκδοθεί τελικά το 2004 στη Γαλλία, 62 χρόνια μετά τη συγγραφή του, και στα Ελληνικά το 2005 (Πατάκης). "Σουίτα" το ονομάζει. Σκόπευε να το ολοκληρώσει σε πέντε μέρη, πρόλαβε να γράψει όμως μόνο τα δύο πρώτα.
Στο πρώτο μέρος, "Καταιγίδα τον Ιούνιο", απεικονίζεται η τρομαγμένη έξοδος από το Παρίσι. Οι άνθρωποι (πόσο καλά την ξέρουμε στην Κύπρο αυτή την εικόνα) φεύγουν πανικόβλητοι. Παίρνουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν, κλειδώνουν τα σπίτια κι άλλοι με αυτοκίνητα, άλλοι με ποδήλατα, άλλοι πεζοί, αναζητούν ασφαλέστερη διαμονή στην ύπαιθρο. Η Νεμιρόβσκυ δεν γράφει αόριστα κι απρόσωπα. Μέσα στο αλλόφρον πλήθος ξεχωρίζουν πρόσωπα και χαρακτήρες: Μια πολυμελής, πλούσια οικογένεια, δυο μικρομεσαίοι υπάλληλοι Τράπεζας, ένας αριστοκράτης που η μόνη του έγνοια είναι να περισώσει την πολύτιμη συλλογή του από πορσελάνες, ένας σνομπ συγγραφέας και η ερωμένη του...Βομβαρδισμοί, έλλειψη τροφίμων, άνθρωποι που θυσιάζονται για τους άλλους κι άλλοι που, κυριαρχούμενοι από τα ένστικτα επιβίωσης κλέβουν βενζίνη ή τρόφιμα, ένα χάος, το οποίο αποδίδει με μοναδική δεξιοτεχνία, με φωτογραφική απεικόνιση της λεπτομέρειας.
Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται "Ντόλτσε". Η Γαλλία είναι πια υπό κατοχήν. Η Νεμιρόβσκυ μας μεταφέρει σ' ένα χωριό, το Μπισσύ, όπου οι Γερμανοί έχουν επιτάξει τα σπίτια. Τα πρόσωπα του πρώτου μέρους δεν υπάρχουν εδώ, εκτός από μια χαλαρή αναφορά σε μερικά από αυτά. Στο επίκεντρο είναι τώρα οι άνθρωποι του χωριού, χωρισμένοι κι εδώ σε τάξεις. Ο απλός λαός κι οι αριστοκράτες. Με την ίδια απαράμιλλη τέχνη με την οποία η συγγραφέας απέδωσε το χάος του πρώτου μέρους, ζωγραφίζει τώρα την "ειρηνική" ζωή του χωριού. Ανταποκρινόμενη στον τίτλο του μυθιστορήματος, όπως σ' ένα μουσικό κομμάτι, από το βουερό, θορυβώδες, γεμάτο κίνηση πρώτο μέρος, μεταπίπτουμε σ' ένα απαλό, χαμηλόφωνο, ήρεμο δεύτερο μέρος. Ο μικρόκοσμος, οι καθημερινές του έγνοιες, η απουσία των ανδρών στο μέτωπο ή την αιχμαλωσία, τα αντιφατικά συναισθήματα που δημιουργούνται-ναι, οι Γερμανοί είναι ο εχθρός, είναι οι κατακτητές, αλλά ταυτόχρονα είναι νέοι και ωραίοι, μακριά κι αυτοί από τους δικούς τους, διαταγμένοι να εκτελούν εντολές- αποδίδονται σαν μέσα από μικροσκόπιο, με λεπτομερή ψυχολογική ανάλυση χαρακτήρων και συναισθημάτων, με τη λεπτομέρεια της περιγραφής να κυριαρχεί και πάλι.
Δυο πρόσωπα πρωταγωνιστούν. Η Λουσίλ, μια νέα γυναίκα που ασφυκτιά στο πλουσιόσπιτο της αυστηρής πενθεράς της, ενώ ο άντρας της λείπει στον πόλεμο, κι ο νεαρός Γερμανός αξιωματικός που συγκατοικεί στο επιταγμένο σπίτι. Μια τρυφερή φιλία αναπτύσσεται, που δεν θα γίνει όμως απάτη και προδοσία.
Ένα μυθιστόρημα που κι έτσι ημιτελές όπως το άφησε η συγγραφέας του, είναι αρκετό για να το χαρακτηρίσουμε αριστούργημα. Δεν ξέρω αν θα φανώ υπερβολική, αλλά νομίζω είναι μια καινούρια, εξίσου σπουδαία εκδοχή του "Πόλεμος και ειρήνη".